Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Σύντομο ἱστορικὸ τῶν σχέσεων Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου - Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Mητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Δημοσιεύθηκε στὴν Ἐφημερίδα "Τὰ Νέα", 9-9-2003

Τὸν τελευταῖο καιρὸ γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὶς σχέσεις μεταξὺ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὁ πολὺς κόσμος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ θέματος, δὲν μπορεῖ νὰ παρακολουθήση τὴν συζήτηση καὶ μάλιστα θεωρεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ ἀνωφελεῖς συζητήσεις καὶ προσωπικὲς ἀντιπαραθέσεις. Ὅμως τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἔτσι ὅπως παρουσιάζονται. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ στὴν συνέχεια θὰ ὑπογραμμίσω μερικὰ σημεῖα γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ θέματος.

1. Οἱ σχέσεις μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἑλλάδι καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διέπονται ἀπὸ τὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1850 καὶ τὶς Πατριαρχικὲς Πράξεις τῶν ἐτῶν 1866, 1882, καὶ 1928.

2. Μὲ τὴν κήρυξη τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἕως τὸ 1833 οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε ὑπήγοντο στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, εἶχαν δυσκολία νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ Αὐτὸ καὶ βρίσκονταν σὲ μιὰ διάσταση μαζί του, χωρὶς νὰ ἀνεξαρτητοποιηθοῦν ἀπὸ αὐτό. Ὅμως τὸ 1833 ἀνακηρύχθηκε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, αὐτογνωμόνως καὶ πραξικοπηματικῶς, ὡς Αὐτοκέφαλη μὲ τὴν ἐπέμβαση ἐξωτερικῶν παραγόντων, τῆς Βαυαροκρατίας καὶ τὴν ἀναγκαστικὴ συμφωνία τῶν ὑπαρχόντων τότε Ἱεραρχῶν, χωρὶς τὴν συγκατάθεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἀνεγνώρισε αὐτὴν τὴν πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ σχισματικὴ κατάσταση γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια.

3. Τὸ 1850 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν παρέμβαση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας ἀνεκήρυξε ὡς Αὐτοκέφαλη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίση τὴν ὑπάρχουσα ἕως τότε κατάσταση (1833-1850), ἀλλὰ μὲ βασικοὺς ὅρους καὶ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Μεταξὺ τῶν ὅρων ἦταν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ διοικῆται ἀπὸ Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο, τῆς ὁποίας Πρόεδρος θὰ εἶναι ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Ἀθηνῶν, καὶ ὅτι οἱ Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θὰ μνημονεύουν κατὰ τὶς Θεῖες Λειτουργίες τὴν Ἱερὰ Σύνοδο ὡς ἀνωτάτη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, καθὼς ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία θὰ διοικῆται ἐλεύθερη ἀπὸ πολιτικὲς σκοπιμότητες. Ἑπομένως, τὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὸ ὁποῖο προβλέπει ὁ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850 δὲν εἶναι οὔτε Μητροπολιτικό, οὔτε Πατριαρχικό, ἀλλὰ Συνοδικό.

4. Τὸ ἔτος 1866 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ εἰδικὴ Πατριαρχικὴ Πράξη παρεχώρησε κατ' ἀφομοίωσιν τὶς Μητροπόλεις τῆς Ἑπτανήσου στὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τὸ κατ' ἀφομοίωσιν σημαίνει ὅτι θὰ ἰσχύη καὶ γι' αὐτὲς ὅ,τι ἀκριβῶς προβλέπει ὁ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850.

5. Τὸ ἔτος 1882 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ ἄλλη Πατριαρχικὴ Πράξη παρεχώρησε καὶ πάλι κατ' ἀφομοίωσιν τὶς Μητροπόλεις τῆς Θεσσαλίας καὶ μερικῶν τμημάτων τῆς Ἠπείρου. Καὶ βέβαια, καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἰσχύουν οἱ ὅροι ποὺ προβλέπει ὁ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850.

6. Μετὰ τοὺς νικητήριους Βαλκανικοὺς ἀγῶνας 1912-1913 δημιουργήθηκε τὸ πρόβλημα πῶς θὰ διοικοῦνται οἱ Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στὴν Μακεδονία, τὴν Θράκη, τὴν Ἤπειρο καὶ τὰ νησιὰ τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, ποὺ ὀνομάσθηκαν "Νέες Χῶρες", διότι ἔτσι τὶς εἶχαν χαρακτηρίσει πολιτικοὶ παράγοντες. Ἔγιναν πολλὲς διεργασίες ἀπὸ τὸ ἔτος 1914 ἕως τὸ 1928 γιὰ τὸν τρόπο διοικήσεώς τους, προτάθηκαν πολλὰ σχήματα, ὅπως παραχώρηση κατ' ἀφομοίωσιν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, δημιουργία ἡμιαυτόνομης Ἐκκλησίας. Καὶ τελικά –μετὰ ἀπὸ εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου– μὲ τὴν Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο παρεχώρησε τὰ τμήματα αὐτὰ στὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὄχι κατ' ἀφομοίωσιν, ἀλλὰ "ἐπιτροπικῶς". Μὲ ἀλληλογραφία ποὺ διεξήχθη τὸ 1929 μεταξὺ τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βασιλείου διευκρινίσθηκε ὅτι τὸ "ἐπιτροπικῶς" ἑρμηνεύεται "ὑπὸ τύπον προσωρινότητος" καὶ ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου στὴν Ἑλλάδα (Νέων Χωρῶν) θὰ μνημονεύουν κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ἀνωτάτης πνευματικῆς τοὺς Ἀρχῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς διοικητικῆς τοὺς Ἀρχῆς, καθὼς ἐπίσης ἔγιναν τροποποιήσεις σὲ μερικοὺς ὅρους.

