Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Οι προσανατολισμοί της επιθυμίας

Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη

Με δύο στίχους από σύγχρονο ελληνικό τραγούδι θα προσπαθήσουμε να μπούμε στο πνεύμα και τις αναζητήσεις πολλών ανθρώπων της εποχής μας. Εξαρχής πρέπει να πούμε ότι μελετώντας τους στίχους δεν θα αναδείξουμε το «τι θέλει να πη ο ποιητής», αλλά πως εμείς αντιλαμβανόμαστε το νόημά τους, ποιές αλήθειες εμείς αντλούμε μέσα από την δεξαμενή του ρυθμικού λόγου τους. Με αυτό που λέμε δεν επιλέγουμε ως ερμηνευτική μέθοδο την αυθαιρεσία, αλλά περιγράφουμε αυτό που, με φυσικό τρόπο, συμβαίνει σε όλα τα δημοσιοποιούμενα κείμενα. Απ’ τη στιγμή που φεύγουν από τα χέρια του συγγραφέα τους, περνούν στην εξουσία των μελετητών τους, σε σημείο που η αξία τους πλέον να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πως αυτοί κατανοούν και αφομοιώνουν το «πνεύμα» τους. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η επίδρασή τους στους αναγνώστες δεν εξαρτάται μόνον από τον συγγραφέα, αλλά και από τις δυνατότητες, τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις, τις προλήψεις, τις προαπαιτούμενες γνώσεις και τις εμπειρίες των αναγνωστών τους.

Αυτό συμβαίνει με όλα τα κείμενα. Συμβαίνει ακόμη και με τις συγγραφές των θεοπνεύστων Αποστόλων και Πατέρων. Σύμφωνα με την διδασκαλία του π. Ι. Ρωμανίδη, τα θεόπνευστα κείμενα απαιτούν θεόπνευστους αναγνώστες. Αλλιώς είναι πολύ εύκολο να οδηγήσουν σε αιρετικές θεολογίες, όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας. Τα κειμένα των θεοπνεύστων μπορούν να αξιολογηθούν και να ερμηνευθούν μόνον από όσους έχουν αντίστοιχη πνευματική πείρα με τους συγγραφείς τους.

Ας περιοριστούμε, όμως, σε «ψυχικούς» λόγους κι ας έλθουμε σ’ αυτούς που μας ενδιαφέρουν. Ο Δ. Σαββόπουλος, λοιπόν, με τον Λ. Μαχαιρίτσα στην επωδό κάποιου τραγουδιού επαναλαμβάνουν πολλές φορές τους στίχους: «Και τι ζητάω, τι ζητάω;/Μια ευκαιρία στον Παράδεισο να πάω». Αυτό το δίστιχο μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε για τους αποπροσανατολισμένους ανθρώπινους πόθους, για τους λανθασμένους δρόμους που παίρνει η ανθρώπινη επιθυμία συμπαρασύροντας μαζί της και τον θυμό, αλλά και για την αβουλία και την συνακόλουθη ατολμία που διακατέχει πολλούς από εμάς, όταν πρόκειται να επιλέξουμε «το μεγάλο ναι η το μεγάλο όχι» σε κρίσιμες διασταυρώσεις της ζωής μας. Η ατολμία κυρίως μας καταλαμβάνει όταν βρισκόμαστε μπροστά στην αναπότρεπτη επιλογή ανάμεσα στις δύο «οδούς»: της «τεθλιμμένης», που «απάγει» στην ζωή η της «πλατείας», που «απάγει» στην απώλεια, στον πνευματικό θάνατο. Κι αυτό, ενώ γνωρίζουμε ότι η «τεθλιμμένη οδός», όταν δεν είμαστε «δίψυχοι», με κομματιασμένη θέληση, με μισή καρδιά, δεν έχει μεγάλο κόπο. Είναι «φορτίον ελαφρόν», αφού τα μεγάλα βάρη τα σηκώνει πάντοτε ο Χριστός.

