Γράφτηκε στις .

 Ὁ Santa Claus καί ὁ Ἁη-Βασίλης

Δημοσιεύουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀπάντηση πού πῆρε ἡ μικρή Virginia O’ Hanlon στό ἐρώτημά της ἄν ὑπάρχει ὁ Santa Claus, ἀπό τόν ἐκδότη τῆς ἐφημερίδος New York Sun, ἑκατό χρόνια πρίν. Φαίνεται ὅτι ἡ ἀπάντηση ἄρεσε ἰδιαιτέρως στούς ἀναγνῶστες τῆς ἐφημερίδος, ἀφοῦ ἀνατυπωνόταν κάθε χρόνο μέχρι τό 1949, ὅταν σταμάτησε νά ἐκδίδεται ἡ ἐφημερίδα. Καί σήμερα, ὅμως, παραμένει στήν Δύση ὡς ἕνα πολύ γνωστό πρωτοχρονιάτικο κείμενο, τό ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά τό διαβάση καί στό internet.

“...Ναί, Βιρτζίνια, ὁ ἅγιος Βασίλης ὑπάρχει.

Ὑπάρχει, ὅπως σίγουρα ὑπάρχει ἡ ἀγάπη καί ἡ γενναιοδωρία καί ἡ εὐλάβεια καί ξέρεις ὅτι σ’ ἀγκαλιάζουν καί δίνουν στήν ζωή σου ὀμορφιά καί χαρά. Ἀλοίμονο! πόσο ζοφερός θά ἦταν ὁ κόσμος μᾶς ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Ἀη-Βασίλης! Θά ἦταν τόσο ζοφερός, ὅσο ἄν δέν ὑπῆρχαν Βιρτζίνιες. Δέν θά ὑπῆρχε ἡ ἁγνή πίστη τῶν παιδιῶν, ἡ ποίηση, ἡ φαντασία πού κάνει ὑποφερτή τήν ὕπαρξή μας. Δέν θά εἴχαμε χαρά, παρά μόνο μέ τίς αἰσθήσεις καί τήν ὅραση. Τό ἐξωτερικό φῶς μέ τό ὁποῖο ἡ παιδικότητα γεμίζει τόν κόσμο θά σβύση...

...Κανένας δέν βλέπει τόν Ἀη-Βασίλη, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχει... Εἶδες ποτέ νεράϊδες νά χορεύουν στά ξέφωτα; Σίγουρα ὄχι, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχουν... ...Δέν ὑπάρχει Ἀη-Βασίλης; Δόξα τῷ Θεῶ ζεῖ καί θά ζῆ γιά πάντα, ...θά συνεχίση νά δίνη χαρά στήν καρδιά τῶν παιδιών”.

Τό γράμμα αὐτό ταιριάζει στό πνεῦμα καί δικῶν μᾶς ἑορτῶν, ἠμῶν τῶν Νεοελλήνων, ὅπως αὐτό ἀποτυπώνεται στίς σχολικές ἐκδηλώσεις, τίς οἰκογενειακές ἑορτές, τίς δηλώσεις τῶν πολιτικῶν προσώπων καί τῶν καλλιτεχνῶν, τίς ἀναλύσεις καί τίς ἀναφορές ἐγκρίτων δημοσιογράφων, τά ἐπίκαιρα ἀφιερώματα τῶν ἐφημερίδων, τίς ἐκπομπές τῶν ραδιοφώνων καί τῆς τηλεοράσεως.

Ἀπό τά πολλά σημεῖα τῆς “ἀπαντήσεως”, πού θά ἦταν ἐνδιαφέρον νά σχολιάσουμε, θά ἀρκεσθοῦμε σ’ ἕνα.

Ὁ Ἀη-Βασίλης (ὁ Santa-Clauss - Ἅγιος Νικόλαος, γιά τήν ἀκρίβεια) γιά τούς Δυτικούς, ὅπου γῆς, δέν εἶναι ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο. Ἀναγνωρίζουν, βέβαια, τήν ἱστορικότητα τοῦ ἁγίου, ἀλλ’ ὅμως τά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἔχουν προστεθῆ εἶναι τόσο πολλά, πού σχεδόν ἔχει ἐξαφανισθῆ ἡ ἱστορικότητά του, καί φυσικά καί ἡ ὀρθή ἀναφορά στό πρόσωπό του. Δέν εἶναι κάποιο πρόσωπο μέ τό ὁποῖο χρειάζεται νά ἔρθουμε σέ ἐπικοινωνία, νά ἀκούσουμε τίς διδασκαλίες του, νά μάθουμε γιά τήν ζωή του, νά διδαχθοῦμε ἀπό τά κατορθώματά του καί τούς προσωπικούς του ἀγῶνες γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς, γιά τήν ἐπιζωγράφηση τοῦ καθ’ ὁμοίωση στό κατ’ εἰκόνα. Ὁ Ἀη-Βασίλης, ὅπως καί ὁ Θεός τοῦ Δυτικοῦ εὐδαίμονος ἀνθρώπου, εἶναι ἕνα κατασκεύασμα τοῦ ἀνθρώπου, στό ὁποῖο ἔχει ἀποδοθεῖ κάποιο ἱστορικό ὄνομα. Δέν εἶναι ἕνα πρόσωπο - φορέας τῆς ἄκτιστης Χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ Ὁποία τόν γέμισε μέ ἀρετές, ἀλλά εἶναι μιά προσωποποίηση ὁρισμένων φυσικῶν ἀρετῶν. Τό πρόσωπο ζητᾶ ἀπό μᾶς νά ἐξέλθουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ἡ προσωποποίηση προσφέρη κάλυψη στό κλείσιμό μας. Τό πρόσωπο θά ζητήση κάτι ἀπό ἐμᾶς πού πιθανόν νά μᾶς στοιχίση, ἴσως καί νά μᾶς ἐλέγξη. Ἡ προσωποποίηση εἶναι φτιαγμένη γιά νά μᾶς δίδη, ἤ ἄν ζητήση, νά ζητήση αὐτό πού ἐμεῖς θέλουμε νά ζητήση.

