Γράφτηκε στις .

Λόγιοι Μητροπολῖτες Ναυπάκτου: Ἰωάννης Ἀπόκαυκος (1199 - 1232)

Ἀρχιμανδρίτου π. Εἰρηναίου Κουτσογιάννη

Ὁ λόγιος αὐτός μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης ἦταν ἀνεψιός τοῦ ἐπίσης λογίου μητροπολίτου Ναυπάκτου Κωνσταντίνου Μανασσῆ.

Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ἐτῶν 1153-1160. Σπούδασε στήν Πατριαρχική Ἀκαδημία καί ἔκαμε ἀπ’ ὅτι φαίνεται στά κείμενά του ἐξαιρετικές σπουδές στά θεολογικά γράμματα καί στήν θύραθεν παιδεία. Γιά τήν οἰκογένειά του ἔχουμε ἐλάχιστες πληροφορίες. Πρίν ἀπό τό 1187 χειροτονήθηκε διάκονος ἀπό τόν θεῖο τοῦ Κωνσταντῖνο Μανασσή καί ὑπηρέτησε στήν Ναύπακτο. Στή συνέχεια ὑπηρέτησε σάν πατριαρχικός νοτάριος στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί τῶν πατριαρχῶν Βασιλείου Καματεροῦ (1183-1186), Νικήτα Μουντάνη (1186- 1189), Γεωργίου Ξιφιλίνου (1191- 1198) καί Ἰωάννου Καματεροῦ (1198- 1206). Τό 1199 ἤ 1200 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ναυπάκτου καί ἔμεινε στήν μητροπολή τοῦ τουλάχιστον μέχρι τίς 6-8-1232. Τότε παρητήθη λόγω τῆς ἀλλαγῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων μετά τήν ἥττα τοῦ Θεοδώρου Κομνηνοῦ ἀπό τόν βούλγαρο ἡγεμόνα Ἰβᾶν Ἀσάν ΙΙ.

Ὁ Ἀποκαυκος ἔζησε σέ μιά ταραγμένη περίοδο μέ κύρια χαρακτηριστικά τήν καταρεύση καί τόν διαμελισμό τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τήν Δ’ σταυροφορία, τήν λατινοκρατία καί τόν πολιτικό ἀνταγωνισμό μεταξύ του κράτους τῆς Ἠπείρου καί τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας. Τήν ἴδια περίοδο ὁ Θεόδωρος Κομνηνός προσπαθοῦσε συστηματικά νά ἀνεξαρτητοποιήση τήν Ἐκκλησία τοῦ Δεσποτάτου ἀπό τό πατριαρχεῖο τό ὁποῖο εἶχε μεταφερθεῖ στήν Νίκαια. Ὁ Ἀποκαυκος, δυναμική προσωπικότητα, ἀγωνιζόταν πάντα νά εἶναι μπροστά στίς ἐξελίξεις καί στίς νέες πραγματικότητες γιά τό καλό της Ἐκκλησίας.

Οἱ σχέσεις του μέ τούς κρατικούς ἀξιωματούχους ἦταν ἐνταγμένες στό γενικό σχέδιό του νά προασπίζεται τά συμφέροντα τῆς Ἐκκλησίας καί νά μήν δέχεται πολιτικές παρεμβάσεις στίς ἐσωτερικές της ὑποθέσεις. Γι’ αὐτό ὑπεράσπισε μέ σθένος τά δίκαιά της Ἐκκλησίας.

Μέ τόν Θεόδωρο Κομνηνό ἦρθε κατ’ ἀρχάς σέ σύγκρουση γιατί ὁ Θεόδωρος φερόταν ὑπεροπτικά καί ἐπέβαλε βαριές φορολογίες στό λαό καί στήν Ἐκκλησία. Ἀργότερα οἱ σχέσεις ἀποκαταστάθηκαν, μέ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις, ἀλλά καί μέ τήν μεσολάβηση ἀπ’ ὅτι φαίνεται τῆς Μαρίας Δουκαίνης, συζύγου τοῦ Θεοδώρου, ἡ ὁποία ἔτρεφε πολύ σεβασμό καί ἀφοσίωση στόν Ἀποκαυκο.

