Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: “Ἡ γοητεία τοῦ νὰ εἶσαι νέος καὶ ὀρθόδοξος Χριστιανός”

Δημοσιεύουμε, ὅπως εἴχαμε ὑποσχεθεῖ, τήν εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου στήν ἐκδήλωση τῶν Ἐκπαιδευτηρίων “Καλαμαρί”

Θεσσαλονίκη (11-3-2001).

Ἀπό χθές μου δόθηκε ἡ δυνατότητα νά γνωρίσω προσωπικά πολλούς Καθηγητές, τά παιδιά τοῦ Λυκείου καί τήν ὅλη συγκρότηση τῆς Σχολῆς, καί διεπίστωσα τήν εὐγένεια, τό ἐπίπεδο καί τήν πολιτισμένη ἀτμόσφαιρα. Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά σᾶς εὐχαριστήσω θερμά γιά τήν πρόσκληση.

Δέν μοῦ ζητήθηκε νά πῶ γιά τά ὁράματα τοῦ νέου ἀνθρώπου, πού εἶναι τό γενικό θέμα τῆς Ἡμερίδας, ἀλλά γιά τήν γοητεία του νά εἶσαι νέος καί Ὀρθόδοξος Χριστιανός, καί δέν ξέρω πῶς νά σᾶς γοητεύσω.

Ἡ γοητεία του νά εἶναι κανείς νέος καί ὀρθόδοξος Χριστιανός εἶναι μεγάλη. Τά ὅσα θά ὑποστηρίξω στήν συνέχεια θά εἶναι τηλεγραφικά καί ἀποσπασματικά.

Ὑπάρχουν, βεβαίως, πολλές συγχύσεις πού δέν βοηθοῦν στήν ἀνάπτυξη αὐτοῦ του θέματος. Γιά παράδειγμα, παρατηρεῖται ἔλλειψη ὁρίων μεταξύ των χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί ἄλλων θρησκειῶν, ὁπότε εἶναι δυνατόν ἡ πρακτική ἄλλων ὁμολογιῶν ἤ θρησκειῶν νά βιώνεται ἀπό μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἤ νά ἀποδίδεται σέ μᾶς τούς Ὀρθοδόξους. Μέσα στά πλαίσια αὐτά μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά μιά ἐκκοσμίκευση τῆς πίστης ἤ ἀκόμη γιά ἀπόδοση εὐθυνῶν ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχουν.

Τό ὅτι γίνεται μιά σύγχυση μεταξύ των ὅρων καί τῶν ἐννοιῶν φάνηκε, τουλάχιστον σέ μένα, ἔντονα, ὅταν μιά Κυριακή του προηγούμενου μηνός (Φεβρουαρίου) διάβασα στήν ἐφημερίδα ἕνα διάλογο πού ἔγινε μεταξύ ἑνός ἀθέου, ὅπως χαρακτηριζόταν (τοῦ φιλοσόφου Πάολο Φλέρες ντ’ Ἀρκάις), καί ἑνός Χριστιανοῦ πιστοῦ, ὅπως ἐπίσης χαρακτηριζόταν (τοῦ Καρδιναλίου Γιόζεφ Ράτζιγκερ), καί βέβαια, βλέποντας τήν συζήτηση μεταξύ των δύο, ἤμουν πλησιέστερος μέ τά ἐπιχειρήματα τοῦ λεγομένου ἀθέου, ἐνῶ ἀπομακρυσμένος ἀπό τά ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ Χριστιανός πιστός. Καί δέν συμφωνοῦσα καθόλου μέ τήν νοοτροπία τῆς Ἐφημερίδος πού διάλεξε ὡς ἐκπρόσωπο τοῦ Χριστιανοῦ πιστοῦ τόν Καρδινάλιο Ράτζιγκερ καί ἀγνόησε ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξη κληρονομιά πού θά μποροῦσε νά συζητήση μέ τόν λεγόμενο ἄθεο κατ’ ἄλλον τρόπο.

