Skip to main content

Ναυπάκτου κ.Ἱεροθέου: Πρόλογος γιὰ τὴν ἀγγλικὴ ἔκδοση τοῦ βιβλίου “Γέροντος Ἐφραίμ: Πατρικαὶ νουθεσίαι”

Πρόλογος για την αγγλική έκδοση του βιβλίου “Γέροντος Εφραίμ: Πατρικαί νουθεσίαι”Θεωρῶ ἰδιαίτερα τιμητικὴ τὴν πρόταση καὶ παράκληση τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου Παϊσίου, Καθηγουμένου τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, νὰ προλογίσω τὸ βιβλίο τοῦ Γέροντος καὶ Πατρὸς τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς Ἀρχιμ. Ἐφραίμ, τοῦ καὶ Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Φιλοθέου του Ἁγίου Ὅρους. Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν μετάφραση αὐτοῦ του βιβλίου στὴν Ἀγγλικὴ γλώσσα, διότι πιστεύω ὅτι θὰ δώση μιὰ ἄλλη προοπτικὴ στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή τους καὶ τὴν ὑπέρβαση τοῦ μεγάλου προβλήματος ποὺ βασανίζει τοὺς συγχρόνους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι τόσο ἡ δυαδικότητα μεταξὺ ἡδονῆς καὶ ὀδύνης, ὅσο καὶ ὁ θάνατος.

Γνώρισα στὸ παρελθὸν τὸν π. Ἐφραὶμ καὶ μπορῶ νὰ ἐκτιμήσω τὸν λόγο του. Τὴν δεκαετία τοῦ 1960, ὅταν ἤμουν φοιτητὴς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης, ἄκουγα γιὰ τὴν παρουσία ἑνὸς ἐκπληκτικοῦ μοναχοῦ ποὺ ἡσύχαζε στὴν Ἱερὰ Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἠσχολεῖτο μὲ τὴν νοερὰ προσευχή. Εἶχα τότε ἔντονό το ἐνδιαφέρον νὰ τὸν γνωρίσω. Τὸν ἐπισκέφθηκα στὴν καλύβη του στὴν Νέα Σκήτη καὶ περίμενα ὑπομονητικὰ νὰ τὸν συναντήσω, γιατί ὁ Γέροντας ἡσύχαζε ὕστερα ἀπὸ ὁλονύκτια ἀγρυπνία, μὲ τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Πράγματι, μετὰ ἀπὸ πολλὴ ὥρα συναντήθηκα μὲ τὸν π. Ἐφραίμ, καὶ ἐνθυμοῦμαι τὸν γλυκύτατο λόγο ποὺ ἐξερχόταν ἀπὸ τὸ στόμα του. Πρώτη φορὰ ἄκουγα τότε μιὰ λέξη ποὺ χρησιμοποιοῦσε πολὺ συχνά, τὴν λέξη “ἀδολεσχώ”, “ἀδολεσχία”. Σχημάτισα τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ ἱερομόναχο ποὺ ἀδολεσχοῦσε ἀδιαλείπτως μὲ τὸν Θεό, ποὺ ζοῦσε τὸν ἀχόρταγο χορτασμὸ τοῦ θείου ἐλέους.

Ἀργότερα τὸν συνάντησα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Φιλοθέου του Ἁγίου Ὅρους, ὡς Ἡγούμενο, ὅπου τὸν ἐπισκεφθήκαμε μὲ μία ὁμάδα παιδιῶν, καὶ ἐκεῖ πάλι εἶχα τὴν ἴδια γεύση. Ὁ λόγος τοῦ κατανυκτικότατος, γλυκύς, διεισδυτικός, ἀποκαλυπτικός, διορατικός, ἀναγεννητικός, θεραπευτικός, ἀπόσταγμα πατερικῆς σοφίας. Ἦταν ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ποὺ συναντᾶ κανεὶς στὸ βιβλίο “πατερικαὶ νουθεσίαι”, ἀφοῦ εἶναι λόγος χαριτωμένος, λόγος ἑνὸς πνευματικοῦ Πατρὸς πρὸς τὰ πνευματικά του παιδιά. Καὶ γνωρίζουμε σαφῶς ὅτι πνευματικὸς Πατέρας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γεννᾶ πνευματικὰ παιδιά, τὰ ἐξάγει ἀπὸ τὴν δίνη τῶν παθῶν καὶ τὰ ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τοὺς δίδει ἄλλη προοπτικὴ καὶ ἄλλο νόημα ζωῆς.

