Γράφτηκε στις .

Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου: Μνήμη γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου

Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου

Ὁμιλία ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου στὶς 26.2.2006 κατὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόπλεως γιὰ τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου.

Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου: Μνήμη γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου

Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεος εἶναι ἀρκετὰ γνωστὸς γιὰ τὴ μεγάλη ἀγάπη του στοὺς ἁγίους Πατέρες, στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ στοὺς Ἁγιορεῖτες. Τοὺς ἀναφέρει συχνὰ στὰ πολλὰ καὶ σοφὰ ἔργα του. Ἔτσι μοῦ ἦταν δύσκολο ν'αρνηθώ τὴν πρόσκλησή του νὰ' μαὶ κι ἐγὼ ὁμιλητὴς στὴν παροῦσα εὐλογημένη σύναξη γιὰ τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ καὶ λίαν σεβαστοῦ Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου. Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν εὐγενῆ πρόσκληση κι ἐλπίζω νὰ μὴ σᾶς κουράσω πολύ.

Δὲν θὰ' θελα νὰ μείνω στὰ γνωστὰ ψυχρὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα τοῦ Γέροντος. Οὔτε νὰ ἐπεκταθῶ σὲ ὑψηλές, βαθυστόχαστες καὶ μακρὲς ἀναλύσεις κι ἐκτιμήσεις τοῦ βίου καὶ τοῦ ἔργου του. Θὰ μιλήσω ἁπλά, λιτὰ κι ἐγκάρδια.

Τὸν Γέροντα τὸν γνώρισα πρὶν 35 ἔτη στὸ κονάκι-ἀντιπροσωπεῖο τῆς Μονῆς Διονυσίου, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, πρὶν τὴ σημερινή του ἀνακαίνιση, στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἦταν στὸ πλάϊ του ναοῦ τὸ κελλί του, δίπλα στὸ μπαλκόνι, σ' ἕνα χῶρο γεμᾶτο βιβλία, περιοδικὰ κι ἐφημερίδες, κάπως ἀκατάστατο. Μὲ δέχθηκε φιλόφρονα κι εὐχάριστα, ψάχνοντας κάτι νὰ μὲ κεράση. Μετὰ λίγες κουβέντες γενικές, περὶ τοῦ πόθεν ἔρχομαι καὶ προέρχομαι καὶ ποὺ ὑπάγω καὶ τί σκοπεύω, ἄρχισε ἕναν μακρὺ κι ὡραῖο λόγο περὶ πνευματικῆς ζωῆς, πνευματικῆς μελέτης, προσευχῆς, μοναστικῆς ζωῆς, τῶν πονηρῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, τῆς σοφίας καὶ τῆς χάριτος τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ πιὸ συχνὲς ἀναφορές του ἦταν στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Καὶ σὲ ἄλλους, ἀλλὰ κυρίως σὲ αὐτούς. Μπορῶ νὰ πῶ ὅτι σὲ αὐτὰ τὰ θέματα πιὸ πολὺ περιστρέφονταν οἱ συζητήσεις μας οἱ πολλὲς κατοπινές. Πάντοτε μιλῶντας ἐγὼ λίγο κι ἀκούγοντας προσεκτικά.

Θυμᾶμαι πολὺ καλὰ τὴν πρώτη ἐκείνη συνάντησή μας, ποὺ σημάδεψε τὴν κατοπινὴ πολύχρονη γνωριμία μας. Εἶχα ἕναν ἀπέραντο σεβασμὸ ἀπέναντί του. Νέος ἐγώ, λαϊκός, εἶχα διαβάσει ἔργα του στὴν Ἀθήνα, Γέρων ἐκεῖνος, εἶχε τότε τριάντα χρόνια στὸ Ὅρος, εἶχε γνώση, ἐμπειρία, σοφία, λογιότητα, ἄνεση λόγου, μνήμη δυνατή. Τὸν θαύμαζα. Οἱ λόγοι του ἦταν ἐκ βαθέων, εἶχαν ἕνα πάθος, τοὺς ζοῦσε, σὰν νὰ ἔβγαιναν καυτοὶ ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ἔπασχε νὰ μεταδώση τὴν ἀγάπη στὸν Θεό. Ἀγαποῦσε ὑπέρμετρα τὸν Θεό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους. Μιλοῦσε καὶ ὑποτιμητικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Δόξαζε τὸν Θεό. Εὐχαριστοῦσε τὴν Παναγία. Ἀλησμόνητη ἐκείνη ἡ συνάντηση. Μὲ κατευόδωσε μέχρι ἔξω. Χάρηκε ποὺ σκεφτόμουν τὸν μοναχισμό. Μοῦ' πὲ νὰ προσέξω ποὺ θὰ μονάσω. Ἦταν πατέρας κι ἕνας δάσκαλος. Ἀγαποῦσε τὴν μελέτη, τὴν συγγραφή, τὴν πνευματικὴ συζήτηση.

