Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ὀρθόδοξος Μοναχισμός - Μιὰ ὁμολογία πίστεως

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Εἶναι δύσκολο νὰ γράφη κανεὶς γιὰ δεδομένα πράγματα, καθὼς ἐπίσης εἶναι δυσκολότερο νὰ ἔχη πειρασμοὺς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀγαπᾶ καὶ τὰ ἔχει σὲ ὑψηλὴ θέση.

Ἡ μικρὴ αὐτὴ εἰσαγωγὴ ἀναφέρεται σὲ γεγονότα ποὺ ἀπασχολοῦν τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου ἐπὶ πολλὰ χρόνια καὶ πολλοὶ μαρτυροῦν γι' αὐτά.

Ἐπανειλημμένως ἔχω γράψει γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὴν σπουδαιότητα τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως καὶ συνιστᾶ τὸν τρόπο τῆς βιώσεως τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Ἀφοῦ ἡ θεολογία εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας Τοῦ, ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ὁ τρόπος μεθέξεως αὐτῆς τῆς δωρεᾶς. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν ἀπλανῆ θεολογία, ἀφοῦ διὰ τῆς μοναχικῆς - ἡσυχαστικῆς παραδόσεως καθαίρεται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι μεταμορφώνονται οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, φωτίζεται ὁ νοῦς του, ἤτοι ἀπαλλάσσεται ἀπὸ προσμίξεις τοῦ φανταστικοῦ καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ὁρᾶ τὸν Θεό, μετέχει τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, θεοῦται καὶ καθίσταται ἀπλανὴς θεολόγος. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία. Εἶναι ἀπαραίτητη αὐτὴ ἡ προϋπόθεση καθάρσεως καὶ φωτισμοῦ, διότι «νοῦς φανταζόμενος εἶναι ἀνίκανος διὰ τὴν θεολογίαν» (π. Σωφρόνιος).

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὕμνησαν τὸν μοναχισμὸ καὶ σεβάστηκαν τοὺς ἀληθεῖς μοναχούς. Γι' αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος γράφει: «Καύχημα γὰρ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ μοναχικὴ πολιτεία». Ὁ Νικηφόρος Μονάζων συνδέει τὴν μοναχικὴ πολιτεία μὲ τὰ ἐπηγγελμένα «ξένα τινὰ καὶ ἀπόρρητα ἀγαθά», ποὺ εἶναι ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Παραδείσου, γι' αὐτὸ καὶ τὴν ὀνομάζει «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν», καὶ τὴν χαρακτηρίζει «ὁσία» τέχνη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, δίδοντας πολλοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ ἀληθινοῦ μοναχοῦ, γράφει ὅτι ὁ μοναχὸς εἶναι «ἄβυσσος ταπεινώσεως», ἔχει «ἀμετεώριστον ὄμμα ψυχῆς», καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων γράφει: «Μοναχὸς ἐστὶν ὁ ποιωθεὶς ταῖς ἀρεταῖς, ὡς ἄλλος ταῖς ἡδοναῖς». Δηλαδή, ὅπως ἕνας κοσμικὸς εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ἡδονές, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς εἶναι πεπληρωμένος ἀπὸ ἀρετές, ποὺ εἶναι καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

***

Τέτοιους ἁγίους μοναχοὺς καὶ μοναχὲς ἐγνώρισα πολλοὺς στὴν ἕως τώρα πορεία τῆς ζωῆς μου καὶ μὲ πολλὴ συγκίνηση ἀναπολῶ τὴν συναναστροφὴ μαζί τους. Ἔβλεπα σὲ αὐτοὺς τὴν κατὰ Θεὸν ταπείνωση, τὴν θεοειδῆ ἀγάπη, τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους, τὸν φωτισμένο τοὺς νοῦ, τὸν σεβασμὸ στὶς ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις, τὴν ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, τὸν σεβασμὸ στοὺς Κληρικούς, ἰδιαιτέρως στοὺς Ἐπισκόπους.

Αὐτοὶ οἱ μοναχοὶ μὲ ἔκαναν νὰ ἀγαπῶ τὴν ὀρθόδοξη μοναχικὴ πολιτεία καὶ νὰ σεμνύνωμαι γιὰ τὸ ἅγιο πολίτευμά τους. Αὐτοὶ μὲ βοήθησαν νὰ βλέπω τὴν Ἐκκλησία ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὶς ἀρνητικὲς ἐνέργειες μερικῶν μελῶν της, νὰ διαβάζω μὲ χαρὰ ὅ,τι συνδέεται μὲ τὸ ἀγγελικὸ αὐτὸ πολίτευμα καὶ νὰ συγκινοῦμαι βαθύτατα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς καὶ ἐξαγιασμένους τόπους στοὺς ὁποίους αὐτοὶ ἔζησαν.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο στὸν ἐπίσημο ἐνθρονιστήριο λόγο μου ἔκανα ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὴν ἀγάπη μου πρὸς τὸν μοναχισμό. Εἶπα:

«Οἱ μοναχοὶ δὲν εἶναι κάποιοι ἰδιότροποι ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ ἰδιορρυθμία βγῆκαν ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ κατοικοῦν μέσα σὲ μερικὰ Μοναστήρια, ἀλλὰ «οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, «οἱ εὐαγγελικῶς ζῶντες», κατὰ τὸν Εὐάγριο τὸν Ποντικό, «οἱ μάρτυρες τὴ προαιρέσει», κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο, οἱ συνεχιστὲς τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν ἅγιο Συμεῶν τὸν νέο Θεολόγο, ἡ κόμη ποὺ κοσμεῖ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νυσσης, ἐπειδὴ νεκρώθηκαν κατὰ κόσμο καὶ δοξάζουν τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχη διάσταση μεταξὺ μοναχικοῦ καὶ ἐγγάμου βίου, γιατί τότε οὔτε ἀληθινὸς μοναχισμὸς λειτουργεῖ, οὔτε ἀληθινὸς ἔγγαμος βίος. Ἐπίσης, δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχη διάσταση μεταξὺ τῶν Μοναστηριῶν καὶ τῶν Ἐνοριῶν. Οἱ Ἐνορίες τροφοδοτοῦν τὰ Μοναστήρια καὶ τὰ Μοναστήρια βοηθοῦν ποικιλοτρόπως τὶς Ἐνορίες. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωη ἐκφράζεται ἀπὸ τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Καὶ ξέρουμε πολὺ καλὰ ὅτι οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ταραγμένοι ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ὑπαρξιακὰ προβλήματα, ἀναζητοῦν τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς, ὅπως διασώζεται στὰ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια. Γι αὐτὸ ὁ Ὀρθόδοξος πατερικὸς Μοναχισμός, μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ τὴν φιλανθρωπικὴ δράση, εἶναι ἀπαραίτητος σήμερα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά».

***

Ἡ ἀγάπη μου πρὸς τὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμὸ ἐκφράσθηκε ποικιλοτρόπως.

Κατ' ἀρχὰς ἐνέπνευσα στὰ πνευματικά μου παιδιά –ποὺ εἶναι παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὰ διακονῶ κατὰ Χάρη καὶ κατ' οἰκονομίαν– τὴν ἀγάπη μου πρὸς τὴν ἀγγελικὴ μοναχικὴ ζωή, καὶ τοὺς παρακινοῦσα καὶ παρακινῶ νὰ διαβάζουν τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ Καθηγητῶν τῆς ἐρήμου, γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πολιτεία ἁγίων Γερόντων καὶ νὰ μιμοῦνται «κατὰ δύναμιν» τὴν θεόσοφη διδασκαλία τους. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ καθοδηγῶ καὶ τὸ ποίμνιο ποὺ μοῦ χάρισε ὁ Θεός, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἔτσι στὶς ὁμιλίες μου στὴν Ναύπακτο, ἰδιαιτέρως κάθε Δευτέρα, ἀναλύω θέματα νηπτικὴς παραδόσεως, γιὰ τὴν βίωση τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς. Θεωρῶ ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἀπλανῶν αὐτῶν διδασκάλων ὠφελεῖ τὰ μέγιστα καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο, μὲ τὴν ἀνάλογη προσαρμογή.

Ἔπειτα, μερικὰ ἀπὸ τὰ πνευματικά μου παιδιὰ ἀκολούθησαν τὴν σκληρὴ ἀλλὰ καὶ εὐλογημένη μοναχικὴ πολιτεία καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ. Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἱδρύθηκε μοναστικὴ ἀδελφότης, τὴν ὁποία παρακολουθῶ πνευματικά, ἡ ὁποία ἀγωνίζεται νὰ πολιτεύεται σύμφωνα μὲ «τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα». Σέβονται τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς καὶ τὶς παραδόσεις καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πολιτεία νεωτέρων ὁσίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ποὺ ἔλαμψαν στὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀκόμη, ἐξεδόθησαν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ διάφορα βιβλία μου ποὺ παρουσιάζουν τὴν οὐσία τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Μεταξὺ αὐτῶν θὰ πρέπη νὰ ἀναφερθοῦν «Μιὰ βραδυὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, συζήτηση μὲ ἐρημίτη γιὰ τὴν "εὐχή"», «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης», «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς ὡς προφητική, ἀποστολικὴ καὶ μαρτυρικὴ ζωή», «Ἡσυχία καὶ θεολογία», καὶ ὅλη ἡ σειρὰ τῆς «Ὀρθοδόξου Ψυχοθεραπείας» (πέντε τόμοι), ποὺ ἀναλύει στὴν πραγματικότητα τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμὸ καὶ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὰ βιβλία αὐτὰ μεταφράσθηκαν σὲ πολλὲς γλῶσσες, μάλιστα δὲ τὸ πρῶτο μεταφράσθηκε σὲ δεκατέσσερεις γλῶσσες, καὶ ἔτσι πολλοὶ ἄνθρωποι διαβάζουν γιὰ τὸν ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Ὅρους.