Ὁ π. Ἐφραίμ, ὅπως τὸν ἐνθυμοῦμαι πολὺ καλὰ ἀπὸ τὴν νεότητά μου καὶ ὅπως τὸν συναντᾶ κανεὶς στὸ βιβλίο τοῦ “πατρικαὶ νουθεσίαι”, εἶναι ἕνας πραγματικὸς διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς ἀναγεννητικῆς πορείας τοῦ Χριστιανοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι παθῶν καὶ μαθῶν, δηλαδὴ ἔπαθε τὰ θεία καὶ ἔμαθε τὰ θεία, ὁπότε ὁ λόγος τοῦ εἶναι “πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας” (Ἰω. α', 14). Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος: “διδάσκαλος ὄντως ἐστιν ὁ νοερᾶν δέλτον γνώσεως Θεοῦ δακτύλω, ἤγουν ἐνεργεία ἐλλάμψεως ἐξ αὐτοῦ δὶ’ ἐαυτοῦ κομισάμενος, καὶ τῶν λοιπῶν βιβλίων ἀνενδεὴς γενόμενος”.

Τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ συντονίζεται στὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὸν νοησιαρχικὸ καὶ αἰσθησιακὸ τρόπο ζωῆς. Καὶ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ καὶ πατερικὴ ζωή, δηλαδὴ ἡ ἀληθινὴ ζωὴ ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἔζησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ βίωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς προφητικῆς, ἀποστολικῆς, μαρτυρικῆς καὶ ἀσκητικῆς χάριτος. Ἡ νοερὰ ἡσυχία, μὲ τὴν γνήσια ἀνθρωπολογική της διάσταση, εἶναι ἡ βάση τῆς θεολογίας, ἡ προϋπόθεση ὅλων των δογμάτων τῆς πίστεως. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐδογμάτισαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ὅτι στὴν ὑπόστασή του ἑνώθηκε ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση “ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως”, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ εἷς της Τριάδος καὶ βεβαίως ἀνέπτυξαν ὅλη τὴν Χριστολογικὴ καὶ Τριαδολογικὴ διδασκαλία, ἀκριβῶς γιατί εἶχαν τὴν προσωπικὴ πείρα αὐτῆς τῆς ἀληθείας, δηλαδὴ εἶδαν τὴν δόξα τῆς θεότητος στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου. Καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ αὐτὴ γνώση ἦταν καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς νοερᾶς ἡσυχίας. Προηγήθηκε ἡ πράξη, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, καὶ ἀκολούθησε ἡ θεωρία, ποὺ εἶναι ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Σύνοδος ποὺ ἔγινε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καὶ ἔχει ὅλα τα γνωρίσματα μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ βάση ὅλων των Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἐδογμάτισε γιὰ τὸν ἀληθινὸ τρόπο καὶ τὴν ἀληθινὴ μέθοδο τὴν ὁποία μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιήση κανεὶς γιὰ νὰ φθάση στὴν θεοπτία, τῆς ὁποίας θεοπτίας καρπὸς εἶναι τὰ δόγματα. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ Θεοπτες Πατέρες εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν μία Σύνοδο νὰ εἶναι Οἰκουμενικὴ - Ὀρθόδοξη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ λέγεται στὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1347: “Αὐτὸν τὸν πολλάκις ρηθέντα τιμιώτατον ἱερομόναχον κὺρ Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν καὶ τοὺς αὐτῶ συνάδοντας μοναχούς... ἀσφαλεστάτους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς εὐσεβείας προμάχους καὶ προταγωνιστᾶς καὶ βοηθοὺς ταύτης ἀποφαινόμεθα...”, καὶ γιὰ ὅποιον ὁμιλῆ ἐναντίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καὶ τῶν σὺν αὐτῶ μοναχῶν “τα αὐτὰ καὶ κατ’ αὐτοῦ ψηφιζόμεθα καὶ τὴ αὐτὴ καταδίκη καθυποβάλλομεν (ἀφορισμὸς καὶ ἀποκήρυξιν), εἴτε τῶν ἱερωμένων εἴη τὶς, εἴτε τῶν λαϊκών”. Δηλαδή, ὅποιος ἀρνεῖται τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμὸ δέχεται τὴν ἀποκήρυξη τῆς Συνόδου καὶ ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ δείχνει ὅτι δὲν ἔχει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.