Ὁ Γέροντας συνήθιζε νὰ λέη πὼς στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας ἦλθε μὲ τὴ βοήθεια Ἐκείνης, ποὺ τὸν θεράπευσε καὶ τὸν ἔσωσε, ὅπως μετὰ δακρύων διηγεῖτο ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὄνειρο. Εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὴν Παναγία τοῦ Ἀκαθίστου τῆς μονῆς του. Ἔγραψε πολλὰ θερμὰ λόγια περὶ Αὐτῆς σὲ ἀρκετὰ ἄρθρα καὶ βιβλία του. Ἰδοὺ μικρὸ ἀπόσπασμα, ποὺ γράφτηκε πρὶν 45 ἔτη: «Ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ τὴν ἐπίκλησιν τῆς «τιμιωτέρας τῶν Χερουβείμ..» καὶ πάντες οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν τὴν Θεοτόκον Μαρίαν ὡς «μετὰ Θεόν, τὰ δευτερεία τῆς Τριάδος ἔχουσαν..». Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει: «ἐμνήσθην τῆς Θεοτόκου καὶ ἐσώθη ἡ ψυχή μου». Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς λογίζεται δόξαν ἰδικήν του τὴν δόξαν τῆς Μητρὸς αὐτοῦ». Τὴν Σὴν γὰρ δόξαν ὁ Κτίστης, ἰδίαν οἰόμενος, ἐκπληροῖ τὰς αἰτήσεις». Ἐλπίδα μου, καταφυγή μου, μητέρα μου, γράφει ὁ Μηνιάτης, ἕνα νεῦμα νὰ κάνης δι' ἐμὲ ἐγὼ εἶμαι σεσωσμένος. Μαρία, ὅποιος εἰς σὲ ἐλπίζει εἶναι ἀδύνατον νὰ χαθῇ». Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀπονέμομεν λατρευτικὴν προσκύνησιν μόνῳ τῷ Θεῷ. Τιμητικὴν δὲ πᾶσι τοῖς ἁγίοις καὶ δουλικὴν μόνη καὶ μόνη τη Μητρὶ τοῦ Θεοῦ, μὲ συναισθήματα καθαρῶς ὑιϊκὰ πρὸς τὴν γλυκυτάτην καὶ ἡμῶν μητέρα κατὰ χάριν. Ω, τί ζημιοῦνται ὅσοι δὲν προστρέχουν διαρκῶς εἰς τὴν Θεοτόκον, δὲν λέγουν μίαν φορὰν τοὐλάχιστον τοὺς Χαιρετισμούς της καὶ δὲν ἀναγινώσκουν ἕναν κανόνα ἀπὸ τὸ «Θεοτοκάριον» καθ' ἑκάστην! «Πρώτην φορᾶ, μοὶ ἔγραφεν εὐσεβὴς θεολόγος, ἀκούω ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπῶ τὴν Παρθένον Μαρίαν». Καὶ ἀπήντησα: «Οὐδέποτε ἀνέγνωσας ὅτι ὁ Θεὸς παρὰ πᾶσαν τὴν παντοδυναμίαν του τρία δὲν ἠδυνήθη νὰ δημιουργήση τελειότερα; Τὴν Σάρκωσιν, τὴν Παρθένον καὶ τὴν μακαριότητα τῶν δικαίων ἐν τῇ μελλούσῃ ζωή»

Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ καὶ παράτολμο νὰ ποῦμε πὼς αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ Γέρων Θεόκλητος γιὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη ὡς «ὑμνητὴ τῆς Κυρίας Θεοτόκου», ἰσχύουν κατὰ πολὺ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο: «Ὁ θερμότατος τῆς ψυχῆς ἔρως του πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον εἶναι ἐφάμιλλος πρὸς τὴν ἀγάπην καὶ τὴν βαθεῖαν εὐλάβειαν, τὴν ὁποίαν ἠσθάνοντο πάντες οἱ Ἅγιοι Πατέρες πρὸς τὸ σεπτὸν πρόσωπον τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου. Εἰς ὅλα του τὰ πνευματικὰ ἔργα εὑρίσκει πάντοτε τρόπον ὅπως ὑμνήση τὴν Παναγίαν, γινόμενος κυριολεκτικῶς ἔξω ἑαυτοῦ...Α?σθανόμενος ἄπειρον εὐγνωμοσύνην πρὸς τὴν Παναγίαν Παρθένον ὡς Ἁγιορείτης, ὡς ἔχων ἐχέγγυον τῆς σωτηρίας του τὴν πολλὰ ἰσχύουσαν πρὸς τὸν Υἱὸν Τῆς πρεσβείαν Της, συμφώνως πρὸς τὰς ὑποσχέσεις Αὐτῆς εἰς Πέτρον τον Ἀθωνίτην, ἔπλεξε κανόνας δι' ἀλλαλαγμὼν τῆς ψυχῆς ἐνθεαστικῶν... Ἡ περὶ τῆς Θεοτόκου θεολογία τοῦ ἁγίου Πατρὸς δὲν εἶναι σχολαστική τις καὶ αὐθάδης κριτικὴ ψηλάφησις, ἀλλὰ καρπὸς βαθείας εὐλαβείας καὶ ὀφειλομένης ἀγάπης πρὸς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, θεολογία διαρκῶς ὑψουμένη, πλατυνομένη καὶ κινουμένη εἰς ἀπείρους διαστάσεις, μηδέποτε δὲ τελευτῶσα ἐκ τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος ἐν τῇ καρδίᾳ του σεπτῶς θεολογοῦντος καὶ ὑπερυψοῦντος αὐτὴν εἰς τοὺς αἰῶνας».