Ἀντιλαμβάνομαι, λοιπόν, τό ἐγχείρημα πού προσπαθῶ νά ἐπιχειρήσω καί γι’ αὐτό ἅς μου ἐπιτραπῆ νά στηρίξω τά λίγα λόγια πού θά παραθέσω σέ δύο λέξεις - κλειδιά πού ἀκούγονται συχνά στίς ἡμέρες μας. Ἡ Πρωτη εἶναι ἡ λέξη “θρησκεία” καί ἡ δεύτερη ἡ λέξη “μεταφυσική”, καί θά τίς μελετήσω ἐν σχέσει μέ τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.

1. Ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας

Ἡ λέξη θρησκεία εἶναι πολύ ἀρχαία, ἀναφέρεται στόν Ἡρόδοτο καί σέ ἄλλους ἀρχαίους-Ἕλληνας συγγραφεῖς καί δηλώνει τήν λατρεία, τήν τιμή στό θεῖο. Καί αὐτό συνδέεται μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν ἀδυναμία τοῦ αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ἔλθη σέ ἐπαφή μέ τό θεῖο γιά νά τό ἐξιλεώση, καί νά τό ἔχη βοηθό του σέ ὅλες τίς δοκιμασίες τοῦ βίου τοῦ ἀλλά καί στόν φόβο πού προερχόταν ἀπό διάφορα φυσικά φαινόμενα.
Ἔχει ὑποστηριχθῆ ἀπό πολλούς, καί αὐτό ἰσχυρίζομαι συχνά στά κείμενά μου, ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία. Καί μάλιστα, ὅπως ἔχει ὑποστηρίξει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἡ θρησκεία εἶναι ἀρρώστια τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας καί, ἑπομένως, ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά μᾶς ἐλευθερώση καί νά μᾶς θεραπεύση ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας.

Ὁ Χριστιανισμός ἐκφράζεται περισσότερο μέ τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό ὄρο Ἐκκλησία, πού δείχνει τήν κοινωνία, τήν ἑνότητα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καί αὐτή ἡ σχέση στηρίζεται ἀφ’ ἑνός μέν στήν ἀγάπη, πού εἶναι ἐρωτική κίνηση ἐξόδου ἀπό τήν φιλαυτία, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν ἐλευθερία.

Τεκμηριώνοντας αὐτήν τήν ἄποψη θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι κατά τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά ἔχη κοινωνία μαζί Του, πράγμα τό ὁποῖο συνέβαινε στόν Παράδεισο πρίν τήν πτώση. Ἔχασε ὅμως αὐτή τήν κοινωνία. Θεωροῦμε τήν ἁμαρτία ὡς ἀπώλεια τῆς σχέσης, καί τήν ἐπιστροφή ὡς ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου στήν σχέση. Ἡ ἀπώλεια τῆς σχέσης μέ τόν Θεό ἀρρώστησε ὅλον τόν ἐσωτερικό κόσμο, τόν λόγο, τόν νοῦ, τήν αἴσθηση, τήν δόξα, τήν φαντασία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά πλάση δικούς του θεούς, δηλαδή κατεσκεύασε φάσματα (φαντάσματα) τῆς ἀληθείας. Εἶναι ἕνα μεγάλο πρόβλημα, ὅταν λατρεύει κανείς φάσματα τῆς ἀληθείας.

Τό μεγαλύτερο ὅμως πρόβλημα εἶναι κάπου ἀλλοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τόν γνωρίζουμε σήμερα, ἔχει διαβλητά καί ἀδιάβλητα πάθη. Τά ἀδιάβλητα πάθη εἶναι ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ κόπωση, κλπ. καί τά διαβλητά πάθη εἶναι ἡ φιλαυτία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νοσῆ, τότε τά ἀδιάβλητα πάθη γίνονται διαβλητά, ἀφοῦ ἀπό τήν φυσική ἱκανοποίηση τῆς πείνας μπορεῖ νά ὁδηγηθῆ στό διαβλητό πάθος τῆς πολυφαγίας, ἀπό τό ἀδιάβλητο πάθος τῆς δίψας, μπορεῖ νά φθάση στήν φιλοποσία καί τήν μέθη. Τό ἴδιο μπορεῖ νά γίνη καί μέ τά διαβλητά πάθη τῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα πρέπει νά μετατραποῦν σέ ἀδιάβλητα πάθη, ἤτοι ἡ φιλοδοξία νά κινεῖται σέ φυσικά πλαίσια καί νά μήν συνδεθῆ μέ μάχες, πολέμους, ἀνταγωνισμούς κλπ. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά ἄλλα πάθη.

Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἀποκτήση μιά ἰσορροπία. Νά σταματήση ἡ κίνηση τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν πρός τό νά γίνουν διαβλητά, καθώς ἐπίσης καί ἡ παραφύση ἐνέργεια τῶν διαβλητῶν παθῶν νά μετατραπῆ σέ κατά φύση.

Αὐτό τό ἔργο τό κάνει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός εἶναι τό κατάλληλο ὄργανο γιά τήν ἰσορροπία αὐτή, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι κατά πάντα φυσιολογικός.

Ἡ θρησκεία δέν μπορεῖ νά κάνη αὐτό τό ἔργο, ἁπλούστατα γιατί δέν μπορεῖ νά ὑπερβῆ τόν θάνατο. Ἀκόμη δέ χειρότερα, ἡ θρησκεία καλλιεργεῖ καί στηρίζεται στά διαβλητά πάθη. Καί ξέρουμε πολύ καλά ὅτι τό κέντρο καί τό κίνητρο ὅλων των διαβλητῶν καί ἀδιαβλήτων παθῶν εἶναι ὁ θάνατος, πού βιώνεται ὡς φθορά, ὡς κίνηση, ὡς ἀρρώστια, ὡς βιολογικός μαρασμός, ὡς ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Ὄχι μόνον δέν μπορεῖ νά κάνη αὐτό τό ἔργο ἡ θρησκεία, ἀλλά αὐξάνει τά διαβλητά πάθη, μέ τό μίσος, τούς πολέμους, τόν φανατισμό, τόν ρατσισμό κλπ.

Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει αὐτήν τήν μέθοδο πού μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστός, μέ τήν ὁποία θεραπεύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτά τά διαβλητά πάθη (φιλοδοξία, φιληδονία, φιλαργυρία) μετατρέπονται σέ φυσικά, καί τά ἀδιάβλητά τα ἐνισχύη γιά νά παραμένουν στήν φυσική κατάστασή τους. Καί αὐτό γίνεται γιατί μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή ὑπερβαίνεται ὁ θάνατος, καθώς ἐπίσης καθαρίζεται ὁ νοῦς καί ἀποκτᾶ τήν δυνατότητα νά διευθύνη ὅλον τόν ψυχικό καί σωματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου.

Θά ἤθελα στό σημεῖο αὐτό νά δώσω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων.

Τό ἕνα προέρχεται ἀπό τήν βουδιστική θρησκεία. Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τόν βουδισμό ἐκεῖνο πού ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο εἶναι τό πρόβλημα τῆς ὀδύνης πού προέρχεται ἀπό τόν πόθο τῆς ζωῆς. Ὁπότε, ὁ ὕψιστος σκοπός τοῦ “πεφωτισμένου” εἶναι νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τόν πόθο αὐτό τῆς ζωῆς. Ἡ νέκρωση τῆς ἐπιθυμίας τῆς ζωῆς γίνεται μέ εἰδική μέθοδο πού λέγεται γιόγκα, μέ τούς διαφόρους τύπους της, ἤτοι Χάτα Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ σωματικές ἀσκήσεις), Κάρμα Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ ἔργα καί λειτουργικές πράξεις), Μάντρα Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ ψαλμωδίες καί μαγικές συλλαβές), Βάκτι Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ τήν ὁλοκληρωτική λατρεία μιᾶς θεότητος ἤ τοῦ ἰδίου τοῦ Γκουρού), Γκνάνα Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ μυστικιστική γνώση), Κουνταλίνι Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ δαιμονικές ἐνέργειες), Τάντρα Γιόγκα (ἕνωση μέ Βράχμαν μέ ἀχαλίνωτες σεξουαλικές πράξεις). Μέ τίς μεθόδους αὐτές πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φθάση στό ἀπόλυτο νιρβάνα, πού εἶναι ἡ σβέση τῆς ὑπάρξεως καί ἡ ἀπαλλαγή τοῦ πόθου γιά τήν ζωή, καί ἀπώτερο σκοπό νά ἀποφύγη τήν σαμσάρα, ἤτοι τήν ἀνακύκληση τῆς ζωῆς, τήν μετενσάρκωση. Ἔτσι τό ἀτομικό Ἄτμαν ἑνώνεται μέ τό καθολικό Βράχμαν, ὅπως ἡ σταγόνα εἰσέρχεται μέσα στόν ὠκεανό.