«Και τι ζητάω;». Αυτό είναι ένα ερώτημα το οποίο για να απαντηθή, χωρίς σημαντικές παραμορφώσεις της αλήθειας, θέλει μεγάλη τόλμη και ειλικρίνεια. «Τι ζητάω;». Ο Χριστός είπε: «Ζητείτε και ευρήσετε». Και λίγο αργότερα επιβεβαίωσε: «Ο ζητών ευρίσκει». Τι, όμως, ζητά ο άνθρωπος και τι βρίσκει; Αυτό το ερώτημα ακουμπά τα πιο «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα». Αγγίζει τις κρυφιώτερες χρήσεις της ελευθερίας μας. Είναι δύσκολο ερώτημα, γιατί αν θελήσουμε να το απαντήσουμε με ευθύτητα καρδιάς, θα πρέπη να ερμηνεύσουμε εσωτερικές μας κινήσεις που δεν κατευθύνονται από τον ορθό λόγο, ούτε συντονίζονται με το πνεύμα των εντολών του Χριστού. Είναι πάντως χρήσιμο να στεκόμαστε συχνά απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα, ώστε να γινόμαστε όλο και πιο ικανοί στο να βλέπουμε τους λανθασμένους προσανατολισμούς των πόθων μας και να εδραιωνόμαστε στην όλο και φωτεινότερη γνώση του ποιός είναι ο φυσικός προσανατολισμός της επιθυμίας μας.

Οι προσανατολισμοί που παίρνει η επιθυμία μας, μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις κατευθύνσεις, ανάλογα με την ψυχική και πνευματική μας ωριμότητα. Πρώτον, η επιθυμία μας κατευθύνεται προς τα γύρω από εμάς πράγματα, στα κτήματα, στα χρήματα, στις υλικές ηδονές, στον άστατο –ρέοντα– κόσμο, που παρέρχεται μαζί με την επιθυμία του. Αυτή η πρώτη κατεύθυνση συνδέεται πολύ στενά με την δεύτερη, που έχει ως αντικείμενό της το σώμα· την ανάπαυση, την ευχαρίστηση, τον στολισμό, την υπερβολική μέριμνα για την υγεία του, σε σημείο που να παραθεωρήται η ευαγγελική άσκηση από τον φόβο της εξασθένησης η της προσβολής του από αρρώστιες. Κάποιοι επιθυμώντας την καλή κατάσταση του σώματός τους, κατά κάποιο τρόπο, το «δουλαγωγούν» με ασκήσεις και ιδιαίτερη διατροφή, κάνοντας κέντρο των ενδιαφερόντων τους την καλή λειτουργία του. Μια τρίτη κατεύθυνση έχει ως αντικείμενο την ψυχή η, πιο σωστά, τον εσωτερικό άνθρωπο. Όσοι βρίσκονται σε αυτήν την κατεύθυνση είναι ενδεχόμενο να πάρουν τον ορθόδοξο δρόμο, να μπουν, δηλαδή, στην προοπτική που ανοίγουν οι Πατέρες της Φιλοκαλίας. Μπορεί, όμως, να χαθούν και στις μεθόδους των ανατολικών θρησκειών, σε περίεργες αποκρυφιστικές αναζητήσεις η σε ψυχολογισμούς διαφόρων σχολών. Η επιθυμία της διερεύνησης του εσωτερικού μας κόσμου, χωρίς υγιές άνοιγμα προς τον προσωπικό Θεό, την Αγία Τριάδα της αποστολικής μας πίστεως, είναι πηγή πολλών προβλημάτων, γιατί εγκλωβίζει τον άνθρωπο στην ψευδαίσθηση μιας υψηλής πνευματικής εμπειρίας, την στιγμή που τον βγάζει έξω από τον φυσικό προσανατολισμό της υπάρξεώς του και της επιθυμίας του. Στην τετάρτη κατεύθυνση ο σύνολος άνθρωπος –ψυχή τε και σώματι– είναι στραμμένος προς το πρόσωπο του Χριστού. Και το πρώτο που ζητάει είναι η «βασιλεία του Θεού και η δικαιοσύνη αυτού». Σ’ αυτόν τον προσανατολισμό κάθε μέριμνα του ανθρώπου, για υλικά η πνευματικά θέματα, διαποτίζεται από την πίστη στην πρόνοια του Θεού. Ο Ουράνιος Πατέρας είναι ο «έως άρτι» εργαζόμενος· είναι κυβερνήτης, που προνοεί για όλη την κτίση. Έτσι βιώνεται η λειτουργική προτροπή της Εκκλησίας: «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

