Γράφτηκε στις .

Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινᾶ: Ἀπὸ τὴν γλῶσσα στὸ πνεῦμα τῆς Παραδόσεώς μας

Χριστίνας Καρανικόλα-Σχοινᾶ, φιλολόγου

Πρὶν τρία χρόνια ξεκίνησε ἀπὸ τὸ τμῆμα Νεότητος τῆς Ἐνορίας Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου μία προσπάθεια διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν γιὰ τοὺς μαθητὲς τῆς Στ´ Δημοτικοῦ, μέσα ἀπὸ ὕμνους καὶ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Κίνητρο γιὰ τὴν προσπάθεια αὐτὴ ἦταν ἡ ἐπιθυμία νὰ ἔρθουν τὰ παιδιὰ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ γλῶσσα τῶν λειτουργικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀφορμὴ οἱ δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ μαθητὲς τῆς Ἂ´ Γυμνασίου, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ἔτσι, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου μας, ξεκίνησε ἡ προσπάθεια αὐτή. Ἡ σχετικὴ ἐνημερωτικὴ ἐπιστολὴ ποὺ στάλθηκε στοὺς γονεῖς προκάλεσε τὸ ἐνδιαφέρον γονιῶν καὶ μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίθηκαν ἀρκετὰ τὴν πρώτη χρονιά, πιὸ πολὺ τὴ δεύτερη καὶ πολὺ περισσότερο τὴν τρίτη (φετινὴ) χρονιά.

Ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ μιλᾶμε μιὰ γλῶσσα μὲ τὴ μεγαλύτερη ἱστορία ἀπὸ ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Οἱ ρίζες της βρίσκονται πολὺ βαθιὰ στὸ παρελθόν, ἀφοῦ μιλιέται ἀδιάκοπα σ' αὐτὸν τὸν τόπο ἐδῶ καὶ τέσσερις χιλιάδες χρόνια καὶ γράφεται ἐδῶ καὶ τρισήμισυ χιλιάδες χρόνια. Μέσα στὴ μακραίωνη πορεία της πέρασε ἀπὸ διάφορα στάδια ἐξέλιξης, δίνοντας καὶ παίρνοντας στοιχεῖα ἀπὸ κάθε ἐποχή, προσαρμοζόμενη κάθε φορὰ σὲ τόπους, χρόνους καὶ καταστάσεις, χωρὶς νὰ χαθῇ ἡ συνοχή της. Εἶναι ἡ ἴδια γλῶσσα ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος, ὁ Σωκράτης, ποὺ ἔγραψαν οἱ Εὐαγγελιστές, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σεφέρης καὶ ποὺ μιλᾶμε καὶ γράφουμε κι ἐμεῖς σήμερα.

Αὐτὴν τὴ γλῶσσα ἔχουμε χρέος νὰ τὴν μαθαίνουμε, νὰ τὴν χρησιμοποιοῦμε καὶ νὰ τὴν διδάσκουμε μὲ ἀγάπη στὰ παιδιά μας. Ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, ἔστω καὶ μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, προσφέρει στὰ παιδιὰ μιὰ ἱκανοποιητική – γιὰ τὴν ἡλικία τους– προσέγγιση τοῦ γλωσσικοῦ μας πλούτου. Εἶναι ἕνας προϊδεασμός, μιὰ πρώτη γνωριμία, μιὰ μικρὴ ἐμπειρία γιὰ τὰ παιδιά της Στ´ Δημοτικοῦ, ποὺ τὰ βοηθᾶ νὰ πᾶνε στὸ Γυμνάσιο ἐνημερωμένα.

