Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἄσαρκος καὶ σεσαρκωμένος Λόγος

Τὸ κέντρο τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ Χριστός, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τὸν ἄσαρκο Λόγο, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ θεούμενοι βλέπουν τὸν σεσαρκωμένο Λόγο. Ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία, εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Ἄγγελος τῆς δόξης, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται Χριστός, ἀφοῦ ἡ θεία φύση, δυνάμει τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἔχρισε τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Σὲ τροπάριο ποὺ συνέταξε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γράφεται: «πρότερον μὲν ὡς ἄσαρκον, ὕστερον δὲ δι' ἡμᾶς σεσαρκωμένον». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀκόμη διδάσκει ὅτι, τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶναι ὄνομα τῆς ὑποστάσεως καὶ ὄχι τῆς φύσεως. Γράφει χαρακτηριστικά: «Τὸ δὲ Χριστὸς ὄνομα τῆς ὑποστάσεως λέγομεν, οὐ μονοτρόπως λεγόμενον, ἀλλὰ τῶν δύο φύσεων ὑπάρχον σημαντικὸν· αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἔχρισε, χρίων μὲν ὡς Θεὸς τὸ σῶμα τὴ θεότητι αὐτοῦ, χριόμενος δὲ ὡς ἄνθρωπος· αὐτὸς γὰρ ἐστι τοῦτο κακεῖνο. Χρίσις δὲ ἡ θεότης τῆς ἀνθρωπότητος». Ἔτσι, ὁ Χριστὸς «τὸ συναμφότερον, καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος λέγεται καὶ κτιστὸς καὶ ἄκτιστος καὶ παθητὸς καὶ ἀπαθής».

Ὅλα τὰ χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Χριστὸς στὴν διδασκαλία Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ χωρία ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ποὺ ἑρμήνευσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ἀναφέρονταν στὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ εἶναι χωρία ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀποκάλυψη - φανέρωση τοῦ ἀσάρκου Λόγου. Ὁ Γιαχβὲ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ ὧν, ὁ ἥν καὶ ὁ ἐρχόμενος, εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός.

Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κάνει λόγο γιὰ τὴν θεία φύση τοῦ Λόγου, ἐνῷ ἡ Καινὴ Διαθήκη, μετὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, κάνει λόγο καὶ γιὰ τὴν θεία καὶ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση Τοῦ ποὺ εἶναι ἑνωμένες ὑποστατικῶς στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου καὶ δυνάμει αὐτῆς τῆς ὑποστατικὴς ἑνώσεως καὶ τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων, καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη ὀνομάζει Χριστὸν τὸν Κύριον τῆς δόξης καὶ τὸν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἔτσι τὸ ὄνομα Χριστὸς μεταφέρεται καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀποδίδεται στὸν Θεὸ τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ὀνομάζεται Υἱὸς Θεοῦ αὐτὸ γίνεται γιατί δέχεται τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύση ὑποστατικῶς, καὶ ὅταν ὀνομάζεται υἱὸς ἀνθρώπου δηλώνει ὅτι δέχεται τὰ ἰδιώματα καὶ τὰ αὐχήματα τῆς θείας φύσεως. Καὶ αὐτὸ γίνεται λόγῳ τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων κάθε φύσεως, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ταυτότητα τῆς ὑποστάσεως καὶ ἡ περιχώρηση τῶν δύο φύσεων. Γι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὸν Χριστὸ «Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη» καθὼς ἐπίσης καὶ ὅτι «ἄνθρωπος οὗτος ἄκτιστὸς ἐστι καὶ ἀπαθὴς καὶ ἀπερίγραπτος».

Εἶναι σαφὴς ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Προφήτου Μωϋσέως καὶ τοῦ Προφήτου Ἠλία στὸ ὅρος Θαβώρ, κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, δείχνει αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι οἱ μεγάλοι αὐτοὶ Προφῆτες κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τους ἔβλεπαν τὸν ἄσαρκο Λόγο, τὸν ὁποῖο τώρα ἀναγνωρίζουν ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ. Συνέβη ὅ,τι καὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ ἠγαλλιάσατο: "Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδη τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη" (Ἰω. ἡ´, 56-57). Ἐπίσης, αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὁ Ἀναστὰς Χριστὸς στοὺς Μαθητὰς ποὺ πορεύονταν πρὸς Ἐμμαούς, ἑρμήνευε ὅλα ὅσα ἀναφέρονταν στὶς Γραφὲς ὅτι πραγματοποιήθηκαν στὸν ἑαυτὸ Τοῦ. Συγκεκριμένα ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γράφει: «καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ» (Λούκ. κδ´, 27).

Ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ διαχωρίζουν τὸ ὅραμα καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Προφήτου Δανιὴλ ἀπὸ ἄλλες ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ κάνουν λόγο γιὰ τὸ ὅτι, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν Δανιὴλ ὡς Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Πατέρα.

Συγκεκριμένα, στὸ βιβλίο τοῦ Προφήτου Δανιὴλ περιγράφεται μιὰ θεία ὀπτασία:

«Ἐθεώρουν ἕως ὅτου θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ὠσεὶ χιὼν λευκόν, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὠσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ, χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῶ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῶ· κριτήριον ἐκάθισεν, καὶ βίβλοι ἠνεώχθησαν. ἐθεώρουν τότε ἀπὸ φωνῆς τῶν λόγων τῶν μεγάλων, ὧν τὸ κέρας ἐκεῖνο ἐλάλει, ἕως ἀνηρέθη τὸ θηρίον καὶ ἀπώλετο, καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐδόθη εἰς καῦσιν πυρός. καὶ τῶν λοιπῶν θηρίων ἡ ἀρχὴ μετεστάθη, καὶ μακρότης ζωῆς ἐδόθη αὐτοῖς ἕως καιροῦ καὶ καιροῦ. ἐθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἥν καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασεν καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη» (Δανιὴλ ζ´, 9-13).

Στὸ ὅραμα αὐτὸ καταγράφονται δύο πρόσωπα, τὸ ἕνα εἶναι ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν ποὺ καθόταν σὲ θρόνο καὶ τὸ ἄλλο εἶναι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐρχόταν μὲ τὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔφθασε μέχρι τὸ σημεῖο ποὺ καθόταν ὃ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν.

Ὑπάρχει πλούσια θεολογικὴ ἀνάλυση γύρω ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῆς προφητείας αὐτῆς, γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, ὁ Πατέρας ἢ ὁ Υἱός. Ὑπάρχουν κείμενα ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν εἶναι ὁ Πατέρας καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Χριστός, καθὼς ἐπίσης ὑπάρχουν ἄλλα κείμενα ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο, δηλαδὴ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν ἔγινε ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ ἀποβάλη τὴν θεότητά Τοῦ. Καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο συνδέουν καὶ ταυτίζουν τὸν Παλαιὸ τῶν ἡμερῶν ποὺ κάθεται στὸν θρόνο μὲ τὸν μέλλοντα κριτῆ.

Κυρίως ἡ πατερικὴ καὶ ὑμνολογικὴ παράδοση ἀποδέχεται τὴν δεύτερη ἑρμηνεία, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου, δηλαδὴ ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν εἶναι ὁ Ἄσαρκος Λόγος, γιατί κανεὶς ποτὲ δὲν εἶδε τὸν Πατέρα κατὰ τὸν σαφῆ λόγο τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου δηλώνεται ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν. Ἐπίσης, ὅλες οἱ Θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ Λόγου καί, βεβαίως, ἂν ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν εἶναι ὁ Πατέρας καὶ ὄχι ὁ Υἱός, τότε δὲν μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε γιατί σαρκώθηκε ὁ Υἱὸς καὶ ὄχι ὁ Πατέρας.

Ἑπομένως, ἡ αὐθεντικὴ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση τοῦ ὁράματος τοῦ Προφήτου Δανιὴλ εἶναι ὅτι, δὲν πρόκειται περὶ δύο προσώπων, ἀλλὰ περὶ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου, ἀφοῦ ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἑνωμένος καὶ ὑπάρχει ἀϊδίως μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ ὁποῖος Υἱὸς στὸν κατάλληλο καιρὸ ἔγινε ἄνθρωπος καί, βεβαίως, στὴν Δευτέρα Παρουσία Τοῦ θὰ κρίνη τοὺς ἀνθρώπους.