Γράφτηκε στις .

Δεκαετία στὴν Μητρόπολη Ναυπάκτου (Α)

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὅπως ἀναφέραμε σὲ προηγούμενο τεῦχος, τὸν Ἰανουάριο, κατὰ τὴν καθιερωμένη κοπὴ τῆς Βασιλόπιττας γιὰ τοὺς Ναυπακτίους τῆς Ἀθήνας, ὁ Σεβασμιώτατος μίλησε στὴν ὁμήγυρη μὲ θέμα "Δεκαετία ἀρχιερατείας στὴν Ναύπακτο", ἐπειδὴ ἐφέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν ἐκλογή, χειροτονία καὶ ἐνθρόνισή του στὴν ἱστορικὴ Μητρόπολη Ναυπάκτου. Τμήματα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς θὰ δημοσιεύσουμε στὴν "Ἔ.Π.".

***

Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη τιμὴ ποὺ μὲ καλέσατε καὶ ἐφέτος σ' αὐτὴν τὴν ἐτήσια συνάντηση στὴν ὁποία κόβεται ἡ "Ναυπακτιακὴ πίττα" καὶ ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία, ὅταν μάλιστα λειτουργεῖ ὡς κοινωνία μεταξύ μας, εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ φυγάδευση τοῦ ψεύδους. Αὐτὸ συνιστᾶ ὅλη τὴν παράδοση ποὺ ἀναπτύχθηκε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο.

Γιὰ παράδειγμα νὰ θυμηθοῦμε τὸ σοφὸ ἀπόφθεγμα τοῦ μεγάλου προσωκρατικοῦ φιλοσόφου Ἡρακλείτου: "δι' ὃ καθ' ὅ,τι αὐτοῦ τῆς μνήμης κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἅ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν ψευδόμεθα" (Ἡράκλειτος ἅπαντα, Τάσος Φάλκος-Ἀρβανιτάκης, ἐκδόσεις Ζῆτρος Θεσσαλονίκη 1999, σέλ. 64)

Βεβαίως στὸ ἀπόφθεγμα αὐτὸ ὁ Ἡράκλειτος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν μετοχὴ τοῦ κοινοῦ λόγου καὶ θείου, ποὺ βρίσκεται σὲ ὅλη τὴν φύση καὶ κατὰ συνέπεια ἀληθεύουμε ὅσο κοινωνοῦμε καὶ ἀναπνέουμε αὐτὸν τὸν θεῖο λόγο. Ὁ κοινὸς λόγος εἶναι ἡ ὑπερτάτη ἀρχὴ ποὺ διέπει τὰ πάντα. Λέγοντας ὁ Ἡράκλειτος γιὰ τὸν κοινὸ λόγο σκόπιμα χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη "ξυνὸν" λόγον ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ "ξύν-νόω", δηλαδὴ ἐννοεῖ τὴν ταύτιση τὸῡ κοινοῦ λόγου μὲ τὴν κοινὴ σὲ ὅλους κοινὴ φρόνηση. Ὅσοι βρίσκονται σὲ ἐγρήγορση συνδέονται μὲ τὸν κοινόν-ξυνὸν λόγον, ἐνῷ ὅσοι κοιμοῦνται στρέφονται στὸν "ἴδιον" κόσμον (Κωνσταντίνου Βαμβακά: οἱ θεμελιωτὲς τῆς δυτικῆς σκέψης, Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης Ἡράκλειο 2001 σέλ.254-256). Ὁπότε, ἀληθεύουμε ὅταν κοινωνοῦμε αὐτοῦ τοῦ λόγου, ἐνῷ ἀντίθετα ψευδόμαστε ὅσο εἴμαστε ἀπομονωμένοι ἀπὸ αὐτὸν τὸν ξυνόν - κοινὸν καὶ θεῖον λόγον.

Ὅμως αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ προσαρμόσουμε καὶ στὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ποὺ σημαίνει ὅτι ἔχουμε τὴν ἀλήθεια ὅταν κοινωνοῦμε μεταξύ μας, ἐνῷ ψευδόμαστε ὅταν ἰδιάζουμε, ὅταν ὁ καθένας μας κλείνεται στὸν ἑαυτό του.

