Γράφτηκε στις .

Συνέδριο Πανελλήνιας Ἕνωσης Ἰατροδικαστῶν: Ἐκκλησιαστικὴ Ταφὴ καὶ Ἀποτέφρωση

Ὁ Σεβασμιώτατος σὲ Συνέδριο Πανελλήνιας Ἕνωσης Ἰατροδικαστῶν

Πραγματοποιήθηκε τὸ διήμερο 8-9 Ἀπριλίου ε.ε. στὴν Λάρισα τὸ 4ο Συνέδριο τῆς Πανελλήνιας Ἕνωσης Ἰατροδικαστῶν τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης μὲ θέμα «Ἐκκλησιαστικὴ Ταφὴ καὶ Ἀποτέφρωση. Κοινωνική, Θρησκευτική, Ἐπιστημονικὴ Προσέγγιση καὶ Προεκτάσεις». Τὸ Συνέδριο διοργάνωσε ἡ Ἰατροδικαστικὴ Ὑπηρεσία Λαρίσης, μὲ Πρόεδρο τὴν Δρ. Λεονταρὴ Ρουμπίνη.

Προσκεκλημένος γιὰ νὰ ἀναπτύξη εἰσηγήση στὸ Συνέδριο ἦταν καὶ ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἰερόθεος, μὲ θέμα: «Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἡ ταφή». Ἀποσπάσματα τῆς εἰσήγησης δημοσιεύονται στὸ παρὸν τεῦχος.

Ἀνάμεσα στοὺς ὁμιλητὲς ἦταν ἐπίσης ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο ὁ Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Μελίτων καὶ ὁ Πρωτοπρ. π. Στυλιανὸς Καρπαθίου, ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς οἱ κ.κ. Γεώργιος Καρατζαφέρης, Εὐρωβουλευτὴς καὶ Πρόεδρος τοῦ ΛΑΟΣ, Ἰωάννης Μαγκριώτης, Βουλευτὴς καὶ τ. Ὑπουργός, Φώτης Κουβέλης, ἐκπρόσωπος τοῦ ΣΥΝ καὶ τ. Ὑπουργός, Κωνσταντῖνος Τσιάρας Βουλευτής, καθὼς ἐπίσης Καθηγητὲς Πανεπιστημίου καὶ Ἰατροδικαστές.

Ὁ Σεβασμιώτατος μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπίσκεψής του στὴν Λάρισα, ἐπισκέφθηκε τὸν Μητροπολίτη Λαρίσης κ. Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος τὸν προσκάλεσε καὶ λειτουργήση τὴν ἑπομένη ἡμέρα, Κυριακή, στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Λαρίσης τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, σὲ ἕναν κατάμεστο ἀπὸ Χριστιανοὺς Ἱερὸ Ναὸ ποὺ συμμετεῖχαν μὲ εὐλάβεια καὶ προσευχή.

***

Ταφὴ καὶ ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων

Εἰσήγηση στὸ 4ο Συνέδριο τῆς Πανελλήνιας Ἕνωσης Ἰατροδικαστῶν τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης στὴν Λάρισα, μὲ θέμα «Ἐκκλησιαστικὴ Ταφὴ καὶ Ἀποτέφρωση»

Τὸ θέμα τῆς παρούσης Ἡμερίδος «ἐκκλησιαστικὴ ταφὴ καὶ ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων» εἶναι πολὺ σημαντικό. Ἀκόμη εἶναι καὶ πολυσήμαντο, γιατί ἔχει πολλὲς πλευρές, ἤτοι τὴν θεολογική, τὴν φιλοσοφική, τὴν πολιτιστική, τὴν κοινωνιολογική, τὴν ψυχολογικὴ καὶ τὴν πολιτική.

Συνήθως ἀντιμετωπίζεται τὸ θέμα μόνον ἀπὸ τὴν ἀτομική, κοινωνικὴ καὶ πολιτική του πλευρὰ καὶ ἀγνοοῦνται ὅλες οἱ ἄλλες παράμετροι καὶ αὐτὸ δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο. Γιατί ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα κοινωνικὸ γεγονός, ἀλλὰ κατ’ ἐξοχὴν προσωπικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ γεγονός. Ὁπότε, ὅταν τέτοια θέματα ἀντιμετωπίζονται μόνον ἀπὸ τὴν ἀτομική, κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ πλευρὰ καὶ ἀγνοοῦνται ὅλες οἱ ἄλλες πλευρές, τότε ὁ ἄνθρωπος παραμένει σὲ βαθύτατο προβληματισμὸ καὶ δημιουργοῦνται πολλὰ ὑπαρξιακὰ καὶ ψυχολογικὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα δὲν θεραπεύονται μὲ πολιτικὲς λύσεις.

Ἡ παροῦσα Ἡμερίδα πιστεύω ὅτι θὰ βοηθήση νὰ τεθοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα στὸ τραπέζι καὶ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Θὰ προσπαθήσω νὰ ἐκφράσω μερικὲς ἀπόψεις μου γιὰ τὸ θέμα «τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὁ θάνατος καὶ ἡ ταφή».

Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν πρόσκληση, παρὰ τὸ ὅτι εἶχα καὶ ἔχω πολλὲς ὑποχρεώσεις, εὐχαριστῶ καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Σεβασμιωτάτου.

1. Γενικὲς παρατηρήσεις

Ἀρχίζοντας τὸ θέμα θὰ ἤθελα νὰ κάνω μερικὲς γενικὲς παρατηρήσεις, λαμβάνοντας μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ εἰδικὸ βιβλίο τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γεωργίου Ἀντουράκη μὲ τίτλο: «Ταφή, καύση καὶ ἀνάσταση νεκρῶν, μηνύματα ἀπὸ τὴν παράδοση καὶ τὴν τέχνη», μέσα στὸ ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς νὰ βρὴ πλούσιο ὑλικὸ γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ.

Πρῶτον. Ὅλοι οἱ πολιτισμένοι λαοὶ τῆς ἀρχαιότητος ἐφρόντιζαν περισσότερο γιὰ τοὺς νεκρούς τους ἀπὸ τοὺς ζωντανούς, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀρχαῖοι τάφοι ἦταν πολυτελέστεροι συγκριτικὰ μὲ τὶς οἰκίες τῶν ζωντανῶν. Ἔτσι, ἐνταφίαζαν τοὺς νεκροὺς σὲ εἰδικοὺς τάφους ποὺ εἶχαν διάφορα ὀνόματα, ὅπως μνήματα, μνημεῖα, σήματα, μαυσωλεῖα, τύμβοι, κατακόμβες. Οἱ τάφοι θεωροῦνταν ἱεροὶ τόποι καὶ προστατεύονταν ἀπὸ εἰδικούς - ἱεροὺς νόμους.

Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἐπικρατοῦσαν διάφορα «ταφικά-νεκρικὰ ἔθιμα», ποὺ πολλὰ ἔφθασαν μέχρι τὶς ἡμέρες μας, ὅπως ὅτι ἡ «κήδευση» κρατοῦσε τρεῖς ἡμέρες, ἔκλειναν τὰ μάτια καὶ τὸ στόμα τοῦ νεκροῦ, τὸν ἔπλεναν καὶ τὸν ράντιζαν μὲ ἀρώματα, τὸν ἔντυναν μὲ λευκὰ ἐνδύματα καὶ τὸν τοποθετοῦσαν σὲ κλίνη στὸ σπίτι του, ἐπίσης μεταξὺ τῶν ταφικῶν-νεκρικῶν ἐθίμων εἶναι καὶ ἡ «ἔκθεσις-ἐκφορά», τὰ «νεκρόδειπνα», τὰ «μνημόσυνα». Ὁ Θουκυδίδης, πρὶν τὴν παράθεση τοῦ περίφημου Ἐπιταφίου λόγου τοῦ Περικλῆ, περιγράφει τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν πεσόντων στὰ πρῶτα ἔτη τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου καὶ κάνει λόγο γιὰ δημόσια ταφὴ «τῷ πατρίῳ νόμῳ χρώμενοι», γιὰ ἔκθεση τῶν ὀστῶν, γιὰ «ἐκφορά», γιὰ θρῆνο στὸν τάφο ἀπὸ τὶς γυναῖκες, γιὰ νεκροταφεῖο «ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως», γιὰ ἐνταφιασμὸ στὴν γῆ τῶν νεκρῶν, γιὰ «ἔπαινον τὸν πρέποντα» στὸν νεκρὸ καὶ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν τάφο. Σὲ ἑρμηνεία τὸ χωρίο τοῦ Θουκυδίδη ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Τὸν ἴδιο χειμῶνα οἱ Ἀθηναῖοι, ἀκολουθῶντας τὴν πατροπαράδοτη συνήθεια, τέλεσαν δημόσια τὴν ταφὴ ἐκείνων ποὺ πρῶτοι σκοτώθηκαν σὲ αὐτὸν τὸν πόλεμο. Ἡ ταφὴ γίνεται μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο. Φτιάχνουν μιὰ σκηνὴ κι ἐκθέτουν τὰ ὀστᾶ τῶν νεκρῶν γιὰ δυὸ μέρες, κι ὁ καθένας φέρνει στὸν δικό του κάτι, ἂν θέλει. Κι ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ἐκφορᾶς, ἁμάξια μεταφέρουν κυπαρισσένια φέρετρα, ἕνα γιὰ κάθε φυλὴ· τὰ ὀστᾶ τοῦ καθενὸς εἶναι μέσα στὸ φέρετρο τῆς φυλῆς του. Ἕνα ὅμως φέρετρο ἄδειο, στρωμένο, τὸ μεταφέρουν στὰ χέρια· εἶναι τῶν ἀφανῶν, ἐκείνων ποὺ τὰ σώματα δὲ βρέθηκαν νὰ τὰ σηκώσουν. Τὴν ἐκφορὰ παρακολουθεῖ ὅποιος θέλει, πολίτης καὶ ξένος· στὸν τάφο βρίσκονται καὶ περιμένουν καὶ γυναῖκες ἀπὸ τὸ συγγενολόϊ ποὺ στήνουν θρῆνο. Τοὺς ἀποθέτουν λοιπὸν στὸ δημόσιο νεκροφατεῖο, ποὺ βρίσκεται στὸ πιὸ ὡραῖο προάστιο τῆς πόλης καὶ σ' αὐτὸ κάθε φορὰ θάβουν τοὺς νεκροὺς τοῦ πολέμου, ἐκτὸς ἀπὸ κείνους ποὺ ἔπεσαν στὸ Μαραθῶνα· ἐκείνων τὴν παλικαριὰ τὴν ἔκριναν ξεχωριστὴ καὶ τοὺς ἔκαμαν τὸν τάφο στὸν τόπο τῆς μάχης. Κι ὅταν τοὺς σκεπάσουν μὲ τὸ χῶμα, ἕνας ἄντρας ὁρισμένος ἀπὸ τὴν πολιτεία, ποὺ καὶ γιὰ πολὺ συνετὸ τὸν ξέρουν κι ἐπιβάλλεται μὲ τὸ κῦρος του, λέει γι' αὐτοὺς τὸν ἐπαινετικὸ λόγο ποὺ ταιριάζει· ὕστερα φεύγουν. Ἔτσι γίνεται ἡ ταφὴ· κι ὅσο κρατοῦσε ὁ πόλεμος, ὅσες φορές τους τύχαινε νὰ 'χουν νεκρούς, ἀκολουθοῦσαν τὴ συνήθεια. Γι' αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς πρώτους νεκροὺς ὁρίστηκε νὰ μιλήσει ὁ Περικλῆς τοῦ Ξανθίππου. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, προχώρησε ἀπὸ τὸν τάφο σ' ἕνα βῆμα καμωμένο ψηλό, γιὰ ν' ἀκούγεται ὅσο γινόταν πιὸ μακριὰ στὸ συγκεντρωμένο πλῆθος, κι ἔλεγε στὴν οὐσία τ' ἀκόλουθα».

Ἐπίσης οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πίστευαν ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἄταφου νεκροῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθη στὰ «Ἠλύσια πεδία», ἀλλὰ περιπλανᾶται μέχρι νὰ ταφῆ τὸ σῶμα. Στὸ ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ Ἀντιγόνη περιγράφονται οἱ θυσίες στὶς ὁποῖες ὑποβλήθηκε ἡ Ἀντιγόνη γιὰ νὰ θάψη τὸν ἀδελφό της Πολυνείκη, παρὰ τὶς ἐντολές του Κρέοντα. Καὶ στὸ ἔργο τοῦ Εὐριπίδη «Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις» φαίνεται ὅτι ὁ Ὀρέστης παρήγγειλε στὸν φίλο του Πυλάδη νὰ παρακαλέση τὴν ἀδελφή του στὶς Μυκῆνες «νὰ τὸν θάψει μὲ τιμὲς σὲ ἄδειο τάφο, νὰ τὸν κλάψη καὶ νὰ κόψη τὰ πλούσια μαλλιά της καὶ νὰ τὰ βάλει στὸν τάφο του».

