Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος. Παρέμβαση στήν Ἱεραρχία γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα

Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ τήν παρέμβαση πού ἔκανε ὁ Σεβασμιώτατος στήν πρόσφατη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος γιά τό θέμα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα, καί ἡ ὁποία κατατέθηκε στά Πρακτικά της Συνόδου.

Ὅταν ἡ Ἱερά Σύνοδος συζητοῦσε τό θέμα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα, εἶχα τήν ἄποψη ὅτι τό θέμα αὐτό ἔπρεπε νά τό ἀντιμετωπίση ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνός μέν θά ἀπεφάσιζε γιά τό ἐάν ἔπρεπε, γιά πολλούς λόγους, νά ἔλθη ὁ Πάπας στήν Ἑλλάδα, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἐάν ἀποφασιζόταν τελικά νά ἔλθη ὁ Πάπας, ἔπρεπε νά καθορισθοῦν τά ἀπαραίτητα θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά πλαίσια αὐτῆς τῆς ἐπισκέψεως. Μέ τό πνεῦμα αὐτό ἀπέστειλα ἔγγραφο στήν Σύνοδο καί ζητοῦσα τήν σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἱεραρχία δέν συνῆλθε, γιά τό θέμα αὐτό, ἀλλά καί ὁ Πάπας ἦλθε στήν Ἑλλάδα. Ἔγραψα διάφορα θεολογικά κείμενα, ἀλλά τό καιρό τῆς ἐλεύσεώς του ἤμουν στόν Λίβανο καί δέν συμμετεῖχα στίς συζητήσεις πού ἔγιναν τίς ἡμέρες ἐκεῖνες. Ὅμως, πρίν τήν ἔλευσή του, συμμετεῖχα σέ διάφορες συζητήσεις στά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης.

Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλός μου ζήτησε τίς ἡμέρες ἐκεῖνες (Μάρτιος 2001) νά γράψω ἕνα κείμενο στό ὁποῖο θά φαίνονται οἱ δογματικές διαφορές τῶν Λατίνων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό κείμενο αὐτό, μαζί μέ ἕνα ἄλλο, τό συμπεριέλαβε στό εἰδικό ἀφιέρωμα τῆς ἰστοσελίδας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Στό κείμενο αὐτό ἐντόπιζα τίς βασικές θεολογικές διαφορές τῶν Λατίνων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἤτοι:

  • – τήν διδασκαλία περί τῆς ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ,
  • – τό Filioque,
  • – τήν χρησιμοποίηση ἀζύμου ἄρτου στήν θεία Εὐχαριστία,
  • – τόν καθαγιασμό τῶν «τιμίων δώρων» πού γίνεται ὄχι μέ τήν ἐπίκληση, ἀλλά μέ τήν ἀπαγγελία τῶν ἰδρυτικῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...»,
  • – τήν θεωρία ὅτι ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐξιλέωσε τήν θεία δικαιοσύνη, πού παρουσιάζει τόν Θεό Πατέρα ὡς φεουδάρχη καί παραθεωρεῖ τήν Ἀνάσταση,
  • – τήν θεωρία περί τῆς «περισσευούσης ἀξιομισθίας» τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων πού τήν διαχειρίζεται ὁ Πάπας,
  • – τόν χωρισμό καί τήν διάσπαση μεταξύ των μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος, καί θείας Εὐχαριστίας,
  • – τήν διδασκαλία περί τῆς κληρονομήσεως τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος,
  • – τίς λειτουργικές καινοτομίες σέ ὅλα τα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ἱερωσύνη, Ἐξομολόγηση, Γάμος, Εὐχέλαιον),
  • – τήν μή μετάληψη τῶν λαϊκῶν ἀπό τό «Αἷμα» τοῦ Χριστοῦ,
  • – τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, κατά τό ὁποῖο ὁ Πάπας εἶναι «ὁ episcopus episcoporum καί ἡ πηγή τῆς ἱερατικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, εἶναι ἡ ἀλάθητος κεφαλή καί ὁ Καθηγεμῶν τῆς Ἐκκλησίας, κυβερνῶν αὐτήν μοναρχικῶς ὡς τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς»,
  • – τήν μή ὕπαρξη συλλειτουργίας κατά τίς λατρευτικές πράξεις,
  • – τό ἀλάθητό του Πάπα,
  • – τό δόγμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου καί γενικά ἡ Μαριολατρεία,
  • – τίς θεωρίες τῆς analogia entis καί analogia fidei πού ἐπικράτησαν στόν δυτικό χῶρο.
  • – τήν συνεχῆ πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνακάλυψη τῶν πτυχῶν τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας,
  • – τήν διδασκαλία περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ,
  • – τήν ἄποψη περί τῆς ἑνιαίας μεθοδολογίας γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης.
  • – τήν μεγάλη διαφοροποίηση, ἡ ὁποία δείχνει τόν τρόπο τῆς θεολογίας, πού βρίσκεται καί στήν διαφορά μεταξύ σχολαστικῆς καί ἡσυχαστικῆς θεολογίας...

Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ Μακαριώτατος δημοσίευσε τό κείμενο αὐτό στήν ἰστοσελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πράγμα τό ὁποῖο μέ ἱκανοποίησε.

Ἐπίσης, μέ ἱκανοποίησέ το ὅτι ἡ ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ.. 2713/13-3-2001 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶχε ἕνα σημαντικό σημεῖο πού ἐξέφραζε τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτό μέ ἱκανοποίησε ἀπόλυτα. Ἔγραφε ἡ Ἱερά Σύνοδος:

«Πρός μείζονα ἀσφάλειαν, ἅπαξ ἔτι ὁμολογοῦμεν, ὅτι ἔχομεν τήν αὐτοσυνειδησίαν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ συμβόλου τῆς Πίστεως, ἡ μία κιβωτός τῆς σωτηρίας, ἡ ταμιοῦχος τῆς Χάριτος, "ὁ στύλος καί τό ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας" (Ἅ' Τιμ. 3, 15), εἰς ἥν προσευχόμεθα νά ἐπιστρέψουν πάντες οἱ πεπλανημένοι».

Ὅμως ἐκεῖνο πού μέ στενοχώρησε ἦταν ἡ ἀπουσία θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων κατά τίς συζητήσεις στά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, ἀφοῦ διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι τό Βατικανό εἶναι Ἐκκλησία, καί ὅτι οἱ παπικοί Κληρικοί ἔχουν Ἱερωσύνη.

Ἀλλά τό Βατικανό δέν εἶναι Ἐκκλησία, διότι ἔπεσε σέ μεγάλες αἱρέσεις, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως. Κυρίως τήν αἵρεση ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή καί ὄχι ἄκτιστη, πράγμα τό ὁποῖο εἶναι βασική θεολογική ἄποψη τοῦ Θωμά Ἀκινάτη, τήν αἵρεση ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ καί πολλές ἄλλες δογματικές, ἐκκλησιολογικές καί λειτουργικές ἀποκλίσεις. Μέσα ἀπό τό πνεῦμα αὐτό πρέπει νά δοῦμε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἐπί Μεγάλου Φωτίου, πού γιά μᾶς εἶναι ἡ Ἡ' Οἰκουμενική Σύνοδος, καί τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού γιά μᾶς εἶναι ἡ Θ' Οἰκουμενική Σύνοδος. Οἱ παπικοί εἶναι αἱρετικοί καί ὄχι σχισματικοί καί γνωρίζουμε πολύ καλά τήν διάκριση μεταξύ αἱρέσεως καί σχίσματος.

Ἐπίσης, οἱ Παπικοί δέν ἔχουν Ἱερωσύνη, ἀφοῦ ἡ ἀποστολική διαδοχή δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἀδιάκοπη σειρά χειροτονιῶν, ἀλλά ταυτοχρόνως καί ἡ διατήρηση τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας. Ὁ Μητροπολίτης Ἐρζεγοβίνης Ἀθανάσιος συνέταξε μία μελέτη μέ τίτλο «Ἐκκλησία, Ὀρθοδοξία καί Εὐχαριστία παρά τῷ Ἁγίω Εἰρηναίω», στήν ὁποία μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξίας καί Εὐχαριστίας, ὁπότε ἐκτός της Ὀρθοδοξίας δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία οὔτε Εὐχαριστία.