Ἔτσι αἰσθάνομαι καὶ τὴν συνάντησή μας αὐτή. Βεβαίως συναντόμαστε πολλὲς φορὲς στὴν Ναύπακτο, τὴν ὀρεινὴ Ναυπακτία καὶ τὸν Ἅγιο Βλάσιο, ἀφ' ἑνὸς μὲν κατὰ τὰ Συνέδρια τὰ ὁποῖα πραγματοποιεῖ ἡ Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν καὶ τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ κάνει ἡ ΟΣΥΜ, ἀφ' ἑτέρου δὲ κατὰ τὶς διακοπὲς τὴν περίοδο τοῦ Καλοκαιριοῦ καὶ σὲ ἄλλες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις, ὅπως κατὰ τὴν συνάντηση τῶν ὁμογενῶν ἀδελφῶν μας ποὺ διοργανώνει ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη μὲ τὸν Ἑλληνοαμερικανικὸ Σύλλογο τῶν ἐν Ἀθήναις Ναυπακτίων, καὶ ἔτσι ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ ἀνταλλάσσουμε ἀπόψεις γιὰ τὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦν γενικότερα τὸν ἄνθρωπο καὶ εἰδικότερα ἐμᾶς τοὺς Ναυπακτίους. Ὅμως καὶ ἡ συνάντηση ἐδῶ στὴν Ἀθήνα εἶναι σημαντική, γιατί μᾶς δίδεται ἡ δυνατότητα στὴν ἀρχὴ τοῦ χρόνου νὰ ἀνταλλάξουμε εὐχὲς καὶ σκέψεις γιὰ τὴν βελτίωση τῶν πραγμάτων.

Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη τιμὴ ποὺ μοῦ δίδεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀναπτύξω μερικὲς σκέψεις μου κάθε φορὰ σὲ αὐτὴν τὴν σεμνὴ ἐκδήλωση, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ ἕνα γεγονὸς τοῦ ἔτους αὐτοῦ.

Ἐφέτος θὰ ἤθελα νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ περιορίσω τὸν λόγο σὲ ἕνα γεγονὸς τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἁπλῶς προσωπικό, ἀλλὰ ταυτοχρόνως εἶναι ἐκκλησιαστικό. Πρόκειται γιὰ τὸ ὅτι ἐφέτος κλείνω μιὰ δεκαετία στὴν Μητρόπολη Ναυπάκτου ὡς Μητροπολίτης αὐτῆς, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ἄλλες δεκαετίες ποιμαντικῆς ἐργασίας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Δὲν πρόκειται νὰ κάνω ἀπολογισμὸ τοῦ ἔργου, οὔτε νὰ σᾶς ἀναφέρω τὶς δραστηριότητές μου κατὰ τὸν χρόνο τῆς ποιμαντικῆς μου ἀρχιερατικῆς διακονίας. Αὐτὸ δὲν ἁρμόζει σὲ μένα. Ἀλλὰ κατὰ πρῶτον θὰ ἀναφερθῶ στὴν τιμὴ ποὺ μοῦ ἐπεφύλαξε ὁ Θεὸς νὰ γίνω Μητροπολίτης στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ Μητρόπολη, καὶ στὴν συνέχεια νὰ σᾶς παρουσιάσω τὶς βασικές μου ἀρχὲς ποὺ ἔχω κατὰ τὴν ἐκκλησιαστική μου διακονία.

1. Ἡ ἐκλογή μου σὲ Μητροπολίτη

Θεωρῶ μεγάλη τιμὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ μὲ ἐξέλεξε Μητροπολίτη, διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα στὴν ἱστορικὴ καὶ παλαίφατη αὐτὴ Ἱερὰ Μητρόπολη. Ἦταν κάτι ποὺ δὲν ἐπεδίωξα οὔτε καὶ φανταζόμουν ποτέ.

