Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἡ χειροτονία Διακόνων καὶ Πρεσβυτέρων

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὅλα τὰ πράγματα εἶναι αὐτονόητα καὶ πρέπει νὰ γίνωνται σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό το ἀντιλαμβάνονται ὅσοι διαθέτουν καὶ τὸ ἐλάχιστο ὅριο ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος.

Σὲ καιροὺς ὅμως ἐκκλησιαστικῶν κρίσεων χρειάζεται νὰ ὑπενθυμίζωνται μερικὲς αὐτονόητες ἀλήθειες καὶ νὰ καθορίζωνται τὰ πλαῖσα μέσα στὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐκφράζεται τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Αὐτὸ συνέβαινε πάντοτε σὲ περιπτώσεις ποὺ δοκησίσοφοι καὶ αἱρετικοὶ ἀμφισβητοῦσαν τὰ δεδομένα καὶ τὰ αὐτονόητα στὴν Ἐκκλησία. Τότε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξαναγκάζονταν νὰ ἐκφράζουν τὶς ἀρχὲς ποὺ διέπουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ πολίτευμα, τὸ ὁποῖο ἔχει Κανόνες καὶ πνευματικοὺς νόμους ποὺ διαφέρουν σαφῶς ἀπὸ τοὺς νόμους ποὺ διέπουν τὶς ἀνθρώπινες μεταπτωτικὲς κοινωνίες.

Γιὰ ἕνα τέτοιο αὐτονόητο, ποὺ ἀμφισβητεῖται στὶς ἡμέρες μας, θὰ γίνη στὴν συνέχεια λόγος.

1. Ἡ χειροτονία τῶν Κληρικῶν εἶναι ἁρμοδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου

Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι διάδοχος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ἔχει ἀναλάβει μὲ τὴν χειροτονία του καὶ τὴν ἀποστολή του στὴν συγκεκριμένη Ἐπισκοπὴ τὴν εὐθύνη τῆς ὁμολογίας τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας καὶ τὴν ποιμαντικὴ τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἀνήκουν στὸ συγκεκριμένο λογικὸ ποίμνιο, ποὺ ὁπωσδήποτε εἶναι ποίμνιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴν ἐξουσία, ποὺ ὅμως εἶναι πνευματική, στοὺς Ἀποστόλους νὰ ποιμαίνουν τὸ ποιμνιὸ Τοῦ καὶ οἱ Ἀπόστολοι διεβίβασαν αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἐξουσία στοὺς διαδόχους τους, καὶ βεβαίως αὐτὴ ἡ διαδοχὴ φθάνει μέχρι τὶς ἡμέρες μας.

Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἔργα τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἡ ἐκλογὴ τῶν καταλλήλων ὑποψηφίων Κληρικῶν, ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ κανονικὰ προσόντα καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς προϋποθέσεις, ὥστε μὲ τὴν χειροτονία τους νὰ κατευθύνουν τοὺς Χριστιανοὺς "εἰς νομὰς σωτηρίους". Ἴσως εἶναι τὸ βασικότερο ἔργο τῶν Ἐπισκόπων αὐτό, γιατί ἕνας ὀρθόδοξος Κληρικὸς θὰ βοηθήση ἀποτελεσματικὰ τοὺς Χριστιανούς, ἐνῷ ἕνας κακόδοξος καὶ κακότροπος Κληρικὸς θὰ γίνη αἰτία νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ χειροτονία τῶν Διακόνων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων εἶναι κατ' ἐξοχὴν ἔργο τῶν Ἐπισκόπων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στὸν μαθητὴ τοῦ Τίτο, Ἐπίσκοπο Κρήτης: "Τούτου χάριν κατέλιπόν σὲ ἐν Κρήτῃ, ἵνα τα λείποντα ἐπιδιορθώση, καὶ καταστήσης κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην...". Στὴν συνέχεια ἀπαριθμεῖ μερικὰ προσόντα ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ ὑποψήφιοι γιὰ νὰ γίνουν Πρεσβύτεροι, καθὼς ἐπίσης γράφει τὰ πάθη ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει νὰ διακατέχωνται. Μεταξὺ τῶν ἄλλων γράφει: "Εἰσὶ γὰρ πολλοὶ καὶ ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται, μάλιστα οἱ ἐκ περιτομῆς, οὕς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἅ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν" (Τίτ. α΄, 5-11).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ στὸν μαθητή του Τιμόθεο ἀναφέρεται στὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα καὶ περιγράφει τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ προσόντα τῶν ὑποψηφίων Ἐπισκόπων, ποὺ ἐδῶ ἐννοοῦνται οἱ Πρεσβύτεροι, καὶ τῶν Διακόνων. Γιὰ νὰ γίνη κανεὶς Πρεσβύτερος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, "δεῖ δὲ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέση καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου", καὶ γιὰ νὰ γίνουν Διάκονοι πρέπει νὰ ἔχουν "τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρὰ συνειδήσει. καὶ οὗτοι δὲ δοκιμαζέσθωσαν πρῶτον, εἶτα διακονείτωσαν ἀνέγκλητοι ὄντες" (Α' Τίμ. γ΄, 1-10).

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ ἁρμόδιος νὰ ἐπιλέξη κάποιον νὰ γίνη Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος μιᾶς ἐπαρχίας, αὐτὸς εἶναι ὁ διαπιστευμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὑπεύθυνος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, καὶ ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ ἐλέγχη ἐὰν κάποιος εἶναι κατάλληλος γιὰ νὰ ἀναλάβη αὐτὴν τὴν ποιμαντικὴ διακονία.

2. Ἡ ἁρμοδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὴν χειροτονία τῶν Κληρικῶν, κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κινεῖται ὁλόκληρη ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Γι' αὐτὸ ὁ Ἐπίσκοπος ἔχοντας τὴν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁρμοδιότητα νὰ ἐπιλέγη τοὺς κατάλληλους κάθε φορὰ Κληρικοὺς γιὰ τὴν ποιμαντικὴ διακονία, ποὺ θὰ γίνεται μὲ τὴν δική του πνευματικὴ καθοδήγηση, κάνει μὲ φόβο καὶ προσευχὴ αὐτὸ τὸ ἔργο, ἤτοι τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν χειροτονία τῶν Κληρικῶν. Αὐτὸς εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ ἐπιπολαιότητες πάνω στὸ θέμα αὐτό. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ χειροτονεῖται χωρὶς νὰ ἔχη τὰ οὐσιαστικὰ κανονικὰ προσόντα, εἶναι Ἱερεύς, ἀλλὰ ὅμως ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι κατ' ἐξοχὴν ὁ Ἀρχιερεὺς ποὺ τὸν χειροτόνησε, ἀλλὰ καὶ ὁ χειροτονούμενος, ὅπως καὶ ἐκεῖνος ποὺ συμμαρτυρεί.

