Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Θεία καὶ ἀνθρώπινη Δικαιοσύνη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μετά τόν Τριαδικό Θεό, στόν ὁποῖο ἀνήκει “πάσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις”, τίς εὐχαριστίες ἀπευθύνω στόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο γιά τήν ἄδεια πού μου ἔδωσε νά τελέσω τήν σημερινή θεία Λειτουργία στήν παλαίφατο καί ἱστορική αὐτή Μονή τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, ὅπου ἡγουμενεύει ὁ ἀγαπητός ἀδελφός Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Ἰωάννης Σακελλαρίου, καί νά προσευχηθοῦμε ὅλοι στήν εὐχαριστιακή αὐτή σύναξη γιά τούς εὐλαβεῖς δικαστᾶς καί εἰσαγγελεῖς πού αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά ἔχουν στενή σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, στήν ἐσωτερική της διάσταση, πού εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή θά ἤθελα νά διατυπώσω μερικές σκέψεις μου περί δικαιοσύνης καί δικαιώσεως, πράγμα τό ὁποῖο ἔχει σχέση μέ τήν σημερινή πανηγυρική εὐχαριστιακή σύναξη.

Ἀφορμή γιά τήν ἀνάπτυξη αὐτοῦ του σπουδαίου θέματος μᾶς δίδουν τά κείμενα τά ὁποῖα ἀνεγνώσθησαν κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, τόσο τό Εὐαγγελικό, ὅσο καί τό Ἀποστολικό, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στό θέμα τῆς δικαιοσύνης καί τῆς δικαιώσεως.

1. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ὡς φιλανθρωπία.

Ἀκούσαμε τόν Χριστό ἀπό τήν ἐπί τοῦ ὅρους ὁμιλία Του νά ἀναφέρεται στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ: “ζητεῖτε δέ πρώτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν” (Ματθ. στ', 33). Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά ἐγκόσμια πραγματικότητα, δέν εἶναι ἡ ἐπικράτηση τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στήν γῆ, ἀλλά ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, πράγμα τό ὁποῖον σημαίνει ὅτι εἶναι ἡ ὅραση τοῦ ἀκτίστου φωτός στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Καί αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἔχει σχέση μέ τήν διάκριση πού γίνεται στήν ὀρθόδοξη παράδοση μεταξύ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ βίωση τῆς Μεταμορφώσεως, καί τοῦ βασιλείου τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅλη ἡ μεταμορφωμένη κτίση. Ἑπομένως, ἄλλο εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο τό βασίλειο τοῦ Θεοῦ.

Ἐξ ἄλλου, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία Του, γιατί ὅταν κανείς μετέχη τοῦ ἀκτίστου φωτός τότε πληροῦται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀνέκφραστη φιλανθρωπία Του. Ἄλλωστε ὁ Θεός “τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους” (Ματθ. ε', 45).

Ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, ἀναφερόμενος στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐν συσχετισμῶ μέ τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “δικαιοσύνη γάρ Θεοῦ ἐν αὐτῶ ἀποκαλύπτεται” (Ρωμ. α', 17), λέγει ὅτι δικαιοσύνη Θεοῦ σημαίνει “τό πάσιν ἀφθόνως τῶν ἀγαθῶν των ἐαυτοῦ μεταδοῦναι καί ἥ της μακαριότητος κοινωνία”. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί τά μυστήρια μποροῦν νά κληθοῦν “πύλαι δικαιοσύνης”. Γιά νά καταλήξη ὁ Νικόλαος Καβάσιλας στό συγκεκριμένο χωρίο: “ἥ του Θεοῦ περί τό γένος ἐσχάτη φιλανθρωπία καί ἀγαθότης, ἥτις ἐστιν ἡ θεία ἀρετή καί δικαιοσύνη”. Φαίνεται ἐδῶ καθαρά ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μέ τήν φιλανθρωπία καί ἀγαθότητά Του.

Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπισή Του εἰσήγαγε στόν κόσμο “τήν ἀληθῆ δικαιοσύνην καί τήν πρός Θεόν ἐταιρίαν”. Αὐτός ὁ ἴδιος προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί μάλιστα παθητή καί θνητή, ἄκρως ὅμως καθαρά, ἀλλά ταυτοχρόνως ἔδειξε μεγάλη ἀγάπη, ἀφοῦ ἔζησε μέ τούς ἁμαρτωλούς: “ὅ του κόσμου Δεσπότης οὕτω φαίνεται τιμήσας δικαιοσύνην, ὥστε μετά τῶν δούλων ἥν, μετά τῶν κατακρίτων, μετά τῶν σφαττομένων, μετά τῶν νεκρῶν, ἴνα πάσι τό δίκαιον ἀποδώ”. Αὐτήν τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ τήν βλέπουμε μέσα στά μυστήρια, διά τῶν ὁποίων κοινωνεῖ καί δίδει σέ μᾶς τήν ζωή Του. Καί ὄχι μόνο τήν βλέπουμε, ἀλλά αὐτή ἡ δικαιοσύνη ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο πού πιστεύει στόν Θεό. Θά γράψη ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας: “δικαιοσύνην λέγοντες τήν ἐνθεωρουμένην τοῖς μυστηρίοις σοφίαν τοῦ Θεοῦ καί φιλανθρωπίαν”.

Ἑπομένως, στήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Νικολάου Καβάσιλα ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μέ τήν φιλανθρωπία Του, ὅπως ἐκδηλώθηκε μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, καί μετέχεται στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.

Παρακάμπτοντας πληθώρα πατερικῶν χωρίων, θά ἤθελα νά ὑπενθυμίσω τήν χαρακτηριστική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου: “Μή καλέσης τόν Θεόν δίκαιον (μέ τήν ἀνθρώπινη σημασία, ὡς ἀπονομή τῶν ἴσων), ὅτι ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ οὐ γνωρίζεται ἐν τοῖς πράγμασι σού”. Καί ἀναφέροντας διάφορα παραδείγματα, ὅπως τήν παραβολή τοῦ μισθοῦ τῶν ἐργατῶν, ἀφοῦ ὁ Θεός δίδει στόν ἐρχόμενο τήν τελευταία ὥρα τόν ἴδιο μισθό μέ τόν ἐργαζόμενο ἀπό τήν πρώτη ὥρα, καί τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ποῦ τόν κατέστησε πάλι παιδί του, ἐνῶ εἶχε καταφάγει τήν περιουσία του, στήν συνέχεια γράφει: “Ποῦ ἐστιν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; ὅτι ἦμεν ἁμαρτωλοί καί ὁ Χριστός ἀπέθανεν ὑπέρ ἠμῶν;”. Ἐμεῖς εἴχαμε ἁμαρτήσει καί ἀποστατήσαμε ἀπό τόν Πατέρα μας, ἐμεῖς ἤμασταν οἱ ἄρρωστοι καί ὅμως ὁ Χριστός, χωρίς νά ὀφείλη νά πεθάνη γιά μᾶς, θυσιάστηκε γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς. Αὐτό δέν λέγεται δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἀνθρώπινη σημασία τοῦ ὄρου, ὡς ἀπονομή τῶν ἴσων, ἀλλά ἀγάπη καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

2. Δικαιοσύνη καί δικαίωση

Σέ αὐτό τό σημεῖο ἀναφέρεται καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, πού εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν καταπληκτική πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιά τήν δικαίωση, τήν καταλλαγή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πού ἔγινε μέ τήν ἐναθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τό ὅλο ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Γράφει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: “συνίστησι δέ τήν ἐαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἠμᾶς ὁ Θεός ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἠμῶν Χριστός ὑπέρ ἠμῶν ἀπέθανεν. Πολλῶ οὔν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δί’ αὐτοῦ ἀπό τῆς ὀργής” (Ρωμ. ε', 8-9). Ἐμεῖς ἤμασταν ἁμαρτωλοί καί ἄρρωστοι, χωρίς νά μποροῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία πού λειτουργοῦσε ὡς ἀσθένεια, ἤμασταν καταδικασμένοι στόν θάνατο καί τήν αἰώνια τιμωρία, καί Αὐτός ὁ Χριστός ἔδειξε μεγάλη ἀγάπη καί ἀπέθανε γιά μᾶς. Αὐτό πού ἔκανε ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά τό κάνη ὁ ἄνθρωπος γιά κάποιον δίκαιο, οὔτε γιά κάποιον ἀγαθό, γιατί λειτουργεῖ μέσα του ἡ αὐτοάμυνα, ὁ ἀτομικισμός, ὁ ἐγωϊσμός. “Μόλις γάρ ὑπέρ δικαίου τίς ἀποθανεῖται• ὑπέρ γάρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τίς καί τολμᾶ ἀποθανείν” (Ρωμ. ε', 7). Καί ὅμως ὁ Χριστός “ὄντων ἠμῶν ἀσθενῶν κατά καιρόν ὑπέρ ἀσεβῶν ἀπέθανεν” (Ρωμ. ε', 7). Ἄν τό μετατρέψουμε σέ δικά μας δεδομένα εἶναι ὡσάν ὁ δικαστής, μετά τήν καταδίκη ἑνός ἐγκληματίου, νά δεχθῆ νά φυλακισθῆ καί νά πεθάνη αὐτός γιά νά ζήση ὁ καταδικασθεῖς. Ὅσο καί ἐάν φαίνεται ὑπερβολικό το παράδειγμα, δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μέ αὐτό πού ἔκανε ὁ Χριστός. Γιατί Ἐκεῖνος δέν πέθανε ἁπλῶς γιά μᾶς, ἀλλά προσέλαβε τήν δική μας φθαρτή καί παθητή φύση, τήν ὁποία ἀπαθανάτισε καί τήν κρατᾶ αἰωνίως συνδεδεμένη μέ τήν θεία φύση, καθώς ἐπίσης κρατᾶ αἰωνίως πάνω στό σῶμα Του καί αὐτές τίς πληγές τοῦ Σταυροῦ ὡς τεκμήριο τῆς ἀγάπης Του πρός τό ἀνθρώπινο γένος.