Δεύτερον. Σὲ πολλοὺς λαοὺς τῆς ἀρχαιότητος ὑπῆρχε δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξὺ ταφῆς καὶ καύσεως τοῦ σώματος. Ὅμως πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ καύση προῆλθε ἀπὸ φόβο στοὺς νεκροὺς ἡ γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν τὰ νεκρὰ πτώματα, τὰ ὁποῖα θεωροῦσαν πηγὴ μιάσματος. Καὶ στοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ἐπικράτησε καὶ ἡ καύση τῶν νεκρῶν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ καύση ἦταν μιὰ ἱεροτελεστία μὲ διάφορες θυσίες. Δὲν ὑπῆρχε τότε καμμιὰ μέθοδος ἀποτεφρώσεως, «ἀλλὰ μετὰ τὴν καύση τῶν πτωμάτων μάζευαν τὰ ὀστᾶ, τὰ ἔβαζαν σὲ πολυτελεῖς συνήθεις λάρνακες καὶ τὰ ἔθαπταν σὲ εἰδικοὺς τάφους. Αὐτὸ συνέβη γιὰ τὸν Πάτροκλο καὶ τὸν Ἕκτορα καὶ γιὰ ἄλλους Ὁμηρικοὺς ἥρωας. Ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς πρωτόγονους λαούς, ὅπως τοὺς Ἰνδιάνους, ἡ καύση τῶν νεκρῶν εἶχε θρησκευτικὸ χαρακτῆρα, ὅπως συνέβαινε περίπου στοὺς ὁμηρικοὺς χρόνους. Ἡ ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων εἶναι νεωτέρα συνήθεια, ἄγνωστη στὴν ἀρχαιότητα».

Τρίτον. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ μαρτυρία οἰκειοθελοῦς καύσεως τῶν σωμάτων κατὰ τὴν χριστιανικὴ περίοδο, ἀλλὰ πάντοτε ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ὑπὲρ τῆς ὁλόσωμης ταφῆς. Καὶ τότε ποὺ οἱ μάρτυρες καίγονταν ἀπὸ τοὺς διώκτας, δὲν καιγόταν ὅλο τὸ σῶμα, ἀφοῦ τὰ ἀνόργανα μέλη τοῦ σώματος δὲν καίγονται ὁλοσχερῶς μὲ τὶς συνήθεις θερμοκρασίες, καὶ τὰ ἐναπομείναντα τμήματα περισυλλέγονταν μὲ σεβασμὸ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάζονταν μὲ εἰδικὲς τιμές. Ὅπως ὑποστηρίχθηκε, στὸν Τερτυλιανὸ συναντοῦμε σαφῆ θέση ἐναντίον τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν. Ἐπίσης, παλαιότερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀρνήθηκε κάθε ἐπίσημη ἡ ἀνεπίσημη ταφὴ σὲ μέλος της ποὺ ζήτησε νὰ ἀποτεφρωθῇ τὸ σῶμα του. Πρέπει ἀκόμη νὰ ἀναφερθῇ ὅτι ἡ ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων θεωρήθηκε ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ ὁρίσθηκαν νὰ συζητηθοῦν σὲ μελλοντικὴ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Εἶναι σημαντικὰ τὰ ὅσα γράφει σὲ ἐφημερίδα ὁ γνωστὸς ἀρθρογράφος Περικλῆς Κοροβέσης:

«Ἕνας πολιτισμὸς κρίνεται καὶ ἀπὸ τὰ ταφικά του ἔθιμα. Ὁ μὴ σεβασμὸς στοὺς νεκροὺς ἦταν πάντοτε ἡ ὑψίστη ἱεροσυλία. Ἦταν αὐτὸ πάντα ποὺ ἐπέφερε τὴ θεϊκὴ τιμωρία. Καὶ κανένας ἀνθρώπινος νόμος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθῇ στὸν θεϊκὸ νόμο οὐρλιάζει ἡ Ἀντιγόνη ἐδῶ καὶ δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Καὶ σ’ ὅλη τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ παράδοση οἱ νεκροὶ προπάτορες ἦταν οἰκιακοὶ θεοὶ ποὺ προστάτευαν τὴν ἑστία τῶν ἀπογόνων. Καὶ οἱ τάφοι τους, μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, μιλᾶνε γιὰ σβησμένες μακρινὲς ἐποχές, ποὺ δὲν μᾶς ἔχουν ἀφήσει καμιὰ γραπτὴ μαρτυρία. Ὅ,τι ξέρουμε γι’ αὐτές, εἶναι μέσα ἀπὸ τάφους, ἀγγεῖα ἡ θραύσματα ἀγγείων. Καὶ κατὰ κάποιο παράξενο καπρίτσιο τῆς ζωῆς, οἱ νεκροί, μέσα ἀπὸ τὸν τάφο τους, ἀφηγοῦνται τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς, ποὺ φυσικά, δὲν ἀρχίζει μὲ τὴν γέννησή μας. Καὶ ὅταν τὰ κόκκαλα τῶν δικῶν μας γίνονται ἀσβέστης στὸ χωνευτήρι, τότε οἱ σελίδες τῆς ζωῆς μας εἶναι λευκές».

Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθῇ ὅτι στὴν Ἰουστινιάνεια κωδικοποίηση ὑπάρχει ἕνα παράδειγμα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ θέμα μας. «Ἕνας Ρωμαῖος πολίτης κατέστησε κάποιον κληρονόμο του μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ ρίξει τὸ λείψανό του στὴν θάλασσα. Ὁ κληρονόμος ἀρνήθηκε νὰ τὸ ρίξει στὴν θάλασσα, καὶ τὸ ἐνταφίασε. Τότε ἐγέρθηκε θέμα διεκδίκησης τῆς κληρονομιᾶς μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι ὁ ἀποδέκτης δὲν τήρησε τὴν διαθήκη, ὅσον ἀφορᾶ τὸ λείψανο τοῦ διαθέτου. Τὸ δικαστήριο θεώρησε τὴν πράξη τῆς ἀπόρριψης στὴν θάλασσα ὡς ἀνήθικη καὶ τὴν μὴ συμμόρφωση τοῦ κληρονόμου ὡς ἐπαινετὴ ἐνέργεια ποὺ συνάδει μὲ τὰ χρηστὰ ἤθη» (Γ. Μαντζαρίδης).

