Γράφτηκε στις .

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Τά Κάλαντα

Ναυπακτιακὰ Ἱστοριογραφήματα

Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Ὅσο πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ἀναδύεται ἀπό βαθειά ἕνας συναισθηματισμός, πού τόν ἄλλον καιρό φαίνεται νά ἔχη ἀφυδατωθῆ ἀπό τήν φιλαυτία τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἡ ὁποία προβάλλει καί ἐπιβάλλει ἀσφυκτικά τα αἰτήματα τῆς ἐπιβίωσης. Ὅπως καί νά κοιτάξη κανείς τήν καθημερινότητα, τῆς λείπει ἡ ζεστασιά καί ἡ ἀνθρωπιά της, ἡ ψυχή τῆς’ τῆς λείπει ἡ ψυχική καί πνευματική ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία καί σχέση, πού αὐτή μόνη δίδει ἀνθρώπινο νόημα στήν ὕπαρξή μας.

Ὅσο πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ξυπνᾶν μέσα μας ἔντονες οἱ παιδικές μας ἀναμνήσεις μέ τά βιώματά τους, πού μᾶς κάνουν καί πάλι παιδιά, ἕνα ἁγνό παιδί πού ἐπιβιώνει μέσα μας καί ζητάει νά μᾶς μιλήση μέ τήν ἁγνότητά του, νά τραγουδήση τόν καημό καί τή λαχτάρα του. Κι ὅσοι ἔτυχε νά διαβάσουν τά “Σκιαθίτικα” τοῦ Κοσμοκαλόγερου Παπαδιαμάντη, πού μέσα τους ἐπιβιώνουν βυζαντινά κοινοβιακά βιώματα, νιώθουν πιό ἔντονα τή γαλήνη, τή συγκίνηση καί τήν ὀμορφιά τῶν χριστουγεννιάτικων ἡμερῶν, πού προαναγγέλλουν τά Κάλαντα..

Αὐτή τήν περίοδο, τή χριστουγεννιάτικη, ἀνασαίνει κανείς βαθειά το λιβάνι τῆς περιγραφῆς του, πού εὐωδιάζει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, τό λυτρωτικό πνεῦμα τοῦ χριστανικοῦ κοινοτικοῦ βίου “..καί πρίν προφθάσασα πνεύση ἡ παγερή πνοή τῆς φιλαυτίας, οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι λαβόντες εἰς χείρας ἕναν δαυλό ἐξῆλθον.....γιά νά βοηθήσουν τούς κινδυνεύοντας συνανθρώπους τους κι ὕστερα ὅλοι μαζί ν’ ἀνέβουν στό “Χριστό στό Κάστρο” καί ἀπηλλαγμένοι ἀπό τόν φόβον καί ἔμπλεοι ἀπό τήν ἀγαλλίασιν τῆς χριστουγεννιάτικης νύχτας νά ψάλλουν τό “Χριστός γεννᾶται δοξάσατε..”

Ἄσματα μέ θρησκευτικό περιεχόμενο σήμερα τά Κάλαντα ἔχουν φαίνεται τή ρίζα τους στίς γιορτές τῶν Καλενδῶν, ὅπως λέγουν, τίς ρωμαϊκές δηλαδή γιορτές τίς πρῶτες ἡμέρες κάθε μήνα. Τέτοιες γιορτές δέν εἶχαν οἱ Ἕλληνες’ ἔχει ἐπιβιώσει μόνο ἡ παροιμιακή φράση “εἰς τά ἑλληνικᾶς καλένδας”, γιά τίς ἀνεκπλήρωτες ὑποσχέσεις. Ἀκόμη, ὅπως προκύπτει ἀπό τή “Σουΐδα” -λεξικό ὀνομάτων καί πραγμάτων ἀγνώστου συγγραφέα- στήν ἐποχή ἀκόμη τοῦ Ὁμήρου ὑπῆρχε κάποια συναφής ἐκδήλωση, καθώς ὁ ποιητής εὑρισκόμενος στήν Σάμο γύριζε μέ ὅμιλο νέων ἀπό σπίτι σέ σπίτι τῶν ἐπιφανῶν του νησιοῦ τραγουδώντας τήν “Εἰρεσιώνη”, ἕναν κλάδο ἐλιᾶς ἤ δάφνης στολισμένο μέ καρπούς, πού τούς εἶχαν δέσει μέ μάλλινο σχοινί.