Εἶναι φανερό ὅτι σέ μιά τέτοια θρησκευτική ζωή δέν ὑπάρχει πρόσωπο, ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ἁπλῶς ἄτομο, καθώς ἐπίσης δέν ὑπάρχει κοινωνία, δέν ἀναπτύσσεται κοινωνική ζωή, ἀφοῦ ἡ κάθε ζωή θεωρεῖται ἀπαρχή μιᾶς ὀδύνης.

Τό ἄλλο παράδειγμα προέρχεται ἀπό τίς θεωρίες τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας, ἑνός σχολαστικοῦ θεολόγου, ὁ ὁποῖος θεμελιώνει ἕνα χριστιανικό σύστημα, πού ἐπεκράτησε στήν Δύση, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τοῦ τό φεουδαλιστικό σύστημα διοργάνωσης τῆς κοινωνίας. Ὅπως ὁ φεουδάρχης ἔχει τήν ἀπόλυτη ἀξία καί τιμή καί κανείς δέν μπορεῖ νά τήν προσβάλη, διότι κάθε προσβολή τῆς τιμῆς του καί κάθε διασάλευση τοῦ φεουδαλιστικοῦ συστήματος, πού θεωρεῖται ἔργο τοῦ Θεοῦ, συνεπάγεται τήν τιμωρία τοῦ παραβάτου, ἔτσι καί ὁ Θεός εἶναι ἡ ὑψίστη δικαιοσύνη, ἔχει τιμή, καί ἔχει θεσπίσει τήν τάξη μέσα στήν δημιουργία, ὁπότε ὁ παραβάτης πρέπει ἤ νά ἱκανοποιήση τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἤ νά τιμωρηθῆ. Ἔτσι ὁ Ἀνσελμος ἑρμήνευσε τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς ἔκφραση ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὡς ἐξιλέωση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Αὐτό τό σύστημα καί μέ τήν συνδρομή τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ δημιούργησε τεράστια προβλήματα στόν δυτικό χῶρο, προβλήματα προσωπικά καί κοινωνικά, ὅπως ἀνέλυσε ὁ Max Weber στό βιβλίο του “ἡ προτεσταντική ἠθική καί τό πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ”.

Τά δύο αὐτά παραδείγματα, ἕνα ἀπό τόν ἀνατολικό χῶρο καί τό ἄλλο ἀπό τόν δυτικό χῶρο μᾶς δείχνουν πῶς ἔφθασε ὁ Φόϋερμπαχ στήν ρήση ὅτι “ἡ θρησκεία εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαού”, τήν ὁποία ρήση χρησιμοποιοῦσε ἀργότερα ὁ Μάρξ. Καί βέβαια καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ἄν στήν θρησκεία δώσουμε αὐτόν τόν ὁρισμό, τόν μεταφυσικό, τότε μπορεῖ νά εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ, γιατί καταστρέφει κάθε προσωπική ζωή, ἀφανίζει τήν προσωπική ἐλευθερία, ἀκόμη δέ διασπᾶ καί αὐτήν τήν κοινωνική ζωή, τόν ἄνθρωπο ἀπό πρόσωπο τόν κάνει ἄτομο.

