Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὀρθοδοξία καί Πουριτανισμός στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη καί τοῦ Καζαντζάκη (Β')

Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο:

Ὀρθοδοξία καί Πουριτανισμός στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη καί τοῦ Καζαντζάκη (Α')

3. “Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται” καί ἡ “ἐξοχική λαμπρή”

Ὕστερα ἀπό ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως θά προχωρήσω νά ἐντοπίσω τά δύο κεντρικά σημεῖα τῆς διαφορᾶς μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Πουριτανισμοῦ στούς δύο αὐτούς συγγραφεῖς, δηλαδή στόν Καζαντζάκη καί τόν Παπαδιαμάντη, καί μάλιστα στά δύο συγκεκριμένα ἔργα τούς “ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται” καί “ἡ ἐξοχική λαμπρή”. Θά μποροῦσα νά ἐπεκτείνω τό θέμα σέ ἄλλα σημαντικά κείμενά τους, ἀλλά χάριν οἰκονομίας χρόνου θά περιορισθῶ σέ αὐτά.

Κατ’ ἀρχάς ὁ τίτλος τῶν δύο διηγημάτων προσδιορίζει τήν διαφορά.

Ὁ Καζαντζάκης ἀρχίζει τό ἔργο του μέ ἀναφορά στήν ἀναπαράσταση τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καί συνεχίζει νά περιγράφη τόν σταυρό πού σήκωνε ὁ λαός τῆς συγκεκριμένης ἐκείνης ἐποχῆς πού πεινοῦσε, σέ σχέση μέ τήν ἄρχουσα τάξη τῆς ἐποχῆς τους. Ὁ σταυρός εἶναι τό κεντρικό σημεῖο τῆς διδασκαλίας του καί τόν βλέπει χωρίς τήν ἀνάσταση. Αὐτό τό βλέπουμε καί στό βιβλίο τοῦ “ὁ φτωχούλης του Θεού”, ὅπου παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης, ἐκφραστῆς τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, νά ἀνέρχεται στόν ὑψηλότερο βαθμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅταν “ὁ φτερωτός Σταυρωμένος” τόν ἄγγιξε σάν μιά ἀστραπή. Ὁ Φραγκίσκος φώναζε: “Ἀκόμα! Ἀκόμα! Θέλω ἀκόμα! Κι ἡ θεία φωνή ἀπό πάνω του: Μή ζητᾶς παραπέρα’ ἐδῶ σταματάει ὁ ἀνήφορος τοῦ ἀνθρώπου, στήν Σταύρωση”. Καί ὅταν ὁ Φραγκίσκος κραύγαζε ἀπελπισμένα: “Θέλω παραπέρα, τήν Ἀνασταση”, ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀποκρινόταν: “Ἀγαπημένε Φραγκίσκο, ἄνοιξε τά μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ἀνάσταση εἶναι ἔνα”. Καί ὅταν ἔφυγε ὁ φτερωτός σταυρωμένος Χριστός, τότε ἔτρεχε τό αἷμα ἀπό τά πόδια καί τά χέρια τοῦ Φραγκίσκου, “καί στό πλευρό τοῦ ἔτρεχε μιά ἀνοικτή φαρδιά πληγή, θαρρεῖς καμωμένη ἀπό λόγχη”.

Ἀντίθετα ὁ Παπαδιαμάντης στό διήγημά του “ἐξοχική λαμπρή” περιγράφει τήν ὀρθόδοξη ἀτμόσφαιρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως, πού ἔγινε κατά τρόπον παραδοσιακό, στά Καλύβια. Ἔψαλαν τόν Κανόνα στήν Ἐκκλησία καί ὕστερα “ἤναψαν τάς λαμπάδας κ’ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τό ὕπαιθρον ν’ ἀκούσωσι τήν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καί κατανυκτικήν Ἀνάστασιν ἐν μέσω τῶν ἀνθούντων δένδρων, <τῶν> ὑπό ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων, καί τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιάς”. Οἱ χωρικοί κοινώνησαν καί στήν συνέχεια “περί τήν μεσημβρίαν, μετά τήν Β' Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοί το ἔστρωσαν ὑπό τάς πλατάνους παρά τήν δροσερᾶν πηγήν”. Ἔφαγαν καί ἤπιαν. “Είτα ἤρχισαν τά ἄσματα. Ἐν πρώτοις τό Χριστός ἀνέστη, ὕστερόν τα θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιός θελήσας νά ψάλη καί αὐτός τό Χριστός ἀνέστη, τό ἐγύριζε πότε εἰς τόν ἀμανέ καί πότε εἰς τό κλέφτικο”. Ὁ μπάρμπα-Κίτσος ἔψαλε τό Χριστός ἀνέστη, ἀλλά παρά τήν ἰδιορρυθμία τῆς ψαλμωδίας “οὐδείς πότε ἔψαλεν ἱερόν ἄσμα μετά πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καί ἐνθουσιασμού”. Καί “περί τήν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορός κλέφτικος”.