7. Τρεὶς φορὲς ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἡ ἀλλαγὴ διαφόρων ὅρων τῶν ἐπισήμων αὐτῶν Πατριαρχικῶν Κειμένων, ἤτοι τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928.

Ἡ πρώτη προσπάθεια ἀλλαγῆς ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τοῦ 1923, ἐπὶ τῆς Ἀρχιεπισκοπείας τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς μνημονεύσεως ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς, δηλαδὴ ἀντὶ νὰ μνημονεύουν τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ὅπως λέγει ὁ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850, νὰ μνημονεύουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Ἡ δεύτερη προσπάθεια ἔγινε ἀπὸ τὴν Μείζονα Σύνοδο τὸ 1941, ἐπὶ Ἀρχιεπισκοπείας Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου, πάλι γιὰ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος. Ἡ τρίτη προσπάθεια ἔγινε τὴν περίοδο 1967-1974 ἐπὶ Ἀρχιεπισκοπείας Ἱερωνύμου γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου συγκροτήσεως τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι προέβλεπε ἡ Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928.

Καὶ τὶς τρεῖς φορὲς δὲν ἐπετεύχθη ἀλλαγή. Τὶς μὲν δύο πρῶτες φορές, διότι μετὰ τὴν ἀντίδραση τῶν Ἱεραρχῶν ἀπέσυραν τὴν συζήτηση οἱ δύο κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους Ἀρχιεπίσκοποι, τὴν δὲ τρίτη φορά, διότι τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀκύρωσε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας μὲ τὴν ὁποία ἐξελέγησαν τὰ Μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ δὲν τηρήθηκε ὁ ὅρος τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928.

8. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀντέδρασε σὲ κάθε ἐπιχειρούμενη ἀλλαγή, διότι σαφῶς ἐπιθυμεῖ τὴν διατήρηση τῶν ὅρων τῶν ἐπισήμων αὐτῶν Πατριαρχικῶν Κειμένων. Μάλιστα, ἀπέστειλε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κατὰ καιρούς, σοβαρὰ ἔγγραφα, στὰ ὁποῖα φαίνεται καθαρὰ ἡ ἐπιθυμία του νὰ τηρηθοῦν ἀπαρασαλεύτως οἱ ὅροι τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928.

9. Ἐπανειλημμένως τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅπως καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔχουν δηλώσει, ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦν καμμία ἀλλαγὴ στὰ Πατριαρχικὰ αὐτὰ κείμενα. Ἄλλωστε αὐτὸ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐκδίδη τὶς Πράξεις καὶ νὰ τὶς αἴρη. Τόσο τὸ Πατριαρχεῖο ὅσο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχουν δηλώσει στὸ παρελθὸν ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι "ἱερὰ" καὶ "θεμελιακά". Τὸ ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο ἐπιμένει νὰ μὴ γίνη καμμία ἀλλαγὴ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἐκμεταλλεύθηκε πρὸς ἴδιον ὄφελός του ὅταν τὸ 1987 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπρότεινε τὴν ἄρση τοῦ Αὐτοκεφάλου. Νομίζω ὅτι, ἐὰν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δηλώση καὶ ἐκείνη ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖ καμμία ἀλλαγὴ στὰ κείμενα αὐτά, ὅπως τὸ ἔχει δηλώσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τότε θὰ ἀμβλυνθοῦν ὅλες οἱ διαφορές.

10. Ἐπειδὴ κατὰ καιροὺς ἀναφύονται διάφορα θέματα στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, θὰ πρέπη νὰ ἀντιμετωπίζωνται καθ' ἕκαστον ἔτος ἀπὸ διμερεῖς Ἐπιτροπές, στὶς ὁποῖες θὰ συμπεριλαμβάνονται Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ εἶναι βαθεῖς γνῶστες τῶν προβλημάτων καὶ διαθέτουν νηφαλιότητα καὶ διάκριση.

11. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι Αὐτοκέφαλη, ἀλλὰ μὲ ἰδιαίτερες καὶ σαφεῖς προϋποθέσεις - ὅρους, καθὼς ἐπίσης διοικεῖ τὶς Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι πάλι μὲ σαφεῖς ὅρους. Καί, βέβαια, πρέπει νὰ συνεργάζεται στενὰ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων ποὺ ἀνακύπτουν, ἔχοντας ὑπ' ὄψη της τοὺς ἐκκλησιολογικοὺς καὶ ὄχι μόνον τοὺς ἐθνικοὺς κινδύνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς διαφόρους ἐθνικισμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ σύγχρονες "αἱρέσεις" τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι συρρικνώνουν τὴν οἰκουμενικότητα καὶ διασποῦν τὴν ἑνότητά της.

12. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶναι ἕνας εὐλογημένος θεσμός, ποὺ κατοχυρώθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρας Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι μιὰ ζωντανὴ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει μεγάλη θεολογική, μοναχικὴ καὶ ποιμαντικὴ παράδοση. Ἑπομένως, οἱ διενέξεις μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἀποτελοῦν "πολυτέλεια" γιὰ τὴν ἐποχή μας μὲ τὰ τόσα πνευματικά, κοινωνικὰ καὶ ἐθνικιστικὰ προβλήματα.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3482