2. Ἡ ἔννοια τῆς μεταφυσικῆς

Ἡ λέξη μεταφυσική δηλώνει τόν κόσμο πού βρίσκεται - ὑπάρχει πέρα ἀπό τά φυσικά. Λέγεται συνήθως ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἀσχολεῖται μέ τήν μεταφυσική καί γι’ αὐτό ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν κοινωνική ζωή καί τά κοινωνικά ζητήματα πού ἔχουν σχέση μέ τό ἐνθάδε. Καί ἐδῶ τα πράγματα δέν εἶναι ξεκαθαρισμένα.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ μεταφυσική χωρίζει τόν κόσμο σέ φυσικά καί μεταφυσικά. Κατά τήν μεταφυσική ὁ Θεός ζῆ στήν εὐδαιμονία του, ἔχοντας ἕνα σύνολο ἀγεννήτων ἰδεῶν. Ὅλη ἡ κτίση ἐπηρεάζεται ἀπό αὐτόν τόν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Καί κατά μιά θεώρηση (πλατωνική) ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κινήθηκε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν τῶν ἰδεῶν, ὁπότε τιμωρήθηκε ἀπό τόν Θεό καί περικλείστηκε στό φύσει θνητό αὐτό σῶμα, τό ὁποῖο τώρα εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς. Ὁπότε, σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἐλευθερωθῆ ἡ ἀγέννητη ψυχή ἀπό τό σῶμα καί νά ὁδηγηθῆ στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν γιά νά ζήση τήν εὐδαιμονία της.

Ἀπό αὐτήν τήν ἀντίληψη δημιουργοῦνται πολλά προβλήματα. Πρωτον, ὅτι τό σῶμα καί γενικά ἡ ὕλη εἶναι κακά καί, ἑπομένως, εἶναι ἀποβλητέα. Δεύτερον, ὁ ἄνθρωπος οὐσιαστικά δέν εἶναι πρόσωπο, ἀφοῦ ἡ ψυχή τοῦ πρέπει νά ἐπιστρέψη στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Αὐτή ἡ ἐπιστροφή λέγεται ἔρωτας. Ὁπότε ὁ ἔρωτας εἶναι μιά ἀδυναμία τῶν ὄντων καί ὄχι πληρότητα ζωῆς. Τρίτον, θεωρεῖται ὅτι ὁ ὕψιστος σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀτομική εὐδαιμονία, πού καί αὐτή θεωρεῖται ἀφηρημένη.

Ὁ Χριστιανισμός ὅμως, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν εἶναι μεταφυσική, ἀφοῦ ἁγιάζει καί μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο, τήν ψυχή καί τό σῶμα, τόν κόσμο, τήν κτίση, τούς κοινωνικούς θεσμούς, χωρίς νά μετατρέπεται σέ κόσμο, σέ κτίση, σέ κοινωνικό θεσμό. Ὅπου ἔγινε κάτι τέτοιο ἔχουμε ἀποτυχία τῶν Χριστιανῶν (κληρικῶν καί λαϊκῶν) καί ὄχι τοῦ Χριστιανισμοῦ.

3. Πρακτικές συνέπειες

Καί οἱ δύο ἀναλύσεις πού ἔγιναν προηγουμένως στόν ὄρο θρησκεία καί τόν ὄρο μεταφυσική καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχει καμμία σχέση μέ αὐτούς τούς ὅρους, φαίνεται σέ διάφορες προοπτικές πού δέν μποροῦμε νά τίς φαντασθοῦμε καί ἔχουν ἔντονες κοινωνικές προεκτάσεις.

Οἱ παιδαγωγοί ἔχουν καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος σέ ὅλην του τήν ζωή διέρχεται ἀπό διάφορες ἠλικιακές κρίσεις. Εἶναι ἡ κρίση τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ἡ κρίση τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας, ἡ κρίση τῆς μέσης ἡλικίας, ἡ κρίση τῆς συντάξεως καί ἡ κρίση τῆς τρίτης ἡλικίας τῆς ζωῆς. Ὅλες αὐτές οἱ κρίσεις συνδέονται μέ τόν θάνατο.