Δὲν ὑπάρχει πράγματι Ἁγιορείτης μοναχὸς ποὺ νὰ μὴν εὐλαβεῖται ὑπερβολικὰ τὴν Θεοτόκο. Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἡ τιμὴ τῆς Παναγίας ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς λατρείας. Ταπεινὰ φρονοῦμε πὼς αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Γέρων Θεόκλητος γιὰ τὸν φίλο του ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη (+1973), τὸν ὁποῖο ὡραῖα βιογράφησε, ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἴδιο: «Σὲ ὅποια μονὴ ὑπάρχει θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, αὐτὸς ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη γίνεται πιὸ ἔμμονη συναισθηματικὴ σχέση, μιὰ σχέση τρυφερῆς οἰκειότητος μεταξὺ Αὐτῆς καὶ τῶν ἐπιμελουμένων τὴν ψυχήν τους μοναχῶν. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὴ μονὴ τῶν Ἰβήρων μὲ τὴν σεβασμία καὶ ἀρχαία εἰκόνα τῆς «Πορταϊτίσσης». Ὁ Ἀθανάσιος ὡς εὐλαβὴς ἱερομόναχος καὶ μὲ τὸν νοῦ καθαρό, ἰσχυρὸ καὶ εὐρύ, ἱκανὸ νὰ συλλαμβάνη μεγάλες ἀλήθειες, εἶχε κατανοήσει ἀπὸ νέος τὴν ἀξία τῆς Θεοτόκου Μαρίας καὶ τὴ θέση της μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀπὸ τὴν σύχγυση τοῦ κόσμου στὸ γαλήνιο λιμάνι τῆς μετανοίας του, «τὴν πᾶσαν ἐλπίδα του» ἀνέθετε στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴν μελετοῦσε νύκτα καὶ ἡμέρα, στὴν Παναγία προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε, τὴν Παναγία συλλογιζόταν...»

Ὁ π. Ἀθανάσιος τοῦ ἀναθέρμανε τὴν ἔντονη Θεομητροφιλία του. Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἐκτός των, ὅπως εἴπαμε, πολλῶν ἄρθρων καὶ ἀναφορῶν του ἔγραψε καὶ τέσσερα εἰδικὰ βιβλία γιὰ τὴν Παναγία, τὴ Λημνιά, τὴν Γοργοεπήκοο τῶν Τσιπιανῶν, τὴ Σουμελᾶ καὶ τὴ Μαρία Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅπως ἀναφέρεται, «προσφέρει στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἕνα πολύχυμο ἐντρύφημα ὀρθόδοξης πνευματικότητος ἀναφερόμενο στὴν Κυρία Θεοτόκο, τὴ σκέπη τῆς Ρωμιοσύνης καὶ προστάτιδα τοῦ λαοῦ μας. Μεταφέροντας στὴν ἁπλὴ γλῶσσα κείμενα καὶ ὕμνους τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη γιὰ τὴ Γέννηση, τὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας μας, προσφέρει στὸν κάθε πιστὸ ἕνα πολύτιμο πνευματικὸ βοήθημα. Μὲ τὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ π. Θεόκλητος δὲν πραγματοποιεῖ μόνο ὅσα τὸν συμβούλευε ὁ μακαριστὸς φίλος τοῦ Γέρων Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης, ἀλλὰ προσφέρει στὸν σύγχρονο ψυχικὰ ταλαιπωρημένο ἀναγνώστη τοῦ καιροῦ μας μιὰ δροσερότατη ἀναψυχή».

