Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Περί Πρωτεκδίκου καὶ Ἐκδίκων

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

(δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Το Βήμα», 13-1-2007)

Το προσχέδιο Νόμου περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων εκσυγχρονίζει τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια και είναι θετικό σε πολλά σημεία. Όμως ένα σημείο που προκαλεί διάσταση απόψεων είναι η εισαγωγή του νέου θεσμού περί Πρωτεκδίκου και Εκδίκων.

Με το υπό συζήτηση Νομοσχέδιο σε κάθε Ιερά Μητρόπολη θεσπίζεται ο θεσμός του Εκδίκου που θα ασκή την «δίωξη» κατά Πρεσβυτέρων, και στην Ιερά Σύνοδο θεσπίζεται ο θεσμός του Πρωτεκδίκου για να ασκή «δίωξη» εναντίον Μητροπολιτών. Σύμφωνα με το σχέδιο Νόμου ο Έκδικος έχει την αναφορά του στον Πρωτέκδικο και όχι στον, κατά τους ιερούς Κανόνας, Μητροπολίτη.

Με αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι αποσπώνται κανονικές δικαιοδοσίες των Μητροπολιτών. Βασική κανονική αρχή είναι «ουδέν έξεστι δίχα επισκοπικής επιτροπής». Έτσι η απόσπαση κανονικών αρμοδιοτήτων των Επισκόπων είναι αντικανονική και ενδεχομένως αντισυνταγματική, δοθέντος ότι κατά την νομολογία του Σ.τ.Ε. τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια είναι όργανα της Εκκλησίας και Πειθαρχικά Συμβούλια και όχι Δικαστήρια όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα.

Στο θέμα αυτό θα υπογραμμίσω με συντομία τρία ενδιαφέροντα σημεία.

1. Η κανονική δικαιοδοσία των Μητροπολιτών

Ο λθ ιερός Κανών των Αγίων Αποστόλων διακελεύει ότι ο Επίσκοπος έχει την πλήρη αρμοδιότητα στην Επαρχία του: «Οι Πρεσβύτεροι και Διάκονοι άνευ γνώμης του Επισκόπου μηδέν επιτελείτωσαν. Αυτός γαρ εστίν ο πεπιστευμένος τον λαόν του Κυρίου, και τον υπέρ των ψυχών αυτών λόγον απαιτηθησόμενος». Οι ερμηνευτές Ζωναράς, Βαλσαμών και Αριστηνός σαφώς αναφέρουν ότι τα περί επιτιμήσεως, αφορισμού η τα περί λύσεως, μειώσεως η επιτάσεως του αφορισμού «ταύτα της αρχιερατικής εισίν εξουσίας», διότι σε αυτόν εμπιστεύθηκε ο Θεός το συγκεκριμένο ποίμνιο και από αυτόν θα ζητηθή λόγος.

Ο Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον λγ (μα ) ιερό Κανόνα της Καρθαγένης που αναφέρεται στο να μην πωλή ο Επίσκοπος κτήματα άνευ γνώμης της Συνόδου και των Πρεσβυτέρων, γράφει: «μη είπης εξισούσθαι κατά τούτο το μέρος τοις επισκόποις τους πρεσβυτέρους…».

2. Η έννοια του όρου Έκδικος – Πρωτέκδικος κατά τους ιερούς Κανόνας

Είναι αλήθεια ότι ο όρος Έκδικος – Πρωτέκδικος αναφέρεται στους ιερούς Κανόνας, αλλά με διαφορετική έννοια από αυτήν που καθορίζεται στο υπό συζήτηση Νομοσχέδιο. Συγκεκριμένα:

Ο β Κανόνας της Δ Οικουμενικής Συνόδου μνημονεύει τον Έκδικο που προβάλλεται από τον Επίσκοπο και αυτό δείχνει ότι είναι ένας αρχαίος θεσμός στην Εκκλησία που πλαισιώνει τον Επίσκοπο στο έργο της διοικήσεως της Εκκλησίας.

Ο οε (πγ ) Κανόνας της εν Καρθαγένη Συνόδου κάνει λόγο «περί εκδίκων των εκκλησιών των οφειλόντων από του βασιλέως επιθείναι». Στον Κανόνα αυτόν προσδιορίζεται ο σκοπός της λειτουργίας των Εκδίκων. Σαφώς φαίνεται ότι οι Έκδικοι επιλέγονται με την φροντίδα των Επισκόπων και με έγκριση των Βασιλέων για να υποστηρίζουν τους πτωχούς εναντίον της τυραννικής εξουσίας των πλουσίων.

Ο ρζ (ρζ . ρη ) της Καρθαγένης κάνει λόγο για Εκδίκους τους οποίους ονομάζει συνηγόρους. Πρόκειται περί «Εκδίκων-Σχολαστικών», δηλαδή μορφωμένων, οι οποίοι θα είναι υπερασπιστές των δικαιωμάτων της Εκκλησίας που θα έχουν το λειτούργημα να υπερασπίζουν τις υποθέσεις της Εκκλησίας στις Γραμματείες των Πολιτικών Δικαστηρίων, για να αντιμετωπίζουν όσα ανακύπτουν και να κάνουν τις απαραίτητες αναφορές.

Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον Κανόνα αυτόν γράφει ότι οι Έκδικοι έχουν το λειτούργημα «το εκδικείν τα πράγματα• και όσα μεν δύνανται αυτοί εκδικούσιν, ανθιστάμενοι τοις ανακύπτουσιν• τα δε λοιπά αναφέρειν, ήτοι υπομιμνήσκειν εις τα σήκρητα των δικαστηρίων».