Ἑπομένως, μιὰ θεολογία ἡ ὁποία δὲν συνδέεται μὲ τὸν ἡσυχασμό, μὲ τὴν ὀρθόδοξη σημασία τῆς λέξεως, μιὰ θεολογία ποὺ δὲν εἶναι καρπὸς τῆς νοερᾶς ὀρθοδόξου ἡσυχίας καὶ δὲν ὁδηγεῖ πρὸς αὐτήν, διὰ τῆς ὁποίας ἡσυχίας κανεὶς θεραπεύεται καὶ ὁρᾶ τὰ θεία, εἶναι ἐκκοσμικευμένη θεολογία, νοησιαρχική, ἐγκεφαλική, ἡ ὁποία δὲν προσφέρει ἀπολύτως τίποτε στὸν ἄνθρωπο, μᾶλλον δὲ περισσότερο σύγχυση καὶ ταλαιπωρία δημιουργεῖ. Κατὰ τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ θεοπτου ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ ὀρθόδοξη νοερὰ ἡσυχία “πράξις ὡς ἀληθῶς, ἐπίβασίς της ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἢ θεοπτίας, εἰπεῖν οἰκειότερον, ἢ μόνη δεῖγμα της ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς”.

Εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω ὅτι τὰ κείμενα ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ἀπόρροια καὶ καρπὸς ὑπακοῆς, νοερᾶς ἡσυχίας καὶ ἀποτέλεσμα θείων ἀναβάσεων, καὶ βεβαίως εἶναι κείμενα βγαλμένα ἀπὸ μία πατρικὴ καρδιὰ καὶ βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ θεραπευθῆ μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματικῆς ἀγάπης. Εἶναι κείμενα τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν ἔμπνευση στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ τὰ διαβάζει μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, δίδουν ἄλλη διάσταση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀνοίγουν νέους ὁρίζοντες καὶ βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεπεράση τὴν φρικτὴ δυαδικὴ σχέση μεταξὺ ἡδονῆς καὶ ὀδύνης. Προσφέρουν μιὰ ἄλλη γλώσσα, ἡ ὁποία εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν γλώσσα τῆς νοησιαρχικῆς καὶ σχολαστικῆς θεολογίας, τῆς θεολογίας ποὺ κινεῖται εἴτε στὰ ὅρια τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας εἴτε στὰ πλαίσια τῆς ἀπνευμάτιστης καὶ ἄνευρης κοινωνικῆς προσφορᾶς. Εἶναι λόγοι ποὺ ἐξάπτουν τὴν καρδιὰ σὲ προσευχή, ἀκριβῶς γιατί προέρχονται ἀπὸ προσευχή. Καὶ εἶναι γνωστὸν ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινός, ὅταν ἀγαπᾶ πραγματικά, ὅταν ἔχει γευθῆ τῆς δωρεᾶς τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου, τότε, ἔστω καὶ ἂν σὲ μερικὰ σημεῖα ἡ διατύπωση τῶν λόγων του δὲν εἶναι ἐπαρκής, ἐν τούτοις βοηθᾶ ἀποτελεσματικὰ τὸν συνάνθρωπό του, περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ χρησιμοποιεῖ περίτεχνους λόγους καὶ κομψὴ θεολογικὴ διατύπωση. Γιατί, ἄλλο εἶναι νὰ συναντᾶ κανεὶς μία πηγὴ στὸ δάσος, ποὺ νὰ μὴν εἶναι περιποιημένη, ἀλλὰ νὰ προσφέρη δροσερὸ καὶ φρέσκο νερό, ποὺ ξεδιψᾶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἄλλο νὰ ζωγραφίζη κανεὶς θαυμάσια μιὰ πηγή, ἡ ὁποία δὲν ἔχει νερὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ξεδιψάση τὴν δίψα τοῦ ἀνθρώπου, ἢ νὰ συναντήση κανεὶς ἕνα συντριβάνι ποὺ εἶναι μὲν πολὺ ὄμορφο, ἀλλὰ δὲν προσφέρεται γιὰ νὰ ξεδιψάση τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἔχει ἕνα νερὸ ἀνακυκλωμένο καὶ μολυσμένο.

