Γράφτηκε στις .

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Τὸ σχολεῖο τὴν αὐγὴ τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Ναυπάκτου ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό

Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ τὴν εἰσήγηση τοῦ κ. Γιάννη Βαρδακουλᾶ στὴν ἐκδήλωση τοῦ Συλλόγου Δασκάλων καὶ Νηπιαγωγῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ναυπάκτου. Ὅπως εἴχαμε ὑποσχεθῇ στὸ προηγούμενο τεῦχος, θὰ δημοσιεύσουμε σὲ διάφορες εὐκαιρίες, ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς τρεῖς εἰσηγήσεις ποὺ ἀκούσθηκαν στὴν ἀξιόλογη καὶ ἀξιέπαινη αὐτὴ ἐκδήλωση.

***

τοῦ Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Σὲ εἰσήγησή μου, στὸ τελευταῖο ἐπιστημονικὸ συνέδριο τῆς Ἑταιρείας Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, ἡ ὁποία ἀφοροῦσε στὴν οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση τῆς Ναυπακτίας ἀπὸ τὸ 1829 μέχρι σχεδὸν τὸ 1940, σημείωνα μεταξὺ τῶν ἄλλων τὰ ἑξῆς:

Ἕδρα πασᾶ ἡ Ναύπακτος, μὲ τὴν συνακόλουθη πολιτικὴ καὶ στρατιωτική της ἀκολουθία, ἐκτεταμένο ἰσχυρὸ στρατόπεδο, γιὰ τὴν ἀνταπόκρισή του στὸν κομβικό του ρόλο στὴν Ρούμελη καὶ τὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ Ἰονίου Πελάγους, καὶ ναύσταθμος πολεμικῶν πλοίων, ἐβίωνε, ὑπὸ τὴν περιρρέουσα ἀσφυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς τουρκοκρατίας, καὶ εἶχε ὡς ἐπακόλουθο τὴν εὐρύτερη χρησιμοποίηση τῆς τουρκικῆς γλώσσας τοσοῦτο μᾶλλον καθ’ ὅσον οὔτε σχολεῖα, οὔτε χριστιανικοὶ ναοὶ ὑπῆρχαν γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Ὑπὸ τὰ δεδομένα αὐτά, κατευθυντήρια ἰδέα τοῦ Κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, μὲ τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν εὐαισθησία του γιὰ τὴν ἐκπαίδευση ποὺ ἀνταποκρινόταν στὸ κήρυγμα τοῦ Ρήγα Φερραίου, ἦταν ἡ στήριξη τῆς ἐπανόρθωσης τῆς χώρας στὴν ἐργασία καὶ τὴν ἐκπαίδευση ἰδιαίτερα τῆς νέας γενιᾶς, στὴν ὁποία εἶχε μειωθεῖ, γιὰ τοὺς προαναφερόμενους λόγους, ἡ αἴσθηση τοῦ θρησκευτικοῦ χρέους, καὶ τὴν χρήση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ τὸν ἐντεῦθεν κίνδυνο τῆς ἀποστασιοποίησής της ἀπὸ τὴν μνήμη τῶν ἐφεστίων καὶ ἰδιογενῶν ἠθῶν.

Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῆς ἀνάγκης αὐτῆς καὶ παρὰ τὶς ἐγγενεῖς δυσκολίες, ἱδρύθηκε στὴν πόλη μας, μὲ τὸ ἀμέριστο ἐνδιαφέρον τοῦ Κυβερνήτη, εὐθὺς μὲ τὴν ἀπελευθέρωσή της, Σχολεῖο μὲ δάσκαλο τὸν Ἰωάννη Χρυσοβέργη, ποὺ ἄρχισε νὰ λειτουργῇ ἀπὸ τὸ σχολικὸ ἔτος 1829-1830 μὲ δέκα πέντε μαθητές, ἀλλὰ ποὺ ἔπαψε ὅμως νὰ λειτουργῇ μετὰ 15θημερο λόγῳ θανάτου τοῦ δασκάλου. Τὸ Σχολεῖο αὐτὸ ἦταν «ἀλληλοδιδακτικὸ» μὲ τὸ δάσκαλο καὶ τοὺς ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψή του μαθητὲς ὡς ἐκπαιδευτές, τὸ ὁποῖο χρηματοδοτοῦσε ἐξ ἰδίων ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κυβερνήτη, πληρεξούσιος τοποτηρητής, Αὐγουστῖνος Καποδίστριας.

