Γράφτηκε στις .

Τὰ Χριστούγεννα τῆς γενιᾶς μας ...

ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ

Τα Χριστούγεννα της γενιάς μας...

Τὰ Χριστούγεννα εἶναι μιὰ γιορτὴ φορτωμένη ἀναμνήσεις. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετικά. Τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως ἕνα θαῦμα· ὁ ἑορτασμός του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία θαυμάσιος, μοναδικὸς· ἂν προσθέσουμε καὶ τὸ ὅτι τὰ χρόνια ἐκεῖνα μόνον ἡ Ἐκκλησία μας γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα, καταλαβαίνετε γιατί ὑπάρχουν τόσες ἀναμνήσεις. Καὶ ὅταν λέγω ὅτι μόνον ἡ Ἐκκλησία μας γιόρταζε Χριστούγεννα, ἐννοῶ ὅτι δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη ἡ μεγάλη αὐτὴ καὶ παγκόσμια γιορτὴ τῆς Χριστιανοσύνης ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης κάθε λογῆς καιρο- καὶ κερδο-σκόπων.

Τὰ κάλαντα τὰ λέγαμε ἐν χορῷ, ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Σχολείου μπαίναμε στὴν σειρὰ καὶ κάναμε τὴν διαδρομὴ ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο ἕως τὸν Ἅγιο Δημήτριο, ψάλλοντας τὸ "Καλὴν ἡμέραν ἄρχοντες...", ἀλλὰ καὶ ἄλλα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ὅπως:

Δόξα Θεῷ, Δόξα Θεῷ,

τὰ δῶρα τῶν μάγων,

χρυσὸς καὶ κασία,

ξενίζει ἡ φάτνη τὸν Θεόν,

ἀγάλου, ἄχραντε Μαρία,

σκιρτήσατε λαοὶ Σιών.

Συμμετεῖχαν στὴν καλαντο-χορωδία ὅλοι οἱ μαθητὲς καὶ μαθήτριες, μὲ τοὺς ὁμαδάρχες τους καὶ τὴν σημαία τοῦ σχολείου. Ἕνα παιδὶ κρατοῦσε ἕνα πανεράκι, στολισμένο μὲ δάφνη καὶ βάγια, καὶ ἔριχνε μέσα κανεὶς ὅ,τι εἶχε εὐχαρίστηση καὶ δυνατότητα. Ἡ γιορτὴ στὸ Σχολεῖο ἦταν λαμπρὴ καὶ περιλάμβανε ὕμνους, ποιήματα καὶ ἕνα θεατρικὸ γιὰ τὴν Γέννηση.

Τὸ πρωΐ τῶν Χριστουγέννων ὅλοι στὸν Ἅγιο Δημήτριο, μὲ καινούρια ροῦχα, μετὰ ἀπὸ νηστεία μιᾶς ἑβδομάδος –τόσο μᾶς κρατοῦσαν τοὐλάχιστον ἐμᾶς τὰ παιδιά.

Πηγαίναμε μὲ σειρὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία ὅλο τὸ σχολεῖο. Στὸν δρόμο τραγουδούσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Σωπαίναμε στὰ σκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Σωπαίναμε καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἂν ὄχι ἀπὸ ἐσωτερικὴ κατάνυξη, πάντως ἀπὸ τὸν φόβο τῶν δασκάλων. Εἶχε, θυμᾶμαι, κάποιος μιὰ βέργα ἀπὸ μουριά, μιὰ λούρα, καὶ τὴν ἔβαζε στὰ μαλλιὰ τοῦ θορυβοποιοῦ, τὴν ἔστριβε καὶ τράβαγε μὲ δύναμη, τὴν βέργα, τὰ μαλλιὰ καὶ τὸν ψιθυριστή!