Μιλῶντας κανεὶς γιὰ τὴν Παναγία εἶναι σὰν νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Χριστό. Ἀγαπῶντας τὴν Παναγία ἀγαπᾶ καὶ τὸν Χριστό. Ἀγαπῶντας τὸν Χριστὸ ἀγαπᾶ καὶ τὴν Παναγία. Κέντρο τῆς ζωῆς καὶ τῶν λόγων του ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία. Ἡ Θεομητρολογία συνδυασμένη διακριτικά, ἰσόρροπα καὶ ἀγαστὰ μὲ τὴν Χριστολογία. Στὸ βραβευμένο καὶ πρῶτο βιβλίο του, ποὺ πρωτοεκδόθηκε πρὶν 50 ἀκριβῶς ἔτη, τὸ «Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς» γράφει: «Πὼς νὰ κατορθώσωμεν νὰ ἐνοικήση εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν ὁ Χριστός; Πὼς ἄλλως, ἀδελφέ, εἰμὴ δι' ἀγάπης; Καὶ πὼς θὰ ἑλκύσωμεν τὸν Χριστὸν νὰ σκηνώση ἐν ἡμῖν, ἂν ὄχι διὰ τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας; Καὶ πὼς χωρὶς δακρύων καὶ προσευχῶν καὶ μόχθων θὰ κάμωμεν τὰς ἐντολάς;» Καὶ καταλήγει πὼς ὁ ὀρθόδοξος ἁγιορειτικὸς μοναχισμὸς ἀποτελεῖ γιὰ «τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ ἀνυπαρξίᾳ καὶ ἀνεστιότητι καὶ ὀρφανία του, τὸν ἄνθρωπον χωρὶς Χριστὸν καὶ χωρὶς τὸ φῶς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς πίστεως, λυτρωτικὴ ἀκτινοβολία. Πρὸς δὲ τοὺς πιστοὺς τὸ μήνυμά του εἶναι ὁ θεοκεντρικὸς καὶ χριστοκεντρικὸς μυστικισμός του, ὅστις ἀποτελεῖ τὸ κατακόρυφον τῆς μετ' ἐπιστήμης ὀδυνηρῆς πρακτικῆς του ἀγωγῆς, μιᾶς ἀγωγῆς βεβαιωθείσης διὰ τῶν αἰώνων, ἡ ὁποία πρῶτον καθαίρει, ὕστερον φωτίζει καὶ τελευταῖον ἁγιάζει...».

Ἕνα ἀγαπητὸ θέμα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ μάλιστα ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ περὶ τῆς ὁποίας ἔγραφε κι ἔλεγε πολλά: «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, βεβαίως, δὲν παύει εὐαγγελιζομένη, διδάσκουσα καὶ χορηγοῦσα τὴν χάριν διὰ τῶν ἀκηράτων Μυστηρίων. Ἀλλὰ χρειάζεται νὰ συνεργήση καὶ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βοηθηθῇ. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ πλέον ἐνδεικνυόμενα μέσα τόσον πρὸς ἄμυναν ἔναντι τῶν πυκνῶν καὶ ἀλλεπαλλήλων προσβολῶν τοῦ κακοῦ ὅσον καὶ πρὸς ἑνοποίησιν τῶν διακεχυμένων εἰς τὸν κόσμον δυνάμεων τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ μονολόγιστος λεγομένη προσευχή. Ἡ ἀξία τῆς προσευχῆς αὐτῆς συνίσταται ἀφ' ἑνὸς εἰς τὸ εὔκολον καὶ ἀφ' ἑτέρου εἰς τὴν δύναμίν της, ὡς ἀγάπης, γλυκύτητος καὶ συντριβῆς καρδίας. Ἀλλ' ἐὰν διὰ τοὺς ἐν κόσμῳ ἀδελφοὺς ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐπιτυγχάνη τοὺς δύο ἀνωτέρους στόχους, διὰ τοὺς μοναχοὺς ὅμως ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρίαν ἑνὸς θειοτάτου ἀγῶνος καὶ τὴν προϋπόθεσιν μιᾶς ἀτέρμονος ἐν ἔρωτι βιώσεως καὶ θεολογίας. Διὰ τοῦτο προσευχή μας εἶναι καὶ πόθος ἐν Κυρίῳ, ὅπως ὁ ὀρθόδοξος λαός μας ἐπανεύρη τὴν προσευχὴν τῆς καρδίας, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἠγωνίσθησαν μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες, ἐν οἰς ὁ μέγας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «ὁ κῆρυξ τῆς Χάριτος».

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἐκφράζει ὅλον τὸν πόθο, τὸν ἔρωτα καὶ τὸν ἀλάλητο στεναγμὸ τῆς καρδίας του εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ «Χριστοκεντρικὲς ἐμπειρίες ἑνὸς ἐρημίτου», ὅπου βάζει στὸ στόμα του νὰ πῇ πρὸς τὸν Κύριο : «Γλυκύτατε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσω γιὰ τὶς ἀνέκφραστες δωρεὲς Σοῦ; Σήμερα ποὺ πάλιν εἶχα βυθισθῇ στὴ μελέτη τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου Σοῦ καὶ τὸ Ἅγιὸν Σοῦ Πνεῦμα ἔφλεγεν ἄκαυστα τὴν ἁμαρτωλὴ καρδιά μου, ἐθαύμαζα τὴν θεϊκὴν ἀγάπην Σοῦ σὲ μᾶς τὰ «κατ' εἰκόνα» Σοῦ πλάσματά Σοῦ. Βροχὴ οὐράνια οἱ καθαροὶ λογισμοί μου γιὰ τὴν ἄπειρη δόξα Σοῦ, στὶς ἑωθινὲς γλυκύτατες καὶ κρινόλευκες ὧρες, ὕστερα ἀπὸ τὴν ὀρθρινὴ προσευχή μου μέσα στὸ ἀπέριττο ἀσκητικὸ καλύβι μου, ποὺ μοῦ χάρισε, Χριστέ μου, ἡ πατρικὴ Σοῦ ἀγάπη».