Εἶναι δὲ σημαντικό το ὅτι τὰ πνευματικὰ λόγια, τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ βιβλίο αὐτὸ καὶ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὅρους, προσφέρονται στὴν Ἀμερική, ὅπου ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐπικρατεῖ μεγάλη ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν λογικοκρατούμενη καὶ αἰσθησιοκρατικὴ ἀτμόσφαιρα, ἀφ’ ἑτέρου δὲ παρατηρεῖται μία ἀναζήτηση τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς ἡ ὁποία κινεῖται πέρα ἀπὸ τὴν βατικανοποιημένη ἐκκλησιολογία, τὴν σχολαστικὴ καὶ νοησιαρχικὴ θεολογία, τὴν προτεσταντίζουσα κοινωνιολογία καὶ ἠθικολογία, τὸν ἀπνευμάτιστο καὶ πλανεμένο διαλογισμό, τὸν ἀθεϊστικὸ κοινωνισμὸ κλπ. Καὶ πιστεύω ὅτι θὰ βοηθήση πολύ τους ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν νὰ γευθοῦν στὴν προσωπική τους ζωή, ἀναλογικὰ βέβαια, τὴν ἀληθινὴ εὐαγγελικὴ καὶ πατερικὴ τροφή, ποὺ δίνει νόημα ζωῆς στὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄρτος τῆς ζωῆς.

Ὁ πάπα-Ἐφραίμ, ὅπως τὸν λέμε ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου “φλόγα ἔλαβε”, καὶ αὐτὴν τὴν φλόγα τὴν μετέδωσε σὲ πολλοὺς μοναχούς του Ἁγίου Ὅρους καὶ στὴν συνέχεια στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς ποὺ τὴν εἶχε πολλὴ ἀνάγκη, καὶ τώρα μὲ τὴν ἀγγλικὴ ἔκδοση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ θὰ μεταφέρη τὴν φλόγα αὐτὴ καὶ σὲ ὅσους ἀναζητοῦν τὴν αὐθεντικὴ ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ ἀνήκουν στὴν γενεὰ γιὰ τὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ μακαρισμός: “αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον, ζητούντων τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ”.

Μακάρι τὸ βιβλίο αὐτὸ νὰ ἰκανοποήση καὶ νὰ αὐξήση αὐτὴν τὴν γενεά, νὰ συντελέση στὴν αὔξηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη εἶναι ἡ θεωρητικὴ τάξη στὴν Ἐκκλησία.

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  • Προβολές: 2634