Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Τὸ σκήνωμα τοῦ π. Βησσαρίωνος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(δημοσιεύθηκε στὴν Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 9-4-2006)

Πολὺς λόγος γίνεται στὶς ἡμέρες μας γιὰ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἱερομονάχου π. Βησσαρίωνος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος. Στὰ ΜΜΕ γίνεται πολὺ μεγάλη συζήτηση γιὰ τὸ θέμα, ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παρατηρεῖ κανεὶς εἶναι ὅτι συμμετέχουν στὶς συζητήσεις ἄνθρωποι διαφόρων ἀντιλήψεων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργῆται σύγχυση. Εἶναι φυσικὸ ἕνας οὐμανιστὴς νὰ μὴ μπορῇ νὰ παραδεχθῇ τὸ λεγόμενο ὑπερφυσικό, ἐνῷ ἕνας θεολόγος ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἀρνηθῇ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος οὔτε καὶ νὰ πείση μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἀρνεῖται.

Πέρα ἀπὸ τὴν διαδικασία ἁγιοκατάταξης ἑνὸς Χριστιανοῦ καὶ τὴν ἱστορικὴ ἀναφορά, θὰ πρέπη νὰ δοῦμε καὶ τὴν θεολογία τοῦ θέματος.

1. Εἶναι βασικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἡ ἕνωσή της μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου θέωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Στὴν συνέχεια ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ «εἶναι» στὸ «εὖ εἶναι», δηλαδὴ βιώνει τὴν θέωση σὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Ἑπομένως, στὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ παρατηρεῖται θέωση ψυχῆς καὶ σώματος, διότι τὸ σῶμα δὲν εἶναι ἡ φυλακὴ τῆς ψυχῆς ποὺ ἀπορρίπτεται καὶ ἐξαφανίζεται, ὅπως ὑποστήριζε ἡ κλασσικὴ μεταφυσική, ἀλλὰ εἶναι το ἕνα ἀπὸ τὰ δύο συστατικὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ποὺ ἁγιάζεται. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν πιστεύουμε στὴν διάκριση μεταξὺ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς καὶ φύσει θνητοῦ σώματος.

2. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἐντάσσεται καὶ ἡ θεολογία τῶν λειψάνων τῶν ἁγίων. Ἡ θεία Χάρη διὰ τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται καὶ στὸ σῶμα καὶ ἔτσι τὰ ἱερὰ λείψανα εὐωδιάζουν, θαυματουργοὺν καὶ εἶναι ἔνδειξη τῆς παρουσίας σὲ αὐτὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Στὰ ἄφθαρτα λείψανα τῶν ἁγίων παραμένει ἡ θεοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ τὰ ἱερὰ λείψανα εἶναι ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Στὸ Ἅγιον Ὅρος τὴν μεγαλύτερη φιλοφρόνηση τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ κάνη σὲ ἕναν φιλοξενούμενο κάποιος Ἁγιορείτης εἶναι νὰ τοῦ παραθέση τὰ ἱερὰ λείψανα γιὰ τιμητικὴ προσκύνηση.

3. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν (πρέπει νὰ) εἴμαστε οὔτε ἀφελεῖς, οὔτε θρησκόληπτοι, οὔτε δεισιδαίμονες. Ὑπάρχουν σαφέστατα κριτήρια τὰ ὁποῖα ξεχωρίζουν τὸ φυσικὸ ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικό, τὸ κτιστὸ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, τὸ δαιμονικὸ ἀπὸ τὸ θεϊκό. Ἔτσι, ὀρθόδοξος θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διακρίνει ἐὰν κάτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ἀπὸ πονηρὲς δυνάμεις, ἡ εἶναι ἕνα φυσικὸ γεγονός. Ἑπομένως, ὑπάρχουν θεολογικὰ κριτήρια, τὰ ὁποῖα διαθέτουν ὅσοι βιώνουν τὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ ἔτσι ὑπερβαίνεται ὁ σχολαστικισμός, ὁ ἠθικισμός, ἡ δεισιδαιμονία καὶ ἡ μαγεία. Ἄλλωστε σὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες ὑπάρχουν κριτήρια ποὺ ξεχωρίζουν τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ ψεύτικο.

4. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι ὅσοι ἁγίασαν δὲν φανερώθηκαν στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μάλιστα πολλοὶ ἅγιοι, λόγῳ τῆς μεγάλης ταπεινώσεώς τους, δὲν ἤθελαν νὰ τιμηθοῦν ὡς ἅγιοι καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή τους καὶ γι' αὐτὸ ζητοῦσαν νὰ κρυφτοῦν ἡ νὰ πεταχθοῦν τὰ σώματά τους γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν τιμὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς ὅμως μὲ διαφόρους τρόπους καὶ λόγους ἀναδεικνύει μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἁγίους, κυρίως ὅταν θέλη νὰ διδάξη τοὺς ἀνθρώπους ἡ νὰ τοὺς παρηγορήση γιὰ συγκεκριμένα γεγονότα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἡ «ἐργολαβικὴ» ἄνωθεν ἀνάδειξη ἁγίων μὲ ἀνθρωποκεντρικὰ συνήθως κριτήρια, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦνται μερικὲς ταπεινὲς ἐπιδιώξεις διαφόρων προσώπων.

5. Λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ σκηνώματος τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ ἕνα σῶμα τὸ ὁποῖο ἐμφανίζει δείγματα ἀφθαρσίας, ἰσχύουν τρεῖς δυνατότητες. Ἡ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀφορισμοῦ, ἡ νὰ εἶναι ἕνα φυσικὸ γεγονός, ἡ νὰ εἶναι ἔκφραση θεώσεως. Τὸ πρόβλημα, ὅμως, εἶναι πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνη σὲ ποιά περίπτωση συγκαταλέγεται ἕνα ἀδιάλυτο σῶμα.

Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, διακεκριμένος δογματικὸς θεολόγος, ἔλεγε ὅτι γιὰ νὰ εἶναι κάποιος ἅγιος, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μάρτυρες, πρέπει νὰ συντρέχουν δύο βασικοὶ λόγοι. Ὁ πρῶτος ἐὰν ὑπάρχουν γραπτὰ κείμενά του ποὺ νὰ ἐκφράζουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὁ δεύτερος ἐὰν τὸ σῶμα του ἔχη γίνει ἱερὸ λείψανο. Γι' αὐτὸ ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἐργαστήριο λειψάνων», ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση ψυχῆς καὶ σώματος. Βεβαίως κάθε λείψανο δὲν εἶναι καὶ ἄφθαρτο. Συγχρόνως ἔλεγε ὅτι ὅταν βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕνα ἄφθαρτο σῶμα, τότε ἐκεῖνος ποὺ μετέχει τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἕνας σύγχρονος ἁγιασμένος ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ διακρίνη ἐὰν αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἡ πνευματικὸ φαινόμενο. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ μαθηματικὸς ἀντιλαμβάνεται τὸν μαθηματικό, ὁ φυσικὸς τὸν φυσικὸ καὶ ὁ ἅγιος ἀντιλαμβάνεται τὸν ἅγιο. Ἐπὶ πλέον, σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, μὲ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τοῦ συγκεκριμένου σκηνώματος, γίνονται συνταρακτικὰ καὶ ἀποδεδειγμένα θαύματα, ὄχι φανταστικὰ καὶ συναισθηματικά. Ἐπίσης, ὁ ἀείμνηστος π. Παΐσιος ἔλεγε γιὰ τὸν Γέροντα Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη, ὅταν τὸν ρωτοῦσαν ἂν εἶναι ἅγιος: «Ἂν εἶναι παλληκάρι, ἂς τὸ ἀποδείξη!», δηλαδή, ἂς δείξη μὲ θαύματα τὴν πνευματική του κατάσταση. Ἡ λεγομένη «συνείδηση τοῦ λαοῦ» ἔχει μιὰ ἀξία, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ συνείδηση ποὺ δὲν ἔχει θεολογικὰ κριτήρια συγχέει τὸ θεϊκὸ μὲ τὸ μαγικό, τὸ πνευματικὸ μὲ τὸ ψυχολογικὸ καὶ γίνεται ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως.

Ἔχοντας, λοιπόν, τέτοια κριτήρια δὲν ἀρνούμαστε τὴν θεολογία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, γιατί τότε θὰ περιπέσουμε σὲ ἕνα οὑμανισμό, ἀλλὰ καὶ οὔτε προκαλοῦμε τὸν λαὸ σὲ προσκύνηση ἑνὸς Χριστιανοῦ ὡς ἁγίου, ἐὰν δὲν ἔχη ἀποδειχθῇ περίτρανα ἡ ἁγιότητα μὲ τὰ πνευματικά – θεολογικὰ κριτήρια ποὺ διαθέτει ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι μὲ ἁπλὲς ἀποφάσεις. Δυστυχῶς, στὴν ἐποχή μας μειώνονται αὐτὰ τὰ θεολογικὰ κριτήρια. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀνησυχητικό, διότι ἡ θεολογία δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἐπικοινωνιολογία.

Ἑπομένως, νομίζω ὅτι στὸ θέμα αὐτὸ χρειάζεται πολὺ διάκριση καὶ ἀναμονὴ ἐν προσευχῇ γιὰ νὰ φανερώση ὁ Θεὸς τὸ θέλημά Τοῦ, μὲ τοὺς τρόπους ποὺ Ἐκεῖνος γνωρίζει. Καὶ μέχρι τότε θὰ πρέπη νὰ βρεθοῦν οἱ κατάλληλοι τρόποι νὰ μὴν ἀποδίδονται στὸ συγκεκριμένο σκήνωμα ἐκδηλώσεις τιμητικῆς προσκύνησης ἁγίου.

Βεβαίως, ὁ λαός, ποὺ εἶναι πονεμένος καὶ ἀπογοητευμένος ἀπὸ πολλά, ἀναζητᾶ στηρίγματα. Οἱ ποιμένες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἐνεργοῦν μὲ πνευματικὰ θεολογικὰ κριτήρια, ὥστε νὰ μὴν ἀπογοητεύσουν ἀκόμη περισσότερο τὸν λαό.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