Skip to main content

“Ἀνύπαρκτοι”

Τυχεροί ὅσοι συμμετεῖχαν στήν ἀρχιερατική θ. Λειτουργία πού τελέσθηκε στό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαράσοβας. Ἀρχαιοπρεπής, κατανυκτική, ἀξέχαστη.

Σημαντικό, σημαδιακό θά λέγαμε, ἦταν καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, πού ἔτυχε νά εἶναι ἀπό τήν Ἅ' πρός Κορινθίους: “...ἀλλά τά μωρά του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἴνα τούς σοφούς καταισχύνη, καί τά ἀσθενῆ του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἴνα καταισχύνη τά ἰσχυρά, καί τά ἀγενῆ του κόσμου καί τά ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καί τά μή ὄντα, ἴνα τά ὄντα καταργήση, ὅπως μή καυχήσηται πάσα σάρξ ἐνώπιόν του Θεοῦ...”. Θαυμάσιο καί τό σχετικό κήρυγμα τοῦ Σεβασμιωτάτου, τό ὁποῖο ἄντλησε ἀπό τόν πλοῦτο τῆς πατερικῆς περί τοῦ θέματος θεολογίας. Καλύτερη περιγραφή καί ἀξιολόγηση τοῦ ἔργου καί τῆς ἀποστολῆς τῶν ἐρημιτῶν δέν θά μποροῦσε ἄλλως πώς νά δοθῆ.

Ὁ κόσμος θεώρησε καί θεωρεῖ τούς μοναχούς ἐκείνους πού κλείνονται στό κελλί τους ὡς μή ὄντες, ἀνύπαρκτους, ὅπως ἀνύπαρκτους θεωρεῖ ὅσους ἀφήνουν τά ὑπό τήν αἴσθηση γιά νά κερδίσουν Τόν ὑπέρ τήν αἴσθηση. Ἔτσι, λοιδοροῦνται οἱ μοναχοί πού κλείνονται στό κελλί τους. Καί αὐτοί ἀνέχονται τήν λοιδορία, γιατί ἁπλούστατα δέν τούς ἀγγίζει. Ὅταν ὁ Θεός εὐδοκῆ καί ἀναδεικνύη ὡς Θεολόγο καί Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μᾶς χαρισματοῦχο τινά χριστιανό, πού διαθέτει τό χάρισμα τοῦ λόγου, τότε αὐτός ἀναλαμβάνει νά δώση σοφή ἀπάντηση σ’ ὅσους δέν μποροῦν νά νοιώσουν ἀλλιῶς τήν ἁγιοσύνη πού προχέεται ἀπό τίς “ἀνύπαρκτες” αὐτές μοναχικές ὑπάρξεις. Τότε καί οἱ πρωταθλητές αὐτοί τῆς πίστεως, κλεισμένοι μέσα στά κελλιά τους, παίρνουν στά χείλη τούς τά γκυκύτατα λόγια τῶν Θεολόγων, γιά νά ἐκφράσουν αὐτό πού ἤδη ζοῦσαν καί ζοῦν. Καί σέ ὅσους ἀνόητα ρωτοῦν: “τί προσφέρετε μέσα ἀπό τά κελλιά σας”, τούς ἀποκρίνονται, δίχως νά τούς κρίνουν, μέ λόγια σάν αὐτά τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου:

“Εάσατε τή κέλλη μέ μόνον ἐγκεκλεισμένον, / ἄφετε μέ μετά Θεοῦ τοῦ μόνου φιλανθρώπου, / ἀποστητέ, μακρύνατε, ἐάσατε μέ μόνον / ἀποθανεῖν ἐνώπιον Θεοῦ τοῦ πλάσαντος μέ! / Μηδείς τή θύρα κρούσειε, μηδείς φωνήν ἀφήση, / μηδείς ἐπισκεψάτω μέ τῶν συγγενῶν ἤ φίλων, / μηδείς μου τήν διάνοιαν ἐλκύσας ἀποσπάση / τῆς θεωρίας τοῦ καλοῦ καί ὡραίου Δεσπότου, / μηδείς μοί βρῶμα δώσειε, μή πόμα μοί κομίση! / Ἀρκέσει γάρ μοί τό θανεῖν ἔμπροσθέν του Θεοῦ μου. / Θεοῦ τοῦ ἐλεήμονος, Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου... / ...Οὐ θέλω ἔτι κατιδεῖν τό φῶς τοῦ κόσμου τούτου, / οὐδέ αὐτόν τόν ἥλιον, οὐδέ τά ἐν τῷ κόσμω• / βλέπω γάρ τόν Δεσπότην μου, βλέπω τόν βασιλέα, / βλέπω τόν ὄντως ὄντα φῶς καί παντός φωτός κτίστην, / βλέπω πηγήν παντός καλοῦ, βλέπω αἰτίαν πάντων, / βλέπω ἀρχήν τήν ἄναρχον, ἐξ ἧς παρήχθη πάντα, / ...πῶς οὔν αὐτόν καταλιπῶν ἐξέλθω μου τῆς κέλλης;...”

Ὁ κόσμος χαρακτηρίζει ἀνύπαρκτους καί ὅσους εἶναι προσανατολισμένοι σ’ αὐτήν τήν σταυρική, ὀρθόδοξη ἡσυχαστική ζωή, ὅλους ὅσους, ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, καλλιέργησαν τόν “κρυπτό της καρδίας ἄνθρωπον ἐν τῷ ἀφθάρτω τοῦ πραέως καί ἠσυχίου πνεύματος, ὅ ἐστιν ἐνώπιόν του θεοῦ πολυτελές” (Ἅ' Πέτρ. γ', 4). Ὁ λόγος περί ἡσυχίας θεωρεῖται ἀπό τούς κοσμικούς, στό φρόνημα καί ἀσχέτως ἐνδυμασίας, ὡς μωρία, οἱ δέ συγγραφεῖς ἡσυχαστικῶν λόγων, αὐτοί πού “διεγείρουν ἐναντίον τούς δαίμονες”, θεωροῦνται μωροί, ἀνύπαρκτοι.

Τί νά ποῦμε; Νά εὐχηθοῦμε νά γίνουμε καί ἐμεῖς “μή ὄντες”, “ἀνύπαρκτοι”, ὑπακούοντάς σε “μή ὄντες”, “ἀνύπαρκτους” ποιμένες, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά ὑπάρξουμε μαζί μέ τό ὄντως Ὅν, τόν Θεό μας, πού ἀποκαλύφθηκε στόν Μωϋσῆ ὡς ἡ πραγματική Ὕπαρξη, ὡς “Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν”.
Ν.Γ.

  • Προβολές: 3546