Γιὰ τὴν θεολογικὴ προσέγγιση τοῦ θέματος τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν καὶ τὶς ἐκκλησιολογικὲς ἐπιπτώσεις, γίνεται σχετικὴ ἀνάλυση σὲ κείμενό μου ποὺ ἐκφωνήθηκε σὲ Ἡμερίδα ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

2. Ἡ θεολογικὴ καὶ ψυχολογικὴ θεώρηση τοῦ σώματος καὶ τοῦ θανάτου

Στὴν ἔναρξη τῆς εἰσηγήσεώς μου τόνισα ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ ἔχει πολλὲς πλευρές, μεταξὺ τῶν ὁποίων συμπεριέλαβα τὴν θεολογικὴ καὶ τὴν ψυχολογική. Αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς θὰ ἐξετασθοῦν στὴν συνέχεια μὲ σύντομο καὶ εὐσύνοπτο τρόπο. Ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐπιμένουν στὴν ἀποτέφρωση τοῦ σώματός τους, διακρίνονται ἀπὸ μιὰ περιφρόνηση στὸ σῶμα, ἡ καὶ ἀπὸ διάφορες ἀρχαῖες ἀντιλήψεις σχετικὰ μὲ τὸ σῶμα, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ παρατεθοῦν μερικὲς Ὀρθόδοξες ἀπόψεις γιὰ τὴν ἀξία τοῦ σώματος.

Α) Ἡ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ

Κατὰ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπόσταση-πρόσωπο, καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο συγκεκριμένα στοιχεῖα, ἤτοι τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ σῶμα δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἡ θεολογία αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ἀρχαία καὶ σύγχρονα φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ ἐκφράζονται ἀπὸ τὴν μεταφυσικὴ καὶ τὸν δυϊσμό- διαρχία.

Ἡ μεταφυσική, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἔκανε διάκριση μεταξὺ φύσει θνητοῦ σώματος καὶ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς, ἀφοῦ πίστευε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀνῆκε στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, κατὰ διαφόρους τρόπους ἐξέπεσε καὶ περικλείσθηκε στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο θεωρεῖται φυλακὴ τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, ἡ σωτηρία εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τῆς ἀθανάτου ψυχῆς ἀπὸ τὸ θνητὸ σῶμα καὶ ἡ ἐπαναφορά της στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ πλατωνικοῦ ἔρωτα.

Ἡ διαρχία καὶ ὁ δυϊσμὸς κάνουν λόγο γιὰ ὕπαρξη δύο ἀντιθέτων δυνάμεων, καλῆς καὶ κακῆς, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ κακοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ὑφίσταται ὁ θάνατος στὴν κτίση καὶ ὅτι ἑπομένως τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κακὸ καὶ μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτὸ μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. Ὁ μανιχαϊσμὸς ὡς περιφρόνηση τοῦ σώματος εἶναι γνωστὸς καὶ αὐτὸ ἔχει μεγάλες συνέπειες στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι οἱ Πυθαγόρειοι, οἱ Πλατωνικοί, οἱ Ὀρφικοί, διάφοροι φιλόσοφοι καὶ οἱ ἀνατολικὲς θρησκεῖες διακρίνονταν γιὰ τέτοιες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ σῶμα.

Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ποὺ εἶναι ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, κατὰ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμή. Ἡ σχέση μεταξὺ ψυχῆς καὶ σώματος εἶναι ὁμοία καὶ πιὸ δυνατή, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἕλξη ποὺ αἰσθάνονται οἱ ἐρωτευμένοι μεταξύ τους. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν κάνουμε διάκριση μεταξὺ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς καὶ φύσει θνητοῦ σώματος, ἀλλὰ διδάσκουμε ὅτι καὶ τὸ σῶμα δημιουργήθηκε κατὰ θετικὸ τρόπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πρὶν τὴν ἀδαμικὴ πτώση ἦταν δοξασμένο. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι δημιούργημα κάποιου κακοῦ θεοῦ, δὲν εἶναι τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι παράσιτο στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἔπειτα, κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, ἐνηνθρώπησε, δηλαδὴ προσέλαβε ἀνθρώπινο σῶμα, τὸ θέωσε ἀμέσως μὲ τὴν πρόσληψη. Οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τὴν δόξα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ Θαβώρ, ποὺ μεταμορφώθηκε καὶ τὸ πρόσωπό Τοῦ ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος. Στὴν συνέχεια ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε, ἐνταφιάσθηκε, ἀναστήθηκε καὶ παραμένει ἐν δόξῃ στοὺς αἰῶνας μὲ τὶς δύο φύσεις ἑνωμένες στὸ πρόσωπό Τοῦ.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προπτικὴ κάνουμε λόγο γιὰ ἐξαγιασμὸ καὶ θέωση καὶ τοῦ δικοῦ μας σώματος. Ἡ εἰσαγωγή μας μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος δὲν γίνεται νοερὰ καὶ διανοητικά, ἀλλὰ μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ σώματος στὸ ἁγιασμένο νερὸ στὴν κολυμβήθρα, καὶ τὴν χρίση τοῦ σώματος μὲ τὸ Ἅγιον Μύρο. Ἁγιάζονται ἀμφότερα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Ἔπειτα, κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τρῶμε καὶ πίνουμε ἀπὸ τὸ εὐχαριστιακὸ τραπέζι, ἀσπαζόμαστε μὲ τὸ στόμα τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Εἶναι τὸ λεγόμενο μυστήριο τῆς ἁφῆς. Δὲν γίνονται αὐτὰ εἰκονικά, ψυχολογικά, διανοητικά, ἀλλὰ καὶ σωματικά. Καὶ ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε τὸ σῶμα ἐνταφιάζεται μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια, γιατί θεωρεῖται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μάλιστα τοποθετεῖται μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ βλέπη πρὸς ἀνατολάς, γιατί, ὅπως κάθε μέρα ἀναμένουμε τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, ἔτσι καὶ ἀναμένουμε τὴν ἔλευση τοῦ ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ὁπότε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελούμενος ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, νὰ ζήση αἰωνίως ἐν Χριστῷ. Ἐπειδὴ δὲ ἁγιάζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα μπορεῖ νὰ γίνη ἱερὸ λείψανο, καὶ μάλιστα ἄφθαρτο, ποὺ δὲν ὑπόκειται στὴν φθορὰ τοῦ χρόνου, ὅπως τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ἁγίου Γερασίμου, τοῦ ἁγίου Διονυσίου καὶ τόσων ἄλλων ἁγίων ποὺ τὰ περιβάλλουμε μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια.