Καλούμαστε ὅμως καί ἐμεῖς νά συμμετάσχουμε σέ αὐτήν τήν δικαιοσύνη, πού δέν συνδέεται μέ τήν βίωση μιᾶς ἐξωτερικῆς δικαιοσύνης, ἀλλά μέ τόν φωτισμό καί τήν θέωση τοῦ νοός. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “δικαιωθέντες οὔν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρός τόν Θεόν διά τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστού” (Ρωμ. ε', 1). Ὁπότε, ἡ ἐν Χριστῷ δικαίωση καί ἡ μετοχή τῆς ἀληθοῦς δικαιοσύνης εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό, μετά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τήν βίωση τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Ὁ Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος θά γράψη: “Μεῖξον τή ἁπλότητι τήν ἐγκράτειαν καί σύζευξον τή ταπεινοφροσύνη τήν ἀλήθειαν, καί ὀφθήση δικαιοσύνης συναίστιος, ἧς ἐπί τραπέζης ἄλλη πάσα φιλεῖ συνάγεσθαι ἀρετή”. Τό νά γίνη κανείς συναίστιος, ὁμοτράπεζός της δικαιοσύνης καί νά γευθῆ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν θά πρέπει νά θεραπευθῆ ψυχοσωματικά. Αὐτό εἶναι ἀπόρροια καί ἔκφραση τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος τοῦ ἀνθρώπου.

3. Θεία καί ἀνθρώπινη δικαιοσύνη

Ἐκτός ἀπό τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ λειτουργεῖ καί ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων. Καί αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ζοῦμε σέ μεταπτωτικές κοινωνίες, στίς ὁποῖες τά στίγματα τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος, τῶν δερματίνων χιτώνων, φαίνονται ἔκδηλα μέ τίς μισανθρωπίες καί ἀδελφοκτονίες, μέ ποικιλότροπες ἀδικίες, ὁπότε πρέπει νά ἐπεμβαίνη ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Γιά τόν λόγο αὐτό καί ἔχουν θεσπισθῆ πολιτεύματα καί νόμοι, ὥστε νά μειώνεται ἡ ἀδικία στήν κοινωνία, τήν κοιλάδα αὐτήν τοῦ κλαυθμῶνος. Ὁπότε ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πού ταυτίζεται μέ τήν ἀγάπη καί τήν βιώνουν οἱ ἅγιοι, καί ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων πού ἐπιδιώκει νά φέρη ἁπλῶς μιά ἰσορροπία στίς ἄδικες ἀνθρώπινες κοινωνίες.

Ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικής θά ἐντοπίση αὐτή τήν διαφορά: “ἡ γάρ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου δικαιοσύνη ἤττηται πάντως τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δέ οὐδέν ἐστι πρός τό δίκαιόν του Θεού”. Ὁπότε πρόκειται γιά βαθμούς δικαιοσύνης. Ἄλλη εἶναι ἡ δικαιοσύνη πού ταυτίζεται μέ τήν φιλανθρωπία καί συνιστᾶ τήν τελειότητα, καί ἄλλη εἶναι ἡ δικαιοσύνη πού συνδέεται μέ τήν ἰσορροπία τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν.