Ἐνόψη τῆς ἀνεπάρκειας στεγαστικῶν δυνατοτήτων στὴν πόλη μας, ὁ ἔκτακτος διοικητὴς τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδας Κ. Ράδος διέταξε τὴν ἐπισκευὴ τοῦ μουσουλμανικοῦ τεμένους, τοῦ τζαμιοῦ τοῦ Μπέη, ποὺ βρισκόταν στὴ νότια πλευρὰ τοῦ σημερινοῦ ἀρχοντικοῦ Μπότσαρη, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν κατοικία Κολοκύθα, ἰδιοκτησίας σήμερα τῆς οἰκογενείας Παλαιογιάννη. Τὸ τζαμί, γνωστὸ καὶ ὡς τζαμὶ τοῦ Ντουρὰκ Μπέη, χρησιμοποιήθηκε ὡς Σχολεῖο μέχρι τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1880, ὅπως αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κ. Λούρου μὲ τίτλο «Τὰ περασμένα», τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μαθητής του. Τὸ τζαμὶ ἀναφέρει ὡς κτίριο τοῦ σχολείου στὸ ὁποῖο φοίτησε.

Τὸν ἀποβιώσαντα δάσκαλο Ἰωάννη Χρυσοβέργη διαδέχθηκε ὁ Γεράσιμος Δαφαράνος, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἔναρξη τῶν μαθημάτων ἐνθάρρυνε τοὺς μαθητές του στὴ σπουδή, ὑποδεικνύοντας ὅτι χωρὶς παιδεία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνουν ἄξιοι τῶν προγόνων τους οὔτε καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐλευθερίας ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ θυσίες, ὁ ὁποῖος ἐπικαλούμενος οἰκογενειακὰ προβλήματα ἐγκατέλειψε μετὰ τινα χρόνο, ἀφήνοντας τὸ Σχολεῖο χωρὶς δάσκαλο.

Τὸν ἀπελθόντα δάσκαλο διαδέχθηκε ὁ Γεώργιος Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ὅμως εἰδικὸς νὰ διδάξη ἑλληνικὰ μαθήματα καὶ ὄχι τὴν ἀλληλοδιδακτικὴ μέθοδο, πιέστηκε νὰ λειτουργήση τὸ Σχολεῖο μέχρις ὅτου νὰ μετατεθῆ σὲ ἁρμοδιότερη ἀπασχόληση, ἐνῷ στὸ μεταξὺ ἡ Κυβέρνηση ἐξόπλισε τὸ Σχολεῖο μὲ τὰ κατάλληλα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη διδακτικὰ βιβλία, ὅπως γραμματική, γεωγραφία, συντακτικό, μῦθοι τοῦ Αἰσώπου, στοιχεῖα μαθηματικῶν, θεογνωσία, οἰκιακὴ διδασκαλία τῆς φύσης, συλλογὴ διαφόρων θεμάτων κλπ.

Στὶς 13 Ἀπριλίου 1830 ὁ δάσκαλος Χριστιανὸς ἐκφώνησε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ οἱ στρατιωτικὲς ἀρχές, προτρεπτικὴ ὁμιλία πρὸς τὴν παιδεία γιὰ νὰ ὑποκινήση τὴν φιλομάθεια, κατὰ τὴν ὁποία μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε:

«.......καὶ τὰ καλὰ τῆς μαθήσεως, ἡ πραότης, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἰσότης εἶναι ἡ βάση τῆς εὐδαιμονίας τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρετὲς πηγὴ ἔχουν τὴν μάθηση»

Τόση ἦταν ἡ ὑποκινηθεῖσα φιλομάθεια, ὥστε σὲ διάστημα μιᾶς ἑβδομάδας συγκεντρώθηκαν ὀγδόντα δύο μαθητές, ἐνδεικτικὴ ἡ προσέλευση αὐτῆς τῆς δίψας γιὰ μάθηση, οἱ ὁποῖοι χωρίστηκαν ὡς ἀκολούθως:

Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1830 ἐγκατέλειψε καὶ πάλιν ὁ δάσκαλος τὸ σχολεῖο καὶ στὴ θέση του τοποθετήθηκε ὁ Νικόλαος Κοντογούρης, εἰδικὸς στὴν ἀλληλοδιδακτικὴ μέθοδο γιὰ τὴν ἱκανότητα τοῦ ὁποίου ὑπῆρχαν σχετικὲς ἐγγυήσεις.