Ὅσοι μὲ γνωρίζουν ξέρουν καλὰ ὅτι ἐγγράφηκα στὸν κατάλογο ἐκλογίμων πρὸς ἀρχιερατείαν, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξω καὶ νὰ συνεργήσω σὲ αὐτό. Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης μου ὁ Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸς Καλλίνικος ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὰ Σιταράλωνα Θέρμου, ἐνῷ ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπὸ τὸν Πλάτανο τῆς Ναυπακτίας, ἐγνώριζε τὶς ἀπόψεις μου γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ὅτι, δηλαδὴ δὲν ἐπιθυμοῦσα νὰ γίνω Ἐπίσκοπος καὶ γι' αὐτὸ κατὰ τὴν ἀπουσία μου στὴν Ἀγγλία, συγκέντρωσε ὅλα τὰ δικαιολογητικὰ ποὺ χρειάζονταν, μὲ τὴν βοήθεια τῶν συγγενῶν μου, χωρὶς ἐγὼ νὰ τὸ γνωρίζω, καὶ τὰ ἀπέστειλε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο γιὰ νὰ ἐγγραφῶ στοὺς καταλόγους ἐκλογίμων, ἡ ὁποία ἐγγραφὴ ἔγινε ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ψηφοφορία στὴν Ἱεραρχία. Καὶ ὅπως ἦταν εὐνόητο ἐγνώρισα ὅτι ἐγγράφηκα στὸν κατάλογο, μετὰ τὴν ἐγγραφή μου σὲ αὐτόν.

Καὶ ἡ ἐκλογή μου σὲ Μητροπολίτη τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως εἶχε τὰ ἴδια σχεδὸν στοιχεῖα. Μετὰ τὴν κηδεία τοῦ ἀειμνήστου προκατόχου μου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κυροῦ Νικοδήμου, ἔφυγα σὲ προγραμματισμένο ταξίδι μου στὸ Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ καὶ στὸ Σιὰτλ τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν προκειμένου νὰ ὁμιλήσω σὲ εἰδικὸ σεμινάριο τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς στὸ Βανκοῦβερ καὶ σὲ Συνέδριο ποὺ εἶχε προγραμματίσει ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐνορία τοῦ Σιάτλ, μὲ τὴν ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς.

Ὅταν εὑρισκόμουν στὴν Ἀμερικὴ ἔλαβα τηλεφώνημα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα νὰ ἐπιστρέψω γρήγορα, γιατί ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ἀρχιερατικὲς ἐκλογὲς γιὰ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κυρὸς Σεραφεὶμ εἶχε καταλήξει νὰ μὲ προτείνη γιὰ ὑποψήφιο γιὰ τὴν Μητρόπολη αὐτή. Βέβαια δὲν ἐπέστρεψα ἀμέσως γιατί στὴν Ἀμερικὴ εἶχα ὑποχρεώσεις, ἀλλὰ συντόμευσα τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς μου ἐκεῖ. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔγιναν ἀρχιερατικὲς ἐκλογὲς καὶ ἐξελέγην Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξω.

Ἡ ἐκλογή μου σὲ Μητροπολίτη ἔγινε τὴν 19 Ἰουλίου 1995, ἡ χειροτονία τὴν ἑπομένη ἡμέρα, ἑορτὴ τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου, καὶ ἡ ἐνθρόνισή μου τὴν 10ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους.

2. Οἱ βασικὲς ποιμαντικὲς ἀρχές

Ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἐξασκῆ τὸ ἔργο τοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐνεργῆ μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ μιμῆται τὸν Μέγα Ἀρχιερέα Χριστὸ καὶ τοὺς προγενεστέρους μεγάλους Ἀρχιερεῖς καὶ διδασκάλους ποὺ ἦταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι κοινωνοῦν αὐτοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ζωῆς ἀληθεύουν, ἐνῷ ὅσοι ἰδιάζουν καὶ αὐθαδιάζουν ψεύδονται καὶ ἑπομένως ἀποτυγχάνουν νὰ εἶναι ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς καὶ νὰ ἐξασκοῦν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ποιμαντικὴ στὸν λαό.

Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς παρουσιάσω μερικὲς ἀπὸ τὶς βάσεις τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας μου.

Α. ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

Ἡ ἀρχιερωσύνη εἶναι μιὰ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μιὰ ἀνθρώπινη ἐξουσία. Κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας του ὁ Κληρικὸς λαμβάνει την Χάρη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ποιμάνη μιὰ συγκεκριμένη Ἱερὰ Μητρόπολη καὶ καθίσταται φορεὺς τῆς μαρτυρικῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ. Κάθε Ἀρχιερεὺς εἶναι διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως ἐννοεῖται ὅτι θὰ ἀνταποκρίνεται ἐλεύθερα στὴν θεία Χάρη καὶ θὰ γίνεται ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Προϋποτίθεται ἡ θεολογικὴ ἀρχὴ τῆς συνεργείας. Ἐὰν ὁ Ἀρχιερεὺς δὲν ἔχει γίνει κατάλληλο δοχεῖο τοῦ Πνεύματος, μὲ τὴν προσωπική του ἀναγέννηση, τότε μπορεῖ βεβαίως νὰ τελῇ τὰ μυστήρια, ἀφοῦ ἡ θεία Χάρη δι' αὐτοῦ τελεῖ τὰ μυστήρια, ἀλλὰ τὴν ὅλη διακονία του τὴν κάνει ἀνθρωποκεντρικὰ καὶ κοσμικά.

Ἀρχὴ τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης δὲν εἶναι ὁ λαός, ἀλλὰ ὁ Θεός, ἀφοῦ ἄλλωστε ἡ ἀρχὴ τοῦ δικαίου στὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ἡ πραγμάτωση τοῦ δικαίου εἶναι ἡ μέλλουσα καὶ ὄχι ἡ μένουσα πόλη (Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας). Βεβαίως τὸ χάρισμα τῆς ἀρχιερωσύνης δίδεται γιὰ τὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τοῦ λαοῦ, ποὺ πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀνύστακτη μέριμνα, προσευχὴ καὶ σεβασμὸ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων.

Β. ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Κάθε Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς χειροτονίας του δίνει τὴν ἀρχιερατικὴ ὁμολογία ἐνώπιον ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος –τῶν Ἀρχιερέων, τῶν Κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν– ὅτι θὰ διαφυλάξη τὰ δόγματα καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, ὅλα αὐτὰ ποὺ λέγονται ἱερὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκφράσθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Τὰ δόγματα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Τριάδα, τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μὲ τὶς ὁποῖες ὁριοθετήθηκε ἡ ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπαντήθηκαν τὰ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων. Τὰ δόγματα δὲν εἶναι μερικὲς φιλοσοφικὲς ἀρχές, ἀλλὰ ὁδοδεῖκτες γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν καὶ τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἀποβλέπουν στὴν καλὴ συγκρότηση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διαφύλαξη τῆς ἑνότητός της. Ἡ ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μεταξὺ τῶν Πατριαρχείων καὶ τῶν Αὐτοκεφάλων καὶ Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν κατοχυρώνονται μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Καὶ ὅταν ἀπὸ τοὺς Κανόνας αὐτοὺς ἐπιβάλλονται μερικὲς ποινές, ποὺ δὲν θεωροῦνται ὡς ποινὲς ἀλλὰ ὡς ἰατρικὰ πνευματικὰ φάρμακα, αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ διαφυλάσσεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ θεραπεύωνται τὰ ἄρρωστα μέλη της.

Ὅταν κανεὶς παρακάμπτη τὰ δόγματα καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τότε ἐκκοσμικεύει τὴν ποιμαντική του διακονία.

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ γίνεται τὸ μυστηριακὸ καὶ τὸ διδασκαλικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἔχει τὸ κήρυγμα καὶ ἡ κατήχηση, ποὺ προσφέρεται σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες. Ὁ ἀπώτερος σκοπὸς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ ἐκκλησιοποίηση τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ χαρίσματος τοῦ κατ' εἰκόνα δημιουργηθέντος ἀνθρώπου καὶ ἡ πορεία του πρὸς τὴν κατὰ Χάριν υἱοθεσία.