Ὁ παιδαγωγός Piaget εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι γιά Πρωτη φορά τό παιδί στήν ἡλικία τῶν 7-10 ἐτῶν ἀποκτᾶ τήν αἴσθηση ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μή ἀναστρέψιμο γεγονός. Ἡ ἐφηβική ἡλικία συνδέεται μέ τίς μεγάλες βιολογικές ἀλλαγές καί μέ τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν φθορά καί τήν θνητότητα, ἡ μέση ἡλικία προσπαθεῖ νά ἐπιβεβαιωθῆ βιολογικά καί κοινωνικά λόγω τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου καί ἡ τρίτη ἡλικία βλέπει μπροστά της τό φάσμα τοῦ θανάτου.

Εἶναι χαρακτηριστική μιά συνέντευξη πού ἔδωσε τώρα τελευταία ὁ Μίκης Θεοδωράκης. Στήν ἐρώτηση τοῦ δημοσιογράφου “δέν πιστεύω ὅτι ἐσύ πού ἀψήφησες τόν θάνατο τόσες καί τόσες φορές τόν φοβᾶσαι τώρα;”, ἀπάντησε: “Δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Γιατί τώρα τόν βλέπω. Μπῆκε μέσα στό σπίτι, μοῦ κλείνει τό μάτι, μοῦ κάνει γειᾶ σου... Ἐγώ δέν τόν φοβᾶμαι, ἔχω χορέψει μαζί του στά Μαρμαρένια Ἁλώνια ζεϊμπέκικο καί τόν νίκησα. Τώρα ὅμως μπῆκε μέσα στό δωμάτιο ὁ κύριος αὐτός καί μοῦ γνέφει...” (BHMAGAZINO, Κυριακή 4-2-2001, σέλ. 17).

Ὁ ἔρωτας καί τό σέξ ἔχουν σχέση μέ τόν θάνατο, ὁ μέν ἔρωτας ὡς ἀναζήτηση μιᾶς ἄλλης ὕπαρξης καί ἀπόκτηση πραγματικῆς σχέσης, γιά τήν ἀποφυγή τοῦ φάσματος τοῦ θανάτου, ἡ δέ σεξουαλική σχέση ἐντάσσεται στήν ἴδια προοπτική. Στήν Ἀμερική ἔχουν καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι πρέπει νά δοῦμε τήν ἐρωτική καί σεξουαλική σχέση ὄχι μέσα ἀπό τήν βίωση τῆς ἡδονῆς, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ἐπιβίωση τῆς ὕπαρξης. Γίνεται μιά προσπάθεια γιά ἀπόκτηση πραγματικῆς κοινωνίας.

Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε καί τά δύο μεγάλα προβλήματα τῆς ἐποχῆς μᾶς ὅπως τό AIDS καί τά ναρκωτικά. Οἱ νέοι προσπαθοῦν νά ξεφύγουν ἀπό τήν κόλαση στήν ὁποία εὑρίσκονται, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ὀδύνη λόγω τῆς ἀπώλειας τῆς σχέσης καί τῆς μοναξιᾶς, καθώς ἐπίσης προσπαθοῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά ἀσφυκτικά πλαίσια τοῦ θανάτου, καί νά φθάσουν σέ μιά ἰδεώδη καί πραγματική κοινωνία. Καί βέβαια ἀποτυγχάνουν, γιατί δημιουργεῖται ἕνας φαῦλος κύκλος μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης.