Τὰ μαθήματα γίνονται κάθε Σάββατο ἀπόγευμα, στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, σὲ χῶρο ποὺ ἔχει διαμορφωθῇ γι' αὐτὸν τὸ σκοπό. Μοιάζει σὰν ἕνα μεγάλο φροντιστήριο, ἀφοῦ 20-25 παιδιὰ κάθε φορὰ συγκεντρώνονται ἐκεῖ, γιὰ νὰ μυηθοῦν στὶς ρίζες τῆς γλώσσας μας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ περυσινοὶ μαθητές, ποὺ φέτος φοιτοῦν στὴν Ἂ´ Γυμνασίου, ἐκφράζουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὴ βοήθεια ποὺ εἶχαν, ἐνῷ ἄλλοι, ποὺ διέκοψαν μᾶς λένε πόσο μετάνοιωσαν.

Τὰ κείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας ποὺ χρησιμοποιοῦνται, εἶναι τὰ πιὸ κατάλληλα, γιατί εἶναι γνωστά, εὔκολα, προσιτὰ καὶ κυρίως ζωντανὰ ὡς ἀκούσματα στὴν ἐκκλησιαστική, οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνικὴ ζωή. Εἶναι ἄλλωστε πολὺ συνηθισμένες στὸν καθημερινὸ λόγο πάμπολλες ἐκφράσεις, παρμένες ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα. Ὅλοι λέμε ἢ ἀκοῦμε φράσεις, ὅπως "ἀγρὸν ἠγόραζε" γιὰ τὸν ἀδιάφορο, "νίπτει τὰς χεῖρας του" γιὰ τὸν ἀνεύθυνο, "ὡς μάννα ἐξ ουρανοῦ" γιὰ τὴν ἀπροσδόκητη εὐεργεσία, "σὺ εἶπας", "ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις" καὶ πάρα πολλὲς ἀκόμη ἐκφράσεις εὔχρηστες, ὁλοζώντανες, ποὺ διατυπώνουν μὲ δύναμη συγκεκριμένα νοήματα τῆς καθημερινότητας. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὑπάρχει μεγάλη διείσδυση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας, ἔστω καὶ "ἀποπνευματικοποιημένης" στὴν καθομιλουμένη καὶ τὰ παιδιὰ εἶναι ἐξοικειωμένα μ' αὐτὲς καὶ ἐνθουσιάζονται, ὅταν τὶς συναντοῦν στὰ κείμενα.

Ἡ ἐπιλογὴ τῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα δίνονται φωτοτυπημένα στὰ παιδιά, παρακολουθεῖ τὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ συμβαδίζη μὲ τὴ συναισθηματικὴ πραγματικότητα τῶν παιδιῶν καὶ γενικότερα τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικαιρότητα. Ἔτσι τὸ Δεκέμβριο ἐργάζονται πάνω σὲ χριστουγεννιάτικους ὕμνους, παραμονὲς μεγάλων ἑορτῶν δίνονται τὰ σχετικὰ ἀπολυτίκια, ἀργότερα κομμάτια ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο κ.ο.κ. Δίνονται ἀκόμη στὰ παιδιὰ κάποια βασικὰ στοιχεῖα γραμματικῆς καὶ συντακτικοῦ καὶ βέβαια μαθαίνουν ἀρκετὲς λέξεις τῆς ἀρχαίας, πάντα σὲ σχέση μὲ τὶς ὁμόρριζές τους, ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα. Ἔτσι μαθαίνουν εὔκολα τὸ "ὀράω-ὧ" γιατί γνωρίζουν τὴν ὅραση, τὰ "ὦτα" γιατί ξέρουν τὴν ὠτίτιδα, τὸ "λανθάνω" γιατί ξέρουν τὸ λάθος, τὸ "ἕρπω" γιατί ξέρουν τὸ ἑρπετὸ κ.τ.λ.

