Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ καινή κτίση (Α)

Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου στό ὄγδοο θεολογικό Συνέδριο τῆς Π.Ε.Θ.

Θά ἀρχίσω μέ τίς εὐχαριστίες μου πρός τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων γιά τήν τιμητική πρόσκληση νά ὁμιλήσω στήν ἐκλεκτή αὐτή συνάθροιση, ὅπου ὑπάρχει ὅλο το θεολογικό δυναμικό της κατά Ἑλλάδα Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέ θέμα τήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα μέ τίτλο “ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ καινή κτίση”.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο τό ὁποῖο μελετοῦμε καί ἐρευνοῦμε, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες, ἀλλά μία πραγματικότητα τήν ὁποία ζοῦμε ἤ τουλάχιστον ἀγωνιζόμαστε νά ζήσουμε. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔχει διάφορες διακονίες μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν θέση τοῦ μπορεῖ νά γνωρίζη μερικές ἀκτίνες τῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τό θέμα, βέβαια, εἶναι μεγάλο καί δέν μπορεῖ νά περικλεισθῆ στόν περιοριστικό χρόνο τῶν εἴκοσι λεπτῶν, ἀλλά θά προσπαθήσω νά εἶμαι ὅσο τό δυνατόν τηλεγραφικός, δηλαδή θά ὁμιλήσω σάν νά ἀναγινώσκω τά ἐπιλεγόμενα μιᾶς μεγάλης μελέτης γιά τήν Ἐκκλησία ὡς καινῆς κτίσης. Θά προσπαθήσω νά μή ὁμιλήσω στοχαστικά, ἀλλά ἐκκλησιαστικά, γιατί πιστεύω ὅτι τό μεγαλύτερο χάρισμα πού μπορεῖ νά ἔχουμε σήμερα εἶναι τό λεγόμενο ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Δέν μᾶς σώζουν τά λεγόμενα φυσικά χαρίσματα, ἀλλά τά λεγόμενα πνευματικά χαρίσματα, οἱ δωρεές τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Φυσική ἀγάπη μπορεῖ νά ἔχουν καί οἱ ἄθεοι, ὅμως τό πρόβλημα εἶναι πῶς ἡ λεγομένη φυσική ἀγάπη μετατρέπεται σέ χάρισμα, σέ πνευματική ἀγάπη. Οἱ ἀρετές εἶναι ἀνθρωποκεντρικές ἐπιδόσεις, ἐνῶ τά χαρίσματα εἶναι δωρεά τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: “ἄλλο ἀρετή καί ἕτερον χάρισμα. Αἱ μέν ἀρεταί ἐξ ἡμετέρας κατορθοῦνται σπουδῆς καί ἐξ οἰκείων πόνων συνάγονται, τά δέ πνευματικά χαρίσματα δῶρα εἰσιν ἐκ Θεοῦ τοῖς ἀγωνιζομένοις διδόμενα”.

1. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ

Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού εἶναι καρπός ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ “ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους...” (Ἅ’ Κορ. Ἰβ’, 27). Μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικό μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, βέβαια, τά μυστήρια δέν πρέπει νά θεωροῦνται ὡς μαγικές τελετές καί μηχανικές ἐκδηλώσεις, ἀλλά ὡς πνευματικοί κρουνοί διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος γεύεται τῆς θείας Χάριτος καί ἀποκτᾶ ἑνότητα μέ τόν Χριστό. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἀλλά ταυτοχρόνως καί κοινωνία θεώσεως.

Μιλώντας γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ τό ἐννοοῦμε μέ τρεῖς βασικές σημασίες. Πρώτον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Θεοτόκο, μέ τήν ἐνανθρώπηση, καί τό ὁποῖο θέωσε. Δεύτερον, ὅτι εἶναι τό σῶμα, τό ὁποῖο προσφέρεται κατά τήν θεία Εὐχαριστία, δηλαδή εἶναι ὁ εὐχαριστιακός ἄρτος. Ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα βρίσκεται Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Καί τρίτον εἶναι καί οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι κατά διαφόρους βαθμούς ἀποτελοῦν τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἐνσωμάτωσή τους σέ αὐτό. Ὑπάρχει δέ μιά θαυμάσια ἑνότητα μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν παραγόντων, ἅς μου ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση, πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, καί τῶν ἁγίων πού προσελήφθησαν ἀπό τόν Χριστό καί ἀποτελοῦν τά ἔνδοξα μέλη Του. Ὁπότε ἡ κοινωνία θεώσεως εἶναι συγκεκριμένη.

Τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά ζωντανά μέλη τῆς φαίνεται σέ πολλά σημεῖα, θά ἤθελα ὅμως νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή σας σέ δύο θαυμαστά γεγονότα, ἤτοι τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, καί τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς.

Κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τήν φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Τό ἄκτιστο φῶς δέν ἦταν μιά κτιστῆ ἐνέργεια, οὔτε μιά κεκρυμμένη φύση τοῦ Χριστοῦ, κάτι διαφορετικό ἀπό τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἦταν αὐτή ἡ δόξα-ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως. Αὐτή ἡ δόξα λάμπρυνε καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ εἶναι φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου. Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση κάνουμε τήν διάκριση ὅτι, ἄλλο εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλο εἶναι τό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅλος ὁ κτιστός χῶρος, πού ὅμως ἀφ’ ἑνός μέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκφράζει αὐτήν τήν οὐσιοποιό, ζωοποιό καί σοφοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι μετέχουν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅταν μετέχουν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁλόκληρη ἡ κτίση μετέχει τῆς οὐσιοποιοῦ καί ζωοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί εἶναι τό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια λέμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Στό ὅρος Θαβώρ κατά τήν διάρκεια τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, στόν Ὁποῖον ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο. Ταυτόχρονα ἀσχηματίστως εἶναι παρόντες ὁ Πατήρ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπίσης παροῦσα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μέ τίς δύο μορφές της, τήν στρατευομένη καί τήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Οἱ δύο Προφῆτες, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, ἦταν ἀπό τήν βιολογική τους ζωή θεοπτες, ἄρα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἦταν ἀκόμη σῶμα. Οἱ τρεῖς Μαθητές μετεῖχαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς θεοπτίας, ἀλλά ἐπειδή δέν ἦταν ἀκόμη μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς, δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτήν τήν μεγάλη ἐμπειρία. Πάντως, στήν κατάσταση τῆς θεώσεως ἐκείνη τήν στιγμή ἀνετράπησαν ὅλα τα δεδομένα, ἔπεσαν οἱ Μαθητές πρηνεῖς στήν γῆ, καί αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως κινεῖται πέρα ἀπό τίς δυνατότητες καί τίς ἐνέργειες τοῦ λογικοῦ. Ἐπίσης, στήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ παρόντες ἦταν καί οἱ νοητοί ἄγγελοι, καθώς ἐπίσης μεταμορφώθηκε καί ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ἔτσι, ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως δείχνει ἀκριβῶς τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη διαφορά, γιατί οἱ μαθηταί μετέχουν τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχουμε τήν γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μαθητές διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀπέκτησαν ἑνότητα καί κοινωνία μαζί Του, καί ζοῦσαν τόν Χριστό κατά πνεῦμα καί κατά σάρκα. Ὅταν ἐξετάζουμε τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς ἀπό πλευρᾶς τῶν μαθητῶν, τότε μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος σέ αὐτούς, ἀλλά ταυτοχρόνως μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή εἶναι σάν ἔχουμε μιά δεύτερη ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Φυσικά, μιά φορά ἐνσαρκώθηκε ὁ Χριστός, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν προσωπική πείρα τί θά πῆ ὅτι τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος προσέλαβε ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ καί αὐτοί ἐκείνην τήν στιγμή ἐνσωματώθηκαν σέ αὐτήν τήν τεθεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, καί ἔζησαν τούς καρπούς καί τόν σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὁπότε, τήν Πεντηκοστή ἡ Ἐκκλησία μεταβάλλεται σέ Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ θεοπτες Προφῆτες καί ἅγιοι ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὄντες ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον ὡς ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί ὡς κατοικητήρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός λίγο πρό τοῦ Πάθους Τοῦ εἶπε στούς Μαθητᾶς ὅτι θά ἀποστείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ὁποῖο θά τούς διδάξη τήν πάσαν ἀλήθειαν. Αὐτή ἡ πάσα ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀποκάλυψη. Δηλαδή, διά μέσου των αἰώνων δέν ἔχουμε προοδευτικές ἀποκαλύψεις τῆς ἀλήθειας, ὅπως διδάσκει ἡ δυτική θεολογία, ἀφοῦ αὐτό ἔγινε ἐφ’ ἅπαξ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ Χριστιανοί διά μέσου των αἰώνων προσπαθοῦν, μέ τόν δικό τους ἀγώνα καί τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, νά φθάσουν στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς. Φθάνοντας στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς ἀπαντοῦν στίς διάφορες προκλήσεις τῆς ἐποχῆς τους, πού προέρχονται κυρίως ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ πάσα ἀλήθεια, ποῦ ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς; Εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν νέα διάστασή της, ὡς Σώματος Χριστοῦ. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ἀπό πνευματική ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἀπό ναοί τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγιναν ταυτοχρόνως ναοί - κατοικητήρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀκριβῶς αὐτό ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὄχι διδασκαλίες, στοχασμοί, εὐσεβεῖς σκέψεις κλπ. Γι’ αὐτό καί ὅλα τα τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς ἀναφέρονται στήν Ἐκκλησία. Στήν συνέχεια αὐτή ἡ Ἐκκλησία, πού ἔχει ἀποκαλυφθῆ τήν Πεντηκοστή, δογματίζει, διδάσκει, καθοδηγεῖ, ποιμαίνει μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία.

Μέσα ἀπό τά πλαίσια αὐτά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀκμή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εἶναι ἡ βίωση τοῦ ὕψους τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁπότε, ὅταν ἡ πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν φθάνει ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ στήν θεώση, τότε ἔχουμε τόν “χρυσοῦν αἰώνα” τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικά ἔχουμε τήν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικά τήν ἐκκοσμίκευση τῶν Χριστιανῶν.

Τά δύο, λοιπόν, γεγονότα, ἤτοι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Πεντηκοστή μας δείχνουν ἀκριβῶς τί εἶναι καί τί δέν εἶναι Ἐκκλησία, ποιός εἶναι πραγματικό καί ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί ποιός δέν εἶναι, τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς καινή κτίση καί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ παλαιά κτίση.

Συνεχίζεται στό ἑπόμενο