Τὸ ὅτι ὁ Ἱερεὺς ἔχει ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ ὅσα γράφει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Γράφει ὅτι καίτοι ὁ Ἱερεὺς μπορεῖ νὰ τελῇ τὸ μυστήριο τῆς θεογενεσίας, ἤτοι τὸ Βάπτισμα, καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐν τούτοις ὅμως οὔτε τὴν ἱερὰ θεογενεσία μπορεῖ νὰ τελέση "τοῦ θειοτάτου μύρου χωρίς", οὔτε τὴν θεία Εὐχαριστία μπορεῖ νὰ τελέση "μὴ τῷ θειοτάτω θυσιαστηρίῳ τῶν κοινωνικῶν ἐπιτεθέντων συμβόλων", ἀλλὰ καὶ οὔτε μπορεῖ νὰ εἶναι Ἱερεὺς "μὴ πρὸς τῶν ἱεραρχικῶν τελειώσεων εἰς τοῦτο κεκληρωμένος". Καὶ βεβαίως τὸ ἱερὸ μύρον ἐξαγιάζεται ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους (τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο) καὶ δίδεται στὸν Κληρικὸ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, τὸ Θυσιαστήριο καὶ τὸ ἀντιμήνσιο ἐξαγιάζονται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, καὶ ὁ Κληρικὸς λαμβάνει τὴν ἱερωσύνη ἀπὸ τὸν Ἱεράρχη ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν ἱεραρχικῶν τελειώσεων. Ἔτσι ἡ μετάδοση τῆς ἱερωσύνης, ὁ ἐγκαινιασμὸς τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ μύρου γίνονται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, καὶ γι' αὐτὸ χωρὶς αὐτὸν δὲν γίνονται καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια ποὺ μπορεῖ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου νὰ κάνη ὁ Πρεσβύτερος. Ὅπως λέγει στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Διονύσιος ἡ "ἱεραρχικὴ τάξις" εἶναι "ἡ τῆς τελειωτικῆς δυνάμεως ἀναπεπλησμένη" καὶ αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐπιτελεῖ κατὰ ἀποκλειστικότητα (=ἐκκρίτως) "τὰ τελεσιουργὰ τῆς ἱεραρχίας", μυεῖ στὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ διδάσκει στοὺς μυουμένους τὶς ἀνάλογες μὲ τὴν δεκτικότητά τους ἱερὲς ἕξεις καὶ δυνάμεις. Γι' αὐτὸ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήση τὸν Ἐπίσκοπο σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο.

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κύπρου ἀναφερόμενος σὲ ἀπόψεις ποὺ διετύπωναν μερικοὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πρεσβύτερο, γράφει ὅτι αὐτὴ ἡ ἄποψη "ἀφροσύνης ἐστι τὸ πᾶν ἔμπλεων". Καὶ στὴν συνέχεια γράφει ὅτι ἡ τάξη τῶν Ἐπισκόπων εἶναι "πατέρων γεννητικὴ τάξις· πατέρας γὰρ γεννᾶ τὴ Ἐκκλησία", ἡ δὲ τάξη τῶν Πρεσβυτέρων δὲν μπορεῖ νὰ γεννήση πατέρας καὶ διδασκάλους στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ μόνο "διὰ τῆς λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τὴ Ἐκκλησία". Καὶ βεβαίως καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὅτι καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος τὸ τελεῖ μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου του, ὁπότε τὰ τέκνα εἶναι τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος γεννᾶ πατέρας στὴν Ἐκκλησία, ἐνῷ ὁ Ἱερεὺς γεννᾶ μὲ τὸ Βάπτισμα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου, τέκνα στὴν Ἐκκλησία.

Ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Θεσσαλονίκης, ἀναφερόμενος σὲ Χριστιανοὺς ποὺ δὲν ὑπήκουαν στοὺς Ἐπισκόπους, γράφει ὅτι ὅλα τὰ καλὰ ἐνεργοῦνται ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα, ὅπως "χειροτονίαι ἱερατικαί", "καθιερώσεις ναῶν", "ἡ τὸ λύειν καὶ δεσμεῖν δύναμις", ἀλλὰ "καὶ κοινωνία Χριστοῦ, ἱλασμός τε δι' εὐχῆς ἁγίου ἐλαίου" κ.ἄ.

