Γράφτηκε στις .

Βασιλείου Βούκλιζα: Φωτο-προσέγγιση - "Ἡ Κιβωτὸς τῆς Ναυπακτίας"

Βασιλείου Βούκλιζα, μηχανικοῦ-φωτογράφου

(ἀπόσπασμα ὁμιλίας)

Σεβασμιώτατε, κ. Δήμαρχε, Κυρίες καὶ Κύριοι

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀμπελακιωτίσσης, ἑορτάζοντας τὴν ἐπέτειο τῶν 150 χρόνων ἀπὸ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Καθολικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, μεταξὺ τῶν λατρευτικῶν καὶ ἄλλων ἐκδηλώσεων, ποὺ ὀργάνωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολή μας, προέβη καὶ στὴν ἔκδοση τοῦ Λευκώματος "Ἡ Κιβωτὸς τῆς Ναυπακτίας", τοῦ ὁποίου ἔχω τὴν τιμὴ καὶ τὴ χαρὰ νὰ κάνω τὴν παρουσίαση.

Ἡ ἰδέα τῆς δημιουργίας ἑνὸς Λευκώματος περισσότερο φωτογραφικοῦ καὶ μὲ λιγότερο κείμενο, ἔρχεται νὰ συμπληρώση τὴν ὑπάρχουσα Βιβλιογραφία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἱερὰ Μονή, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ γραπτὸς λόγος διανθισμένος μὲ λίγες φωτογραφίες. Ἔπειτα τὸ ὑλικὸ γιὰ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα ὑπῆρχε ἀπὸ πέρυσι, ὅπου μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐκθέσεως φωτογραφίας προέκυψαν καὶ οἱ περισσότερες εἰκόνες.

Ἔχοντας, λοιπόν, κυρίως ἕνα φωτογραφικὸ Λεύκωμα, θὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω ἀπὸ φωτογραφικῆς πλευρᾶς, χρησιμοποιῶντας καὶ κάποια ἀποσπάσματα κειμένων τοῦ βιβλίου, λέγοντας ἐξ ἀρχῆς ὅτι δὲν ὑπάρχουν στεγανὰ μεταξὺ εἰκόνας καὶ γραπτοῦ λόγου, ἀφοῦ διαβάζοντας κανεὶς κάτι ταυτόχρονα δημιουργεῖ μέσα του καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἀναγιγνωσκομένων καὶ βλέποντας μιὰ εἰκόνα ταυτόχρονα πλάθει γύρω ἀπὸ αὐτὴν μιὰ ἱστορία, προσπαθῶντας νὰ τὴν ἐρμηνεύση, ἢ στὴν ἁπλούστερη περίπτωση, νὰ ἀποδελτιώση τὶς πληροφορίες ποὺ αὐτὴ περιέχει...

Ἀφοῦ κάποιος πρῶτα φθάση στὸ Μοναστήρι, δίνοντας, ὅπως γράφεται στὸ βιβλίο "μιὰ μάχη μὲ τὰ βουνὰ καὶ βράχια πότε γυμνὰ καὶ γκρίζα, γεμᾶτα κρύπτες καὶ σπηλιὲς καὶ πότε σὲ πλούσια βλάστηση, καταπράσινα..." ξεκινῶντας νὰ φωτογραφήση ἀνακύπτουν τὰ δύο γνωστὰ ἐρωτήματα κάθε μορφῆς τέχνης καὶ ἐν γένει κάθε ἀνθρώπινης δραστηριότητας. ΤΙ καὶ ΠΩΣ. Τί θὰ φωτογραφήση καὶ πῶς θὰ τὸ φωτογραφήση. Στὴν προκειμένη περίπτωση τὸ ΤΙ εἶναι τὸ φυσικὸ τοπίο, τὰ κτίρια, τὰ ἀντικείμενα καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ΠΩΣ αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ φωτογραφηθοῦν, ὥστε μέσα σ ἕνα Λεύκωμα νὰ μποροῦν νὰ ἐνημερώνουν, νὰ πληροφοροῦν καὶ μερικὲς φορές, ἂν τὸ καταφέρουν, νὰ συγκινοῦν.

