Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Δοξολογία καὶ ἐκκοσμίκευση

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τό τυπικό τὴς Ἐκκλησίας, ἡ τάξη τελέσεως τῶν ἀκολουθιῶν της, παρά τήν ποικιλία τῶν µορφῶν πού παρουσιάζει, ἐκφράζει τό ὀρθόδοξο ἦθος καί δόγµα. Περιγράφει τοὺς τρόπους τῆς λογικῆς λατρείας, ἡ ὁποία ὅμως, γιά νά ἔχη ἀποτέλεσµα, πρέπει νά συνδέεται ἄρρηκτα μέ τή νοερά λατρεία, τὴ προσευχή ποὺ κινεῖ µέσα στήν καρδιά τῶν πιστῶν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ἀγνοῆται αὐτή ἡ ἐσωτερική διάσταση τῆς λατρείας καί µένουµε ἰκανοποιημένοι µέ τούς ἐξωτερικοὺς τύπους καί λόγους, διατρέχουµε τὸν κίνδυνο τῆς παραμόρφωσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ, λόγω «πρακτικῶν» ἀναγκῶν ἢ μιᾶς «ἐκλογικεύσεως» ὁρισμένων σημείων του. Ἐπειδή δέν µετέχουµε στή ζωή πού διαμορφώνει τό τυπικό, δηλαδή τήν ἐν πνεύµατι λατρεία, εἴμαστε ἐκτεθειμένοι στίς πνευματικές ἀσθένειες τοῦ συντηρητισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμίκευσης, µέ συχνότερο ἀποτέλεσμα τήν ἀλλαγή τοῦ νοήµατος τῶν ἀκολουθιῶν, οἱ ὁποῖες ἀπό λατρευτικές πράξεις γίνονται κοινωνικές κοσμικές ἐκδηλώσεις. Ὅλα αὐτά λέγονται µέ ἀφορμή τή Δοξολογία πού συνηθίζεται νά τελῆται κάθε Πρωτοχρονιά, ὅπως καί σέ ὅλες τίς ἐθνικές καί ἄλλες ἐπετείους, µετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας.

Ἀντίστοιχο πρόβληµα παρουσιάζεται στά μυστήρια τοῦ βαπτίσµατος καί τοῦ γάμου. 

Τό θέµα δέν εἶναι ἁπλό, γι’ αὐτό πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται µέ σοβαρότητα µέσα στά πλαίσια της ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί θεολογίας. 

Ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δοξολογεῖται µέ τά ὀνόματά Του, πού εἶναι ὀνόματα τῶν ἀποτελεσµάτων τῆς ἄκτιστης ἐνέργειάς Του. Ὁ Θεός στήν οὐσία Του εἶναι ἀνώνυμος, λόγω των ἐνεργειῶν Του ὅμως πολυώνυµος. Εἶναι Φῶς, Ζωή, Ἀγάπη, Εἰρήνη γιατί ἔτσι ἀποκαλύπτεται στούς «καθαρούς τῇ καρδία», οἱ ὁποῖοι εἰλικρινά μποροῦν νά ψάλλουν τό «Δόξα Σοι τῷ δείξαντι τό Φῶς». Οἱ ὑπόλοιποι φωτιζόμενοι ἀπό τούς φωτισθέντες μποροῦμε, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στήν ἐμπειρία τους, νά ἐπαναλαμβάνουμε τό δικό τους ὕμνο. 

Ἡ δοξολογία, λοιπόν, τοῦ Θεοῦ γιά τό νέο χρόνο δέν μπορεῖ νά ἀποσυνδέεται ἀπό τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας πού μᾶς δίνει τή δυνατότητα τῆς κοινωνίας µέ τό Χριστό, δηλαδή τῆς γνώσεώς Του. Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τήν κατ’ ἐξοχήν Εὐχαριστία καί Δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ καθιερωμένη τελετή τῆς Δοξολογίας μπορεῖ νά νοηθῆ µόνον ὡς συνέχεια τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ὄχι ὡς αὐτόνομη πράξη. 

Μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ τό αἰώνιο πέρασε µέσα στό χρόνο, ἔτσι ὁ χρόνος πῆρε αἰώνιο νόημα. Δέν εἶναι πλέον ἡ κίνηση ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας στο σκοτάδι τοῦ θανάτου. Δέν εἶναι ὁ ἀμείλικτος ἐχθρός τῆς ζωῆς, πού φθείρει κάθε γενητό καί μετρᾶ τό ρυθμό τῆς γήρανσης. Δέν συνδέεται πλέον µέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου. Μέσα στό Χρόνο συναντᾶμε τήν αἰωνιότητα µετέχοντας στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὁ χρόνος γίνεται σωτήριος καί ταυτόχρονα ὑπερβαίνεται. Πιό συγκεκριµένα ἡ ὑπέρβαση τοῦ χρόνου πραγµατοποιεῖται µέ τή συνειδητή µετοχή στή Θεία Εὐχαριστία, µέσα στήν ὁποία βιώνεται ὡς λειτουργικό παρόν ἡ σύνδεση τῶν παρόντων, τῶν παρελθόντων καί τῶν µελλόντων. 

Βέβαια εἰδωλολατρικό κατάλοιπο πολύς κόσμος ἀποθέτει τήν ἐλπίδα του γιά τό νέο χρόνο στήν τύχη. Τό μέλλον τό βγάζει ἔξω ἀπό τήν προσωπική του εὐθύνη καί ἔξω ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτό τό βράδυ τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ξηµερώνεται πάνω στήν πράσινη τσόχα, µέ συνέπεια νά νυστάζη τό πρωΐ, ὁπότε ἀδυνατεῖ νά λειτουργηθῆ, δηλαδή νά γευθῆ τή ζωή πού δέν κυριαρχεῖται ἀπό τό χρόνο. Ἀδυνατεῖ νά παραλάβη ὡς δῶρο τή βίωση τῶν µελλόντων ὡς παρόντων τῶν µελλόντων πού τροµάζουν τούς πολλούς. 

Ἡ σωτηρία βέβαια τοῦ καθενός, δηλαδή τό αἰώνιο μέλλον του, εἶναι θέµα προσωπικῆς του εὐθύνης καί ἐπιλογῆς. Ἡ ἀγάπη ὅμως τῆς Ἐκκλησίας πάντα θά θυµίζη, ὅτι ἡ ὑπέρβαση τοῦ χρόνου καί ὅλων τῶν προβληµάτων πραγµατοποιεῖται µέ τήν προσωπική κοινωνία καὶ ἑνότητα μέ τόν «ἀεί ὡσαύτως ὄντα». 

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