Ὁ σεβασμὸς ποὺ ἀπονέμεται ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὸ ἀνθρώπινο σῶμα φαίνεται ἀπὸ δύο περιστατικὰ ποὺ θὰ ἀναφερθοῦν, μέσα ἀπὸ τὴν πληθώρα πολλῶν ἄλλων περιστατικῶν ποὺ συναντοῦμε στὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ ἕνα εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου. Ὁ ἅγιος συνάντησε στὴν ἔρημο ποὺ περπατοῦσε ἕνα κρανίο τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ εἶχε, ἀνῆκε σὲ ἕναν ἀρχιερέα τῶν εἰδώλων, ὁπότε ἦταν σῶμα εἰδωλολάτρου. Εἶχε μιὰ συζήτηση μαζί του, μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ εἰδωλολάτρου, σχετικὰ μὲ τὸ τί γίνεται μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, τοῦ μίλησε εὐγενικὰ καὶ στὴν συνέχεια «λαβῶν τὸ κρανίον ἔχωσεν αὐτό». Μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ τὸ ἐνταφίασε, δηλαδὴ σεβάστηκε τὸ κρανίο ἑνὸς ἀρχιερέα τῶν εἰδώλων.

Τὸ ἄλλο περιστατικὸ προέρχεται ἀπὸ τὸν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἔζησε ὡς μεγάλη πόρνη στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀλλὰ στὴν συνέχεια, ἐκφράζοντας τὴν μετάνοιά της πῆγε στὴν ἔρημο καὶ ζοῦσε ἀγγελικὴ ζωή. Αὐτὴ ἡ πόρνη ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἐξαγιασθῇ. Τὸ σῶμα της ἀπέβαλε ὅλες τὶς ἐνέργειες τῆς φθαρτότητος καὶ παρατηρήθηκε ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν, διήνυε μεγάλες ἀποστάσεις, ἄντεχε στὸ κρύο καὶ τὴν στέρηση, καὶ ἀκόμη ὅταν κοινώνησε ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ζωσιμὰ ἦταν ὑπερυψωμένο ἀπὸ τὴν γῆ. Ἡ ὁσία Μαρία ἄφησε σημείωμα νὰ τὴν ἐνταφιάση ὁ ἀββᾶς Ζωσιμὰς μετὰ τὴν κοίμησή της. Στὸν βίο της ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων περιγράφεται ὅλος ὁ εὐλαβικὸς τρόπος τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ σώματος τῆς ἁγίας καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ὡραία αὐτὴ τελετὴ ποὺ ἔγινε στὴν ἔρημο συμμετεῖχε, μὲ τὸν τρόπο του, καὶ ἕνα λιοντάρι. Δηλαδή, αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς πρώην πόρνης ἐξαγιάσθηκε καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια. Μάλιστα δέ το σεβάστηκαν καὶ τὰ ἄγρια ζῶα. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος διὰ τοῦ σώματος ἁμαρτάνει, ἔτσι καὶ διὰ τοῦ σώματος θεοῦται.

Β) Ἡ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ – ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ

Πέρα ἀπὸ τὴν θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ θεώρηση τοῦ θέματος πρέπει νὰ δοῦμε λίγο καὶ τὴν ψυχολογικὴ θεώρηση, ποὺ συνήθως ἀγνοεῖται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα.

Ὅπως εἶναι γνωστόν, στὴν Δύση προσπάθησαν νὰ ἀπωθήσουν τὸ φαινόμενο τοῦ θανάτου, στὸ ἀσυνείδητο, ἐνῷ ὁ θάνατος εἶναι μιὰ ὑπαρκτὴ πραγματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς γονιμοποιήσεως τοῦ ὠαρίου, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν καὶ τὰ γονίδια τῆς γηράνσεως, ποὺ συνήθως βρίσκονται στὸ μιτοχονδριακὸ DNA, δηλαδὴ εἶναι τὰ γονίδια τοῦ θανάτου. Ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν θάνατο στὴν φύση, καὶ στὰ ἀγαπητά του πρόσωπα, τὸν βιώνει στὶς δικές του ὁριακὲς καταστάσεις, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία, ἀποκτᾶ τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ ἔλθη κάποτε ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ φύγη καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ζωή. Ὁ θάνατος διασπᾶ τὴν σχέση μεταξὺ τῶν ἀγαπωμένων προσώπων, γι’ αὐτὸ καὶ δημιουργεῖ ἔντονα ὑπαρξιακὰ προβλήματα καὶ κατ’ ἐπέκταση καὶ ψυχολογικά. Συνήθως στὴν Δύση ἐπιδιώκεται νὰ ἀπωθηθῇ ὁ θάνατος. Ἔτσι οἱ τελετὲς ἀποχωρισμοῦ γίνονται στὸν τύπο τῶν δεξιώσεων καὶ οἱ τόποι ἐνταφιασμοῦ διαμορφώνονται σὰν πάρκα, χωρὶς μνημεῖα καὶ σταυρούς.

Ἡ ψυχολογία, ὅμως, ἔχει διαπιστώσει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπώθηση τοῦ θανάτου δημιουργεῖ μεγάλα ὑπαρξιακὰ προβλήματα, ἐνοχές, θλίψεις, καταθλίψεις, ἐπιθετικότητες, μὲ ἔντονες κοινωνικὲς συνέπειες. Γι’ αὐτὸ τὰ τελευταῖα χρόνια στὴν Ἀμερικὴ ἔχει ἀναπτυχθῇ ἕνας ἰδιαίτερος ἐπιστημονικὸς κλάδος ποὺ διδάσκεται στὶς Ἰατρικὲς Σχολές, ἡ λεγομένη θανατολογία καὶ μὲ αὐτὴν προσπαθοῦν νὰ δοὺν τὸ φαινόμενο τοῦ θανάτου, τὶς συνέπειες ποὺ δημιουργεῖ ὁ θάνατος στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ τὴν θεραπεία τοῦ πόνου ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν θάνατο. Θὰ δοῦμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης τῆς θανατολογίας γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ θανάτου καὶ τῶν γεγονότων ποὺ ἔχουν σχέση μαζί του. Ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ περιέχονται στὸ βιβλίο τοῦ π. Φιλοθέου Φάρου μὲ τίτλο «Τὸ πένθος».

Τὸ πένθος εἶναι μιὰ ὑπαρξιακὴ κατάσταση ποὺ τραυματίζει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ αὐτὸ ἔχει ἔντονες συνέπειες. Αὐτὸς ποὺ πενθεῖ συνήθως ἐκφράζει ἀντικοινωνικὰ στοιχεῖα, δὲν συμμετέχει στὶς κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις, βιώνει μιὰ ἐσωτερικὴ ὑπαρξιακὴ καὶ ψυχολογικὴ ἀσθένεια ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ βαθμοὺς καὶ θεραπεύεται μὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις.