Ἡ πρὸς τὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστὸ θερμὴ ἀγάπη του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ὑπάρχη καὶ πρὸς τοὺς θεοφόρους, θεόπνευστους καὶ θεοκίνητους ἁγίους Πατέρες, τοὺς ὁποίους μελετοῦσε ἐπισταμένα, ἑρμήνευε, ἀνέλυε, σχολίαζε καὶ μετέφραζε. Ἔτσι ἔχουμε τὰ θαυμάσια 153 Κεφάλαια περὶ προσευχῆς τοῦ σοφοῦ καὶ ἀσκητικοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει τὸ γνωστὸ ἀπόφθεγμα «εἰ θεολόγος εἰ, προσεύξη ἀληθῶς καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύξη θεολόγος εἰ», ποὺ σημαίνει πὼς ἡ ἀληθινὴ προσευχὴ ἀνάγει τον νοῦ σὲ καθαρὰ θεολογικὰ ἐπίπεδα. Τὰ 200 σημαντικὰ Κεφάλαια περὶ Πνευματικοῦ Νόμου τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, ποὺ στὴν εἰσαγωγὴ ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Γέρων Θεόκλητος: «Πρὸ πάσης θεωρητικῆς πτήσεως, πρὸ πάσης θεολογίας, πρὸ πάσης γνωστικῆς ἐπιθυμίας, ἀπαιτεῖται ἡ πρᾶξις, ἡ ἔμπονος ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ «νόμιμος ἄθλησις». Διότι, ὅπως γράφει εἰς τὸ 196ον Κεφάλαιον «Ὁ ἐκτὸς ἔργου σοφιζόμενος καὶ λαλῶν λόγους, πλουτεῖ ἐξ ἀδικίας...». Τὰ Κεφάλαια περὶ τοῦ Πνευματικοῦ Νόμου ἀποβαίνουν καθοδηγητικὸς κανὼν ζωῆς καὶ ἐλευθερίας ἐν χάριτι, μὴ ἀφήνοντα εἰς παραισθήσεις καὶ πλάνας τὸν πιστόν, ὡς πρὸς τὸν σκοπὸν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι αἱ ἀντολαὶ δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλὰ μέσον καθάρσεως τελειούμενον διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Τὰ σπουδαῖα καὶ ἁγιοπνευματικὰ 100 γνωστικὰ Κεφάλαια τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικής, ὅπου κατὰ τὸν σοφὸ Γέροντα, δημιούργησαν ἰσχυρὴ ἐπίδραση «στὴν διαμόρφωσιν τῆς πνευματικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποτελέσαντα ἀρχέτυπον τῆς Ἱερᾶς Νήψεως καὶ τῆς μυστικῆς θεολογίας». Τὰ καταπληκτικὰ 400 Κεφάλαια τοῦ μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τὸν ὁποῖο ὑπεραγαποῦσε ὁ Γέροντας καὶ συνεχῶς τὸν μνημόνευε στοὺς λόγους καὶ τὰ γραπτά του. Τὴν πρὸς τὴν μοναχὴ Ξένη ἐξαιρετικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἄλλου μεγάλου ἀγαπημένου του ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπου στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ εὔστοχα καὶ συμπυκνωμένα καταλήγει: «Ἡ πρὸς Ξένην Ἐπιστολὴ ἀποτελεῖ σύνοψιν τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Βάσει αὐτῆς τῆς μεθοδολογίας, συγκροτουμένης ἐξ εὐαγγελικῶν καὶ παραδοσιακῶν στοιχείων, διώδευσαν τὰ πλήθη τῶν Ἁγίων τὴν «στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν». Διὰ τὴν ἐποχήν μας ἔχει σημαντικὴν σημασίαν, διότι ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν ἀνθρωπιστικῶν ρευμάτων, τὰ ὁποῖα πνέουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, νοθεύεται ἡ πνευματικὴ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, μὲ συνέπειαν ἀντὶ νὰ πορευώμεθα εἰς τὸ φῶς καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν αἰωνίαν ἀγαλλίασιν, ἀποτελματούμεθα εἰς τὴν περιοχὴν τῶν σκοτεινῶν καὶ δαιμονικῶν παθῶν μας. Ἐντεῦθεν χάνομεν τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια καὶ ἀρχίζομεν νὰ φιλοσοφῶμεν, παραδιδόμενοι εἰς τοὺς ἀκαθάρτους διαλογισμούς μας καὶ τὰ ἰνδάλματα τῆς ἐμπαθοῦς καρδίας μας». Τὶς 35 ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ πρὸς τὶς μοναχὲς τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, τὶς ὁποῖες χαρακτηρίζει ὁ Γέροντας ὡς ἕναν «θησαυρό», μὲ «πολύτιμη διδασκαλία».

