Γράφτηκε στις .

«Κωνστάντιος Παπαδημητρίου» ὁ ἀοίδιμος Ἀραχωβίτης Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Προυσιωτίσσης

του Γεωργίου Γαλανόπουλου, δικηγόρου στον Άρειο Πάγο

Ο Κωνστάντιος Παπαδημητρίου, Ιερομόναχος και Πνευματικός, διετέλεσεν επί πολλά έτη ηγούμενος στην Ιερά Μονή Προυσιωτίσσης.

Γεννήθηκε το 1850 στην Αράχωβα Ναυπακτίας. Ο πατέρας του Γιάννης ήταν πάμφτωχος και αντί για γράμματα τον έστειλε να βόσκη τα λίγα γιδοπρόβατα που είχε για τη συντήρηση της οικογένειάς του και των πέντε παιδιών του. Προερχόταν από παπαδοοικογένεια. Ο παππούς του Παπαδημητρασκούρας, ιερέας, του έμαθε να συλλαβίζη στο Ψαλτήρι, στον Οκτώηχο και στο Ευαγγέλιο. Μπροστά στα άλλα τσοπανόπουλα σήκωνε μικρές πλακερές πέτρες για Ευαγγέλιο και Άγιο Ποτήριο κι έβγαζε τα Άγια, κρατώντας ψηλά στο κεφάλι του και συνοδεύοντας τις κατάλληλες κινήσεις με τις ανάλογες ψαλμωδίες. Ο θείος του παπα-Σπύρος, ήταν εφημέριος της Αράχωβας έως το 1918 και ο καλλίφωνος πρωτοξάδερφός του Ιεροδιάκονος Μιχαήλ, δεν πρόλαβε να γίνη ιερέας, γιατί σκοτώθηκε στον πόλεμο του 1918.

Ο Κωνστάντιος δεν κάθησε ποτέ σε θρανίο να μάθη γράμματα. Μόνος του κατόρθωσε κι έμαθε τα στοιχειώδη, που τα καλλιέργησε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μελετούσε και κατανοούσε πλήρως θεολογικά και φιλοσοφικά συγγράμματα, ενώ τηρούσε το τυπικό των ιερών ακολουθιών και θείων λειτουργιών κατά γράμμα. Ήταν κάτοχος θεολογικών γνώσεων, ώστε παρέπεμπε τους αναγνώστες στις οικείες σελίδες των βιβλίων. Υπήρξε τύπος εναρέτου και σεμνού Ιερομονάχου και βοήθησε οικονομικά, εκτός από την οικογένειά του, πολλούς νέους που ήταν επιμελείς, για να σπουδάσουν.

Είχε στενή και αγαστή συνεργασία με τον Αραχωβίτη Ιερομόναχο Βαρλαάμ Δρίβα, που ασκήτευε σε κελλί της Μονής Ιβήρων στο Άγιον Όρος και έφερε στον Προυσσό στα 1918-1920 δύο μεγάλες και εξαιρετικής καλλιτεχνικής ζωγραφικής τέχνης εικόνες, των Αγίων Πάντων και του Ευαγγελισμού, που τις είχε αγιογραφήσει ο Ιωακείμ της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων. Οι εικόνες αυτές δυστυχώς απετεφρώθησαν το 1944, όταν οι Γερμανοί πυρπόλησαν το μοναστήρι του Προυσσού.

Ο Κωνστάντιος ήταν ευσεβής και καλωσυνάτος ηγούμενος με πολλές ικανότητες. Επί της ηγουμενίας του έγιναν πολλά έργα. Ανύψωσε τη Μονή ηθικώς και περιφρούρησε παντοιοτρόπως τα περιουσιακά της στοιχεία. Έκτισε πανδοχείο στη θέση Καρυές, για να βρίσκουν κατάλυμα, τροφή και ύπνο οι περαστικοί και τα ζώα τους. Κατασκεύασε υδραγωγείο μεταφέροντας νερό από πολύ μακρινή απόσταση. Ανακαίνισε το ερημοκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Ριγανά, ανήγειρε το ανατολικό μέγαρο της Ιεράς Μονής το 1920, που το προόριζε για Ησυχαστήριο των πατέρων και σκόπευε να κτίση και ναό για τις ακολουθίες στο μικρό λεγόμενο αλώνι, αλλά το 1921 έπαθε ημιπληγία και έτσι δεν ολοκλήρωσε τα σχέδιά του.

Εκοιμήθη την 1η Ιανουαρίου του 1926 και ετάφη στην Ιερά Μονή, που τόσο αγάπησε και αόκνως υπηρέτησε. Επί ηγουμενίας του τηρούσε το άβατο της μονής για τις γυναίκες, εκτός από το διάστημα 15-25 Αυγούστου κάθε χρόνο. Η απόφαση αυτή υπαγορευόταν και από Πατριαρχικό Γράμμα. Μετά το 1922 το μέτρο αυτό ατόνησε και έτσι άνδρες και γυναίκες έχουν τα ίδια προσκυνηματικά δικαιώματα όλον τον χρόνο.

Η ήρεμη και άγια μορφή του Κωνσταντίου διασωζόταν μέχρι πριν 2-3 δεκαετίες από διηγήσεις προσκυνητών και ηλικιωμένων κατοίκων του Προυσσού και των γύρω χωριών, που ανέφεραν το όνομά του με ευλάβεια και τον πίστευαν για άγιο άνθρωπο.

Γράφω αυτά ευλαβικά, ως μνημόσυνο, στον αοίδιμο χωριανό μου, π. Κωνστάντιο Παπαδημητρίου, με την συμπλήρωση εφέτος 80 χρόνων από την κοίμησή του.

«Μακάριοι οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες».

Αιωνία του η μνήμη.–