Ὁ ἅγιος Βασίλειος τοῦ Ρωμαίϊκου, ὅπως τόν περιγράφει ὁ Φώτης Κόντογλου, “εἴτανε σάν καλόγερος ζητιάνος, μέ μιά σκούφια παλιά στό κεφάλι του, καί τά ράσα τοῦ εἴτανε τριμμένα καί μπαλωμένα καί τά τσαρούχια τοῦ τρύπια, κ’ εἶχε κ’ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό”. Αὐτός ὁ Ἀη-Βασίλης γυρνοῦσε στά χωριά τῶν Χριστιανῶν καί δέν ἔδιδε δῶρα (σάν αὐτά πού βγάζουν ἀπό τό σακκούλι τούς κάθε λογής μάγοι), παρά ζητοῦσε: “ποιός θά τόν γιορτάσει μέ καθαρή καρδιά” (τό τί σημαίνη “ζητοῦσε καθαρή καρδιά”, τό λένε τά γραπτά κείμενα πού μᾶς ἄφησε: νοῦς συγκεντρωμένος, καθαρός, προσευχόμενος, ἄσκηση σώματος, ἐκκοπῆ θελήματος). Καί ὅταν βρῆκε Χριστιανό ὅπως τόν ἤθελε, ὅπως τόν θέλη ὁ Θεός, τόν Γιάννη τόν Βλογημένο, κάθισε μαζί του καί μέ τήν φαμελιά του καί τούς εὐλόγησε, προσφέροντας τήν εἰρήνη καί τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, σ’ αὐτούς πού ἦταν ἤδη ἄξιοί της εἰρήνης, καί προσευχήθηκε μαζί τους, μέ τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μας, καί τήρησε καί τό ἔθιμο, καί δεήθηκε στόν Θεό. Δέν ἔκρινε ὅσους δέν φάνηκαν ἄξιοί του, ἀλλά καί δέν δέχθηκε νά συμβάλλη στήν διατήρηση τῆς “ψευδαίσθησης τῆς αὐτάρκειας τους”. Κτύπησε τίς πόρτες γιά νά τόν δεχθοῦν, ἀλλ’ ὅμως παρουσιάσθηκε, ὅπως παρουσιάζεται ὁ Κύριος της δόξης στόν αἰώνα τοῦτον τῆς δοκιμασίας, τῆς ἑτοιμασίας καί τῆς μετανοίας: “ἄτιμος”, ἄδοξος, ἀσθενής. Δέν θέλουν οἱ ἅγιοί του Θεοῦ νά παρουσιάζονται ὡς χορηγοί, ὡς θαυματοποιοί, προκαλώντας δέος καί ἀσφυκτική εὐγνωμοσύνη. Δέν θέλουν νά ξεγελάσουν τήν θέλησή μας, ἀλλά νά τήν δοκιμάσουν, καί τότε δίδουν τά δῶρα τους: τήν εἰρήνη καί τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ.

Ο Santa Clausι, ἡ προσωποποίηση τῆς εὐδαιμονίας, τοῦ συναισθηματισμοῦ, τῆς ἠθικολογίας, τί σχέση μπορεῖ νά ἔχη μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο (ἤ τόν Ἅγιο Νικόλαο, ἄν θέλετε); Δέν θέλω νά φανῶ πικρός, ἀσχολούμενος μέ ἕνα παιδικό πρωτοχρονιάτικο ὄνειρο. Ἀναρωτιέμαι ὅμως: ὁ Ἀη-Βασίλης (ὁ στρουμπουλός) “δίδει τήν χαρά στήν καρδιά τῶν παιδιών”, ἤ μήπως παίρνει τήν δική τους;

Ν.Γ.