Σε κάθε κατεύθυνση υπάρχει και κάποιος «παράδεισος», που είναι η κατάληξη του αντίστοιχου πόθου. Το αν αυτός ο «παράδεισος» αξίζη τον κόπο, εξαρτάται από την σχέση που έχει με την φθορά και την θνητότητα. Προφανώς, για εμάς, ο Παράδεισος που αξίζει τον κόπο είναι αυτός που ανατέλλει στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου που πιστεύει στον Χριστόν, αφού μόνον η απλή, ταπεινή και καθαρή καρδιά μπορεί να αισθανθή την αγάπη του Θεού, η οποία –ως ουσιώδης ενέργεια του Θεού– ταυτίζεται με την Βασιλεία Του και την δικαιοσύνη Του και συνιστά τον Παράδεισό μας, όπου δεν υπάρχει σκια φθοράς η θανάτου.

«Τι ζητάω», λοιπόν, ο άνθρωπος; Σύμφωνα με τον μελοποιημένο στίχο: «Μια ευκαιρία...». Είναι φανερό ότι το βάρος του στίχου δεν πέφτει στον «Παράδεισο», αλλά στην «ευκαιρία». Το επιθυμητό μπορεί να είναι ο Παράδεισος, αλλά ο τρόπος της εισόδου είναι ευκαιριακός. Αυτό που «ζητάει ο ποιητής» είναι η ευκαιρία. Για τους κοσμικούς παραδείσους ο στίχος δεν υποκρύπτει κανένα πρόβλημα. Αν πρόκειται όμως για τον Παράδεισο της πίστης μας περιγράφει ασθένεια· εκφράζει την ασθένεια της βούλησης, την εξάρτηση από τις εξωτερικές συνθήκες. Είναι πολλοί αυτοί που αποδίδουν την νωθρότητα της εκκλησιαστικής τους ζωής σε αιτίες έξω από τον εαυτό τους, συνήθως στην απουσία «ευκαιριών».

Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στην Καινή Διαθήκη το ρήμα «ζητώ» συνδεδεμένο με την λέξη «ευκαιρία» υπάρχει μόνο στην περίπτωση της προδοσίας του Ιούδα. Ο προδότης μαθητής όταν πήγε στους αρχιερείς και του έδωσαν τα τριάκοντα αργύρια «από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδώ»(Ματθ. 26,16) η κατά τον ευαγγελιστή Λουκά «εζήτει ευκαιρίαν του παραδούναι αυτόν» (22,6) η, ακόμη, κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο «εζήτει πως ευκαίρως αυτόν παραδώ»(14,11). Αντίθετα, για την είσοδο στην Βασιλεία του Θεού, δεν υπάρχει καμμιά αναφορά σε ευκαιρία. Ο Χριστός μας είπε απλά «αγωνίζεσθε εισελθείν». Κι όταν η συνήθεια μας απομακρύνη από το Πνεύμα του, δεν μας άφησε να ζητάμε ευκαιρίες, αλλά μας πρότεινε την βία, γιατί η Βασιλεία Του «βιάζεται».

Το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του: το εισιτήριο για τον Παράδεισο δεν αγοράζεται σε τιμή ευκαιρίας. Είναι γνωστό, όμως, ότι αυτός που ψάχνει διαρκώς ευκαιρίες για να μας συναντήση και να μας ανακαινίση είναι ο Χριστός. Περιττόν είναι να πούμε, ότι η αδιαφορία μας πολλές φορές τον αναγκάζει να δημιουργή ευκαιρίες...

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3047