Ο Θεόδωρος Βαλσαμών σε σχετική μελέτη του με τίτλο «Χάριν των δύο οφφικίων, του τε χαρτοφύλακος, και του πρωτεκδίκου» αναλύει διεξοδικώς ποιό είναι το έργο του Εκδίκου-Πρωτεκδίκου. Προφανώς πρόκειται περί ενός προσώπου λαϊκού η Κληρικού που διορίζεται επί διετία και έχει το λειτούργημα να προστατεύη τους πτωχούς από την τυραννία των πλουσίων και να διασφαλίζη τα εκκλησιαστικά πράγματα λειτουργώντας ως συνήγορος της Εκκλησίας στα πολιτικά Δικαστήρια.

Είναι προφανές ότι ο Έκδικος είναι ο συνήγορος της Εκκλησίας που υποστηρίζει τα δίκαια της Εκκλησίας και του λαού ενώπιον των πολιτικών αρχών και των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως δεν έχει καμμία σχέση ο θεσμός του εκδίκου με τον θεσμό του οιονεί «Εισαγγελέως», τον οποίον εισάγει το υπό συζήτηση Νομοσχέδιο, και ο οποίος δεν υφίσταται, απ' ο,τι γνωρίζω, στους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας με αυτήν την μορφή.

3. Το οφφίκιο του Εκδίκου - Εκκλησιεκδίκου

Ο Επίσκοπος Κατάνης Ιάκωβος Πηλίλης στην μελέτη του «Τίτλοι, οφφίκια και αξιώματα εν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Χριστιανική Ορθοδόξω Εκκλησία» αναφέρεται διεξοδικώς στο οφφίκιο του Εκδίκου.

Κατά την ανάλυσή του ο Έκδικος είναι το πρώτο οφφίκιο της τρίτης πεντάδος κατά την τάξη της Εκκλησίας. Γι' αυτό και ο Οικουμενικός Πατριάρχης απονέμει το οφφίκιο του Πρωτεκδίκου σε λαϊκούς διακεκριμένους νομικούς, όπως το έχει κάνει για τον κ. Απόστολο Γεωργιάδη, τον κ. Αναστάσιο Μαρίνο κ.α.

Το αξίωμα του Πρωτεκδίκου είναι πολιτικό αξίωμα και άρχισε να λειτουργή τον 2ο αιώνα μ.Χ. στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και με την σημερινή έκφρασή του ήταν «ο νομικός σύμβουλος της πόλεως». Ο θεσμός αυτός εισήχθη και στην αρχαία Εκκλησία και εκαλείτο «εκκλησιέκδικος» και ήταν επιφορτισμένος να υπερασπίζη τα δίκαια της Εκκλησίας ενώπιον των πολιτικών αρχών και να υποστηρίζη τους πτωχούς και τους αδυνάτους και να εκπροσωπή τον Επίσκοπο από τον οποίο ήταν διορισμένος.

Από τον 5ο αιώνα καθορίζεται επακριβώς η αρμοδιότητα του Εκδίκου. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν τέσσερις αξιωματούχοι με τον τίτλο του «Εκκλησιεκδίκου», αλλά με διαφορετική αποστολή. Πρώτον ήταν ο «Πρωτέκδικος» που υπερασπιζόταν τους Κληρικούς μόνον για εγκληματικές και ποινικές πράξεις. Δεύτερον υπήρχε ο «Εκκλησιέκδικος» που υπερασπιζόταν για πολιτικές και ποινικές πράξεις. Τρίτον, ήταν ο «Εκκλησιέκδικος» του ιερού Βήματος, ο οποίος ήταν Κληρικός και έφερνε τον τίτλο του Πρωτόπαπα και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα της Εκκλησίας ενώπιον των πολιτικών αρχών. Και τέταρτον, ήταν ο «Εκκλησιέκδικος», ο οποίος υπερασπιζόταν τα περιουσιακά δικαιώματα της Εκκλησίας εναντίον των πλουσίων και των μεγάλων γεωκτημόνων.

Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός με την ειδική νομοθεσία του περί της Εκκλησίας καθορίζει ότι «ο έκδικος είναι ο κανονικός νομικός σύμβουλος της Εκκλησίας εις τα νομικά θέματα αυτής εις τον οποίον εδόθη και ο κανονικός δικονομικός χαρακτηρισμός».

Το αξίωμα του Εκκλησιεκδίκου υπήρχε σε όλους τους αιώνας, επέζησε ακόμη και κατά τα χρόνια της δουλείας, και υπάρχει σήμερα στο πρόσωπο του νομικού Συμβούλου της Εκκλησίας. Δεν έχει καμμία σχέση με τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια.

Νομίζω ότι το θέμα αυτό χρήζει μεγάλης συζητήσεως με τους ειδικούς, ιδιαιτέρως με την Επιτροπή Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων της Ιεράς Συνόδου, ιδιαίτατα δε με το Οικουμενικό Πατριαρχείο γιατί κάθε Τοπική Εκκλησία, ιδίως η Εκκλησία της Ελλάδος, για τους ειδικούς λόγους που προβλέπονται από τον Συνοδικό Τόμο του 1850 και την Πατριαρχική Πράξη του 1928, δεν πρέπει να αποστασιοποιήται από αυτό, και να θεσπίζη νέους θεσμούς που δεν προβλέπονται από το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας.

 

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