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος παρουσιάζοντας τὴν ἀξία τοῦ Ἀρχιερέως στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἁρμοδιότητά του, γράφει: "Ὁ Ἀρχιερεὺς φωτιστικὸς καὶ μεταδοτικὸς τῶν θείων φώτων λέγεται, διότι ὅλοι λαμβάνουν τὴν χάριν δι' αὐτοῦ, οἱ μὲν δῆλα δὴ ἱερεῖς καὶ ὁ κλῆρος τὴν χειροτονίαν καὶ τὴν σφραγῖδα· οἱ δὲ ναοὶ τὶς καθιερώσεις καὶ ὁ λαὸς τὸ Βάπτισμα, τὴν ἄφεσιν, τὸν ἁγιασμὸν καὶ τὴν τῶν μυστηρίων κοινωνίαν, τὰ ὁποῖα ὅλα ἐκ πηγῆς φωτὸς καὶ χάριτος εἶναι, τῆς τάξεως τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ πρεσβύτερος δὲ λέγεται τελεστικός, καθότι ἔχει χάριν μόνον τελεστικῶν εἰς τὰς τελετάς, οὐχὶ ὅμως καὶ μεταδοτικὴν· βαπτίζει μὲν καὶ ἱερουργεῖ, δὲν δύναται ὅμως νὰ χειροτονῇ ἱερέα ἢ ἄλλης τάξεως κληρικόν, διότι, ὡς εἴπομεν πολλάκις, τοῦτα ἀνήκουσι τῷ ἱεράρχη".

Ἑπομένως, ὁ φωτιστικὸς καὶ μεταδοτικὸς τῶν θείων φώτων εἶναι ὁ Ἀρχιερεύς-Ἐπίσκοπος σὲ κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προσωπική του πνευματικὴ κατάσταση.

Ἡ παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου στὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι σημαντικὴ καὶ καθοριστική. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἀφαιρέση τὶς ἁρμοδιότητες ποὺ τοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς ἐὰν καθαιρεθῇ, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέρχεται στὰ πνευματικά του καθήκοντα γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ δώση λόγο στὸν Θεό, ἀφοῦ εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν καὶ κύριος ὑπόλογος ἐνώπιόν Τοῦ.

Αὐτὸ συμβαίνει κυρίως καὶ κατ΄ ἐξοχὴν γιὰ τὴν χειροτονία Διακόνων καὶ Πρεσβυτέρων. Ἡ ἁρμοδιότητά του αὐτὴ εἶναι δεδομένη καὶ ἀποκλειστικὴ καὶ δὲν ἐκχωρεῖται σὲ κανένα ἄλλο ἐκκλησιαστικό, πολὺ δὲ περισσότερο κοσμικὸ ὄργανο.

Ὁ β΄ Κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων σαφῶς διαγορεύει: "Πρεσβύτερος ὑπὸ ἑνὸς ἐπισκόπου χειρονοτείσθω, καὶ διάκονος, καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοί". Ἑρμηνεύοντας τὸν Κανόνα αὐτὸν ὁ Ζωναρὰς γράφει: "Καὶ τὴν ἐπιλογὴν καὶ τὴν χειροτονίαν τῶν πρεσβυτέρων καὶ διακόνων τῷ ἐπισκόπῳ ἀνατίθησιν ὁ κανών, ὦ ὑποκεῖσθαι μέλλουσιν οἱ χειροτονούμενοι". Πρέπει ἐδῶ νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι τὴν ἐπιλογὴ καὶ τὴν χειροτονία "τὼ ἐπισκόπῳ ἀνατίθησιν ὁ κανών". Δηλαδή, οἱ Πρεσβύτεροι καὶ οἱ Διάκονοι ἐπιλέγονται καὶ χειροτονοῦνται κατὰ ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ὁποίου θὰ ἐργασθοῦν. Ὁ Βαλσαμῶν ἑρμηνεύοντας αὐτὸν τὸν Κανόνα γράφει ὅτι δὲν χειροτονεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Πρεσβύτερο, Διάκονο, Κληρικό, μετὰ ἀπὸ ψηφοφορία ἄλλων, ἀκόμη καὶ ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων, ὅπως γίνεται μὲ τὴν ἐκλογὴ τῶν Ἐπισκόπων. "Οὐδὲ γὰρ ψηφίζεσθαι πρότερον πρεσβύτερον, ἢ διάκονον, ἢ ἕτερον κληρικόν, ἐδιδάχθημεν, καὶ οὕτω χειροτονεῖσθαι αὐτόν".

Ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς μόνος ἁρμόδιος γιὰ τὴν χειροτονία ἑνὸς Κληρικοῦ πρέπει νὰ ἐξετάση τὸν ὑποψήφιο ποὺ θὰ προσφερθῇ καὶ ὕστερα μὲ τὴν ἀποκλειστική του εὐθύνη θὰ ἀποφασίση νὰ προχωρήση στὴν χειροτονία ἢ νὰ ματαιώση τὴν χειροτονία, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ αὐτὸς θὰ διακριβώση. Ὁ ἱερὸς Φώτιος στὸν Νομοκάνονά του, στὸν ὁποῖο κωδικοποίησε τοὺς Κανόνας ἀλλὰ καὶ τὴν πολιτικὴ νομοθεσία, καὶ ἀναφερόμενος στὴν δεύτερη περίπτωση γράφει ὅτι ἐὰν δὲν προηγήθηκε ἐξέταση τῶν προϋποθέσεων ἑνὸς Κληρικοῦ καὶ χειροτονηθῇ χωρὶς ἐξετάσεως, τὴν ὁποία θὰ κάνη ὁ ἁρμόδιος Ἐπίσκοπος, τότε τιμωροῦνται καὶ ὁ χειροτονηθεὶς καὶ ὁ χειροτονήσας. "Τῆς δὲ χειροτονίας πρὸ ἐξετάσεως γενομένης, ὁ μὲν χειροτονηθεὶς ἐξωθεῖται, ὁ δὲ χειροτονήσας ἐπὶ ἐνιαυτὸν τῆς ἱερᾶς λειτουργίας χωρίζεται καὶ πᾶσα ἡ οὐσία αὐτοῦ τὴ κατ' αὐτὸν Ἐκκλησία προσκυροῦται".

Ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ μόνος ἁρμόδιος, βάσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων ποὺ πρέπει νὰ διαθέτη, γιὰ νὰ προχωρήση σὲ χειροτονίες, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν τὴν παρέμβαση τοῦ ὄχλου, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ δὲν γνωρίζουν αὐτὰ τὰ κριτήρια, καὶ ἐπεμβαίνουν μὲ αὐθαιρεσία καὶ θρασύτητα στὴν ἄσκηση βίας καὶ ἐκβιασμοῦ στὸν Ἐπίσκοπο προκειμένου νὰ χειροτονηθῇ κάποιος Κληρικός. Ὁ ἰγ' Κανόνας τῆς Λαοδικείας διαγορεύει: "Περὶ τοῦ μὴ τοῖς ὄχλοις ἐπιτρέπειν τὰς ἐκλογὰς ποιεῖσθαι τῶν μελλόντων καθίστασθαι εἰς ἱερατεῖον". Καὶ ὁ ἑρμηνευτὴς Ζωναρὰς γράφει ὅτι ὄχι μόνον ἐμποδίστηκαν νὰ γίνονται οἱ ἐκλογὲς τῶν Ἐπισκόπων ἀπὸ τοὺς ὄχλους, "ἀλλὰ οὐδὲ ἱερεῖς ἐκλέγεσθαι παρεχωρήθησαν".

3. Τὰ κανονικὰ ἀδικήματα τῆς ἀρχοντικῆς δυναστείας καὶ τῆς σιμωνίας

Μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία παρατηρήθηκαν καὶ διάφορα ἔκτροπα τὰ ὁποῖα ὁδήγησαν τοὺς ἁγίους Πατέρας νὰ ἀντιμετωπίσουν μὲ σύνεση καὶ μὲ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τὸν τρόπο τῆς χειροτονίας τῶν Διακόνων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων.