Αἰσθάνεσαι, λοιπόν, μπροστὰ σ ἕνα τεῖχος ἀνυπέρβλητο, πόσο μᾶλλον, ὅταν εἶσαι σ ἕναν τόπο, ποὺ πρώτη φορὰ ἐπισκέπτεσαι καὶ ἔχεις στὴ διάθεσή σου τὸν περιορισμένο χρόνο λίγων ὡρῶν. Ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς ν ἀρχίσης! Ἀμηχανία! Ἂς γινόταν τοὐλάχιστόν ἡ ἀρχή. Καὶ ἐπειδή, ὅπως λένε, ἡ ἀρχὴ εἶναι τὸ ἥμισυ τοῦ παντός, μιὰ μικρὴ προσευχὴ γίνεται αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀρχή. Ὅλα τώρα μοιάζουν πιὸ εὔκολα. Ξεκινᾶς νὰ φωτογραφίζης βλέποντας καὶ "χρωματίζοντας" τὸ κάθε τί μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς δικῆς σου προσωπικῆς ματιᾶς, τοῦ δικοῦ σου ἐσωτερικοῦ κόσμου, μὲ τὰ βιώματα καὶ τὶς ἐμπειρίες σου, βάζοντας πάντα τὸν ἑαυτό σου καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ θεατῆ, ἀφοῦ ἡ φωτογραφία ὁλοκληρώνεται ἐφ ὅσον τυπωθῇ ἢ δημοσιευθῇ, ἀλλὰ ἀφοῦ τὴ δὴ καὶ κάποιος ἄλλος καὶ τὴν προσεγγίση μὲ τὰ δικά του βιώματα καὶ ἐμπειρίες. Γίνεται, δηλαδή, θὰ λέγαμε μιὰ προσωπικὴ ἐπικοινωνία, μία συνάντηση μὲ τὸν καθένα ξεχωριστά.

Καταβλήθηκε προσπάθεια οἱ φωτογραφίες ποὺ ἐπελέγησαν, ἀλλὰ καὶ τὰ κείμενα τοῦ Λευκώματος νὰ μποροῦν νὰ ἀπευθύνονται σὲ ὅλους καὶ ὄχι σὲ ἕνα εἰδικὸ κοινό. Ἔτσι, ἐνῷ μία καρτποσταλική, ὠραιοποιημένη φωτογραφία ἑνὸς τοπίου ἢ τῶν χώρων ἑνὸς Μοναστηριοῦ προσκαλεῖ τὸν θεατὴ ἁπλῶς νὰ τὸ ἐπισκεφθῇ, μιὰ ἄλλη, θὰ λέγαμε πιὸ "ἐσωτερική", μπορεῖ νὰ προκαλέση σ αὐτὸν τὸν ἴδιο ἢ σὲ κάποιον ἄλλον συγκίνηση καὶ νὰ τὸν προσκαλέση νὰ ἐπισκεφθῇ τὸ ἴδιο μέρος, γιὰ νὰ προσευχηθῇ.

Ἄλλωστε καὶ ὁ λόγος ποὺ ἐπισκέπτεται κανεὶς ἕνα Μοναστήρι εἶναι εἴτε ἡ ἁπλὴ περιέργεια, ἐπειδὴ ἄκουσε γι αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ δὴ τοὺς χώρους, τὰ κειμήλια, νὰ τὸν ξεκουράση τὸ φυσικὸ τοπίο, εἴτε ἡ προσευχητική-προσκυνηματικὴ διάθεση. Σ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ ἀδιαφορήση λίγο γιὰ τὰ παραπάνω, χωρὶς νὰ τὰ παραβλέψη, ἀλλὰ θὰ θέλη περισσότερο νὰ συμμετάσχη σὲ μιὰ ἀκολουθία, νὰ ἀκούση κάποιον λόγο παρακλητικό, γιὰ νὰ στηριχθῇ λίγο στὶς θλίψεις τῆς καθημερινότητας. Ὑπάρχουν, βέβαια, καὶ κάποιοι, πολὺ λίγοι, ποὺ ἔρχονται σ ἕνα Μοναστήρι, γιὰ νὰ μείνουν καὶ νὰ μονάσουν.

Ἅς γυρίσουμε ὅμως πάλι στὰ φωτογραφικά. Μὲ τὴν φωτογράφηση, λοιπόν, τῶν κτιρίων ἐξωτερικὰ καὶ τοῦ φυσικοῦ τοπίου, γρήγορα καταλαβαίνεις ὅτι ἡ φωτογραφικὴ μηχανή, ἂν καὶ μὲ ἀκρίβεια καταγράφη, δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ μεταφέρη τὴν αἴσθηση τῶν φωτογραφιζομένων. Θὰ χρησιμοποιήσω κάτι ἀπὸ τὴ διαφήμιση. Γιὰ παράδειγμα φαντασθῆτε ἕνα ροδάκινο. Ὅσο τέλεια καὶ ἂν εἶναι φωτογραφημένο, ὥστε νὰ φαίνεται σὰν ἀληθινό, μὲ ἔντονο χρῶμα καὶ τὶς σταγόνες δροσιᾶς πάνω του, ποτὲ ἡ φωτογραφία δὲν κατορθώνει νὰ ἀποδώση τὴν αἴσθηση τῆς ἁφῆς ποὺ ἔχουμε, ὅταν τὸ ἀγγίζουμε ἢ νὰ μᾶς δώση τὴν αἴσθηση τοῦ λεπτοῦ, χαρακτηριστικοῦ ἀρώματός του. Πόσο μᾶλλον ἐδῶ, ποὺ δὲν ἐπαρκοῦν οἱ πέντε αἰσθήσεις, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται καὶ ἡ συνδρομὴ τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Πῶς μπορεῖ ἡ φωτογραφία νὰ ἀποδώση τὴν ἀτμόσφαιρα ἑνὸς Ἑσπερινοῦ, μιᾶς θείας Λειτουργίας, τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας.

