Γράφτηκε στις .

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: Τελευταῖες ὥρες - Τελευταία λόγια τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου

Τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων ἡ Ναύπακτος ὑποδέχεται τὸ τίμιο Λείψανο τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Ἐν ὄψει τῆς πανηγύρεως, δημοσιεύουμε τὸ παρὸν κείμενο τοῦ κ. Κώστα Παπαδημητρίου, Ἐκπαιδευτικοῦ τ. Σχολικοῦ Συμβούλου καὶ συγγραφέως, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπὸ τὴν Ἀμπελακιώτισσα, τὴν ὁποία ὑπέρ-ἀγαπᾶ, καὶ ἔχει συγγράψει βιβλίο ὅπου ἀναφέρεται στὰ "στερνὰ" μεγάλων μορφῶν τῆς ἱστορίας.

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: Τελευταῖες ὥρες - Τελευταία λόγια τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου

168 μ.Χ.· ὁ λαμπρὸς ἀστερισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ σελάγιζε σ ὁλόκληρη τὴ Μ. Ἀσία. Ἀπὸ τοὺς βασικοὺς στυλοβάτες του ὁ Ἐπίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος. Χαρισματικὸς ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης, γεμᾶτος καρποὺς ἀρετῆς καὶ χριστιανικῆς καθαρότητας, δέχεται τοὺς ἐπαίνους τοῦ οὐράνιου Πατέρα, ὅπως ἀναγράφεται στὸ δεύτερο κεφάλαιο τῆς Ἀποκάλυψης:

"Τὰ γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου καὶ τὴ θλίψη σου καὶ τὴ φτώχεια ποὺ σοῦ προξένησε ὁ διωγμός".

Ταυτόχρονα τὸν προειδοποιεῖ:

"Μὴ φοβοῦ ἅ μέλλεις πάσχειν....Θα ξεσπάση διωγμὸς ποὺ θὰ κρατήση μόνο δέκα ἡμέρες. Μεῖνε πιστὸς μέχρι θανάτου καὶ θὰ λάβης γιὰ στεφάνι τὴν αἰώνια ζωή".

Καὶ νά! ἡ μπόρα ξεσπᾶ. Στίφη Ἐθνικῶν καὶ Ἰουδαίων ξαμολύονται σ ὁλόκληρη τὴ Σμύρνη. Διωγμοί, συλλήψεις, ξυλοδαρμοὶ σὲ βάρος τῶν Χριστιανῶν. Καὶ κύριος στόχος τους τούτη τὴ φορὰ ἡ κεφαλὴ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἐπίσκοπος Πολύκαρπος. Ἂν χτυπηθῇ τὸ κεφάλι, σκέφτονται, θὰ παραλύση ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸν ἀναζητοῦν μὲ πάθος.

Ὁ ἴδιος ἔχει ἀποσυρθῇ σὲ μιὰ ἀγροικία, ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τῶν Χριστιανῶν. Καὶ ἀπὸ κεὶ προσεύχεται νὰ περάση ὁ κίνδυνος γιὰ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖ φτάνουν ἀργὰ τὸ βράδυ καὶ οἱ διῶκτες του. Τοὺς καθοδηγεῖ ἕνα παιδί, ποὺ τὸ εἶχαν βασανίσει.

Ἦταν Παρασκευὴ βράδυ. Οἱ στρατιῶτες σπρώχνουν τὴν πόρτα καὶ ἐξαγριωμένοι μπαίνουν στὴν ἀγροικία. Ὁ Πολύκαρπος δὲν προσπαθεῖ νὰ κρυφτῇ ἢ νὰ φύγη. "Ἂς γίνη τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου", σιγοψιθυρίζει. Καὶ πλησιάζει τοὺς στρατιῶτες. Πρᾶος καὶ μειλίχιος ἀνοίγει κουβέντα μαζί τους. Τοὺς μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη, ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους. Εἶπε μάλιστα στὸν οἰκοδεσπότη νὰ δώση τροφὴ στοὺς στρατιῶτες, γιατί φαίνονταν ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὸ ἄχαρο ἔργο τους. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἀκοῦν μὲ προσοχὴ καὶ ἀναρωτιοῦνται γιατί μὲ τέτοια μανία οἱ ἀρχηγοί τους στρέφονται ἐναντίον ἑνὸς τέτοιου σοφοῦ καὶ ἁγνοῦ γέροντα. Ὁ Πολύκαρπος τοὺς ζητάει, πρὶν τὸν ὁδηγήσουν στοὺς ἀρχηγούς τους, νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ προσευχηθῇ. Ἐκεῖνοι τὸ ἐπιτρέπουν. Καὶ ὁ σεβάσμιος γέροντας ἀποσύρεται πιὸ πέρα, γονατίζει καὶ μὲ θερμὰ λόγια προσεύχεται. Εἶπε καὶ τοῦτο:

"Κύριε, Θεὲ Παντοδύναμε, Πατέρα τοῦ ἀγαπημένου

κι εὐλογημένου Σοῦ παιδιοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,

ἀπ τὸν ὁποῖο διδαχθήκαμε τὴ φανέρωση τοῦ προσώπου Σοῦ,

Θεὲ τῶν Ἀγγέλων, τῶν Δυνάμεων, κι ὅλης τῆς κτίσεως

καὶ ὅλης τῆς τῆς γενιᾶς τῶν δικαίων, ποὺ ζοῦν

μέσα στὴ δικὴ Σοῦ παρουσία· Σὲ εὐλογῶ, ποὺ μὲ ἀξίωσες

τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας καὶ ἱερῆς ὥρας, ποὺ θὰ πάρω

μέρος στὸ μαρτύριο καὶ θὰ συναριθμηθῶ μαζί

μὲ τοὺς μάρτυρές Σοῦ καὶ θὰ γίνω μέτοχος στὸ ποτήρι

τοῦ μαρτυρίου τοῦ Χριστοῦ Σοῦ καὶ θὰ διαβῶ

γιὰ τὴν αἰώνια ἀνάσταση τῆς ζωῆς καὶ τῆς ψυχῆς

καὶ τοῦ σώματος μέσα στὴν ἀφθαρσία, ποὺ μᾶς χορηγεῖ

τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μαζὶ μ' αὐτοὺς τοὺς μάρτυρές Σοῦ,

μακάρι νὰ γίνω κι ἐγὼ δεκτὸς σήμερα ἐνώπιόν Σοῦ

σὰν μιὰ πλούσια καὶ εὐπρόσδεκτη θυσία, ποὺ Σύ

τὴν προετοίμασες καὶ τὴν προφανέρωσες καὶ τήν

πραγματοποίησες, Θεέ μου, ποὺ ποτὲ δὲν διαψεύδεσαι

καὶ εἶσαι πάντα ἀληθινός.

Γι' αὐτὸ κι ἐγὼ γιὰ ὅλα αὐτὰ Σὲ ὑμνῶ, Σὲ εὐλογῶ,

Σὲ δοξολογῶ διὰ μέσου του αἰωνίου καὶ ἐπουρανίου

Ἀρχιερέα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου Σοῦ παιδιοῦ,

Ἀπ' τὸν Ὁποῖο πηγάζει ἡ δόξα ποὺ ἀνήκει σὲ Σένα

καὶ μαζὶ Σοῦ σ' Ἐκεῖνον καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ στόν

παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰῶνα. Ἀμήν".

Δυὸ ὧρες κράτησε ἡ προσευχή του. Ἔπαιρνε στὸ μεταξὺ νὰ ξημερώνη τὸ Σαββάτο. Μὲ βαρειὰ καρδιὰ τὸν παίρνουν οἱ στρατιῶτες νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ στάδιο τῆς πόλης. Τὰ χρόνια ὅμως καὶ οἱ νηστεῖες βάραιναν πάνω του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περπατήση γρήγορα. Τὸν βάζουν πάνω σὲ ἕνα γαϊδουράκι, ποὺ βρίσκουν στὸ δρόμο καὶ προχωροῦν. Στὸ δρόμο συναντοῦν ἕναν ἀξιωματοῦχο, τὸν Ἡρώδη, ποὺ πήγαινε μ' ἕνα κάρο στὴν πόλη μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Λυπήθηκαν τὸ γέρο Ἐπίσκοπο καὶ τὸν πῆραν στὸ κάρο. Καταλάβαιναν τὸ μαρτύριο ποὺ περίμενε τὸν Ἐπίσκοπο καὶ στὸ δρόμο τὸν συμβούλευαν:

"Δὲν εἶναι δὰ καὶ τίποτα σπουδαῖο νὰ πῇς "Κύριος εἶναι ὁ Καίσαρας" καὶ νὰ θυσιάσης. Καὶ ὅ,τι ἄλλο νὰ σοῦ ποῦν νὰ τὸ κάνης γιὰ νὰ σωθῇς".

Ὁ Πολύκαρπος χωρὶς περιστροφές τους ἀπαντᾶ:

"Ὄχι, αὐτὸ ποτὲ δὲν θὰ τὸ κάνω!"

Ἐξαγριωμένος ὁ Ἡρώδης τὸν ρίχνει ἀπὸ τὸ κάρο. Τόσο βάθος εἶχε ἡ καλωσύνη του! Καὶ ὁ ἅγιος γέροντας προχωρεῖ πεζός. Μπαίνει στὸ στάδιο. Τὸ δικαστήριο εἶναι ἕτοιμο, ὅπως ἕτοιμη εἶναι καὶ ἡ ἀπόφαση. Ἐτοιμος εἶναι καὶ ὁ συρφετὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ τεχνικῶν ποὺ μαίνονται καὶ οὐρλιάζουν μὲ βρισιὲς σὲ βάρος τοῦ Πολυκάρπου.

"Αἶρε τὸν Πολύκαρπον. Οὗτὸς ἐστιν καθαιρέτης τῶν ἡμετέρων θεῶν, ὁ πολλοὺς διδάσκων μὴ θύειν, μὴ προσκυνεῖν αὐτούς...."