Τά Κάλαντα ὡς ἐκδήλωση τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι γνωστά ἀπό τοῦ πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ὅπως αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει ὁ πολύς Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος. Μόλιστα ὁ βυζαντινός λόγιος καί ποιητής Ἰωάννης Τζίτζης, πού ἔζησε κατά τόν 12ο αἰώνα μ.Χ., μᾶς ἔχει παραδώσει τό ἔθιμο τῶν Καλάντων μέ τήν ἀκόλουθη στροφή του:

Ὀπόσοι περιτρέχουσι χώρας καί προσαιτούσι
καί ὅσοι κατ’ ἀρχιμηνον τοῦ Ἰανουαρίου
καί τή Χριστοῦ γεννήσει δέ καί Φώτων τήν ἡμέραν,
ὅσοι περιτρέχουσιν τάς θύρας προσαιτοῦντες
μετά ὠδῶν ἤ ἐπωδῶν ἤ λόγοις ἐγκωμίων.

κριτικάροντας προφανῶς μέ σκωπτικό πνεῦμα τό ἔθιμο τῶν Καλάντων.

Νέοι τότε, στή δεύτερη πρός τρίτη δεκαετία τοῦ αἰώνα πού πέρασε, ζούσαμε ἔντονα τήν μυσταγωγία τῶν πρωϊνῶν Λειτουργιῶν τοῦ Σαραντάημερου, πού μᾶς προπαρασκεύαζε γιά τήν μεγάλη ἑορτή, πού ἀκολουθεῖ. Τά παιδιά τῆς κάθε γειτονιᾶς ἑτοίμαζαν ὅ,τι ἦταν ἀναγκαῖο γιά τά Κάλαντα τῶν Χριστουγέννων, τῆς Πρωτοχρονιᾶς καί τῶν Φώτων, ἕνα ντέφι ἤ ἕνα-δύο τρίγωνα, φροντίζοντας ἰδιαίτερα στήν πρώτη περίπτωση γιά μαλακό δέρμα καί καλοκομμένα ζίλια, πού ὁ ἦχος τούς συνόδευε τίς φωνές καί τήν ὑπόκωφη ἀνταπόδοση τοῦ ντεφιοῦ. Πολλές φορές, πού τό ἀπόγευμα δέν εἴχαμε Σχολεῖο, συγκεντρωνόμαστε καί κάναμε τίς ἀναγκαῖες πρόβες, γιά νά εἴμαστε συντονισμένοι στό τραγούδι ἀποφεύγοντας τίς παραφωνίες.

Σάν ἔφθανε ἡ παραμονή τῶν μεγάλων αὐτῶν ἑορτῶν, γύρω στίς τρεῖς τή νύχτα ξεπορτίζαμε. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶχαν φῶτα οἱ φοῦρνοι, γιά νά ἑτοιμάσουν τό ψωμί τῆς ἑορταστικῆς ἡμέρας, ὅπως καί τά καφενεῖα γιά τόν πρωϊνό καφέ τῶν ναυτικῶν καί τῶν μεροκαματιάρηδων. Ἀπό ἐκεῖ ἄρχιζε ἡ ἐξόρμηση καί ἦταν προσοδοφόρα, γιατί οἱ θαμῶνες ἤσαν πολλοί καί ὅλοι ἔσπευδαν νά μᾶς δώσουν χρήματα. Γι’ αὐτό καί ἐπισημαίναμε ἀπό πρίν τίς κινήσεις μας, ὥστε νά δώσουμε σέ ὅλα το “παρών”. Γύρω στίς τέσσερις φώτιζαν τά παράθυρα τῶν σπιτιῶν. Οἱ νοικοκυρές μέ τό φακιόλι στό κεφάλι καί πεντακάθαρα χέρια ἄρχιζαν τό ζύμωμα τοῦ Χριστόψωμου ἤ τοῦ Βασιλοψωμου, πού ἀργότερα τό ἕψηναν οἱ φοῦρνοι. Δέν ὑπῆρχαν ἠλεκτρικοί φοῦρνοι τότε στά σπίτια οὔτε καί οἱ ἄλλες διευκολύνσεις τῆς νοικοκυρᾶς μέ τό ἠλεκτρικό ρεῦμα.

Τά Κάλαντα στό σπίτι ἦταν πραγματική ἱεροτελεστία. Σηκώνονταν ὅλοι στό πόδι ὄχι μόνο γιά ν’ ἀκούσουν ἀλλά καί γιά νά συμμετάσχουν ψάλλοντας καί αὐτοί.. Τό “honorarium” -ἡ τιμητική μας ἀμοιβή- δέν ἦταν μόνο σέ χρῆμα, ἀλλά τή συνόδευε καί κάποιο γλύκισμα, καρύδια ἤ σταφίδες. Ὄρθιοι ἐμεῖς χτυπώντας τό τρίγωνο ἤ τό ντέφι καί κουνώντας τά ζίλια του, ἀρχίζαμε ἀνάλογα μέ τή γιορτή.