Δηλαδή, ἐνῶ ὁ Καζαντζάκης περιγράφει μιά πνευματική ζωή γεμάτη ἀγωνία καί σταύρωση, πληγές καί αἵματα, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείμενά του, ἤτοι στήν ἀσκητική του, ἐν τούτοις ὁ Παπαδιαμάντης ἐπιμένει στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού τήν πανηγυρίζει ὁλόκληρη ἡ φύση, ἀλλά καί τό χαίρονται οἱ ἄνθρωποι μέ ἱλαρότητα, φυσικότητα καί πολύ ὀμορφιά.

Στά κείμενα αὐτῶν τῶν δύο μεγάλων λογοτεχνῶν μᾶς παρουσιάζεται καί τό δεύτερο σημεῖο πού ἀνέφερα πιό πάνω. Συγκεκριμένα ὁ Καζαντζάκης χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ καλούς καί κακούς, μέ βάση τήν πουριτανική ἠθική, πού στηρίζεται στόν ἀπόλυτο προορισμό καί τόν εὐσεβιστικό ἀνθρωπισμό, ἐνῶ ὁ Παπαδιαμάντης ἀγκαλιάζει ὅλους τους ἀνθρώπους μέ στοργή καί ἀγάπη. Δέν ἀμνηστεύει τά ἐλαττώματά τους, ἀλλά τά βλέπει μέσα σέ ὅλη τήν προοπτική της προσωπικότητός τους, καθώς ἐπίσης τά ἀφήνει στήν Πρόνοια, τό ἔλεος καί τήν κρίση τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἀποσπᾶ ἀνθρωποκεντρικά καί αὐτάρεσκα τήν κρίση ἀπό τόν Χριστό.

Ἐπίσης, καί στά δύο αὐτά κείμενα παρουσιάζονται καί ἑρμηνεύονται διάφορες ἐνέργειες δύο ζευγῶν Ἱερέων. Στόν Καζαντζάκη περιγράφεται ὁ πάπα-Φώτης καί ὁ πάπα-Γρηγόρης, στόν δέ Παπαδιαμάντη ὁ πάπα-Κυριακός καί ὁ πάπα-Θοδωρής. Ὁ Καζαντζάκης εἶναι ἀπόλυτος καί τούς ἑρμηνεύει μέσα στό σχῆμα ὁ καλός καί ὁ κακός. Ὁ Παπαδιαμάντης δέν θέτει τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τά ἐλαττώματα, ἀλλά τελικά τονίζει τήν μετάνοια καί τό ὀρθόδοξο ἦθος.

Στόν Καζαντζάκη ὁ πάπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται “φαταούλας”, “τραγογένης”, “θεομπαίχτης”, “ψεύτης”, εἶναι παπάς “μέ τήν γεμάτη κοιλιά... μέ τά διπλά προγούλια”. Γράφει ἔντονα ἀπαξιωτικά καί καταδικαστικά γιά τόν πάπα-Γρηγόρη. Τό ἴδιο πνεῦμα παρατηρεῖται καί στούς ἄλλους χωριανούς, ὅπως τόν γερό-Πατριαρχέα, τόν Χατζή-Νικολή, τόν γερό-Λαδά, τήν Κατερίνα, τήν χήρα κλπ. Ἀντίθετα ὁ πάπα-Φώτης, γιά τόν Καζαντζάκη, ἦταν ὁ καλός παπάς, πού δέν ἔχει κανένα ψεγάδι ἐπάνω του καί ἀγωνίζεται γιά τό ποίμνιό του, πού πεινοῦσε. “Μπροστάρης πήγαινε ἕνας παπάς ἡλιομαυρισμένος, ἀδύναμος, μέ μεγάλα μαῦρα μάτια πού πετοῦσαν φωτιές κάτω ἀπό τ’ ἄγρια φρύδια, μέ ἀριά γκρίζα γένια σφηνωτά. Ἕσφιγγε στήν ἀγκαλιά τοῦ ἕνα βαρύ Εὐαγγέλιο ἀσημοδεμένο καί φοροῦσε τό πετραχήλι τού”. Εἶναι σαφής ἡ διαλεκτική ἀντίθεση μεταξύ καθαρῶν καί μή καθαρῶν ἱερέων. Πρόκειται γιά ἕναν καθαρό πουριτανισμό καί εὐσεβισμό.

