Γράφτηκε στις .

Δίψα γιά μελέτη βιβλίων

“Όταν σπούδαζα στόν κόσμο, στήν ἀρχή κουραζόμουν πάρα πολύ, καί ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα νά πιάσω βιβλίο στά χέρια μου, ἔνιωθα σάν νά πήγαινα νά πιάσω ἄγριο θηρίο. Καθώς ὅμως ἐπέμεινα, βιάζοντας τόν ἑαυτό μου, βοήθησε ὁ Θεός, καί τόσο πολύ συνήθισα τή μελέτη, ὥστε νά μήν καταλαβαίνω τί ἔτρωγα καί τί ἔπινα ἤ πῶς κοιμόμουνα ἀπό τήν πολλή εὐχαρίστηση πού ἔνιωθα ἀπό τήν ἀνάγνωση. Καί ποτέ δέν μέ τράβηξε ἡ ἐπιθυμία νά πάω νά φάω μέ ἕναν ἀπό τούς φίλους μου, ἀλλά οὔτε καν τούς συναντοῦσα ὅταν εἶχα διάβασμα, παρόλο ὅτι ἤμουν κοινωνικός καί ἀγαποῦσα τούς φίλους μου. Μόλις λοιπόν μᾶς σχόλαγε ὁ δάσκαλος καί λουζόμουν –γιατί συνήθιζα νά πλένομαι κάθε μέρα, ἐπειδή στέγνωνα ἀπό τό διαβασμα– γύριζα στό σπίτι μου μή ξέροντας οὔτε τί θά φάω. Γιατί δέν μποροῦσα νά ἀπασχοληθῶ οὔτε μέ τό νά παραγγείλω τό φαγητό πού θά ἔτρωγα, ἀλλά εἶχα κάποιον ἔμπιστο ἄνθρωπο καί μοῦ ἑτοίμαζε ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε. Ἔτρωγα λοιπόν ὅ,τι εὕρισκα μαγειρεμένο ἀπ’ αὐτόν, ἔχοντας καί τό βιβλίο δίπλα μου ἀκουμπισμένο στό κρεββάτι καί κάπου - κάπου ἔριχνα μιά ματιά. Καί ὅταν κοιμόμουνα τό εἶχα πάλι δίπλα μου ἀκουμπισμένο στό κάθισμά μου καί μόλις μ’ ἔπαιρνε λίγο ὁ ὕπνος, ἀμέσως πεταγόμουνα νά διαβάσω. Πάλι τό βράδυ, μόλις γύριζα μετά ἀπό τόν ἑσπερινό, ἄναβα τό λυχνάρι καί ἔμενα διαβάζοντας μέχρι τά μεσάνυχτα. Καί ζοῦσα ἔτσι, γιατί δέν ἔνιωθα τίποτα πιό γλυκό ἀπό τήν εὐχαρίστηση πού μου ἔδινε ἡ μελέτη...”

Ἀββᾶ Δωροθέου, ἔργα ἀσκητικά, ἔκδ. “Ετοιμασία”, Ἀθήνα 1981, σέλ. 250-252