Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Σχέσεις καὶ χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Δημοσιεύθηκε στό “Βῆμα” τῆς Κυριακῆς 19-11-2000

Συχνά ἐξαναγκάζομαι νά ὁμιλῶ γιά τίς σχέσεις καί τόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἰδίως τόν τελευταῖο καιρό, γιατί γίνονται πολλές συζητήσεις καί ἀναφορές στό θέμα αὐτό. Βέβαια, τό θέμα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν τέθηκε ἀπό τά δύο μεγάλα κόμματα πρός συζήτηση κατά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, πού γίνεται αὐτή τήν ἐποχή ἀπό τήν Βουλή, ἀκριβῶς γιατί εἶναι δυσχερής ἡ ὅλη ἀντιμετώπισή του ἀπό πλευρᾶς νομικῆς, κοινωνικῆς καί πολιτισμικῆς.

Ἀφορμή γιά νά γράψω αὐτό τό ἄρθρο ὑπῆρξε ἡ συνεχής ἀναφορά τοῦ ὄρου Ἐκκλησία καί Πολιτεία στήν προσπάθεια νά προσδιορισθοῦν οἱ σχέσεις καί οἱ ἀποκλίσεις μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο μεγεθῶν, ἐνῶ θεωρῶ ὅτι ἐπικρατεῖ μιά ἐννοιολογική σύγχυση μεταξύ των ὅρων Ἐκκλησία καί Πολιτεία. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι πρίν ἀπό κάθε συζήτηση εἶναι ἀναγκαῖος ὁ ἐννοιολογικός καθορισμός τῶν ἐννοιῶν, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀντισθένους, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Ἐπικτήτου: “Ἀρχή παιδεύσεως ἥ των ὀνομάτων ἐπισκεψις”.

1. Ὁ ὅρος Ἐκκλησία ἔχει φορτισθῆ κατ’ ἀρχάς μέ κοινωνική καί ἀργότερα μέ πνευματική σημασία. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπως τό βλέπουμε σέ πολλούς συγγραφεῖς, ἤτοι τόν Θουκιδίδη, τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη κλπ., ἡ Ἐκκλησία σήμαινε τήν συνέλευση τῶν πολιτῶν, γιά νά συζητήσουν διάφορα θέματα πού ἀπασχολοῦσαν τήν πόλη. Ὁ Χριστιανισμός προσέλαβε αὐτόν τόν ὄρο καί τοῦ ἔδωσε πνευματική καί ὀντολογική διάσταση, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔλαβε ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τοῦ ὁποίου Σώματος μέλη εἶναι οἱ βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι, καί βέβαια κεφαλή αὐτοῦ του Σώματος εἶναι ὁ Χριστός. Μέλη, ἑπομένως, τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι ἔχουν βαπτισθῆ, καί κατά τήν ἀριστοτέλεια ὁρολογία εἶναι τά δυνάμει καί ἐνεργεία μέλη της. Γιά παράδειγμα, κάποιος πού ἔχει βαπτισθῆ καί στήν συνέχεια ζῆ μιά ἄστατη ζωή, γιά τήν Ἐκκλησία θεωρεῖται δυνάμει μέλος της, ἀφοῦ εἶναι ἐνδεχόμενο μετά ἀπό ἕνα χρονικό διάστημα νά ἐνεργοποιηθῆ ἐντός του ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί νά γίνη ἐνεργεία μέλος της. Μπορεῖ δέ νά συμβῆ καί τό ἀντίστροφο. Μέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ Ἐκκλησία δέν περιορίζεται μόνον σέ μιά ὁμάδα ἐκκλησιαζομένων πιστῶν, γιατί αὐτό θά συνιστοῦσε μιά εὐσεβιστική ὀργάνωση, ἀλλά οὔτε, βέβαια, ἐξαντλεῖται σέ μιά λεγομένη ἀόρατη Ἐκκλησία.