Ὁ J. Bowlby διακρίνει τρία στάδια ποὺ συνδέονται μὲ τὸν θάνατο, ἤτοι τὴν διαμαρτυρία, τὴν ἀποδιοργάνωση καὶ τὴν ἐπανοργάνωση. Δηλαδή, αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο καὶ πενθεῖ, στὴν ἀρχὴ ἀντιδρᾶ γι’ αὐτὸ ποὺ συνέβη στὰ ἀγαπητά του πρόσωπα ἡ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, στὴν συνέχεια ἀποδιοργώνεται ψυχικὰ καὶ κοινωνικὰ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα, τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικότητά του καὶ ἀπὸ τὸν κοινωνικὸ χῶρο στὸν ὁποῖο ζή, θὰ μπορέση νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὸ ἄλγος τοῦ πένθους. Οἱ B. Kreiss καὶ A. Pattie κάνουν λόγο γιὰ τρία στάδια ποὺ συνοδεύουν τὴν βίωση τοῦ θανάτου, ἤτοι τὸ στάδιο τοῦ συγκλονισμοῦ, τὸ στάδιο τῆς ὀδύνης, καὶ τὸ στάδιο τῆς ἀναρρώσεως. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ποὺ βιώνει τὸν θάνατο στὴν ἀρχὴ ἐκδηλώνει ἕναν συγκλονισμό, ποὺ ἐκφράζεται μὲ πολλοὺς τρόπους, στὴν συνέχεια περιπίπτει σὲ μιὰ ὀδύνη καὶ βαθύτατο πένθος, καὶ ἀργότερα, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, διέρχεται ἀπὸ τὸ στάδιο τῆς ψυχολογικῆς ἀναρρώσεως ποὺ γίνεται μὲ πολλοὺς τρόπους. Ὁ G. Pollock κάνει λόγο γιὰ τὸν συγκλονισμό, τὴν ἀντίδραση τῆς θλίψης καὶ τὴν ἀντίδραση τοῦ ἀποχωρισμοῦ, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο ἐκδηλώνει ποικίλες ἀντιδράσεις. Ἡ πρώτη εἶναι ὁ βαθύτατος συγκλονισμὸς ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, στὴν συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ ἀντίδραση τῆς θλίψης καὶ ἀκολούθως ἔρχεται ἡ ἀντίδραση τοῦ ἀποχωρισμοῦ.

Οἱ ψυχαναλυτὲς καὶ ψυχοθεραπευτὲς στὸν δυτικὸ κόσμο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος συνήθως ἀπωθεῖ τὸν θάνατο, ἀσχολοῦνται μὲ τὸ πὼς θὰ θεραπεύσουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὸν τὸν συγκλονισμὸ καὶ ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ ἀρρώστεια ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἀποχωρισμὸς καὶ ὁ θάνατος εἴτε ὅταν τὸν βλέπουν στοὺς συνανθρώπους τους εἴτε ὅταν τὸν αἰσθάνονται νὰ ἀπειλῆ τὸ σῶμα τους καὶ γενικὰ τὴν ὕπαρξή τους. Μάλιστα οἱ ψυχίατροι δίνουν μεγάλη σημασία στοὺς τρόπους ποὺ βοηθοῦν στὴν ἀποθεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν συγκλονισμὸ τοῦ θανάτου, καὶ ἀπὸ τὶς τύψεις καὶ ἐνοχὲς ποὺ συνδέονται μαζί του.

Οἱ ψυχαναλυτές, ἀλλὰ καὶ ἡ θανατολογικὴ ἔρευνα ἔχουν διατυπώσει τὴν ἄποψη ὅτι ἔχουν μεγάλη ἀξία μερικὲς ἐνέργειες στὶς ὁποῖες συνήθως δὲν δίνουμε σημασία. Γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ πένθους παίζουν σημαντικὸ ρόλο ἡ θέα καὶ ἡ ἁφὴ τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ, τὸ κλάμα καὶ τὰ μοιρολόγια, ἡ τελετὴ τῆς κηδείας, τὰ νεκρικὰ ροῦχα, ὁ ἐνταφιασμὸς καὶ ἡ ἐπίσκεψη στὸ μνῆμα. Ἡ κηδεία μὲ τὸν τρόπο ποὺ γίνεται ἔχει μεγάλη θεραπευτικὴ ἀξία καὶ ἀπὸ ψυχολογικῆς πλευρᾶς. Ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νὰ θεραπευθῇ πρέπει νὰ ἀντιληφθῆ τὴν ἀλλαγὴ ποὺ ἔγινε στὸν νεκρό, ἀλλὰ καὶ στὴν δική του ὕπαρξη, ἀφοῦ πρέπει μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀγαπητοῦ του προσώπου νὰ προσαρμοσθῇ στὰ νέα δεδομένα τῆς ζωῆς του. Ὁ Lindemann ἰσχυρίζεται ὅτι «ἡ κηδεία εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴ δημιουργία τῆς εὐκαιρίας ποὺ θὰ ἐπιτρέψει τὴ διεργασία τῆς θλίψης. Πρέπει νὰ δοθεῖ στὸν θλιμμένο δυνατότητα νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ νὰ ξεδιαλύνει τὸ πένθος του γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βγεὶ ἀπ’ αὐτὸ συναισθηματικὰ σῶος».

Ἀκόμη οἱ σύγχρονοι «ψυχίατροι ἔχουν διαπιστώσει ἀπὸ τὴν κλινική τους πείρα ὅτι οἱ συγγενεῖς ἐκείνων ποὺ χάθηκαν στὴν μάχη καὶ ποὺ τὰ σώματά τους δὲν βρέθηκαν ποτὲ ἔχουν τὴν μεγαλύτερη δυσκολία νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴ θλίψη, γιατί δὲν εἶχαν κάποιον στὸν ὁποῖο νὰ συγκεντρώσουν τὴν προσοχή τους καὶ νὰ ἐκφράσουν τὴ θλίψη τους καὶ πέφτουν εὔκολα στὸν πειρασμὸ τῆς ἀρνήσεως τοῦ γεγονότος τοῦ θανάτου». Αὐτὸ ἐπιφέρει πολλὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ τὸ πένθος διαρκεῖ γιὰ πολὺ καιρό. Καὶ ἡ σύγχρονη θανατολογία διδάσκει ὅτι τὰ διάφορα ἔθιμα ποὺ ἔχουν ἐπικρατήσει στὴν κοινωνία καὶ σχετίζονται μὲ τὸ πένθος βοηθοῦν τοὺς θλιμένους νὰ θεραπεύσουν τὸν πόνο τους περισσότερο ἀπὸ ὅσο βοηθοῦν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπαγγελμάτων. «Ἕνα νεκρικὸ ἔθιμο ποὺ ἔχει ἀποδειχτεῖ χρήσιμο γιὰ ἕνα μακρὺ χρονικὸ διάστημα δὲν θὰ πρέπει νὰ παραμερίζεται εὔκολα». Ἐπίσης, ἡ ἐπιστήμη τῆς θανατολογίας ἔχει διαπιστώσει «ὅτι τὰ νεκρικὰ ἔθιμα ἑνὸς πολιτισμοῦ εἶναι τὰ ἀποτελεσματικὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἕνας λαὸς βαθαίνει τὴν ἀντίληψη καὶ τὴν κατανόηση ποὺ ἔχει γιὰ τὴν ὕπαρξη».