Ἕνα ἀπὸ τὰ ἔκτροπα εἶναι ὅταν χρησιμοποιοῦνται χρήματα ποὺ οἱ Ἐπίσκοποι λαμβάνουν καὶ οἱ ὑποψήφιοι Κληρικοὶ δίδουν γιὰ νὰ γίνη κάποια χειροτονία. Τὸ κανονικὸ αὐτὸ ἀδίκημα ποὺ λέγεται σιμωνία, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Σίμωνος Μάγου, ποὺ ζήτησε νὰ λάβη την Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσφέροντας χρήματα, εἶναι βαρύτατο. Συγκεκριμένα ὁ κθ΄ ἀποστολικὸς Κανόνας διαγορεύει: "Εἶ τις ἐπίσκοπος διὰ χρημάτων τῆς ἀξίας ταύτης ἐγκρατὴς γένοιτο, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, καθαιρείσθω καὶ αὐτὸς καὶ ὁ χειροτονήσας, καὶ ἐκκοπτέσθω παντάπασι καὶ τῆς κοινωνίας, ὡς ὁ Σίμων ὁ μάγος ὑπ' ἐμοῦ Πέτρου". Ὅσοι ἔλαβαν τὴν χάρη τῆς ἱερωσύνης μὲ χρήματα καθαιροῦνται, ἀλλὰ καθαιρεῖται καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀρχιερεὺς ποὺ μετέδωσε τὴν ἱερωσύνη λαμβάνοντας χρήματα.

Τὸ κανονικὸ ἀδίκημα τῆς σιμωνίας οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἑρμηνευτές τους, τὸ συνδέουν μὲ τὸ κανονικὸ ἀδίκημα τοῦ νὰ λαμβάνη κανεὶς τὴν ἱερωσύνη ὕστερα ἀπὸ πίεση ποὺ ἀσκοῦν οἱ κοσμικοὶ ἄρχοντες, καὶ γενικὰ οἱ εὑρισκόμενοι ἐν δυναστείᾳ. Γι' αὐτὸ ἀμέσως μετὰ τὸν κθ΄ ἀποστολικὸ Κανόνα περὶ σιμωνίας, ἀκολουθεῖ ὁ λ΄ ἀποστολικὸς Κανόνας ὁ ὁποῖος σαφῶς ἐπιτάσσει: "εἶ τις ἐπίσκοπος κοσμικοῖς ἄρχουσι χρησάμενος, δι' αὐτῶν ἐγκρατὴς ἐκκλησίας γένοιτο, καθαιρείσθω, καὶ ἀφοριζέσθω· καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτῶ πάντες". Οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς ἑρμηνεύουν μαζὶ καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς Κανόνες, ποὺ σημαίνει ὅτι ἀφ' ἑνὸς μὲν συνδέουν τὸ κανονικὸ ἀδίκημα τῆς ἀπόκτησης τῆς ἱερωσύνης μὲ προσφορὰ χρημάτων μὲ τὸ κανονικὸ ἀδίκημα τῆς χρησιμοποιήσεως τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἀφ' ἑτέρου δὲ καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἀδικήματα τὰ ἀναφέρουν τόσο στὴν λήψη τοῦ βαθμοῦ τοῦ Ἐπισκόπου ὅσο καὶ τοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ τοῦ Διακόνου.

Ὁ Ζωναρὰς ἑρμηνεύοντας αὐτοὺς τοὺς δύο Κανόνες γράφει: "Καὶ διὰ τοῦτο πρὸς τὴ καθαιρέσει, οἱ διὰ χρημάτων ἢ δυναστείας ἀρχοντικῆς τὴν ἱερωσύνην κτησάμενοι, καὶ οἱ οὕτω παρασχόντες αὐτήν, καὶ τῆς ἐκκλησίας παντάπασιν ἀπελαύνονται". Καὶ μνημονεύει ἐγκύκλιο τοῦ Πατριάρχου Νέας Ρώμης Γενναδίου περὶ τοῦ Κληρικοῦ ποὺ ἔλαβε τὴν ἱερατικὴ ἐξουσία μὲ τέτοιους ἀντικανονικοὺς τρόπους, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία "ἔστω τοινυν καὶ ἔστιν ἀποκήρυκτος, καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ λειτουργίας ἀλλότριος, καὶ τὴ κατάρα τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος".