Αὐτή ἡ ἄποψη ἀποδεικνύεται σέ πολλά κείμενα ἁγίων Πατέρων. Ἁπλῶς νά ὑπενθυμίσω τόν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου:

«οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑαυτούς• ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν»,

καθώς ἐπίσης καί τούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἤτοι:

«Ἐπίσκοπον, ἤ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῶ μετά ἀπίστου;» (ΜΣΤ').
«Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, τόν κατά ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα, ἐάν ἄνωθεν βαπτίση, ἤ τόν μεμολυσμένον παρά τῶν ἀσεβῶν, ἐάν μή βαπτίση, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τόν σταυρόν, καί τόν τοῦ Κυρίου θάνατον, καί μή διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων» (ΜΖ').
«Εἰ τίς ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινός, καθαιρείσθω καί αὐτός, καί ὁ χειροτονήσας• εἰ μῆγε ἄρα συσταίη, ὅτι παρά αἱρετικῶν ἔχει τήν χειροτονίαν. Τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων βαπτισθέντας, ἤ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν» (ΞΗ').

Τό ὅτι ἡ Λατινική «Ἐκκλησία» δέν εἶναι σχισματική, ἀλλά αἱρετική καί ἑπομένως μέσα σέ αὐτήν δέν ὑπάρχουν μυστήρια, ἀποδεικνύεται ἀπό πολλά, ἀλλά κυρίως ἐδῶ θά ἤθελα νά σημειώσω τέσσερα ἐπιχειρήματα.

Πρῶτον. Οἱ Φράγκοι πού εἰσήγαγαν τό Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καταδικάσθηκαν ὡς αἱρετικοί ἀπό τήν Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἡ ὁποία γιά μᾶς θεωρεῖται ὡς Ἡ' Οἰκουμενική Σύνοδος. Σέ αὐτό συμφώνησαν καί οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ρωμαίου Ὀρθοδόξου Πάπα Ἰωάννου. Στόν ὄρο τῆς Συνόδου διαλαμβάνεται ὅτι ὅποιος ἀφαιρεῖ ἤ προσθέτει ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως «εἰ μέν τῶν ἱερωμένων εἴη τίς, παντελεῖ καθαιρέσει τοῦτον καθυποβάλλομεν, εἰ δέ τῶν λαϊκῶν, τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν». Καί ἀφοῦ ἀνέγνωσαν οἱ Πατέρες τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, εἶπαν: «εἰ τίς παρά τοῦτο τό ἱερόν τολμήσει ἕτερον ἀναγράψασθαι ἤ προσθεῖναι ἤ ὑφελεῖν, καί ὄρον ὀνομᾶσαι ἀποθρασυνθείη, κατακριτος καί πάσης χριστιανικῆς ὁμολογίας ἀπόβλητος, καί τελευταῖον ὁ τοῦτο τολμήσας ἀνάθεμα ἔστω». Τό ἴδιο ἀνάθεμα ἰσχύει καί γιά τούς Πάπες τῆς Ρώμης, ὅταν οἱ Φράγκοι τό 1009, κατέβαλαν τόν Παπικό θρόνο καί εἰσήγαγαν ἔκτοτε τό Filioque. Ἐπίσης, οἱ λατίνοι καταδικάσθηκαν ἀπό τίς Συνόδους ἐπί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς αἱρετικοί, ἐπειδή πιστεύουν ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό Φῶς τοῦ Θαβώρ εἶναι κτιστά.

Δεύτερον. Τοῦ λεγομένου Σχίσματος τοῦ 1054 προηγήθηκε διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα ἀπό τό 1009 καί τό 1014, ὅταν εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι τήν αἵρεση τοῦ Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἐπίσης, τό 1054 δέν ἔγινε σχίσμα μόνον γιά μερικούς τυπικούς λόγους καί γιά ἤθη καί ἔθιμα, ἀλλά καί γιά τήν προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τοῦ Filioque. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι στήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1054 γίνεται ἀναφορά στό Filioque πού εἰσήγαγαν οἱ Λατίνοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Στήν δέ ἀπάντηση τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας στήν ἐπιστολή τοῦ Μιχαήλ Κηρουλάριου γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιά τήν προσθήκη τοῦ Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. «Κακόν δέ, καί κακῶν κάκιστον, ἡ ἐν τῷ ἁγίω Συμβόλω προσθήκη, τό, Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον καί ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον...».  Ἑπομένως, ἡ διακοπή τῶν σχέσεων μέ τούς Λατίνους δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς σχίσμα, ἀλλά ὡς αἵρεση.