Ἐξ ἄλλου ἡ ἔννοια τῆς Πολιτείας προσδιορίζεται ἀπό τό σύνολο τῶν πολιτῶν πού κατοικοῦν σέ μιά χώρα. Κατ’ ἀρχάς ὁ ὅρος Πολιτεία παραπέμπει στήν πόλη καί τήν διοργάνωση τῆς πόλης, ἀργότερα ὅμως μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Ἐθνικῶν Κρατῶν ὁ ὅρος Πολιτεία συνδέεται μέ τήν Κυβέρνηση ἤ τήν διοίκηση ἑνός Κράτους. Ὁ Πλάτων στήν “Πολιτεία” τοῦ ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων γιά ἀλληλοβοήθεια τούς ὁδήγησε στήν σύσταση μιᾶς κοινότητος καί ἀργότερα στήν ὀργάνωση αὐτῆς τῆς κοινότητας σέ πόλη, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε καί ὁ ὅρος Πολιτεία. Καί ὁ Ἀριστοτέλης κάνει λόγο γιά τήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων νά ὀργανωθοῦν σέ μιά Πολιτεία, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον “πολιτικόν καί συζήν πεφυκός”. Σήμερα ὅμως ὡς Πολιτεία χαρακτηρίζεται τό σύνολο καί τό σύστημα τῶν Πολιτῶν πού κατοικοῦν σέ ἕνα Κράτος, κυρίως δέ ἡ ὅλη διοικητική διάρθρωση ἡ ὁποία καθορίζεται ἀπό συντάγματα, νόμους κλπ.

Μέ αὐτήν τήν ἔννοια, λοιπόν, στήν χώρα μας, στήν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τήν μεγάλη πλειοψηφία (97%), τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ταυτοχρόνως καί μέλη τῆς Πολιτείας, ὁπότε εἶναι δυσχερής ὁ λεγόμενος χωρισμός μεταξύ “Ἐκκλησίας καί Πολιτείας”, μέ τήν σύγχρονη αὐτή σημασία τοῦ ὄρου. Πῶς μπορεῖ κανείς νά χωρίση τούς πολίτες τῆς Πολιτείας ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ καί αὐτοί οἱ Κυβερνητικοί Παράγοντες ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία;

2. Ἀντιλαμβάνομαι τήν ἀντίρρηση ὅτι ὅταν γίνεται λόγος γιά σχέση καί χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας αὐτό λέγεται μέ τήν ἔννοια τῆς σχέσης ἤ τοῦ χωρισμοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀπό τό Κράτος ἤ τήν Κυβέρνηση. Ἀλλά καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἐπιτείνεται ἡ σύγχυση. Διότι δέν μπορεῖ ἀπό Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας νά ταυτισθῆ ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἱεραρχία καί γενικότερα μέ τούς Κληρικούς. Προσωπικά ἐξανίσταμαι ὅταν γίνεται αὐτή ἡ σύγχυση, ὅταν δηλαδή μέ ἐρωτοῦν “τί λέγει ἡ Ἐκκλησία γιά τό θέμα αὐτό” καί ἐννοοῦν τί “λέγει ἡ Ἱερά Συνοδος”. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῶν Ἱεραρχῶν πρέπει νά ἐκφράζη τήν Ἐκκλησία, τήν κοινωνία τῶν ἁγίων καί τό πλήρωμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, ἀλλά δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἀπόλυτη σημασία τῆς λέξεως. Ἀλλά καί ἡ Πολιτεία δέν μπορεῖ νά ταυτισθῆ ἀπόλυτα μέ τήν Κυβέρνηση μιᾶς Χώρας, διότι ἡ Πολιτεία εἶναι ἕνας εὐρύτερος θεσμός, πού ἀναφέρεται ἐκτός ἀπό τόν κυβερνητικό τομέα καί στόν ἀνώτατο Ἄρχοντα τῆς Χώρας, στίς Τοπικές Αὐτοδιοικήσεις, στήν κοινωνία τῶν πολιτῶν, στόν εὐρύτερο δημόσιο τομέα, ἀλλά ἀκόμη καί στίς μή Κυβερνητικές ὀργανώσεις.
Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά σχέση καί χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς, γιατί τότε ἀντιμετωπίζουμε μινιμαλιστικᾶ τόσο τήν Ἐκκλησία ὅσο καί τήν Πολιτεία, συρρικνώνουμε τίς ἔννοιες Ἐκκλησία καί Πολιτεία μέ πολύ καταστρεπτικά ἀποτελέσματα.

3. Τήν φράση “σχέση καί χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας” μποροῦμε νά τήν δοῦμε μόνον ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοικήσεως. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά διερευνηθῆ εἶναι κατά πόσο ταυτίζονται καί ἐπικαλύπτονται ἡ ἐκκλησιαστική καί κρατική διοίκηση, ὁπότε σέ αὐτήν τήν περίπτωση πρέπει νά γίνη ὁ χωρισμός. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο γιατί μιά ταύτιση ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοικήσεως ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα ἤ στόν παποκαισαρισμό ἤ στόν καισαροπαπισμό, τά ὁποῖα ἀναπτύχθηκαν στόν δυτικό χῶρο καί χαρακτηρίζονται ἀπό τήν θεοκρατία ἤ τήν πολιτειοκρατία.

Ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τό θέμα αὐτό γνωρίζουν σαφῶς ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, αὐτό πού ψευδωνύμως ὀνομάζουμε Βυζάντιο, δέν γινόταν ποτέ λόγος γιά σχέση καί χωρισμό μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά γιά διάκριση μεταξύ βασιλείας καί ἱερωσύνης καί προσδιόριζαν ὅτι ἄλλο εἶναι τό ἔργο τῆς βασιλείας καί ἄλλο τό ἔργο τῆς ἱερωσύνης. Οἱ Κληρικοί θεραπεύουν τούς Χριστιανούς, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ διά τῶν μυστηρίων καί τῆς ἐν γένει εὐαγγελικῆς (ἀσκητικῆς) ζωῆς καί διά τῆς θεραπείας τούς ὁδηγοῦν στήν θέωση, ἐνῶ ὁ βασιλεύς ἀσχολεῖται μέ τά καθημερινά προβλήματα τοῦ λαοῦ, τήν λεγομένη κοσμική διοίκηση, ἀκριβῶς γιατί στίς μεταπτωτικές κοινωνίες ἡ ἐξουσία εἶναι ἀπαραίτητη, εἶναι ἕνα ἀναγκαῖο κακό, ὅπως καί ὁ θάνατος!! Ἡ προσπάθεια καταργήσεως τῶν κοσμικῶν ἐξουσιῶν σέ μιά μεταπτωτική κοινωνία συνιστᾶ τήν ἀρχή τῆς οὐτοπίας.

Εἶναι σημαντικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὁ ὁποῖος ὁριοθετεῖ τήν διάκριση μεταξύ των δύο διακονιῶν. Γράφει: “Ἄλλοι ὄροι βασιλείας καί ἄλλοι ὄροι ἱερωσύνης”. Καί στήν συνέχεια ἀναλύοντας τό θέμα γράφει ὅτι ὁ Βασιλεύς “τά ἐπί τῆς γῆς ἔλαχεν οἰκονομεῖν, ὁ δέ τῆς ἱερωσύνης θεσμός ἄνω κάθηται”. “Ο βασιλεύς τά ἐνταύθα πεπίστευται, ἐγώ τά οὐράνια (ἐγώ ὅταν εἴπω, τόν ἱερέα λέγω)... ὁ βασιλεύς σώματα ἐμπιστεύεται, ὁ δέ ἱερεύς ψυχᾶς• ὁ βασιλεύς λοιπάδας χρημάτων ἀφίησιν, ὁ δέ ἱερεύς λοιπάδας ἁμαρτημάτων• ἐκεῖνος ὅπλα ἔχει αἰσθητά, οὗτος ὅπλα πνευματικά• ἐκεῖνος πολεμεῖ πρός βαρβάρους, ἐμοί πόλεμος πρός δαίμονας”. Γι’ αὐτό τόσο ὁ βασιλεύς ὅσο καί ὁ ἱερεύς πρέπει νά περιορίζονται “ἔσω τῶν οἰκείων ὄρων”.

Μέσα στήν ἴδια προοπτική ὁμιλεῖ καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τόν 8ο αἰώνα, καί μάλιστα σέ περίοδο πού ὁ βασιλεύς ἤθελε νά εἰσχωρήση στά ἐσώτερά της Ἐκκλησίας καί νά νομοθετήση. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: “Οὐ βασιλέων ἐστί νομοθετεῖν τή Ἐκκλησία... βασιλέων ἐστίν ἡ πολιτική εὐπραξία, ἡ δέ ἐκκλησιαστική κατάστασις ποιμένων καί διδασκάλων... Ὑπείκομεν σοί, ὤ βασιλεῦ, ἐν τοῖς κατά τοῦ βίου πράγμασι, φόροις, τέλεσι, δοσοληψίαις, ἐν οἶς τά καθ’ ἠμᾶς ἐγκεχείρηται• ἐν δέ τή ἐκκλησιαστική καταστάσει ἔχομεν τούς ποιμένας, τούς λαλήσαντας ἠμίν τόν λόγον καί τυπώσαντας τήν ἐκκλησιαστικήν θεσμοθεσίαν. Οὐ μεταίρομεν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἠμῶν”.

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τοῦ αὐτήν τήν πατερική διδασκαλία ὁ ἀείμνηστος ἀκαδημαϊκός Ἰωάννης Καρμίρης ἔγραφε: “Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία δέν ἐπιζητεῖ νά γίνη οὔτε Κράτος ὑπέρ Κράτος, οὔτε Κράτος ἐν κράτει, διότι ἀποβλέπει οὐχί εἰς τά ἐπίγεια, ἀλλ’ εἰς τά οὐράνια”.