Θεωρῶ ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀποτέλεσμα τῆς θείας Τοῦ εὐδοκίας. Δὲν εἶναι δικό μου ἔργο, γι' αὐτὸ ἰσχύει ὁ ἀποστολικὸς λόγος «τί δὲ ἔχεις ὁ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβῶν;» (Ἂ Κόρ. δ , 7). Δὲν καυχῶμαι ἀνθρωπίνως γι' αὐτά, ἀλλὰ δοξάζω τὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεὰ τῆς φιλανθρωπίας Τοῦ.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δικαιολογεῖται ἡ μικρὴ εἰσαγωγὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ: «Εἶναι δύσκολο νὰ γράφη κανεὶς γιὰ δεδομένα πράγματα, καθὼς ἐπίσης εἶναι δυσκολότερο νὰ ἔχη πειρασμοὺς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀγαπᾶ καὶ τὰ ἔχει σὲ ὑψηλὴ θέση».

***

Μπορεῖ μερικοὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ νὰ κλονισθοῦν γιὰ τὰ ὅσα γράφονται ἐναντίον μου γιὰ δῆθεν πολεμικὴ μοῦ ἐναντίον τῶν μοναχῶν. Μιὰ τέτοια πληροφόρηση εἶναι ψευδέστατη καὶ παραπλανητική.

Ἀγαπῶ τὸν μοναχισμὸ καὶ σέβομαι τοὺς ἀληθινοὺς μοναχοὺς ποὺ συντονίζονται στὴν διδασκαλία καὶ τὴν πολιτεία τῶν ἁγίων Πατέρων. Συγκινοῦμαι βαθύτατα, ὅταν βλέπω νέους καὶ νέες νὰ ἀφήνουν κοσμικὰ ἀγαθὰ καὶ θέλγητρα τοῦ κόσμου καὶ νὰ κλείνωνται στὰ «ἀφιερωμένα τῷ Θεῷ φρονιστήρια», γιὰ νὰ μαθητεύσουν στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ παρατηρεῖ κανεὶς στὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν συγχρόνων ὀρθοδόξων μοναχῶν, στοὺς ὁποίους κανεὶς διακρίνει τὴν ἔφεση γιὰ τὸν Θεό, τὸν θεῖο ἔρωτα, τὸν ζῆλο γιὰ τὴν μίμηση τῆς ἀγγελοειδοῦς πολιτείας.

Ἀλλά, ὅπως ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διδάσκει, σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες ὑπῆρξε καὶ ἡ μειοψηφία τῶν μοναχῶν ἐκείνων ποὺ παρεξέκλιναν τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ καὶ ἀναμειγνύουν τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία μὲ τὴν ἑωσφορικὴ ζωή, ὑπάρχουν καὶ μοναχοὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι πεπληρωμένοι παθῶν, φιλοδοξίας, φιληδονίας, φιλοκτημοσύνης, φιλαρχίας, φιλοπρωτίας κλπ. Ἄλλωστε, κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ προφυλάξη τὸν μοναχὸ γιὰ νὰ μὴν ἀνταλλάξη τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ μὲ τὴν ἑωσφορικὴ ζωή. Καὶ ὅπως γνώρισα τὸν ὑγιῆ ὀρθόδοξο μοναχισμό, ἔτσι σὲ μερικὲς περιπτώσεις, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσω καὶ τὸν ἀρρωστημένο μοναχισμό. Ἄλλωστε, αὐτὸ τὸ συναντοῦμε καὶ στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι στηλιτεύουν τὴν κακὴ συμπεριφορὰ ἐνίων πεπτωκότων μοναχῶν.

Ὁ ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθάτος χαρακτηρίζει ἕναν πεπτωκότα μοναχὸ μὲ τὴν ἑξῆς φράση: «πτώματι σαρκός, ἡ γλώσσης, ἡ λογισμοῦ ἐπίπονον ἕλκων καὶ τραχύτατον βίον». Ὁ δὲ Μ. Βασίλειος θρηνεῖ γιὰ τὴν πτώση ἑνὸς μοναχοῦ: «Ω, τῆς πωρώσεως! ὦ δεινῆς ὠμότητος! Οὐ Θεὸν ἐφοβήθης, οὐκ ἀνθρώπους ἠδέσθης• οὐ φίλους ἐνετράπης• ἀλλ' ὁμοῦ πάντα ἐναυάγησας• ὁμοῦ πάντας ἐσυλήθης. Διο πάλιν ἀλγῶ ἐπί σοι, ἄθλιε». Καὶ συνεχίζει: «Ὁ ἁγιωσύνην κηρύσσων, ἐναγὴς εὐρίσκη. Ὁ ἀκτημοσύνη σεμνυνόμενος, συλοχρηματὼν ἐφευρίσκη. Ὁ την τοῦ Θεοῦ κόλασιν ἐπιδεικνύμενος διὰ τῆς ὑφηγήσεως, αὐτὸς κόλασιν σεαυτῷ προεξένησας».

Καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἐφράζοντας τὴν θλίψη του γιὰ ἕναν τέτοιον ἐκπεσόντα μοναχό, γράφει: «Ποῖος ἐκκλησιαστικὸς οὐ κόπτεται; ποῖος λαϊκὸς οὐ σκυθρωπάζει; ποῖος ἀσκητὴς οὐ πενθεῖ; Ἐδάκρυσαν καὶ οἱ ἀναίσθητοι λίθοι ἐπὶ τῇ σῇ μανία• ἔκλαυσαν δὲ καὶ οἱ ἐχθροὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀνομίας σου... Πῶς σὲ θρηνήσω; πὼς ἀλγήσω ἐπί σοι;».

Πράγματι, ποιός ἐκκλησιαστικὸς δὲν θὰ κλαύση γιὰ περιπτώσεις μοναχῶν ποὺ ἐνῷ ἀνήκουν στὴν ἀγγελικὴ πολιτεία, ἔχουν κοσμικὴ νοοτροπία καὶ εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους καὶ διακρίνονται ἀπὸ ποικίλα πάθη καὶ κυρίως ἐκφράζουν μιὰ ἑωσφορικὴ μανία, ποὺ ἐκδηλώνεται ἐναντίον Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν τὸν μοναχισμό, καὶ ἐναντίον ἀκόμη τῶν Συνοδικῶν Ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας; Ἔργο τῶν Πνευματικῶν πατέρων, ἰδίως τῶν Ἐπισκόπων, εἶναι νὰ διδάσκουν, νὰ θεραπεύουν, νὰ θρηνοῦν, προσευχόμενοι καὶ νὰ συγχωροῦν ὅπου ὑπάρχει πραγματικὴ μετάνοια.

***

Παρακαλῶ, ὅσους διαβάζουν τὸ ἄρθρο αὐτὸ νὰ προσευχηθοῦν θερμὰ στὸν Θεὸ νὰ μὴ ἀλλοιωθῇ ἡ ἀγάπη μου πρὸς τὸν μοναχισμὸ ἀπὸ συμπεριφορὲς «μοναχῶν» ποὺ ἀπάδουν στὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀπὸ Κληρικοὺς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τέτοιους «μοναχούς». Βεβαίως, δὲν νομίζω ὅτι θὰ ἀλλάξω ἄποψη γιὰ τὸν ἀληθινὸ ὀρθόδοξο μοναχισμό, καὶ δὲν πρόκειται νὰ μειωθῇ ἡ ἀγάπη μου στοὺς πραγματικοὺς μοναχούς, διότι γνώρισα τέτοιους μοναχοὺς καὶ ἔλαβα τὶς ἅγιες εὐχές τους. Ἀλλὰ ζητῶ τὶς εὐχές τους γιὰ τὴν ἐνδυνάμωσή μου.

Ἐπίσης παρακαλῶ νὰ προσευχηθοῦν γιὰ νὰ μειωθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν οἱ ἀντιεκκλησιαστικὲς ἐνέργειες ἐνίων «μοναχῶν» ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν ἅγιο «χῶρο» τοῦ μοναχισμοῦ.

Τέλος θὰ ἤθελα νὰ ὑπομνήσω τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ: «Πρέπει ἡ ἀφεντιά σας νὰ ἠξεύρετε καὶ διὰ λόγου μου. Ἐγνωρίζω πὼς ἄλλοι σᾶς λέγουν ἄλλα καὶ ἄλλοι ἄλλα. Ὅμως ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν πᾶσαν ἀλήθειαν, ἰδοὺ ὁπού σας τὴν λέγω καὶ ἀκούσατε» καὶ προηγουμένως διαβάσατε τὴν ὁμολογία μου γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο ἡσυχαστικὸ μοναχισμό.

Καὶ νὰ ὑπενθυμίσω τὸν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου:

«Καιρὸς ἀνοχῆς ἐστι, καιρὸς μακροθυμίας, καιρὸς ἰάσεως, καιρὸς διορθώσεως... ἔστι γὰρ ἐκ πόνων ὑγεία, καὶ ἐξ ἱδρώτων σωτηρία».–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ, ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