Ἀγαπᾶ τὴν Παναγία, τὸν Χριστό, τοὺς Ἁγίους Πατέρες κι ὅλους τοὺς ἁγίους, παλαιότερους καὶ νεώτερους. Ὁρισμένους βιογραφεῖ ἄριστα. Ὅπως τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (+1359), γιὰ τὸν ὁποῖο γράφει: «Ἀπὸ τότε ποὺ ὡς μοναχὸς ἐγνώρισα πόσον μέγας Πατὴρ εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ διδασκαλία τοῦ διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἠσθανόμην μίαν βαθεῖαν ἀγάπην νὰ μὲ κυριαρχῇ διὰ τὸ πρόσωπον τοῦ θείου Πατρὸς καὶ ἕνα ἀνεξήγητον δέος ἐνώπιον τῆς ὑψηλῆς θεολογικῆς διδαχῆς του». Τὸν προσφιλῆ τοῦ ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (+1809), τὸν ὁποῖον πρῶτος ἐκτενῶς ἁγιογράφησε, γιατί ὅπως ἀναφέρει εἰσαγωγικά : «ὑπῆρξε μοναδικὸς ἐκλαϊκευτὴς τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, εἰς ὅλους τοὺς μερισμοὺς καὶ τὰς ἐκφάνσεις αὐτῆς, ὡς ἀσκητικῆς, θεωρητικῆς, μυστικῆς, λειτουργικῆς, ἠθικῆς, φιλολογικῆς, ὑμνολογικής, δογματικῆς, Κανονικοῦ Δικαίου, ἐξομολογητικῆς». Τὸν θαυματουργὸ ἅγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως (+1920), γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραφε: «Ἔρχεται μὲ τὸ μοναδικὸ κῦρος του, σὰν θεοφόρος καὶ σὰν προφήτης, ποὺ ἕνωσε στὸ πρόσωπό του τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, νὰ ἀνανεώση τὴν διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ μαρτυρήση τὴν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς καὶ τῆς θεολογίας της καὶ νὰ τὴν κάνη καὶ σύγχρονη». Τὸν ἐπίσης θαυματουργὸ νέο ἅγιο τῆς Χίου Ἄνθιμο (+1960), τὸν ὁποῖο βιογραφῶντας προοιμιακὰ ἀναφέρει μὲ νόημα: «Ἡ ἁγιότης εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἄσκηση, ἡ θεολογία μὲ τὴν ἄσκηση, ἡ πνευματικὴ ζωὴ μὲ τὴν ἄσκηση. Καὶ οἱ παρακάμπτοντες τὸν μοναχισμό, ἐνῷ προσκυνοῦν τοὺς ἁγίους, πέφτουν σὲ μιὰ πνευματικὴ σχιζοφρένεια. Καὶ ὅτι ὁ θεοειδὴς Ἄνθιμος ὀφείλει τὴ θεολογία του καὶ τὴν ἁγιότητά του στὴν ἄσκηση κάθε ἀρετῆς. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμά του στὸν σύγχρονο κόσμο».

Μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγαπᾶ καὶ τοὺς φίλους τῶν ἁγίων, ἄνδρες σοφίας καὶ ἀρετῆς, Ἁγιορεῖτες καὶ φιλοαγιορεῖτες, τοὺς ὁποίους γνώρισε καὶ συνδέθηκε πνευματικὰ καὶ τοὺς ἀφιερώνει ὡραιότατες βιογραφήσεις: Τὸν συνέκδημο σὲ πνευματικὲς συνομιλίες καὶ ἀναβάσεις ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη (+1973), ποὺ ἤδη ἀναφέραμε ὡς θεοτοκοφιλή, τὸν ὅσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (+1980), τὸν ἀσκητὴ καὶ ἱεραπόστολο. Τὸν πολύσοφο, διακριτικὸ καὶ πολυσέβαστο Γέροντά του Γαβριὴλ Διονυσιάτη (+1983), ποὺ τὸν ἔκειρε μοναχὸ τὸ 1943. Τὸν ἀκάματο καὶ πλουσιότατο σὲ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη (+1991).

Ἀγαποῦσε τοὺς φίλους τῆς ἀρετῆς ρασοφόρους, ἀγαποῦσε καὶ τοὺς φιλάρετους λαϊκούς, τοὺς ἁγνοὺς πατριῶτες, τοὺς ἥρωες, τοὺς συγγραφεῖς, τοὺς ἁγιογράφους. Ὅπως τὸν ἀληθινὸ πατέρα καὶ δάσκαλο τοῦ Γένους Στρατηγὸ Μακρυγιάννη (+1864). Τὸν ἅγιο τῶν γραμμάτων μας καὶ κοσμοκαλόγερο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (+1911), τὸν ἁγιογράφο, πεζογράφο καὶ ὁμολογητὴ φίλο τοῦ Φώτη Κόντογλου (+1965).