Γ. ΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ

Τὸ προηγούμενο μᾶς ὁδηγεῖ στὸ σημεῖο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ θρησκευτικὴ ὀργάνωση, οὔτε ἕνα σωματεῖο εὐσεβῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἀκόμη ἕνα φιλανθρωπικὸ κατάστημα, ἀλλὰ πνευματικὸ νοσοκομεῖο, θεραπευτήριο, ποὺ θεραπεύει τὶς πνευματικὲς ὑπαρξιακὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ Κληρικοὶ εἶναι οἱ πνευματικοὶ ἰατροί, ἰδιαιτέρως ὁ Ἐπίσκοπος σὲ μιὰ περιοχὴ εἶναι ὁ Διευθυντὴς τῆς ἰατρικῆς αὐτῆς κλινικῆς καὶ ἔχει κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψή του τοὺς ἄλλους Κληρικοὺς ποὺ ἐργάζονται ὡς ἰατροὶ καὶ νοσοκόμοι γιὰ τὴν θεραπεία τῶν πνευματικῶς ἀσθενούντων μελῶν. Οἱ Κληρικοὶ πρέπει νὰ γνωρίζουν τὸν τρόπο θεραπείας τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι νὰ βρίσκουν τρόπο νὰ τοὺς ἐκμεταλλεύονται. Γι' αὐτὸ καὶ ὡς Κληρικοί, Πρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι πρέπει νὰ χειροτονοῦνται ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν τὰ προσόντα ποὺ προβλέπουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες καὶ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος διαπιστώνη ὅτι οἱ Κληρικοὶ δὲν θεραπεύουν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τοὺς ἀρρωσταίνουν ἀκόμη περισσότερο τότε πρέπει νὰ λαμβάνη τὰ κατάλληλα μέτρα.

Μὲ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ Θεραπευτήριο ἀποφεύγεται ἡ ἰδεολογοποίηση τῆς πίστεως, ὁ φανατισμός-φονταμελισμός, ἡ ἐκκοσμίκευση.

Δ. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΝΟΡΙΩΝ ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ θεραπευτήριο συνεπάγεται ὅτι καὶ κάθε Ἐνορία, ἰδιαιτέρως ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις πρέπει νὰ λειτουργῇ ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κέντρο τῆς Ἐνορίας πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία. Ἔπειτα, πρέπει νὰ θεραπεύωνται τὰ ψυχικὰ τραύματα τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη ἀναπτύσσεται ἡ κατήχηση καὶ ἡ διδασκαλία σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες, κυρίως στοὺς νέους μας, ποὺ ἔχουν πολὺ μεγάλη ἀνάγκη. Βεβαίως ἀναπτύσσεται καὶ τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Μέσα σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα ἐπιλύονται πολλὰ προβλήματα ψυχικὰ καὶ σωματικά, οἰκογενειακὰ καὶ κοινωνικά. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ γνωρίζη κανεὶς ὅτι ὅπου ὑπάρχει μιὰ Ἐνορία ὀργανωμένη, μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ προοπτική, μπορεῖ νὰ ὑπάρχη μιὰ ζωντανὴ θεραπευτικὴ κοινότητα.

Ε. ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ

Ἕνα εὐλογημένο κομμάτι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ὁ μοναχισμός. Σὲ κάθε Ἱερὰ Μητρόπολη ὑπάρχουν Ἱερὲς Μονὲς στὶς ὁποῖες μονάζουν μοναχοὶ καὶ μοναχὲς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι στὸν Θεό, δοξολογοῦν καθημερινὰ τὸν Θεὸ καὶ γίνονται πόλοι ἕλξεως τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ μάθουν τὰ ἐνδότερα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ θεραπευτήριο, οἱ Ἱερὲς Μονὲς εἶναι οἱ πνευματικὲς ἰατρικὲς σχολὲς τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἑτοιμάζουν τοὺς καλοὺς πνευματικοὺς ἰατρούς.

Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει ὅτι ὁ μοναχισμὸς κινεῖται μέσα στὰ παραδοσιακὰ πλαίσια, δηλαδὴ στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ εἶναι παράγων ὑγείας στὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία. Καί, φυσικά, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος διαπιστώνει ὅτι ὁ μοναχισμὸς χάνει τὸν σκοπό του καὶ τὴν ἀποστολή του, καὶ γίνεται κέντρο ἐμπορικό, τότε εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ λαμβάνη τὰ κατάλληλα θεραπευτικὰ μέτρα γιὰ τὸν ἐπανατροχιασμό του στὴν κανονικὴ μοναχικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ὁδό.

ΣΤ. ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΛΕΓΕΙ Ὁ ΛΑΟΣ

Ἐφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ Νοσοκομεῖο αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ἔργο της εἶναι ἰδιαίτερο ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς Πολιτείας. Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὑπάρχει διάκριση ἁρμοδιοτήτων καὶ ἀποφεύγεται ἡ σύγχυση τῶν σκοπῶν καὶ ἐπιδιώξεών τους. Ἰσχύει καὶ ἐδῶ ὅ,τι ἰσχύει καὶ στὰ Νοσοκομεῖα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀσκοῦν πολιτικὴ διοίκηση καὶ ἐξουσία, καὶ οἱ ἰατροὶ δὲν διεκδικοῦν πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς θέσεις. Ἀρκοῦνται στὸ ἔργο τῆς θεραπείας τῶν ἀνθρώπων.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος σέβεται τὸ ἔργο τῆς Πολιτείας καὶ τὸ ἔργο ὅλων τῶν ἐκλεγέντων ἐκπροσώπων τοῦ λαοῦ εἴτε στὴν πρωτοβάθμια εἴτε στὴν δευτεροβάθμια αὐτοδιοίκηση, εἴτε στὴν Κυβέρνηση τοῦ Κράτους καὶ τὸ Κοινοβούλιο. Καὶ βεβαίως παραμένει στὸ δικό του ἔργο. Δὲν ἀσκεῖ ἐξωτερικὴ πολιτική, δὲν ἀσχολεῖται σὲ ἀλλότρια ζητήματα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἰατροὶ ἑνὸς Νοσοκομείου δὲν ἀφήνουν τοὺς ἀσθενεῖς τους στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ ξένα ζητήματα.

Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μὲ τὰ μέλη της καὶ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ μέλη τῶν ἄλλων Θρησκειῶν καὶ τῶν Ὁμολογιῶν. Ἄλλωστε ἡ ἀνωτερότητα μιᾶς θρησκείας καὶ μιᾶς Ὁμολογίας φαίνεται ἀπὸ τὰ θεραπευτικὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἔχει, ἂν δηλαδὴ μπορεῖ νὰ θεραπεύη, καὶ ὄχι ἂν ἐξασκῆ ἕνα καλὸ κοινωνικὸ ἔργο ἢ ἐὰν ἰδεολογικὰ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ μιὰ ἄλλη Θρησκεία καὶ Ὁμολογία. Ἕνας ἰατρὸς τοῦ σώματος εἶναι καλὸς ἐὰν μπορῇ νὰ ἔχη θεραπευτικὰ ἀποτελέσματα.

Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχη σύγκρουση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἄλλες Θρησκεῖες καὶ ὁμολογίες, γιατί ἡ ἴδια της δὲν θεωρεῖ ὅτι εἶναι μιὰ ἰδεολογικοκοινωνικὴ ὀργάνωση. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν καὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν οἱ τρεῖς βασικοὶ πειρασμοί, ποὺ ἀπειλοῦν κάθε Θρησκεία καὶ κάθε θρησκευτικὴ ὀργάνωση, ἤτοι ἡ κοσμοθεωρία, ἡ κοσμοφοβία καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση. Καὶ ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ προσέχη νὰ κρατᾶ τὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία μακριὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς συγχρόνους μεγάλους πειρασμούς.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο: Δεκαετία στὴν Μητρόπολη Ναυπάκτου (Β))