Ὁ δὲ Βαλσαμῶν, ἑρμηνεύοντας καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀποστολικοὺς Κανόνες, ἤτοι τον κθ΄ καὶ λ΄, καὶ ἀπαντῶντας στὸ ἐὰν οἱ Κανόνες αὐτοὶ περὶ λήψεως τῆς ἱερωσύνης "διὰ προστασίας ἄρχοντος" ἢ "διὰ δόσεως χρημάτων", ἀναφέρονται μόνον στὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου, ἢ καὶ τὸν βαθμὸ τοῦ Διακόνου καὶ τοῦ Πρεσβυτέρου, γράφει ὅτι βεβαίως ἰσχύουν τὰ ἴδια καὶ γιὰ τοὺς Διακόνους καὶ τοὺς Πρεσβυτέρους ἀλλὰ "καί τους κοινωνοῦντας αὐτοῖς".

Ὁ γ΄ Κανόνας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σαφῶς διαγορεύει ὅτι κάθε ψηφοφορία Ἐπισκόπου, Πρεσβυτέρου ἢ Διακόνου ποὺ γίνεται μὲ ἐπέμβαση κοσμικῶν ἀρχόντων, πρέπει νὰ θεωρῆται ἄκυρος. Καὶ ὁ Ζωναράς, ἑρμηνεύοντας τὸν Κανόνα αὐτὸν λέγει ὅτι δὲν ἐννοεῖ ἐδῶ ψηφοφορία ποὺ γίνεται ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ἀλλὰ γιὰ ψηφοφορία ποὺ γίνεται "κατὰ ἐξουσίαν ἀρχοντικὴν" καὶ περὶ ψήφων "ἤτοι χειροτονιῶν πρεσβυτέρων ἢ διακόνων, προβαινουσῶν κατὰ κέλευσιν ὁμοίαν".

4. Αὐτονόητες διαπιστώσεις

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ μὲ συντομία διατυπώθηκαν θὰ ἤθελα νὰ καταλήξω σὲ μερικὰ ἁπλὰ συμπεράσματα, ποὺ ἐκφράζουν τὸ αὐτονόητο καὶ τὸ δεδομένο μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ἡ Ἱερωσύνη εἶναι μιὰ εὐαίσθητη καὶ λεπτὴ ἐκκλησιαστικὴ πράξη καὶ γι' αὐτὸ ἡ προσέγγισή της ἀπαιτεῖ λεπτοὺς χειρισμοὺς καὶ πνευματικὴ εὐαισθησία. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς ποὺ ἅγιοι, αἰσθανόμενοι τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης ἠρνοῦντο καὶ ἀπέφευγαν νὰ τὴν δεχθοῦν καὶ ἔφευγαν στὰ ὄρη καὶ τὰ βουνά. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι ἡ μετάδοση τῆς Χάριτος τῆς ἱερωσύνης γίνεται ἀπο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, στοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴν ἀρχιερωσύνη Τοῦ. Οἱ Ἐπίσκοποι πρέπει νὰ κρίνουν τὸν ὑποψήφιο μὲ καθαρὰ ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια καὶ πρέπει νὰ γνωρίζη ὅτι θὰ δώση λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς χειροτονίες του. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βιάση καὶ νὰ πιέση τὸν Ἐπίσκοπο στὸ λεπτό, σοβαρὸ καὶ ὑπεύθυνο αὐτὸ ἔργο του.