Λειτουργὸ ἐνθυμοῦμαι τὸν παπα-Σιδέρη (παπα-Γιάννη Σιδέρη) καὶ δεσπότη τὸν Γερμανό. Καὶ οἱ δύο ἱεροπρεπεῖς, ἐμποιοῦσαν σεβασμό. Ψάλτες εἴχαμε τότε τὸν Σταῦρο τὸν Αὐγεράκη καὶ τὸν Νίκο στὸν Σπανό. Καλοὶ ψάλτες! Ἐνθυμοῦμαι καὶ τὸν ἀείμνηστο τὸν Γιῶργο τον Νόβα, στεκόταν δεξιὰ τοῦ δεσπότη καὶ ἔψαλε δυνατὰ ἀλλὰ καὶ γλυκά. Δὲν ξέρω ἂν ἦταν διαφορετικοὶ οἱ καιροί, ἢ ἐμεῖς σκληρύναμε τώρα, ἀλλά, θυμᾶμαι, ἂν καὶ παιδὶ τότε, ἡ θεία Λειτουργία μας ἀνέβαζε στοὺς οὐρανούς!

Κοινωνούσαμε ὅλα τὰ παιδιά. Στὴν προετοιμασία γιὰ τὰ Χριστούγεννα ἦταν ὁπωσδήποτε καὶ ἡ ἐξομολόγηση. Ἐξομολόγηση στὸ Δημοτικό! Ὅταν ἤμασταν στὸ δημοτικὸ ἡ ἐξομολόγηση λάμβανε κάπως διαφορετικὸ χαρακτῆρα –ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ὀνόμαζαν αὐτὸ ποὺ κάναμε "ὥρα εἰλικρίνειας" ἢ κάπως ἔτσι. Θυμᾶμαι ὅτι καθόμασταν ὅλοι ἀνακούρκουδα, μὲς στὴν Ἐκκλησία, ὅλα παιδιὰ τοῦ δημοτικοῦ, καὶ ὁ Κατηχητής μας, ὁ Γιάννης ὁ Ποῦλος, ποὺ ἀργότερα ἔγινε Πρωτοπρεσβύτερος στὴν Ἁγία Τριάδα τῆς Νέας Ὑόρκης, μᾶς ρωτοῦσε διάφορα ἁμαρτήματα, καὶ ὅποιος εἶχε τὸ θάρρος, σήκωνε δειλά-δειλὰ τὸ χέρι καὶ ἔλεγε "ἐγὼ τὸ ἔκανα", καὶ ρωτοῦσε τότε ὁ Κατηχητής: "γιατί, παιδάκι μου, τὸ ἔκανες αὐτό;", καὶ τὸ παιδὶ συνέχιζε, ἀνάλογα καὶ μὲ τὸ θάρρος του, καὶ ἐξέφραζε τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀντισταθῆ ἢ κάτι ἄλλο. Οἱ ἁμαρτίες ποὺ μᾶς ρωτοῦσε, ἀπ' ὅ,τι θυμᾶμαι ἦταν: ποιός εἶπε ψέματα, ποιός μούτζωσε, ποιός ἔφτυσε κλπ.

Καὶ ἀφοῦ θυμήθηκα δασκάλους καὶ κατηχητές, θὰ ἀναφέρω καὶ πάλι τὴν δασκάλα μας, γιὰ τὴν ὁποία φυλάω παντοτινὴ εὐγνωμοσύνη, τὴν Φωτεινὴ Μακρή. Αὐτή μας ἔμαθε γράμματα, τρόπους, προσοχή, σεβασμό. Πάντοτε, μὰ πάντοτε τὴν μνημονεύω μὲ εὐγνωμοσύνη.

Ἔ, μετὰ τὴν Ἐκκλησία, ἐμεῖς τὰ παιδιὰ πηγαινο-φέρναμε τὰ χριστουγεννιάτικα πεσκέσια –πίττες, κουραμπιέδες, γλυκά– στὰ συγγενικὰ καὶ φιλικά μας σπίτια, καὶ ἀνάλογα λαμβάναμε καὶ κανὰ φραγκάκι. Ὅλα τὰ σπίτια ἀνοικτά. Ἡ πρώτη ἐπίσκεψη στοῦ Ἀνδρέα του Κοζώνη, γιατί ἡ σύζυγός του, ἡ ἀείμνηστη Ἰουλία, ἔδιδε δίφραγκο!