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ σύγχρονοι ψυχολόγοι λέγουν ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ καῇ τὸ σῶμα του, ἐὰν αὐτὸ δὲν εἶναι ἔκφραση ἰδεολογικοῦ προσανατολισμοῦ, τότε «ἴσως ἐκφράζει ὑποσυνείδητα τὸ αἴσθημα ὅτι δὲν ἔχει κανένα γιὰ νὰ τὸν κλάψει, ἡ ὀργὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται κοντά του στερῶντας τους ἕνα σημαντικὸ θεραπευτικὸ μέσο γιὰ τὸ πένθος τους».

Γίνεται κατανοητὸ ὅτι ὁ θάνατος καὶ τὸ θέμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ ἡ τῆς ἀποτεφρώσεως τοῦ σώματος δὲν εἶναι μόνον θεολογικὸ ζήτημα, ἀλλὰ καὶ πολιτιστικό, φιλοσοφικό, ψυχολογικὸ καὶ κοινωνικό. Συνδέεται μὲ τὸ κατὰ πόσον ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ θεραπεύση τὸν ἐσωτερικὸ ὑπαρξιακό του πόνο ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπητοῦ του προσώπου. Δὲν εἶναι θέμα μόνον τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς αὐτοῦ ποὺ πεθαίνει, ἀλλὰ καὶ πρόβλημα θεραπείας ἡ μὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ παραμένει στὴν ζωὴ καὶ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ περάση ἀπὸ τὴν διαδικασία τοῦ πένθους, ποὺ εἴτε θὰ θεραπευθῇ ἡ θὰ τοῦ ἀφήση μεγάλα ὑπαρξιακὰ κενά, ποὺ θὰ ἔχουν συνέπειες στὸν κοινωνικὸ καὶ προσωπικὸ τρόπο ζωῆς του.

3. Ἡ πρακτικὴ τῆς ἀποτεφρώσεως

(Ἡ παροῦσα ἑνότητα παραλείπεται, λόγῳ ἔλλειψης χώρου, μιὰ καὶ ἀρκετὰ στοιχεῖα της περιέχονται στὸ κύριο ἄρθρο τοῦ προηγουμένου τεύχους Ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων).

4. Ποιμαντικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς ἐπιπτώσεις ἀπὸ τὴν ἀποτέφρωση

Ὕστερα ἀπὸ ὅσα ἀναφέραμε προηγουμένως πρέπει νὰ δοῦμε τὴν σύγχρονη πραγματικότητα μέσα ἀπὸ μιὰ ἄλλη προοπτική, μέσα ἀπὸ τὸ πὼς ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀντιμετωπίση τὸ πρόβλημα τῆς ἀποτεφρώσεως τῶν σωμάτων, ὕστερα μάλιστα ἀπὸ τὴν σχετικὴ πρόσφατη νομοθετικὴ ρύθμιση.

Πρῶτον. Ἡ Πολιτεία εἶναι ἁρμόδια νὰ νομοθετήση γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἄλλωστε στὴν Πολιτεία δὲν ἀνήκουν μόνον μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωποι ποικίλων Ὁμολογιῶν, Θρησκειῶν, ἀκόμη καὶ ἀγνωστικιστὲς καὶ ἄθεοι. Ἡ Πολιτεία πρέπει νὰ βλέπη τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἀνθρώπων, μέσα ἀπὸ ἕνα πνεῦμα ἐλευθερίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, ὁ νομοθέτης δὲν πρέπει νὰ ἐκφράζη μόνον τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ νὰ παιδαγωγῇ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται προσεκτικὰ γιὰ νὰ μὴ καταργῆται εὔκολα ὁ πολιτιστικὸς τρόπος θεραπείας τοῦ ἀνθρωπίνου πένθους καὶ πόνου. Δὲν πρέπει μὲ τὴν ἐπίλυση ἑνὸς αἰτήματος-προβλήματος νὰ δημιουργοῦνται ἄλλα ψυχολογικὰ προβλήματα, ὅπως ἀναπτύχθηκε πιὸ πάνω, τὰ ὁποῖα θὰ προξενήσουν ἄλλα κοινωνικὰ προβλήματα.

Δεύτερον. Τὸ θέμα τῆς νομοθετήσεως γιὰ τὴν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων δὲν τίθεται μέσα στὰ θέματα τοῦ λεγομένου χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Εἶναι ἕνα ἄσχετο θέμα μὲ τὸν λεγόμενο χωρισμό, ποὺ δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, γιατί αὐτὸ ρυθμίζεται ἀπὸ τὸ ἐν ἰσχύι 13 ἄρθρο τοῦ Συντάγματος, ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν προσωπικῶν πεποιθήσεων κάθε πολίτου. Καὶ βεβαίως ἡ θέσπιση ἑνὸς τέτοιου νόμου δὲν πρέπει νὰ ἔχη τὸν χαρακτῆρα τῆς ὑποχρεωτικότητος, ἀλλὰ τῆς προαιρέσεως κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ἐπειδὴ ὅλα τὰ θέματα ἐξελίσσονται προοδευτικὰ γιὰ νὰ μὴ δημιουργοῦνται μεγάλα κοινωνικὰ ἀνοίγματα καὶ καταστρατηγεῖται ἡ κοινωνικὴ συνοχή, θὰ πρέπη νὰ ἀρχίση (ὅπως καὶ ἔγινε) ἡ θέσπιση τοῦ συγκεκριμένου μέτρου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δηλώνουν ὅτι ἔχουν διαφορετικὴ πίστη ἡ δὲν ἔχουν κάποια συγκεκριμένη πίστη.