Στόν Παπαδιαμάντη ὅμως δέν παρατηροῦνται τέτοιες διαλεκτικές ἀντιθέσεις. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοί καί ὅλοι ἔχουν στοιχεῖα καί σημεῖα βδελυκτά ἐνώπιόν του Θεοῦ καί ἀναζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται στήν “ἐξοχική λαμπρή”, στίς ἀντιδράσεις μεταξύ του πάπα-Κυριακοῦ καί τοῦ πάπα-Θοδωρῆ, ἰδιαιτέρως στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντέδρασε ὁ πάπα-Κυριακός στήν ἐσφαλμένη εἴδηση τοῦ υἱοῦ τοῦ Ζάχου. Κάνοντας ὁ πάπα-Κυριακός τήν Ἀνάσταση στά Καλύβια, ἔμαθε ἀπό τόν γυιό του ὅτι ὁ πάπα-Θοδωρής τοῦ ἔκλεβε τίς λειτουργιές, πού λειτουργοῦσε στόν κεντρικό Ναό, ἐνῶ, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀργότερα, δέν ἔκανε κάτι τέτοιο. Ἀναστατώνεται ὁ πάπα-Κυριακός, ὁ ὁποῖος, γνήσιος ἐκπρόσωπος τοῦ ἑλληνικοῦ Κλήρου, “πλήν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατά πάντα ἄμεπτος”. Ὁ πάπα-Κυριακός φαινόταν ὡς πλεονέκτης, γιατί ἤθελε νά μεγαλώση τά παιδιά του, λίγο δύσπιστος ἀλλά “ἀνοικτόκαρδος”. Μέ τήν πληροφορία πού τοῦ μετέφερε ὁ υἱός τοῦ ἀγανάκτησε, δέν συγκρατήθηκε, ἁμάρτησε, ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιά νά πάη ἐκείνη τήν ὥρα νά συλλάβη ἐπ’ αὐτοφόρω τόν συνεφημέριό του, ἀλλά στόν δρόμο, στόν νερόμυλο, αἰσθάνθηκε τήν πτώση του καί “ποιήσας τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ -ἥμαρτον, Κύριε, εἶπεν, ἥμαρτον, μή μέ συνερισθής”. Καί στήν συνέχεια: “ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τήν παρειάν του. –Ώ, Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σύ παρεδόθης διά τάς ἁμαρτίας μας, καί ἠμεῖς σέ σταυρώνομεν κάθε μέρα”. Ἐπέστρεψε καί ἔτσι τελείωσε τήν θεία Λειτουργία, ὅμως “αὐτός δέν ἐκοινώνησε, ἐπιφυλαττόμενος νά τό εἴπη εἰς τόν πνευματικόν, καί πρόθυμος νά δεχθῆ τόν κανόνα”.

Στόν Παπαδιαμάντη δέν παρατηρεῖ κανείς οὔτε ἴχνος πουριτανισμοῦ καί εὐσεβισμοῦ, δέν χωρίζει τούς Κληρικούς σέ καλούς καί κακούς, δέν κρίνει τόν πάπα-Κυριακό, ἀλλά καί αὐτήν τήν πτώση τοῦ τήν ἀντιμετωπίζει μέ συμπάθεια καί τήν ἐντάσσει στό κλίμα τῆς μετανοίας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκφράζει τήν ἄποψη ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ ἐλέους καί τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ Θεός εἶναι καθαρός καί μέ τήν ἀπόλυτη σημασία τῆς λέξεως ἅγιος. “Είς μόνος ἅγιος, εἷς μόνος Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός”. Αὐτό τό βλέπουμε σέ πολλά κείμενά του, ἰδίως στό “Ἔρωτας στά χιόνια” καί “Χωρίς στεφάνι”.

Ὁ Παπαδιαμάντης καί ὁ Καζαντζάκης εἶναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καί διατυπώνουν στά κείμενά τους ἐκφράσεις τῆς κοινωνίας μας. Ὅμως διαφορετική εἶναι ἡ προοπτική μέσα ἀπό τήν ὁποία παρατηροῦν τήν κοινωνία μας, καί βεβαίως ἐκφράζουν δύο ἑρμηνευτικές παραδόσεις. Αὐτό φαίνεται σέ ὅλο το ἔργο τους. Ὁ Καζαντζάκης ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν θρησκευτικότητα πού παρατηρεῖται στήν Δύση, εἴτε μέ τήν μορφή τοῦ Παπισμοῦ, εἴτε μέ τήν μορφή τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐνῶ ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ, τούς φιλοκαλικούς Πατέρες καί τό Ἅγιον Ὅρος, τό πνεῦμα καί τήν ζωή τῆς Ρωμηοσύνης.

Προσωπικά μέ ἱκανοποιεῖ ἀφάνταστα ὁ Παπαδιαμάντης, γιατί βλέπει τόν κόσμο μέ φιλανθρωπία, ἀρχοντική ἀγάπη, τρυφερότητα καί εὐαισθησία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη αὐτομεμψία καί νομίζω ὅτι ἄν ἔβαζαν τόν Παπαδιαμάντη νά κρίνη τόν Καζαντζάκη, θά τόν ἄφηνε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δείχνει τήν πνευματική ἀρχοντιά τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.-