Πλῆθος τὰ κείμενά του γιὰ ρασοφόρους καὶ μή, τῶν ὁποίων ἐπαινεῖ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα, τὴν ἁγιοπατερικὴ παράδοση καὶ τὶς γραφές, ὅπως τῶν ρασοφόρων: Γέροντος Δανιὴλ τοῦ Κατουνακιώτου (+1929), Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ (+1957), Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς (+1979), π. Δημητρίου Στανιλοάε (+1993), Γέροντος Θεοδοσίου Ἁγιοπαυλίτου (+1987), π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη (+1975), π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (+2002) καὶ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου (+1989) καὶ τῶν ζώντων πατέρων: Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, Βασιλείου Ἰβηρίτου, Γεωργίου Γρηγοριάτου, Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ἱεροθέου Βλάχου, Θεοδώρου Ζήση, τῶν συγγραφέων Β. Λαούρδα, Κ. Μπαστιά, τοῦ ἐκδότη Σ. Σχοινὰ καὶ τῶν θεολόγων Π. Χρήστου, Π. Νέλλα, Π.Β. Πάσχου, Γ. Γαλίτη, Ν. Βασιλειάδη, Γ. Μαντζαρίδη, Β. Γιούλτση, Δ. Τσάμη καὶ ἄλλων.

Δὲν δίστασε ὅμως μὲ αὐστηροὺς λόγους νὰ κρίνη θέσεις, ἰδέες καὶ ἀπόψεις προσώπων ποὺ δὲν βάδιζαν τὴν γνήσια ἁγιοπατερικὴ γραμμή, ὅπως Α. Μακράκη, Π. Τρεμπέλα, Χ. Γιανναρά, Ν. Ματσούκα, μοναχῆς Μαγδαληνής, ὡς καὶ τῶν γνωστῶν συγγραφέων Ν. Καζαντζάκη καὶ Ζ. Παπαντωνίου καὶ ἄλλων.

Ἐπικρίνει ἐπίσης δριμύτατα τὸ κρᾶμα ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τὸν ζηλωτισμὸ καὶ παλαιοημερολογιτισμό, τὸν πνευματισμό, τὴν ἐκκοσμίκευση, ἰδιορρυθμία, ἀντιπαραδοσιακότητα καὶ οἰκουμενιστικὴ κίνηση, τὸν εὐσεβισμὸ τῶν θρησκευτικῶν ὀργανώσεων, τὸν κομματισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς «ἄφρονες», «ἄθεους» καὶ «μοιραίους» πολιτικούς, τὸν πολιτικὸ γάμο, τὸν ὀλυμπισμὸ καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπίκαιρα καὶ σοβαρὰ θέματα.

Τὰ ἔργα του γνώρισαν ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις, λίαν θετικὲς κρίσεις, βραβεύσεις καὶ ἐπαίνους καὶ ἐπηρέασαν σημαντικὰ τὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς τῶν μέσων τοῦ 2Οου αἰῶνος πρὸς μία στροφὴ πρὸς τοὺς Πατέρες. Ὁρισμένα κείμενά του, ὅπως ἦταν φυσικό, γνώρισαν μία μικρὴ ἡ μεγαλύτερη ἀντίδραση. Πενῆντα (50) βιβλία ἐπὶ μία ὑπερπεντηκονταετία, ἑκατοντάδες ἄρθρα, ἐπιστολές, συνεντεύξεις καὶ ὁμιλίες, ἀποτελοῦν ἕναν πλοῦτο καὶ ἀξίζει ἡ πλήρης καταγραφή του γιὰ μιὰ ἐμπεριστατωμένη θεοκλητικὴ βιβλιογραφία. Στὴν βιβλιοθήκη μας ἔχουμε τὴ σειρὰ τῶν ἔργων του, τὰ περισσότερα μὲ ἰδιόγραφες ἀφιερώσεις. Σὲ ἕνα μοῦ ἔγραφε ὁ μακάριος Γέροντας: «Στὸν καλὸν μοναχὸν Μωυσήν, μὲ τὴν εὐχὴν νὰ γίνη ἕνας ὑψηλὸς ἡσυχαστής, ἐρήμην τοῦ ἐν τῷ πονηρῷ κειμένου κόσμου» ὅπου «ἡ ἀπάτη τῶν ἀλλαλαγμὼν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου. Μὲ ἀγάπη Χριστοῦ, Θεόκλητος μοναχός. 27.7.1989». Εὐχὴ πού, δυστυχῶς, δὲν καρποφόρησε. Καὶ ἀλλοῦ εὐγενικά: «Τῷ μὴ «βραδυγλώσσω» καὶ μὴ «δυσήχω Μωσεί», ἀλλὰ τῷ εὐλάλῳ καὶ εὐφραδεῖ Μωυσεὶ τῷ πάνυ. Μὲ ἀγάπη Χριστοῦ. Θεόκλητος μοναχὸς Διονυσιάτης, Ἅγιον Ὅρος, 22.7.1987».