Τρίτον. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει σταθερὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τὴν ἀξία τοῦ σώματος, τὴν μετὰ τὸν θάνατο ζωή, καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως τὶς εἴδαμε προηγουμένως. Παράλληλα ὅμως σέβεται καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, τόσο αὐτῶν ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸν «χῶρο» της ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ ἐνῷ ἦταν μέλη της διαπνέονται ἀπὸ ἄλλες ἰδεολογίες καὶ πεποιθήσεις. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Ἐκκλησία δὲν παρεμποδίζει τὴν νομοθέτηση γιὰ τὴν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν ἀπὸ ἰδεολογικοὺς λόγους τὴν ἀποτέφρωση τοῦ σώματός τους, ἀκόμη «δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ συστήσει τὴν καύση τῶν νεκρῶν», γιατί θὰ ἀρνηθῇ ἔτσι στὴν πράξη τὴν βασικὴ διδασκαλία της γιὰ τὸ σεβασμὸ τοῦ σώματος. Ἀκόμη καὶ ἂν ἡ Πολιτεία ἔλεγε ὅτι «ἡ καύση τῶν νεκρῶν θὰ ἦταν ὑποχρεωτική, ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο ὑπερασπιζόμενη τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως τῶν μελῶν τῆς» (Σέβ. Ἰωαννίνων Θεοκλήτου).

Τέταρτον. Θὰ τεθῇ σοβαρὸ ζήτημα ἐὰν μερικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θέλουν νὰ ἀποτεφρωθοῦν τὰ σώματά τους, καὶ τὸ δηλώσουν αὐτὸ ἐλεύθερα πρὶν πεθάνουν, ἀλλὰ συγχρόνως θὰ θελήσουν νὰ γίνη καὶ ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τους. Ἐκεῖ θὰ τεθοῦν σοβαρὰ θεολογικὰ καὶ λειτουργικὰ ζητήματα. Ἐπειδὴ ἡ ἀποτέφρωση συνδέεται συνήθως μὲ διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, θὰ ὑπάρχη σοβαρὸ πρόβλημα. Ἔπειτα, ἡ κηδεία προϋποθέτει σῶμα, καὶ ὄχι τέφρα καὶ ἡ ταφὴ προϋποθέτει ταφὴ σώματος καὶ ὄχι ταφὴ τέφρας. Τὰ ἐρωτήματα ποὺ θὰ ἀναφυοὺν σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση θὰ εἶναι: θὰ κάνη ἡ Ἐκκλησία κηδεία ὅταν γνωρίζη ὅτι ἀμέσως μετὰ θὰ ἀκολουθήση ἡ ἀποτέφρωση; Θὰ γίνεται ἡ ἀποτέφρωση καὶ μετὰ θὰ ἀκολουθῇ κηδεία σὲ ἕνα λήκυθο ποὺ θὰ περιέχη τὴν τέφρα; Θὰ ἀρνηθῇ τελείως τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία σὲ τέτοιες περιπτώσεις;

Τὸ θέμα αὐτὸ θὰ τὸ ἐπιλύση ἡ Ἐκκλησία. Πρόσφατα ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπεφάνθη: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀντίρρηση γιὰ τὴν καύση τῶν νεκρῶν γιὰ ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ συνιστᾶ ὡς μοναδικὸ τρόπο ἀποσυνθέσεως τοῦ νεκροῦ σώματος τὴν ταφή, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Διδασκαλία της καὶ τὴν ἀπ’ αἰώνων Παράδοσή της. Γιὰ ὅποια ποιμαντικὰ θέματα σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ ἀσχοληθεῖ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας σὲ προσεχῆ Συνεδρία τῆς» (2-3-2006).

Πάντως ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι θὰ εἶναι δύσκολο νὰ γίνεται κηδεία σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν ἀποτέφρωση, πρὸ ἡ μετὰ ἀπὸ τὴν διαδικασία αὐτή, διότι ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀποτέφρωσης δείχνει καὶ ἰδιαίτερη ἰδεολογικὴ καὶ δογματικὴ τοποθέτηση. Γιὰ μιὰ ἐνημέρωση θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω ὅτι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀπαγορεύει τὴν ἀποτέφρωση τῶν μελῶν της, ἐκτὸς καὶ ἐὰν ἐπιλέχθηκε γιὰ λόγους ποὺ εἶναι ἀντίθετοι πρὸς τὴν διδασκαλία της, οἱ Λουθηρανοί, οἱ Ἀγγλικανοὶ καὶ ἄλλοι Προτεστάντες ἐπιτρέπουν τὴν ἀποτέφρωση, ἐνῷ οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Ἰσλαμιστὲς δὲν τὴν ἐπιτρέπουν. Ἀκόμη, οἱ Ἀνατολικὲς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες, ποὺ πιστεύουν στὴν μετεμψύχωση, θεωροῦν τὴν καύση τῶν σωμάτων ὡς ὑποχρεωτικὸ πέρασμα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς.

Συμπερασματικὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι τέτοια θέματα εἶναι σοβαρὰ καὶ δὲν πρέπει νὰ διερευνῶνται καὶ νὰ ἀντιμετωπίζονται μονοδιάστατα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν προσδιορίζεται μόνον μὲ κοινωνιολογικοὺς καὶ πολιτικοὺς ὅρους, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν ἀντιμετωπίζεται μὲ οἰκονομικὲς προϋποθέσεις. Ἡ Ἐκκλησία βλέπει τὴν ταφὴ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὡς ἕνα «μυστήριο σπορᾶς», ἀφοῦ σπέρνεται σῶμα ἀσθενικὸ καὶ ἐγείρεται πνευματικό, καθὼς ἐπίσης βλέπει τὸν τάφο ὡς «μνῆμα ἀθανασίας», γιατί πιστεύει στὴν ὕπαρξη τῆς ὑποστάσεως τοῦ προσώπου, στὴν αἴσθηση ὅτι ὁ νεκρὸς εἶναι κεκοιμημένος, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ χῶροι ἐνταφιασμοῦ λέγονται κοιμητήρια, τὴν ἀνάμνηση τοῦ κεκοιμημένου, καὶ τὴν μελλοντικὴ ἀνάσταση τοῦ σώματος. Ἐπίσης, πρέπει νὰ λεχθῇ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιβάλλει τὴν πίστη καὶ τὶς τελετές της σὲ ὅσους εἶναι ξένοι πρὸς αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι εἶναι ξένοι πρὸς τὴν Ἐκκλησία δὲν μποροῦν νὰ ἀπαιτοῦν ἀπὸ αὐτὴν νὰ εὐλογῇ τὶς αὐθαίρετες ἐπιλογές τους» (Γ. Μαντζαρίδης).