Παράλληλα μὲ τὸ γλωσσικὸ μέρος τοῦ μαθήματος βέβαια περνᾶ στὸ παιδὶ καὶ τὸ νόημα τοῦ κειμένου, τὸ ὁποῖο ἐκφράζει στὴν αὐθεντικότητά της τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀνόθευτη τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Πατέρων. Ἔτσι, ἐντελῶς ἀβίαστα, τὸ παιδὶ κατηχεῖται στὶς λεπτομέρειες τῆς πίστεώς μας. Ἀναλύοντας π.χ. τὸ "Ἄξιὸν ἐστιν ὡς ἀληθῶς" διαμορφώνει στὴν ψυχή του τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ συνειδητοποιεῖ τὴ θέση ποὺ ἔχει στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ἔχη μπροστά του τὰ εἰρηνικὰ ἢ τὰ πληρωτικὰ τῆς Θ. Λειτουργίας, διαπιστώνει τὸ εὗρος τῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλες τὶς ἀνάγκες του καὶ ταυτόχρονα παίρνει τὸ μήνυμα ὅτι ὅλα πρέπει νὰ τὰ ἀναθέτη στὸ Θεό. Ὅταν ἔχη μπροστά του τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, βλέπει τὸ βάθος τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ταπείνωσης, ποὺ εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ. Ἔτσι τὸ παιδὶ γνωρίζει καὶ ἐξοικειώνεται μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ βοηθιέται νὰ διαμορφώση ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ποὺ τόσο λείπει ἀπὸ τὴν ἐποχή μας.

Ἐκεῖνο, ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ ὑπογραμμίσω ὡς καταστάλαγμα τῆς μικρῆς πείρας ποὺ ἀπέκτησα ἀπὸ τὴν τριετῆ ἐνασχόλησή μου μὲ τὸ θέμα αὐτό – τῆς διδασκαλίας στοὺς μικροὺς μαθητὲς τῆς γλώσσας τῆς παραδόσεώς μας– εἶναι ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ζωντανό, ἐπαναλαμβανόμενο ἄκουσμα στὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, "δουλεύει" μέσα στὴν παιδικὴ ψυχὴ καὶ διαμορφώνει γλωσσικὸ αἰσθητήριο. Καὶ αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ στὰ παιδιά, ποὺ οἱ γονεῖς τους τὰ ὁδηγοῦσαν ἀπὸ μικρὰ στὸ Ναό. Κατανοοῦν πιὸ εὔκολα τὰ κείμενα ἀκόμη κι ἂν ὑπάρχουν ἄγνωστες λέξεις. Ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ ξεπερνοῦν λεπτομερειακὰ προβλήματα καὶ δείχνουν νὰ κατέχουν τὴ γλῶσσα σὲ μεγαλύτερο βάθος. Διαθέτουν καλλιεργημένο γλωσσικὸ ἔνστικτο, τὸ ὁποῖο φυσικὰ τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὶς βασικὲς δογματικὲς ἀλήθειες, ποὺ ἔχουν ἐμπεδωθεῖ στὴν ψυχή τους ἀπὸ τὸν συχνὸ ἐκκλησιασμό τους καὶ ἔχουν διαμορφώσει τὴν πίστη τους. Ἔτσι τὰ ποιητικὰ καὶ ἑορταστικὰ κείμενα δημιουργοῦν συναισθηματικὴ ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μαθήματος ἀναβιώνει στὸ παιδί, ποὺ ἐκκλησιάζεται, ἐμπειρίες ποὺ ἔζησε μέσα στὸ Ναό, ὅταν ἄκουγε τὸ συγκεκριμένο ὕμνο, ἐν ὥρᾳ Λειτουργίας, βλέποντας γύρω του τὰ προσευχόμενα πρόσωπα τῶν Ἁγίων καὶ μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ θυμιάματος καὶ τοῦ ἀναμμένου κεριοῦ νὰ τοῦ γεμίζη τὴν ὕπαρξη. Ἀκούσματα, ὅπως τὸ "σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου", "Τὴ ὑπερμάρχω Στρατηγῷ τὰ νικητήρια", "ὧ γλυκύ μου ἔαρ" ἢ "Σὲ τὸν ἀναβαλόμενον τὸ φῶς ὦσπερ ἱμάτιον", σφραγίζουν ἀνεξίτηλα τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ "μιλᾶνε" μέσα του σ' ὅλη του τὴ ζωή.