Τρίτον. Ὅλες οἱ προσπάθειες ἑνώσεως μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπισμοῦ δέν ἐτελεσφόρησαν, διότι δέν κατέληξαν σέ συμφωνία στό δογματικό θέμα περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ Λατίνοι δέν θέλησαν μέ κανέναν τρόπο νά ἀποβάλουν τήν δοξασία τους, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Αὐτό τό βλέπουμε στίς συζητήσεις κατά τήν Σύνοδο τῆς Λυῶνος 1274 καί τήν Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439). Ἐκτενεῖς ἀναφορές ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ κάνει ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμ. Σπυρίδων Μπιλάκης στό ἀποκαλυπτικό καί τεκμηριωμένο βιβλίο του «ἡ αἵρεσις τοῦ Filioque», Τόμος Α'. Ἅς σημειωθῆ ὅτι στό βιβλίο αὐτό βρίσκει κανείς ἐνδιαφέρουσες πλευρές τοῦ θέματος, ὅπως ἰδιαίτερα κεφάλαια μέ τίτλο «ἡ μεταξύ Λατίνων καί Φράγκων διαμάχη περί τό Filioque», «Διαμάχη Βυζαντινῶν καί Λατίνων περί Filioque πρό τοῦ σχίσματος», «Θωμάς Ἀκινάτος, ὁ Θεωρητικός του Filioque», «οἱ λατινόφρονες τοῦ Βυζαντίου συνήγοροι τοῦ Filioque», «ἀδύνατος ἡ ἕνωσις ὑπάρχοντος τοῦ Filioque».

Τέταρτον. Μετά τήν ἀποκοπή τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν συνοδικά κείμενα, στά ὁποῖα καταδικάζεται ἡ αἵρεση τοῦ Filiήqίή, καθώς ἐπίσης ἡ Λατινική «Ἐκκλησία» δέν θεωρεῖται Ἐκκλησία. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω τήν Ἐγκύκλιο τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1722 πρός τούς Ὀρθοδόξους Ἀντιοχεῖς.

Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον ὅποιος ἀποδέχεται τήν αἵρεση ἐκβάλλεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἀφοῦ μία εἶναι ἡ Κεφαλή της καί ἕνα εἶναι τό Σῶμα της, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Παπική «Ἐκκλησία» δέν εἶναι ἀληθινή Ἐκκλησία καί βεβαίως οἱ Λατίνοι δέν ἔχουν μυστήρια καί Ἱερωσύνη, ὁπότε ἰσχύουν ὅλα τα κελεύσματα τῶν ἱερῶν κανόνων. Γι’ αὐτό καί δέν κοινωνοῦμε τῶν «μυστηρίων» τους, γι’ αὐτό καί δέν συμπροσευχόμαστε μαζί τους.

Θεωρῶ ὅτι τό μεγαλύτερο πρόβλημα πού ὑπάρχει στήν ἐποχή μᾶς εἶναι τό ἐκκλησιολογικό, τό θέμα δηλαδή τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τί εἶναι αἵρεση καί τί εἶναι σχίσμα καί πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς καταστάσεις αὐτές. Γιά τόν λόγο αὐτό προτείνω στήν ἑπομένη Ἱεραρχία νά τεθῆ πρός συζήτηση ἕνα σοβαρό θέμα, τό σοβαρότερο πού ὑπάρχει αὐτήν τήν στιγμή, πού συνδέεται μέ τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι τό πρόβλημα τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ συγκρητισμοῦ. Δέν μποροῦμε νά συζητοῦμε μόνο κοινωνικά καί ποιμαντικά προβλήματα, καί νά παραθεωροῦμε τά θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν σωτηρία μας.

  • Προβολές: 2721