Ἀπὸ σχετικὴ ἀναφορὰ στὶς 10 Φεβρουαρίου 1831 ὁ Διοικητὴς τῆς πόλης ἀνέφερε στὴ Γραμματεία Δημόσιας Ἐκπαίδευσης:

«Στὶς 8 τοῦ ἐνεστῶτος ἔγινε ἡ ἔναρξη τῆς δημοσίας ἀλληλοδιδακτικῆς».

Μετὰ τὴ θεία λειτουργία οἱ ἱερεῖς προπορευόμενοι τῶν μαθητῶν μὲ τὴ σημαία τους ἦρθαν ψάλλοντες στὸ Σχολεῖο, ὅπου συγκεντρώθηκαν ὅλες οἱ πολιτικὲς καὶ στρατιωτικὲς ἀρχὲς καὶ ἱκανὸς λαός. Καὶ ἀφοῦ ἐψάλη ἁγιασμός, ἐκφώνησε ὁ δάσκαλος Ν. Κοντογούρης λόγο περὶ παιδείας, κατὰ τὸν ὁποῖο μεταξὺ ἄλλων εἶπε:

«.......εἰς ἡμᾶς ὑπόκειται τὸ νὰ φανῶμεν ἄξιοι τοῦ ἑλληνικοῦ ὀνόματος.... νὰ ἀποπλύνουμε τὰς ὕβρεις τῶν ξένων Ἐθνῶν. Πλὴν διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν σκοπὸν καταλληλοτέρα, οἰκονομικοτέρα εἶναι ἡ ἀλληλοδιδακτικὴ μέθοδος, χωρὶς τὴν γνώση τῆς ὁποίας εἶναι ἀδύνατον νὰ προοδεύση κανεὶς ταχέως εἰς τὰ ὑψηλότερα καὶ τελειότερα μαθήματα τῶν ἐπιστημῶν καὶ ὡραίων τεχνῶν....

Σωστὸ εἶναι νὰ διδάξη τοὺς νέους, διεγείρουσα αὐτοὺς εἰς ἄκραν φιλοτιμίαν, φιλομάθειαν καὶ ἐπιμέλειαν, τὰς στοιχειώδεις ἀναγκαιοτάτας γνώσεις καὶ νὰ ἀναπτύσση τὰς σωματικὰς καὶ ψυχικὰς δυνάμεις, διδάσκουσα τὰς ἠθικὰς ἀρετὰς τὴν ὑπακοήν, τὴν εὐσέβειαν, τὴν εὐταξίαν καὶ τὴν ἐπιείκειαν».

Καὶ κατέληξε ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητές:

«....Ὅσο δὲ ἀπὸ μέρος εἰδικὸ σᾶς ὦ φιλόμουσοι νέοι, χρειαστῆτε νὰ ἔχετε φόβο εἰς τὸν Θεόν, ὑπακοὴν εἰς τὴν σεβαστὴν ἡμῶν Κυβέρνηση ἥτις ἀόκνως ἐπαγρυπνεῖ γιὰ τὴν ἠθικὴ βελτίωσή σας, ὑπακοὴν εἰς τοὺς γονεῖς σας, σέβας εἰς τοὺς δασκάλους σας καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτας σας. Οὕτω πὼς πολιτευόμενοι ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ὁ ἀναγαγὼν ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ σκότους τῆς δουλείας εἰς τὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας, θέλει σᾶς ἀποκαταστήσει καὶ εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ σοφοὺς πολίτας...»

Ἔτσι ἄρχισε νὰ λειτουργῇ στὴν πόλη μας ἀπὸ τὴν ἑπομένη τῆς ἀπελευθέρωσής της ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό, τὸ Σχολεῖο.

