Γράφτηκε στις .

Χαιρετισμὸς στὴν «Ἐαρινὴ Διημερίδα»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Σᾶς καλοσωρίζω στὴν Πόλη ἀλλὰ καὶ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη τῆς Ναυπάκτου γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς Διημερίδας σας καὶ ὄχι μόνο σᾶς φιλοξενοῦμε στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τὶς δύο αὐτὲς ἡμέρες γιὰ νὰ ἀναπτύξετε τὶς ἀπόψεις σας, ἀλλὰ θὰ κάνουμε ὅ,τι εἶναι δυνατὸν καλύτερο γιὰ νὰ αἰσθανθῆτε ἄνετα στὴν Μητρόπολή μας τὶς ἡμέρες αὐτές. Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη καὶ οἱ Ναοὶ τῆς Πόλεώς μας, μαζὶ μὲ τὶς Κυρίες τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης θὰ συνδράμουν γιὰ τὴν εὐχάριστη διαμονή σας, μὲ τὰ γεύματα καὶ τὰ δεῖπνα ποὺ ἔχουν ἑτοιμάσει.

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου, ὡς Ἐπισκοπὴ καὶ ὡς Μητρόπολη, εἶναι ἱστορική. Ἁπλῶς θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ πρῶτος γνωστὸς στὴν ἱστορία Ἐπίσκοπος Ναυπάκτου, ὁ Μαρτύριος, συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (στὴν σημερινὴ Σόφια Βουλγαρίας) τὸ 343, ποὺ εἶχα τὴν χαρὰ νὰ ἐπισκεφθῶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες. Συγχρόνως Ἐπίσκοποι Ναυπάκτου συμμετεῖχαν στὴν Γ καὶ τὴν Δ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὑπέγραψαν τὰ Πρακτικά τους. Γνωστοὶ ἀκόμη Μητροπολῖτες Ναυπάκτου εἶναι ὁ Ἰωάννης Ἀπόκαυκος καὶ ὁ Δαμασκηνὸς Στουδίτης.

Τὸ θέμα τῆς Διημερίδας σας μὲ τίτλο «Θρησκεία καὶ χρόνος» εἶναι σημαντικὸ καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ ἀναπτύξετε πολλὲς πλευρές του καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ προαχθῆ ἡ ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας τὴν ὁποία ὑπηρετεῖτε.

Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω δύο εἰσαγωγικὲς παρατηρήσεις ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό.

Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεός, εἶναι πέραν τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ δημιουργὸς καὶ Κύριος τοῦ χρόνου. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἔσχατο τῆς ἱστορίας, τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ Ἀρχὴ καὶ τὸ Τέλος καὶ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ εἰσῆλθε μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὸν χρόνο. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται μέσα στὸν χρόνο, ἀλλὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν βίωση τοῦ ἐσχάτου ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ζωή, τὸν ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου.

Ἡ δεύτερη παρατήρηση εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες ἀσχολήθηκαν μὲ τὸν χρόνο ὄχι ἀπὸ φιλοσοφικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ ἀπὸ καθαρὰ θεολογικῆς καὶ μάλιστα κοσμολογικῆς καὶ χριστολογικὴς προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν διάφορες αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν φιλοσοφία, ὅτι δηλαδὴ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν κακὸ θεό, ἤτοι τοὺς ἀγγέλους, καὶ μεταξὺ τῶν ἀγγέλων συγκατέλεγαν καὶ τὸν Χριστό. Κυρίως αὐτὸ ἔγινε ὅταν ὁ Ἄρειος εἰσήγαγε μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ χρόνο, ὅταν ἔλεγε «ἢν ποτὲ ὅτε οὐκ ἤν». Αὐτὸ τὸ «ποτὲ» καὶ τὸ «ὅτε» δημιούργησαν πολλὰ προβλήματα στὴν ὀρθόδοξη θεολογία.

Ἔτσι, ὁ Μεγάλος Βασίλειος ἔκανε τὴν διάκριση μεταξὺ ἀϊδίου, αἰωνίου καὶ χρόνου. Στὸ ἀΐδιον, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὸ αἰώνιο, εἶναι τὸ ἄκτιστο καὶ ἀνήκουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸ αἰώνιο ἀνήκουν οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι, καὶ στὸν χρόνο ἀνήκουν ὁ ἄνθρωπος καὶ ὅλη ἡ κτίση. Ἔτσι, μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ δὲν ὑφίσταται χρόνος, ἀφοῦ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι συναΐδια Πρόσωπα μὲ τὸν Πατέρα.

Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, δίδοντας τὸν ὁρισμὸ τοῦ χρόνου καὶ τοῦ αἰωνίου, ἔγραφε ὅτι αἰὼν εἶναι χρόνος ὅταν σταματᾶ νὰ κινῆται, καὶ χρόνος εἶναι τὸ αἰώνιον ὅταν μετρῆται μὲ τὴν κίνηση.

Αὐτό μας δίδει τὴν δυνατότητα νὰ ποῦμε ὅτι στὸ αἰώνιο, ποὺ εἶναι πέραν ἀπὸ τὸν χρόνο, δὲν ὑπάρχει ἀλληλοδιαδοχὴ γεγονότων, ἀφοῦ ἐκεῖ σταματᾶ ὁ χρόνος, ἀλλὰ ὑπάρχει συνύπαρξη γεγονότων καὶ πραγμάτων. Αὐτὸ τὸ αἰώνιο τὸ βιώνουν οἱ θεούμενοι κατὰ τὴν νοερὰ προσευχή, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος βαθμὸς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, καὶ κατὰ τὴν θεωρία, ποὺ εἶναι ὁ δεύτερος βαθμὸς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ἔλεγε στὴν ἀρχιερατικὴ Τοῦ προσευχή: «Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωη, ἵνα γινώσκωσί σέ τον μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὀν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστὸν» (Ἰω. ἰζ , 3). Ὁπότε, γνωρίζουμε ἀπὸ ὅλη τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησία μας, ὅτι ἡ γνώση καὶ ἡ πραγματικὴ ὀρθόδοξη ἐσχατολογία εἶναι ὁ ἡσυχασμὸς καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία ὑπερβαίνεται καὶ σταματᾶ ὁ χρόνος καὶ ὁ ἄνθρωπος βιώνει τὸ αἰώνιο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή.

Εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ ἀναπτύξετε πολλὲς πλευρὲς αὐτοῦ τοῦ κρισίμου θέματος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὴν ποιμαντικὴ καὶ σᾶς εὔχομαι καλὴ ἐπιτυχία στὸ Συνέδριό σας, ἀλλὰ κυρίως εὔχομαι νὰ συνδέετε στενὰ τὴν θεολογία μὲ τὴν ποιμαντικὴ ποὺ τόσο πολὺ ἔχουμε ἀνάγκη σήμερα.