Ὁ Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης ἀποτελεῖ πλατύλιθο τῆς νεώτερης ἁγιορειτικῆς ἱστορίας καὶ γραμματείας, ὀνομαστὸς καὶ πανευφήμως γνωστός, γιὰ τοὺς πολλοὺς λόγους του καὶ τὰ ὡραῖα ἔργα του. Σὲ μιὰ δύσκολη καὶ κρίσιμη ἐποχῇ ἔγκαιρα καὶ ἔγκυρα προσέφερε καὶ κατέθεσε τὴν ὑπερχιλιόχρονη ἁγιορειτικὴ μαρτυρία, σὲ ἕναν κόσμο ἀρνητικὰ τοποθετημένο στὸν ἱερὸ ἡσυχασμὸ καὶ τὸν ἁγιοτρόφο μοναχισμό. Πρὶν τὴ σημερινὴ ἁγιορειτικὴ ἄνθηση, γιὰ τὴν ὁποία ἐργάσθηκε, ὑπῆρξε «ἡ φωνὴ τοῦ πατρὸς Θεοκλήτου Διονυσιάτου τὸ ἐντρύφημα ὅσων καλοπροαίρετων ἀνθρώπων ζητοῦσαν λόγον ἀληθείας καὶ φωνὴν βοῶντος ἐκ τῆς ἐρήμου, ἀλλὰ καὶ ὅσων μὲ σκεπτικισμὸ καὶ ἐπιφυλάξεις ἀτένιζαν τὸν ἁγιορειτικὸ μοναχισμὸ ἐν ἀναμονῇ τοῦ τέλους του...».

Ὁ Γέρων Θεόκλητος μὲ ζῆλο, θέρμη καὶ πάθος, συνέπεια καὶ πιστότητα μίλησε γιὰ τὴν ἀκραιφνῆ ὀρθόδοξη παράδοση, παρουσιάζοντας τὴν ἀναγκαιότητα ἐπανόδου στὴ ζωὴ τοῦ νηπτικοῦ λόγου, διὰ ἑρμηνειῶν τῶν ἁγιοπατερικῶν γραφῶν, τερπνῶν προσωπογραφιῶν, γλαφυρῶν βιογραφήσεων καὶ φιλοκαλικῶν ἐκδόσεων. Μαζὶ μὲ τὸν Γέροντά του Γαβριήλ, τὸν Γ. Φιλόθεο Ζερβάκο, τὸν π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, τοὺς ἐκδότες Σ. Σχοινὰ καὶ ἀδελφοὺς Παπαδημητρίου καὶ τοὺς φίλους Φ. Κόντογλου, Κ. Μπαστιά, Β. Μουστάκη καὶ Π. Πάσχο ἀπετελέσθη σὲ μιὰ ἐποχῇ, ποὺ ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «διεκρίνετο γιὰ τὸν ἠθικισμό της, τὸ ἀντιπατερικὸ καὶ ἀντιπαραδοσιακὸ πνεῦμα» ἕνας κύκλος φιλορθοδόξων παραδόσεων... Τὸ κάπως νεοκολλυβαδικὸν αὐτὸ κίνημα ἐτάραξε τὰ λιμνάζοντα ἀντιπαραδοσιακὰ ὕδατα καὶ πρέπει νὰ ὁμολογηθῇ ὅτι ἐπετελέσθη σημαντικὸν ἔργον, ποὺ συνέτεινεν ἀποφασιστικῶς στὴ στροφὴ «ἐπὶ τὰς πηγὰς» τῶν Ὀρθοδόξων παραδόσεων».

Εἶναι ὄντως ἔτσι. Τοῦ νεοκολλυβαδικοῦ κινήματος μαχητικὴ φυσιογνωμία ὑπῆρξε ὁ μακαριστὸς Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης. Τοῦ μετανεοκολλυβαδικοῦ κινήματος ὑπάρχετε κι ἐσεῖς Σεβασμιώτατε. Εὔχεσθε ταπεινὰ νὰ συμβαδίζουμε κι ἐμεῖς καταθέτοντας οἱ πένητες τὸ εὐαγγελικὸ δίλεπτο. Τέλος εὐχαριστοῦμε την εὔανδρο Ναύπακτο γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ εὐκλεοῦς βλαστοῦ της στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Μένοντας ἐδῶ θὰ γινόταν μᾶλλον ἕνας ἐξαίρετος ἐπιστήμονας ἡ λογοτέχνης, μεταφυτευόμενος καὶ ἀναγεννώμενος στὸν ἱερὸ Ἄθωνα κατέστη σεβάσμιος Γέρων, διδακτικὸς Πατήρ, Θεόκλητος Μοναχός, Διονυσιάτης περίφημος, Ἁγιορείτης διάσημος, τέκνον τοῦ Θεοῦ ἠγαπημένο, θεόφιλος καὶ φιλόθεος, θεοτοκοφιλὴς καὶ φιλάγιος, φιλάδελφος καὶ φιλότεκνος, φιλάρετος καὶ φιλόκαλος, νεοκολλυβὰς καὶ νεοησυχαστής.–