Γιὰ νὰ ὑποκινῆται ὁ ζῆλος τῶν μαθητῶν τῶν Σχολείων, ὁ Γ. Κοκκώνης, μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς Προπαιδείας, συνέταξε μὲ ἐντολὴ τοῦ Κυβερνήτη τὸν κανονισμὸ τῶν σχολικῶν ἐξετάσεων κατὰ τὸν ὁποῖο:

«Οἱ διακρινόμενοι στὰ μαθήματα καὶ τὴν διαγωγὴ μαθητὲς ἔπαιρναν βραβεῖα καὶ διάφορες ἄλλες τιμητικὲς διακρίσεις. Κατὰ τὴν ἀπονομὴν γινόταν συγκέντρωση τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, τῶν γονέων καὶ συγγενῶν τῶν μαθητῶν στὸ σχολεῖο, σὲ κάθε ἀλληλοδιδακτικὸ σχολεῖο ποὺ στολιζόταν κατάλληλα. Ἡ διάκριση τῶν μαθητῶν γινόταν κατόπιν ἐξετάσεων ἐνώπιον τῶν συγκεντρωμένων, μὲ ἐρωτήσεις ποὺ ἀπευθυνόταν σὲ κάθε μαθητῆ ὁ δάσκαλος καὶ μέσῳ αὐτοῦ ὁ ὁποιοσδήποτε τῶν παρευρισκομένων στὰ μαθήματα, ἀριθμητική, γεωγραφία, γραμματική, ἱστορία καὶ ἱερὴ κατήχηση. Τὰ βραβεῖα συνοδεύονταν ἀπὸ βραβεῖα καὶ δῶρα»

Γενικὰ οἱ διακρινόμενοι παρακινοῦνταν νὰ παρακολουθήσουν ἀνώτερο σχολεῖο, οἱ ἀπόφοιτοι τοῦ ὁποίου θὰ ἦσαν οἱ αὐριανοὶ δάσκαλοι τῶν ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείων τῆς χώρας μὲ τοὺς 6.000 μαθητές των.

Ὁ Κυβερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας παρακολουθοῦσε συνεχῶς τὴ λειτουργία καὶ τὴν ἀπόδοση τῶν σχολείων μὲ ἀναφορὲς τῶν διευθυντῶν τους καὶ προσωπικῶν του ἐπισκέψεων, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν διευθυντὴ τοῦ ἀλληλοδιδακτικοῦ σχολείου Ναυπλίου Κ. Νικητόπουλο, στὴν ὁποία γράφει:

«....εὐφράνθην χθὲς εὑρεθεὶς ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν σας καὶ ἰδὼν τὴν μελέτην αὐτῶν. Σᾶς εὐχαριστεῖ ἡ Κυβέρνηση διὰ τὸν ζῆλον καθ’ ὀν διδάσκετε καὶ εἰς ἐπίδοσιν προάγονται 250 μαθητὲς μὴ χλιανόμενος τὴν προαίρεσιν μηδὲ καταργῶν τὴν φιλόπατρη ὑμῶν προαίρεσιν ὑπὸ τὰς παντελεῖς στερήσεις τῶν ἀναγκαίων...».

Στὸ παραπάνω ἀναφερόμενο κείμενο τοῦ Κ. Λούρου ὑπάρχει ἡ ἀκόλουθη περικοπή:

«....Τὸ καλοκαίρι μας ἔπαιρνε ἡ δασκάλα πρωΐ-πρωΐ μὲ τὰ σακουλάκια μᾶς κρεμαστὰ στὴν πλάτη, ὅπου ὁ καθένας εἶχε τὸ φαγάκι του καὶ πηγαίναμε πότε στοὺς ἐλαιῶνες καὶ πότε στὰ ἀμπέλια καὶ τὰ χωράφια, ὅπου οἱ χωρικοὶ μάζευαν σταφύλια, καλαμπόκια, σιτάρι καὶ τριφύλλι, γιὰ νὰ βοηθᾶμε στὸ ἔργο τους καὶ ἡ δασκάλα παρακολουθοῦσε μὲ ἱκανοποίηση καὶ ἐνθουσιασμὸ τὴν ἐπιτηδειότητα μὲ τὴν ὁποία βοηθούσαμε στὸ ἔργο τους...»

Ἔτσι τότε καλλιεργεῖτο στὴ νέα γενιὰ ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐργασία καὶ τὴν συνεργασία καὶ τὴν ἀλληλεγγύη στὸν κοινωνικὸ βίο μὲ τὸν συνδυασμὸ τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τῆς ἐργασίας, ὅπως τὸ εἶχε ἐμπνευσθῇ ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας -ἔμπνευση ποὺ ἐπιβίωσε πολλὲς δεκαετίες μετὰ τὴν δολοφονία του στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα στὸ Ναύπλιο, τὴν Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831.–