Skip to main content

Κωνσταντίνου Στυλιαρᾶ: Ἡ εἰκονολατρικὴ καὶ εἰκονοκλαστικὴ κρίση

Κωνσταντίνου Στυλιαρᾶ,Φιλολόγου

Κάθε ἱστορικὸ γεγονὸς γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ στὴν ἐποχή του, ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ.

Τὸ θέμα τῆς λατρείας ἢ μὴ τῶν εἰκόνων ἐκδηλώνεται ὅταν ἡ αὐτοκρατορία βρίσκεται στὴ μέγιστη ἀκμή της μὲ δραστηρίους αὐτοκράτορες, ἀλλὰ καὶ σὲ σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν Περσῶν, Ἀράβων, Βουλγάρων.

Τότε χάθηκε ἡ Β. Ἀφρικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἀσία ἀπὸ διάφορους χαλίφες. Τότε, λένε, ἔπεσε καὶ τὸ ἐπίπεδο σπουδῶν λόγῳ τῆς διαμάχης τῶν δύο παρατάξεων, εἰκονολάτρες - εἰκονομάχοι.

Οἱ ρίζες τῆς κρίσης ἀνάγονται σὲ βάθος χρόνου. Τὰ πρῶτα κρούσματα πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στοὺς μονοφυσίτες τῶν Ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν. Εἶχε σχέση μὲ τὴ λατρεία καὶ τὸν ρόλο τῶν εἰκόνων στὴν ἀναζήτηση τοῦ θείου μέσῳ προσευχῆς.

Ἡ πρώτη περίοδος κράτησε ἀπὸ τὸ 717-787 μ.Χ. Ὁ Λέων ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος (717-741) ἐτάχθη κατὰ τῶν εἰκόνων. Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἡ κειμένη πάνω ἀπὸ τὴ χαλκῆ Πύλη τοῦ ἀνακτόρου καθαιρέθηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.

«Ἄφωνον εἶδος, καὶ πνοῆς ἐξηρμένον
Χριστὸν γράφεσθαι μὴ φέρων ὁ Δεσπότης
Ὕλη γεηρά, ταῖς γραφαῖς πατουμένη
Λέων σὺν υἱῷ, τῷ νέῳ Κωνσταντίνῳ
Σταυροῦ χαράττει τὸν τρισόλβιον τύπον
Καύχημα πιστῶν, ἐν πύλαις ἀνακτόρων».

Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ προκάλεσε τὴν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ κατὰ τῶν ἐκτελεστῶν τῆς βασιλικῆς ἐντολῆς. Οἱ διωγμοὶ ἐντάθηκαν κατὰ τῆς εἰκονοφίλου παρατάξεως (λαός, ἱερεῖς, μοναχοί, λόγιοι).

Ὁ υἱός του Κωνσταντῖνος (741-775) περιέβαλε τὸ εἰκονοκλαστικὸ κίνημα μὲ τὸ κῦρος δογματικῆς διατύπωσης. 380 ἀρχιερεῖς συνῆλθαν στὰ ἀνάκτορα τῆς Ἱερείας τὸ Φεβρουάριο τοῦ 754.

«Σκοπητέον γάρ, λέγεται ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐν τούτῳ, ὅτι, εἰ κατὰ τοὺς ὀρθοδόξους πατέρας

ἅμα σάρξ, ἅμα Θεοῦ Λόγου σάρξ, μηδέποτε μερισμοῦ ἔννοιαν δεχομένη,

ἀλλ’ ὅλη ὅλως τῇ θείᾳ φύσει προσληφθεῖσα καὶ ὁλοκλήρως θεωθεῖσα,

πῶς διχασθήσεται ἢ ἰδιοστατηθήσεται παρὰ τῶν ἀσεβῶς τοῦτο δρᾶν ἐπιχειρούντων;».

Ἀφοῦ κατοχύρωσε τὶς ἀπόψεις του μὲ Συνοδικὴ ἀπόφαση, ἄρχισε νὰ τίς ἐπιβάλει μὲ τὴ βία τὸ νόμο. Τὸν Πατριάρχη Κωνσταντῖνο ἐξώρισε καὶ ἐθανάτωσε, μοναχοὺς φυλάκισε, τυράννησε καὶ σκότωσε. Τότε ἐμαρτύρησεν ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ νέος.

Τὸ 756 συνωμοσία ποὺ ἀποκαλύφθηκε καταπνίγηκε μὲ ἀπερίγραπτη σκληρότητα. Κάηκαν εἰκόνες ἀμυθήτου ἀξίας καὶ λεηλατήθηκαν πολύτιμα ἱερὰ σκεύη.

Οἱ μετὰ τὸν Κωνσταντῖνο (Λέων ὁ Χάζαρος, Κωνσταντῖνος ὁ Στ΄) ἔδειξαν συνετὴ πολιτική. Ἡ Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) ἐπὶ αὐτοκρατείρας Εἰρήνης, ἀποφάσισε τὴν ἀποκατάσταση τῶν Εἰκόνων.

«Ὁρίζομεν σὺν ἀκριβείᾳ πάσῃ καὶ ἐμμελεία παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας τὰς ἐκ χρωμάτων καὶ ψηφῖδος καὶ ἑτέρας ὕλης ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καὶ ἐσθῆσι, τοίχοις τε καὶ σανίσιν, οἴκοις τε καὶ ὁδοῖς...».