Αὐτή, λοιπόν, ἡ διάκριση μεταξύ ἱερωσύνης καί βασιλείας, πού ἐρμηνεῦται ὡς διάκριση ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διακονίας, συντονίζεται μέ τήν φράση πού λέγεται συχνά στίς ἡμέρες μᾶς “διακριτότητα τῶν ρόλων”, ὅτι, δηλαδή, οἱ ρόλοι τῶν Κληρικῶν καί τῶν Κυβερνητικῶν παραγόντων εἶναι σαφῶς διακριτοί.

Ἑπομένως, στίς συζητήσεις πού γίνονται γιά τό θέμα αὐτό πρέπει νά ἀντικατασταθῆ ἡ φράση “σχέση καί χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας”, πού εἶναι σαφῶς ἀδόκιμη, μέ τήν φράση “σχέση καί χωρισμός ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοικήσεως”, γιά νά ἀποφεύγωνται οἱ συγχύσεις καί οἱ παρερμηνεῖες. Καί αὐτή ἡ νέα ὁρολογία πρέπει νά υἱοθετηθῆ ἀπό θεολόγους καί νομικούς, γιατί διαφορετικά θά διαπληκτιζόμαστε χωρίς λόγο, ἀφοῦ οἱ ὄροι Ἐκκλησία καί Πολιτεία μέ ὅλη τήν τεταμένη φόρτιση, ἀναπτύχθηκαν στήν Δύση καί σέ μᾶς εἶναι εἰσαγόμενοι, ὁπότε ἀποδεικνυόμαστε ἁπλοί μεταπράτες, ὄχι μόνον τῶν ὅρων ἀλλά καί τῶν φορτισμένων ἐννοιῶν καί τῶν ἀντιστοίχων πρακτικῶν ἐπιλογῶν.

4. Ἄν ἐξετάσουμε τό ἰσχῦον Σύνταγμα μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική, θά διαπιστώσουμε ὅτι στά ἄρθρα 3 καί 13, καθώς ἐπίσης καί σέ ἀντίστοιχα ἄρθρα τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει σαφῶς διάκριση μεταξύ της ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοικήσεως, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι αὐτοδιοίκητος Ὀργανισμός, πού διοικεῖται βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων. Ἐπίσης διασφαλίζεται καί ἡ θρησκευτική ἐλευθερία τῶν γνωστῶν καί ἀναγνωρισμένων θρησκειῶν. Ἄν σέ μερικά λεπτομερειακά θέματα πρέπει νά γίνη μιά περαιτέρω διασάφηση τῆς διακριτότητας τῶν ρόλων, αὐτό πρέπει νά ἐπιτευχθῆ μέ νηφάλιο διάλογο, μέσα ἀπό τόν σεβασμό τῆς ὅλης διαχρονικῆς παράδοσης τοῦ τόπου μας. Ποτέ ὅμως δέν πρέπει νά γίνη κάτι πού θά βλάψη τόν πολίτη, ὁ ὁποῖος ταυτόχρονα εἶναι καί μέλος τῆς Ἐκκλησίας, καί κυρίως νά βλάψη τήν διαχρονική ζωντανή μας παράδοση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική ταυτότητα καί αὐτοσυνειδησία τοῦ Γένους μας, πού εἶναι φιλάνθρωπη καί ὑπερεθνική - οἰκουμενική, ἀπηλλαγμένη ἀπό ρατσισμούς καί ἐθνικισμούς, αὐτονομήσεις καί φιλαυτίες.

Τελειώνοντας αὐτές τίς σύντομες σκέψεις ὑπογραμμίζω καί πάλι ὅτι πρέπει ἀπαραίτητα νά ἀντικατασταθῆ ἀπό τίς συζητήσεις μας καί τά γραπτά μας κείμενα ἡ ἀνεδαφική, ἀντιπαραδοσιακή καί ξενότροπη φράση “σχέση καί χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας”, ἀπό τήν φράση “σχέση καί χωρισμός ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοικήσεως”, πού ἀνταποκρίνεται στήν ρεαλιστικότητα τοῦ θέματος αὐτοῦ, τουλάχιστον στόν δικό μας χῶρο, καί θά μᾶς ἀπελευθερώση ἀπό ἀγκυλώσεις καί πρακτικές ξενότροπες, ὀθνεῖες καί διχαστικές.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3378