-Καλήν ἡμέραν ἄρχοντες ἄν εἶναι ὁρισμός σας
Χριστοῦ τήν θεία γέννησιν νά πῶ στ’ ἀρχοντικό σας...
-Ἀρχιμηνιά κι Ἀρχιχρονιά κι ἀρχή ὁ καλός ὁ χρόνος
κι ἀρχή πού βγῆκεν ὁ Χριστός στή γῆ νά περπατήση...
-Σήμερα ’ ν’ τά Φῶτα κι ὁ φωτισμός
καί χαρά μεγάλη τ’ Ἀφέντη μας...

ποὺ καθένα ἀναφέρεται στή γιορτή τῆς ἡμέρας, πού ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, σέ εὐχές γιά τό σπίτι καί τήν οἰκογένεια...

Μερικές συντροφιές, ὅταν συναντοῦσαν ἀπροθυμία “-μᾶς τά εἶπαν ἄλλοι”, ἤ σχετική τσιγγουνιά στό φιλοδώρημα, συνέχιζαν ἔξω ἀπό τήν πόρτα:

Βάλε τ’ ἀφέντη, βάλε τό τό χέρι σου στήν τσέπη,
κι ἄν εὕρης γρόσα δός μάς τα, φλουριά μήν τά λυπᾶσαι...

Ὅπου καί νά πήγαινες, ὅπου κι ἄν στεκόσουν ἔβλεπες παιδικές συντροφιές πού τριγυρνοῦσαν στήν πόλη κι ἄκουγες τίς φωνές τους πού ἔψελναν τό μεγάλο μήνυμα τῆς ἀνθρωπιᾶς καί τῆς ἀγάπης - τό μεγάλο αὐτό μήνυμα πού ἐπιστέφει τόν ἐξανθρωπισμό τῆς κοινωνίας- καί εἶναι τόσο παρήγορο κι ἐλπιδοφόρο νά τό διαλαλοῦν οἱ ἁγνές παιδικές φωνές.

Ἡ καλαντιανή ἐξόρμηση κρατοῦσε σχεδόν μέχρι τό μεσημέρι πού κάναμε τό λογαριασμό καί μοιράζαμε τά ἔσοδα σέ ἴσα μέρη γιά τόν καθένα. Ἀλλά ὅμως κάποιες φορές -καί αὐτό γινόταν-, ὅταν ἔπρεπε νά ἀγοράσουμε τή μπάλλα γιά τήν ὁμάδα μας, δέν γινόταν καμιά διανομή, συγκεντρώναμε τά χρήματα ἀπό ὅλες τίς γιορτές, γιά ν’ ἀγοράσουμε ἀπό τό κατάστημα τοῦ Ταξιάρχη Χολέβα τή δερμάτινη μπάλλα τῆς ὁμάδας τῆς γειτονιᾶς μας. Κάποιες φορές τό Σχολεῖο μᾶς δημιουργοῦσε μιά πολυπληθῆ ὁμάδα ἀπό τούς μεγαλύτερους μαθητές γιά τά Κάλαντα καί διέθεταν τά ἔσοδα γιά κάποιο κοινωφελῆ σκοπό. Ἀπό τίς καλαντιανές ἐξορμήσεις δέν ἔλειπαν καί οἱ Πατρινοί. Κάποια συντροφιά μέ πνευστά ὄργανα ἔφθανε στήν πόλη μας, διέσχιζε τόν κεντρικό δρόμο παίζοντας τά Κάλαντα. Κι ἐμεῖς, μικρά παιδιά, τούς παίρναμε ἀπό κοντά καί καμαρώναμε τά μεγάλα πνευστά ὄργανα, πού τότε ἦταν ἄγνωστα στήν πόλη μας.

Αὐτές τίς ἡμέρες ζῶ ἔντονά τα παιδικά μου χρόνια καί τήν ἐνθύμηση τῶν παιδικῶν μου φίλων, ἰδιαίτερα τίς ἐξορμήσεις μας γιά τά Κάλαντα. Εἶχα ἕναν φίλο, γειτονόπουλο κι αὐτός, πού ἔφυγε νωρίς...Ἅς μου τό ἐπιτρέψη ἡ ἐφημερίδα καί ὁ ἀναγνώστης νά τελειώσω μέ λίγους στίχους ἀπό τό ποίημα τά “Κάλαντα”, πού τοῦ ἔχω ἀφιερώσει

Χριστούγεννα, παραμονή. Γυρνῶ σέ ἄλλη ἐποχή,
καθώς ἀκούω κάποιο παιδί τά Κάλαντα νά λέη.
Μοῦ λείπεις, Φίλε! Κι ἡ ψυχή τῶν περασμένων ξαναζῆ,
μέσα μου σιγοκλαίει.....