Β΄ περίοδος Εἰκονομαχίας (815-843)

Ἐνῷ τὸ θέμα ἐθεωρεῖτο λῆξαν, ὁ Λέων ὁ Ε΄ συνεκάλεσε στὴν Ἁγία Σοφία τὸ 815 σύνοδο καί, ἀφοῦ κατηγόρησε τὴν Εἰρήνη «ἐπὶ γυναικείᾳ ἀφελότητι», ἐπειδὴ «τὸν ἀκατάληπτον Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν σάρκωσιν δι’ ἀτίμου ὕλης ζωγραφεὶν ἐδογμάτισεν....... ἀπόβλητον καὶ ἀλλοτρίαν καὶ ἐβδελυγμένην ἐκ τῆς Χριστιανῶν Ἐκκλησίας πᾶσαν εἰκόνα ἐκ παντοίας ὕλης καὶ χρωματουργικῆς τῶν ζωγράφων κακοτεχνίας».

Ὅμως ὁ δεύτερος γῦρος δὲν εἶχε τὴν τραχύτητα τοῦ πρώτου. Μόνο ὁ Πατριάρχης Νικόλαος καὶ ὁ Θεόδωρος Στουδίτης ὑπέστησαν διώξεις.

Ἐπὶ Θεοφίλου (821-842), ὅπως μαρτυρεῖ ὁ βίος τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, ἐμαρτύρησαν οἱ ἀδελφοὶ Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης - οἱ ἐπωνομαζόμενοι στικτοί, σημαδεμένοι (γραπτοί).

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοφίλου, συνεκλήθη σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ ὁποία ἔθεσε ὁριστικὰ τέλος στὸ ζήτημα (843). Ἔκτοτε ἑορτάζομε πανηγυρικὰ τὸ γεγονὸς τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (Α΄ Κυριακὴ Νηστειῶν).

«Ἃς οἱ πλάνοι καθεῖλον ἐνθάδε εἰκόνας, ἄνακτες ἐστήλωσαν εὐσεβεῖς πάλιν».

Ἡ εἰκόνα εἶναι ἕνα σύμβολο, τὸ σημαῖνον ποὺ παραπέμπει στὸ σημαινόμενον. Τὸ πρῶτο εἶναι ἁπτό, τὸ δεύτερο νοητό. Τὸ πρῶτο εἶναι ἐρέθισμα, τὸ δεύτερο ὀπτασία. Ἡ Εἰκόνα ἀνοίγει τοὺς οὐρανούς.

Κάποιες σκέψεις: Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν Π. Διαθήκη, ὅλοι οἱ προφῆτες εἶναι κατὰ τῶν εἰδώλων μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι τὸ θεῖον δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ εἰκαζόμενον εἴτε αὐτὸ εἶναι πηλός, ξύλο, μάρμαρο, χρυσός. Δημιουργοῦμε κάτι ποὺ οὔτε σὲ μᾶς μοιάζει οὔτε τὸν Θεὸ ἀπαυγάζει.

«καὶ ἐνέβαλον τὰ εἴδωλα αὐτῶν εἰς τὸ πῦρ. οὐ γὰρ θεοὶ ἦσαν, ἀλλὰ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, ξύλα καὶ λίθοι». Ἠσαΐας κέφ. ΛΖ

«τίνι ὡμοιώσατε Κύριον καὶ τίνι ὁμοιώματι ὡμοιώσατε αὐτόν; μὴ εἰκόνα ἐποίησε τέκτων, ἢ χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αὐτόν, ὁμοίωμα κατεσκεύασεν αὐτόν;». Ἡσαΐας, κεφ. Μ

ὅτι τὰ νόμιμα τῶν Ἐθνῶν μάταια. ξύλον ἐστὶν ἐκ τοῦ δρυμοῦ ἐκκεκομένον...». Ἱερεμίας κεφ. Ι

Κατὰ τὸν P. LEMERLE (ὁ πρῶτος βυζαντινὸς οὑμανισμὸς) δίνεται σχετικὰ μὲ τὸ θέμα ἡ παρακάτω ἑρμηνεία: «Ἡ Ἀσιατικὴ Ἀνατολὴ ἐξυψώνει τὴ θεότητα καὶ καταδικάζει τὴν ὕλη. Ἡ ἑλληνολατινικὴ Δύση δὲν ἀποφασίζει οὔτε νὰ διανοηθεῖ μιὰ θεότητα ὁλότελα ἄγνωστη, ἀκατάλληλη, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ περιγραφτεῖ καὶ νὰ ἀπεκονιστεῖ, οὔτε νὰ καταδικάσει ὁριστικὰ τὴν ὕλη. Ὁ Χριστιανισμὸς πιστεύει σὲ ἕναν Θεὸ ποὺ ὑπῆρξε συγχρόνως καὶ ἄνθρωπος. Τὸ μοναδικὸ δόγμα αὐτῆς τῆς θρησκείας τῆς σωτηρίας καὶ τῆς λύτρωσης. Ὅλη ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας στρέφεται γύρω ἀπὸ τὴ πληρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης... Οἱ εἰκονολάτρες ἀκολουθοῦν τὴ γραμμὴ τοῦ οὑμανισμοῦ ποὺ ὑπέκυψε στὴν Ἑλληνικὴ παράδοση...».

Τό θέμελιο βέβαια τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ὁ οὑμανισμός, ἀλλά ἡ ἐμπειρική γνώση Θεοῦ ἀπό τούς θεόπτες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Βιβλιογραφία:

1. P. LEMERLE
2. «Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὑμανισμός
3. Ἀνθολόγιο Βυζαντινῶν Κειμένων
4. Βυζαντινή Ἱστορίαν Δ. Ζακυθηνοῦ

  • Προβολές: 92