Μόλις συμπληρωθοῦν καὶ ὅσο διαρκεῖ το φῶς τῆς ἡμέρας, οἱ ἐξωτερικὲς φωτογραφίες, εἰσέρχεσαι νὰ φωτογραφήσης στὸ Ναό...

Ἀφοῦ προσκυνήσης τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, πάλι σταματᾶς. Ἐδῶ μπροστά σου ὑπάρχει ζωή. Καὶ ἡ φωτογραφία δὲν εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὴ ζωή, ἀλλὰ μιὰ ἔκφρασή της. Σκέφτεσαι ὅτι ἀγγίζεις μὲ τὰ χείλη σου τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, αὐτὸ τὸ ἴδιο χέρι ποὺ ἄγγιζε τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, τὸν Μαθητή, ποὺ ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι Ζῶν Θεὸς καὶ Θεὸς ζώντων. Ζῇ, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος καὶ εἶναι Παρῶν! Πολλὲς φορὲς ἔχουμε αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς συνέχειας τῆς ζωῆς σὰν νὰ εἴμαστε τὰ ἀδύναμα κλαδιὰ ἑνὸς γενεαλογικοῦ δένδρου, ποὺ συνεχίζουν πιὸ μέσα μὲ τὰ πιὸ δυνατὰ διὰ τῶν Πνευματικῶν μας Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ καταλήγουν στὸν κορμὸ καὶ τὶς ρίζες ποὺ εἶναι αὕτὴ ἡ Ἴδια ἡ Αἰώνια Ζωή.

Δὲν μπορεῖς τελικὰ νὰ φωτογραφήσης σ ἕνα Μοναστήρι παρὰ μόνο μὲ προσευχητικὴ διάθεση. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα κειμήλια, τὸ Μυροδοχεῖο, τὶς Λειψανοθῆκες, τὸ Ἀρτοφόριο, τὸν Ἐσταυρωμένο, ἕναν ῎Ἀγγελο στὴ Νότια Πύλη, ποὺ παρακολουθεῖ τοὺς Μοναχοὺς νὰ ψάλλουν στὸ Ψαλτήρι, τὸ Μανουάλι, τὰ Κανδηλάκια μὲ τὸ λιγοστὸ φῶς.

Τὸ βράδυ στὴν τράπεζα μεταξὺ τῶν ἄλλων συζητήσεων πληροφορεῖσαι γιὰ τὴ δράση καὶ τὸ κῦρος, ποὺ εἶχε παλιότερα τὸ Μοναστήρι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῆς Ἐπανάστασης.

Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, Κυριακὴ πρωΐ, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, σειρὰ ἔχει νὰ φωτογραφηθὴ ὁ ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, οἱ Μοναχοί. Ἐδῶ πρέπει νὰ ξεπεράσης τὰ γνωστὰ καὶ ἀγαπητά σου πρόσωπα καὶ νὰ προσπαθήσης νὰ δώσης μὲ τὴ φωτογραφία μιὰ ἄποψη, ποὺ νὰ ἐνδιαφέρη καὶ ἕνα οὐδέτερο τρίτο πρόσωπο, ποὺ δὲν τοὺς ἔχει γνωρίσει ποτὲ καὶ συγχρόνως νὰ προσπαθήσης νὰ πῇς μὲ εἰκόνες τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Μοναχός, τί εἶναι ὁ Λειτουργὸς Μοναχός, τί εἶναι ὁ Προσευχόμενος Μοναχός... Πῶς φωτογραφίζεται ἄραγε ἡ σιωπή;

Λίγο πρὶν τὴν ἀναχώρηση μιὰ τελευταία ἔκπληξη-ἀποκάλυψη. Ἡ Βιβλιοθήκη μὲ τοὺς διακόσιους ἐννέα (209) τόμους βιβλίων. Ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν ἀρκετὰ παλιὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, Πεντηκοστάριο, Συναξαριστής, Μηναία, Ἁγία Γραφή, ποὺ ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία. Φωτογραφίζοντας κάποια ἀπὸ αὐτὰ αἰσθάνεσαι τὴν παρουσία ἀνθρώπων ποὺ τὰ διάβαζαν, ἀνθρώπων ποὺ τὰ βιβλία αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τὸ στήριγμά τους, τὴν παρηγοριά τους, τὴ δοξολογία τους καὶ τοὺς συντρόφευαν ἐφ ὅρου ζωῆς. Τοὺς φαντάζεσαι νὰ διαβάζουν στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ στὸ κελί τους τὴ νύχτα μὲ τὸ φῶς κάποιου κεριοῦ τὸ ὁποῖο, ὅταν ἀποκαμωμένοι βάραιναν τὰ βλέφαρά τους, ἔσταζε στὸ φύλλο καὶ τὸ ἔκαιγε...