Γράφτηκε στις .

Παναγιώτη Ἀλ. Μελικίδη: Οἱ Διακόνισσες

Παναγιώτη Μελικίδη

Ἡ Βουλευτής κ. Α. Καραμάνου ἔθεσε τό ζήτημα χειροτονίας τῶν γυναικών, ἀγνοώντας τήν δυνατότητα μετοχῆς ἀνδρῶν καί γυναικών στήν πνευματική Ἱερωσύνη, καθώς καί τήν ὕπαρξη τῶν διακονισσῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἑνός θεσμοῦ πού ἀδρανεῖ στίς ἡμέρες μας καί μπορεῖ νά ἐπαναλειτουργήση μέ τήν προϋπόθεση ὅτι τό ἐπιβάλλουν οἱ λειτουργικές καί ποιμαντικές ἀνάγκες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Στό σημείωμα αὐτό θά ἀναφερθοῦμε στόν ἐκκλησιαστικό θεσμό τῶν διακονισσῶν.

Τήν πρώτη μαρτυρία τήν ἐντοπίζουμε στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὅπου μνημονεύεται ἡ Φοίβη, ἡ ὁποία ἦταν «διάκονος τῆς ἐκκλησίας ἐν Κεγχρεαῖς» καί «προστάτις πολλῶν ἐγενήθη» (Ρωμ. ἴς', 1-2). Τό 111 ἤ 112 μ.Χ ὁ Πλίνιος ὁ νεώτερος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Τραϊανό ἀναφέρει τήν ὕπαρξη διακόνων γυναικών στήν Βιθυνία. Γιά τό ἴδιο θέμα κάνουν λόγο ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, ὁ Ὠριγένης, ἡ διασωθεῖσα σέ συριακή μετάφραση «Διδασκαλία (τῶν Ἀποστόλων)» καί οἱ «Ἀποστολικές Διαταγές». Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων περιέχουν διατάξεις πού ἀφοροῦν τίς διακόνισσες. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ὁ ἰέ' κανόνας τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτει ὡς ὅριο χειροτονίας τό τεσσαρακοστό ἔτος. Ἀκόμη καί ἡ νομοθεσία τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων θίγει τό θέμα' ἡ 3η Ἰουστινιάνειος νεαρά ὁρίζει ὅτι στόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας πρέπει νά ὑπηρετοῦν 40 Διακόνισσες. Νά προσθέσουμε ἐπίσης στίς ἱστορικές πηγές καί τίς ἐπιτύμβιες ἐπιγραφές πού καλύπτουν ἕνα χρονικό φάσμα ἀπό τά τέλη τοῦ 2ου μέχρι τόν 6ο αἰώνα.

Στό σημεῖο αὐτό θά δοῦμε συνοπτικά τόν θεσμό τῶν διακονισσῶν ἀπό λειτουργική ἄποψη. Ἀπό τόν 6ο μέχρι τόν 8ο αἰώνα διαμορφώθηκε πανηγυρικότερη τάξη ἤ ἀκολουθία ἤ «εὐχή ἐπί χειροτονίαν διακονίσσης». Ἡ χειροτονία ἔχει ἀπόλυτη μορφολογική ὁμοιότητα μέ τήν χειροτονία τοῦ διακόνου. Ἐνῶ ὅμως κατευθείαν μετά τήν χειροτονία ἀνατίθεται στόν διάκονο ἡ ὑπηρεσία τοῦ θυσιαστηρίου, οἱ διακόνισσες δέν ἀναλαμβάνουν καμμία ὑπηρεσία πού νά σχετίζεται μέ τό θυσιαστήριο. Μερικά ἀπό τά καθήκοντά τους ἦταν ἡ φύλαξη τῶν εἰσόδων τοῦ Ναοῦ, ὥστε νά μήν εἰσέλθη ἄπιστος ἤ ἀμύητος, φρόντιζαν ἐπίσης τήν καθαριότητά του, ἔδιναν τό σύνθημα τῆς συμμετοχῆς τῶν γυναικών στό «ὑποψάλλειν», μετέδιδαν τήν θ. Εὐχαριστία κατ’ οἶκον στίς γυναῖκες σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις, ἀλλά ἡ σπουδαιότερη λειτουργική ὑπηρεσία ἦταν αὐτή τοῦ βαπτίσματος τῶν γυναικών. Ἐπειδή στήν ἀρχαία Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχε ὁ νηπιοβαπτισμός, ἡ παρουσία τούς ἦταν ἀναγκαία γιά τήν κόσμια τέλεση τοῦ μυστηρίου. Οἱ διακόνισσες βοηθοῦσαν στήν ἔνδυση καί ἔκδυση τῶν βαπτιζομένων καί διενεργοῦσαν τήν ἐπίχριση τοῦ σώματος διά τοῦ ἐφορκιστοῦ ἐλαίου καί τοῦ ἁγίου μύρου, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ Ἱερέας ἔχριε μόνο το μέτωπο. Εἶναι ἀναγκαῖο νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι οἱ διακόνισσες σέ καμμία περίπτωση δέν ἀναλάμβαναν πρεσβυτερικά καθήκοντα. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος τονίζει χαρακτηριστικά «ὅτι τό μέν διακονισσῶν τάγμα ἐστίν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀλλ’ οὐχί εἰς τό ἱερατεύειν».

Στήν Ἀνατολή διακόνισσες χειροτονοῦνταν μέχρι τό τέλος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά κατά τούς τελευταίους βυζαντινούς χρόνους φαίνεται ὅτι αὐτό συνέβαινε σπανιότερα ἐξαιτίας τῆς ἀποξένωσης τῶν διακονισσῶν ἀπό τήν ἐνοριακή ζωή καί τοῦ περιορισμοῦ τους στά μοναστήρια. Ἐπίσης, μετά τήν καθιέρωση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ἡ ὕπαρξή τους δέν ἦταν ἀναγκαία τόσο γιά τήν κατήχηση ὅσο καί γιά τήν τέλεση τοῦ βαπτίσματος.

Τό ἐάν πρέπει νά ἀναβιώση ἡ τάξη αὐτή τῶν διακονισσῶν, εἶναι θέμα πού θά μελετήση καί θά ἀποφασίση ἡ Ἐκκλησία, ἐξετάζοντας τίς νέες δυνατότητες.