Τὸ τρίτο εἶναι ὅτι διαπράττουν σοβαρὰ κανονικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀδικήματα, ἐκεῖνοι ποὺ καταφεύγουν στοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντες καὶ τὴν κοσμικὴ δικαιοσύνη προκειμένου νὰ λάβουν την Χάρη τῆς ἱερωσύνης. Καὶ ὅσοι καταφεύγουν στὴν κοσμικὴ δικαιοσύνη γιὰ νὰ ἐξαναγκάσουν τὸν Ἐπίσκοπο, ὕστερα ἀπὸ ἐπιδιωκόμενη (ὅμως ἀδύνατη) ἀπόφασή της νὰ προβῆ σὲ χειροτονίες, οὐσιαστικὰ διαπράττουν τὸ παράπτωμα τῆς σιμωνίας σὲ μεγαλύτερο βαθμό. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιατί προκειμένου νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ἄποψή τους στὰ κοσμικὰ Δικαστήρια καταβάλλουν μεγάλα χρηματικὰ ποσά, τόσο στὰ Δικαστήρια γιὰ τὰ σχετικὰ παράβολα, ὅσο καὶ στοὺς δικηγόρους. Καὶ βέβαια κανεὶς Ἐπίσκοπος ποὺ ἔχει συνείδηση τῆς ἀποστολῆς του δὲν μπορεῖ νὰ θέση τὰ χέρια τοῦ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν διαθέτουν ἴχνος ἐκκλησιαστικοῦ φρόνηματος. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μερικοὶ προσφεύγουν στὴν κοσμικὴ δικαιοσύνη προκειμένου νὰ χειροτονηθοῦν Κληρικοί, ὑποπίπτοντες ἔτσι καὶ στὸ κανονικὸ παράπτωμα τῆς σιμωνίας, τότε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ μὲ τὴν ἐκφρασθεῖσα ἐπιθυμία τους δείχνουν ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλοι γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ὡς μὴ διαθέτοντες ἴχνος ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Ἤδη μὲ τὴν ἐνέργειά τους αὐτὴ ἀποκτοῦν πνευματικὰ κωλύματα γιὰ νὰ χειροτονηθοῦν. Καὶ τὸ πρᾶγμα εἶναι βαρύτερο καὶ ἀντιεκκλησιαστικότερο, ὅταν μιὰ τέτοια ἐνέργεια προέρχεται ἀπὸ μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν μεγαλύτερη εὐαισθησία ἀπὸ ἄλλους ἀπέναντι σὲ κανονικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα. Μιὰ τέτοια νοοτροπία δείχνει τὴν μεγάλη πτώση τους. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη Ἐπίσκοπος ποὺ θὰ εἰσαγάγη τέτοιους μοναχοὺς στὴν ἱερωσύνη.

Τὸ τέταρτο εἶναι ὅτι κι ἂν μερικοὶ ὑποψήφιοι μὲ τέτοιο ἦθος καὶ νοοτροπία "κατορθώσουν" νὰ ἐκβιάσουν μερικοὺς Ἐπισκόπους προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τὸν ἀντικανονικὸ καὶ ἀντιπνευματικὸ καὶ ἀντιεκκλησιαστικὸ στόχο τους, τότε ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ δεχθοῦν τὶς συνέπειες τοῦ πνευματικοῦ νόμου ποὺ ὁπωσδήποτε ἐνεργεῖ καὶ μάλιστα εἶναι σκληρὸς καὶ ἀδυσώπητος.

Ἔγραψα αὐτὲς τὶς ἁπλὲς σκέψεις γιὰ δεδομένα πράγματα, ποὺ ὅμως λησμονοῦνται, λόγῳ ἐλλείψεως ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ πρέπει κατὰ καιροὺς νὰ γράφωνται γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνωνται. Καὶ τὸ ἔκανα αὐτὸ μὲ βαθειὰ θλίψη καὶ ἀπέραντο πόνο γιὰ τὴν νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ ἀνατρέψουν ἱερὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας ἐμπαθεῖς καὶ ἰδιοτελεῖς σκοπούς.—

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