Τὸ γιορτάσι κρατοῦσε ἑβδομάδα. Ὁ παπα-Γιάννης ὁ Σιδέρης ἐρχόταν καὶ στὸ σπίτι μας, νὰ ψάλλη τὸ "ὕψωμα" καὶ μεὶς τὰ παιδιὰ χαιρόμασταν καὶ γελούσαμε, ὅλο γελούσαμε...

Νὰ θυμηθῶ καὶ τὰ Φιλόπτωχα Ταμεῖα τῶν Ἐνοριῶν –τοῦ Ἁγίου Δημητρίου εἶχε τότε πρόεδρο τὴν Ἰουλία Κοζώνη– ποὺ μοίραζαν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα ὅπως παρακολουθῶ, ροῦχα, τρόφιμα, γλυκίσματα. Σὲ πολλὲς οἰκογένειες ἔστελναν ἐμᾶς τὰ παιδιὰ νὰ τὰ παραδώσουμε, γιατί μᾶς δέχονταν πιὸ ἄνετα, πιὸ ἀξιοπρεπῶς. Ἦταν καὶ ἄλλες γυναῖκες στὰ φιλόπτωχα: ἡ Νίτσα ἡ Μόσχου, ἡ Θεοδώρα Κρυάλου-Κοτίνη, ἡ Φρόσω ἡ Κουμπίου καὶ πολλὲς ἄλλες κυρίες ποῦ, συγγνώμη, δὲν μπορῶ νὰ τὶς θυμηθῶ ὅλες τώρα.

Τί νὰ πρωτοθυμηθῶ;

Μιὰ χρονιά –γύρω στὸ '46· ἤμουν τότε στὰ δεκαεπτά– ἦλθε ὁ ἀδελφός μου ὁ μεγάλος –ἦταν τότε εἰκοσιπέντε χρονώ– ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γεμᾶτος δῶρα γιὰ τὴν οἰκογένεια. Μαζί του εἶχε φέρει καὶ ἕνα μικρὸ σβουράκι, τὸ "πάρτα ὅλα". Τὸ παρουσίασε στὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι μας καὶ θέλησε νὰ μᾶς δείξη πῶς παίζεται. Ὁ ἀείμνηστος πατέρας μου –πῶς τὸ θυμᾶμαι!– σηκώθηκε γεμᾶτος θυμὸ καὶ τὸ πέταξε· δὲν ἤθελε νὰ μπὴ στὸ σπίτι του ἡ διαφθορά! Ναί, τὸ θεώρησε διαφθορά, γιατί εἶχε σχέση μὲ τὴν τύχη. Καὶ χαρτὶ ποτὲ δὲν παίξαμε στὸ σπίτι μας! Ἦταν καλὸς ὁ πατέρας μου καὶ νοικοκύρης.

Τὰ Φῶτα τὸ λιμανάκι μας ...βούλιαζε! Κόσμος πολύς. Στὰ Φῶτα τοῦ '40 δὲν βρέθηκε ὁ σταυρὸς· ἔμεινε στὸν πυθμένα τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ δεσπότης μας, ὁ Γερμανός, ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος ὅλος, εἶπε ὅτι κάτι κακὸ θὰ συμβῇ. Τὴν ἴδια χρονιὰ σὲ ἕνα σπιτάκι στὸ "καινούριο χωριό", στὸ Κεφαλόβρυσο, δάκρυσε ἡ Παναγία. Ὅλοι πήγαμε μὲ δέος νὰ προσκυνήσουμε. Κάναμε καὶ ἀγρυπνία. Ἦταν ἡ χρονιὰ ποὺ μπῆκαν οἱ Ἰταλοί...

διήγηση Σ.Μ.Π., καταγραφὴ Α.Κ.