Συμπεράσματα

Ὕστερα ἀπό ὅσα μέ μεγάλη συντομία ἀναφέρθησαν μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ δύο συμπεράσματα.

Τό πρώτον, ὅτι ζωντας μέσα σέ μεταπτωτικές κοινωνίες πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τήν ἐπικράτηση τοῦ δικαίου, μέ τήν ἀνθρώπινη σημασία καί ἔννοια, ὡς ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης καί ἀπαλλαγῆ τῆς ἀδικίας. Γι’ αὐτό καί τιμοῦμε τούς δικαστᾶς καί τούς εἰσαγγελεῖς πού ἐργάζονται γιά τήν ἀπονομή τοῦ δικαίου. Πρέπει ὅμως νά τονισθῆ, αὐτό πού τό γνωρίζετε πολύ καλά, ὅτι ἀπαιτεῖται διάκριση γιά νά μπορῆ ὁ ἄνθρωπος νά ξεχωρίση τό δίκαιο ἀπό τό ἄδικο, καί κυρίως νά προχωρῆ πέρα ἀπό τά ἐπιθέματα τοῦ ὄντος σέ αὐτό τό ἴδιο το ὅν, τήν ὑπόσταση, τό πρόσωπο. Γιατί ἡ ὑπόσταση πολλές φορές κινεῖται πέρα ἀπό τό καλό καί τό κακό μέ τήν πουριτανική ἀντίληψη τοῦ ὄρου. Δηλαδή, μέσα σέ ἕναν ἐγκληματία, πού γιά διαφόρους λόγους διέπραξε μιά σοβαρή πράξη, εἶναι δυνατόν κανείς νά διακρίνη τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί πρέπει νά βλέπη κανείς αὐτήν τήν πραγματικότητα κινούμενος ὅμως μέ διακριτικότητα μέσα στά πλαίσια τοῦ ἀνθρωπίνου νόμου, καί τῆς εὐνομούμενης πολιτείας.

Τό δεύτερον συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἔχοντες ὡς ἄνθρωποι τήν κίνηση καί τήν ὁρμή πρός τήν πληρότητα, πρέπει νά ὑψωνόμαστε ἀπό τό ἀτελές στό τέλειο, ἀπό τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη στήν θεία δικαιοσύνη, ὅπως τήν περιγράψαμε προηγουμένως. Γιατί, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, “εἰ τίς γάρ ἐν τῇ ἐαυτοῦ μόνον ἵσταται δικαιοσύνη, μή ἐκδεχόμενος τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, ματαίως καί κενῶς κοπιά. Πάσα γάρ ἡ οἴησις τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ὡς ράκος ἀποκαθημένης φανεροῦται ἐν τῇ ἐσχάτη ἡμέρα”.

Γι’ αὐτό παρακαλοῦμε διαρκῶς τόν φιλάνθρωπο καί οἰκτίρμονα Θεό νά μᾶς ἀξιώση νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τόν μεγάλο “πειρασμό τῆς ἀθωότητας”, τῆς αἰσθήσεως ὅτι εἴμαστε ἀθῶοι καί ὅλοι οἱ ἄλλοι μᾶς ταλαιπωροῦν καί μᾶς ἀδικοῦν, νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν κατάσταση τῆς “θυματοποίησης”, πού συνιστᾶ μιά πνευματική καί ψυχολογική ἀνωριμότητα, νά φθάσουμε στό ὕψος τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου “Χριστός Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμι ἐγώ” (Ἅ' Τιμ. α', 15) καί τό ὁποῖον θά μεταφρασθῆ μέ μιά ἱκεσία - κραυγή: “ὁ Θεός ἰλάσθητι μοί τῷ ἁμαρτωλώ”.

Τότε θά ἐφαρμόσουμε τό Κυριακό λόγιο “ζητεῖτε δέ πρώτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτού” (Ματθ. ς', 33), καί τότε θά βιώσουμε τό ἀποστολικό λόγιο “δικαιωθέντες οὔν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρός τόν Θεόν διά τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστού” (Ρωμ. ε', 1), θά βιώνουμε τήν ἀγάπη πού εἶναι πλήρωμα τοῦ νόμου καί συνιστᾶ τήν τελειότητα, ἀφοῦ “δικαίω νόμος οὐ κείται” (Ἅ' Τιμ. α', 9).

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3883