Ὁ Πολύκαρπος σκύβει τὸ κεφάλι καταστενοχωρημένος γιὰ τὴν κατάντια τῶν πλασμάτων τοῦ Θεοῦ. Ταυτόχρονα ἀκούει καὶ μιὰ φωνὴ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸν οὐρανό:

"Ἴσχυε, Πολύκαρπε, καὶ ἀνδρίζου!"

Πλησιάζει τὸν Πολύκαρπο ὁ Ἀνθύπατος. Κάνει μιὰ τελευταία προσπάθεια νὰ τὸν πείση ν' ἀλλαξοπιστήση. Τὸν πιέζει, τὸν φοβερίζει καὶ ἀρχίζει μεταξύ τους ὁ ἱστορικὸς ἐκεῖνος διάλογος:

Ἄνθύπατός: "Ὄμωσον καὶ ἀπολύσω σέ. Λοιδόρησον τὸν Χριστόν!"

Πολύκαρπος: "Ὀγδοήκοντα καὶ ἔξ ἔτη δουλεύω αὐτῶ καὶ οὐδὲν μὲ ἠδίκησεν καὶ πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τὸν Βασιλέα μου, τὸν σώσαντά με; Καὶ συνεχίζει: Μὴν κάνεις πῶς δὲν γνωρίζεις ποιός εἶμαι· στὸ λέω μὲ παρρησία. Εἶμαι Χριστιανός! Ἂν θέλης νὰ μάθης τί εἶναι Χριστιανός, δός μου μιὰ μέρα καιρὸ καὶ ἄκουσὲ με".

Ἀνθύπατος: "Τὸ λαὸ νὰ πείσης!"

Πολύκαρπος: "Ἔσένά κρίνω ἄξιον!"

Ἀνθύπατος: "Θὰ σὲ ρίξω στὰ θηρία, ἂν δὲν ἀλλάξης γνώμη! Ἐτοιμα τὰ ἔχω!"

Πολύκαρπος: "Φέρε τα, ἐγὼ μένω ἀμετάθετος στὴν πίστη μου!"

Ἀνθύπατος: "Θὰ σὲ ρίξω στὴ φωτιά!"

Πολύκαρπος: "Μὲ φοβερίζεις μὲ τὴ φωτιά, ποὺ ἀνάβει γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ σβήνει. Δὲν ξέρεις τὴ φωτιὰ τῆς μέλλουσας κρίσης καὶ τῆς αἰώνιας κόλασης, ποὺ περιμένει τοὺς ἀσεβεῖς! Κάνε αὐτὸ ποὺ θέλεις! Μὴν ἀργεῖς!"

Ὁ Ἀνθύπατος ἐξοργισμένος ἀπὸ τὴ θαρραλέα ἀπάντηση τοῦ Πολυκάρπου προστάζει τὸν ντελάλη καὶ κεῖνος ἐρεθίζει τὰ πλήθη ποὺ ξεχύνονται, μαζεύουν ξύλα, ἀνάβουν φωτιά. Δένουν τὰ χέρια τοῦ ἁγίου γέροντα καὶ τὸν πετοῦν στὴ φωτιά. Ἀλλὰ τί θαῦμα! Οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς κάνουν καμπύλες, παρακάμπτουν τὸ σῶμα τοῦ Πολυκάρπου. Ὁ Ἀνθύπατος ἀπορεῖ, φοβᾶται. Καταλαβαίνει τὴ μεγάλη προσβολή, ποὺ τὸν περιμένει, καὶ προστάζει τοὺς δημίους νὰ τρυπήσουν μὲ τὰ ξίφη τους τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου.

Αὐλάκι τρέχει τὸ αἷμα ἀπ' τὶς πληγές του. Ἡ φωτιὰ σβήνεται καὶ ἡ ἅγια ψυχὴ τοῦ Πολυκάρπου ἀνεβαίνει στὸ Θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἠταν ἡ ὥρα ὀχτὼ τὸ πρωΐ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα ὅμως τὸ φοβοῦνται οἱ εἰδωλολάτρες. Γι' αὐτὸ προστάζει ὁ Ἀνθύπατος νὰ τὸ κάψουν.

Οἱ φλόγες ἀνεβαίνουν τώρα ψηλὰ καὶ ὅλο τὸ πλῆθος διαλύεται. Ἐκείνη ὅμως ἡ φλόγα φώτισε τὶς καρδιὲς ἀρκετῶν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους τὸ θαῦμα καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Καὶ κάποιοι ἔτρεξαν νὰ περιμαζέψουν τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τὰ φυλάξουν σὰν πολύτιμα πετράδια. Ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸν θησαυρό - τὸ χαριτόβρυτο χέρι τοῦ Ἁγίου - τὸ ἔχει ἡ Ναυπακτία στὰ χέρια της. Φυλάσσεται στὸ σπίτι τῆς "Παναγίας Ἀμπελακιώτισσας" καὶ συχνά- πυκνὰ θαυματουργεὶ σὲ ὅσους τὸ προσκυνοῦν. "Θεραπεύει γὰρ ἀλάλους, παραλύτους συσφίγγει, τοὺς δὲ τὴν χεῖρα προσκυνοῦντας ἐκ τῶν κινδύνων ἀπαλλάττει".-