Θά τελειώσω αὐτήν τήν σύντομη εἰσήγηση μέ τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀρχηγός μιᾶς θρησκείας, οὔτε εἰσηγητής τῆς μεταφυσικῆς, οὔτε φυσικά ἕνας ἰδεολόγος καί κοινωνιολόγος, ἀλλά ὁ νικητής τοῦ θανάτου. Τόν νίκησε μέ ἀγάπη καί ἐλευθερία. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες δέν διστάζουν νά χαρακτηρίσουν τόν Χριστό ἐραστή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του “ἐπεθύμησε πόρνης”, δηλαδή τήν ἐκπορνευθεῖσα ἀνθρώπινη φύση. Χρησιμοποιώντας δέ ὅλες τίς σκηνές πού συνδέονταν μέ τήν ζωή τῆς πόρνης τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, λέγει ὅτι ὁ Χριστός πῆγε στήν καλύβη τῆς πόρνης, τήν ἔκανε γυναίκα του, τῆς ἔδωσε πλοῦτο χαρισμάτων καί μεγάλη κληρονομιά... Γι’ αὐτό καί λέγεται Νυμφίος. Καί ὁ Θεός εἶναι, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἔρωτας καί ἐραστόν καί ὡς ἔρως κινεῖται καί ὡς ἐραστόν ἑλκύει πρός τόν ἐαυτόν Τοῦ τά τοῦ ἔρωτος δεκτικά. Μιά τέτοια ἀγάπη δέν ἀντέχεται εὔκολα, γι’ αὐτό καί προτιμοῦμε τήν θρησκεία καί τήν μεταφυσική, οἱ ὁποῖες προσφέρουν ἡ μέν θρησκεία ἱκανοποιήσεις τοῦ συναισθήματος καί τῶν αἰσθήσεων, ἡ δέ μεταφυσική μιά ἰδεολογική κάλυψη, πού ὅλα αὐτά συνεπάγονται μίση, φανατισμούς, ρατσισμούς, ἰδιώματα καί γνωρίσματα τοῦ πεπτωκότος καί θνητοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί αὐτάρκεια καί αὐτοδικαίωση.

Πέρα ὅμως ἀπό τήν μεταφυσική καί τήν θρησκεία, ὅπως τήν ὁριοθετήσαμε προηγουμένως, βρίσκεται ἡ ἀγάπη ὡς ἐλευθερία, ἀλλά καί ἡ ἐλευθερία ὡς ἀγάπη, γιατί ἡ ἀγάπη χωρίς ἐλευθερία γίνεται δικτατορία, καί ἡ ἐλευθερία χωρίς ἀγάπη γίνεται ἀναρχία. Γι’ αὐτό μποροῦμε νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι πέρα ἀπό τήν μεταφυσική καί τήν θρησκεία βρίσκεται ἡ γοητεία, ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία, κατά τόν Χάιντεγκερ, δέν εἶναι “ἡ συμφωνία διάνοιας καί πράγματος”, ὅπως τό ἐξέλαβε ἡ κλασσική μεταφυσική, ἀλλά εἶναι “γεγονός ἀποκαλύψεως καί ὄχι συμφωνίας”, δηλαδή ἡ ἀλήθεια δέν ἐξαντλεῖται στόν στοχασμό καί τήν σκέψη, ἀλλά κινεῖται πρός τήν κοινωνία μέ τό εἶναι. Ἄλλωστε, κατά τόν ἴδιο, ἡ λέξη ἀλήθεια ἀποτελεῖται ἀπό τό στερητικό ἅ καί τήν λέξη λήθη, πού δηλώνει τήν ἐμφάνιση καί τήν ἀνάδυση ἑνός ὄντος ἀπό τήν λήθη, τήν ἀφάνεια. Ἡ ἀλήθεια, λοιπόν, εἶναι μιά προφάνεια, φανέρωση. Αὐτό εἶναι μιά γοητεία.

Ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται σέ δύο σημεῖα. Πρωτον ὅτι ἡ Ἐνορία λειτουργεῖ καί μπορεῖ νά λειτουργήση ὡς ζωντανή θεραπευτική κοινότητα, καί δεύτερον, μπορεῖ νά ἀπαντήση στά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου καί νά λειτουργήση καλά το πρόσωπο σέ συνδυασμό μέ τήν κοινωνία.

Τό ὅραμα στήν πραγματικότητα εἶναι θέμα σχέσης. Καί αὐτό εἶναι ἡ γοητεία τοῦ νέου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι νέος ὄχι ἁπλῶς στήν ἡλικία, ἀλλά στό φρόνημα καί τίς ἀναζητήσεις.

  • Προβολές: 3365