Μέ τόν Κωνσταντῖνο Δούκα, ἀδελφό του βασιλέως Θεοδώρου Κομνηνοῦ, ἦταν σέ μόνιμη σχεδόν ἀντιδικία. Ὁ Κωνσταντῖνος διοικοῦσε τήν περιοχή τῆς Ναυπάκτου καί ἐπέβαλε βαριά φορολογία στήν μητρόπολη. Ἦταν τυραννικός καί ἀπάνθρωπος στήν συμπεριφορά του. Πυρπόλησε ἕνα χωριό κοντά στήν Ναύπακτο, τό ὁποῖο ἀνῆκε στήν μητρόπολη. Ἔδιωξε τόν μητροπολίτη ἀπό τό ἐπισκοπείιο καί ὁ Ἀποκαυκος κατέφυγε καί ἔμεινε κάπου στά περίχωρα. Ἐν τέλει εἰσήγαγε σέ δίκη τόν μητροπολίτη μέ ἄγνωστο ἀποτέλεσμα. Μέ τήν μεσολάβηση ὅμως τοῦ βασιλέως καί ἄλλων παραγόντων οἱ δύο ἄνδρες ἦλθαν σέ κάποιο συμβιβασμό χωρίς νά σταματήση οὐσιαστικά ἡ μεταξύ τους καχυποψία.

Στήν σχέση του μέ τό πατριαρχεῖο δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα. Ἐνήργησε πολλές φορές ἀντίθετα μέ τήν θέληση τοῦ πατριαρχείου, ἀλλά πάντα μέ γνώμονα τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἔτσι ἐπέβαλαν εἰδικές ἀνάγκες. Πάντα στά κείμενά του σέβεται τό πατριαρχεῖο, τόν πατριάρχη, ἀλλά καί τούς ἄλλους ἐπισκόπους. Πάντα στίς σχέσεις τοῦ φροντίζει νά εἶναι μέσα στά πλαίσια πού ὁρίζουν οἱ ἱεροί κανόνες. Μέ διάκριση συμβουλεύει τά πρέποντα σέ ἄλλους ἀρχιερεῖς. Δέν διστάζει ὅμως νά ἐκφράση τίς διαφωνίες τοῦ ἀκόμα καί στόν πατριάρχη. Ἔτσι δέν δέχεται τήν πρόταση τοῦ πατριαρχείου γιά κοινή σύνοδο μέ τούς λατίνους μέ σκοπό τήν ἕνωση. Ἀντίθετα συμβουλεύει ἑνότητα τῶν κατά τόπους ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί κοινή δράση τῶν κρατῶν Νικαίας καί Ἠπείρου κατά τῶν Λατίνων κατακτητῶν.

Τό 1230 ὁ Θεόδωρος Κομνηνός νικήθηκε ἀπό τόν Βούλγαρο ἡγεμόνα Ἰβᾶν Ἀσᾶν ΙΙ. Τόν διεδέχθη ὁ ἀδελφός του Μανουήλ, ὁ ὁποῖος ἀναγκάσθηκε νά δεχθῆ στήν συνέχεια τούς ὅρους τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας Ἰωάννου Βατάτζη. Ὁ Ἀποκαυκος θεωρήθηκε πρωταίτιος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ διχασμοῦ. Τότε βλέποντας καί τήν ἀλλαγή τῶν πολιτικῶν πραγμάτων ἀναγκάσθηκε νά παραιτηθῆ πρίν ἀπό τίς 6-8-1232. Ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν μητρόπολη καί ἐγκαταβίωσε στήν μονή Κοζύλης τῆς Ἠπείρου. Ἐκεῖ, ἐκπληρώνοντας παλιά του ἐπιθυμία, ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἰωαννίκιος. Στή μονή αὐτή προφανῶς ἀπέθανε καί ἐτάφη κατά τό 1233 ἤ 1234.

Τοῦ Ἰωάννου Ἀποκαύκου σώζονται 145 ἐπιστολές σέ κληρικούς, λαϊκούς, κρατικούς ἀξιωματούχους κ. α., 7 συνοδικά ἔγγραφα καί 29 κείμενα μέ θέματα ἀπό τά συνοδικά δικαστήρια ὅπου συνήθως προήδρευε. Σώζονται ἐπίσης 4 διοικητικά ἔγγραφα καί 16 ἐπιγράμματα μέ διάφορα θέματα.

Στά ἔργα τοῦ φαίνεται ἔντονη ἀριστοτελική ἐπίδραση, ἡ ὁποία εἶναι καί δεῖγμα τῆς κατευθύνσεως τῆς παιδείας τῆς ἐποχῆς του. Ἡ κατάρτισή του ἦταν πολύπλευρη. Στά κείμενά του θίγονται θέματα φιλοσοφίας, ψυχολογίας, παιδαγωγικῆς, ἰατρικῆς, φυσικῆς, ἀριθμητικῆς, γεωμετρίας, ἀστρονομίας, φυτολογίας καί ζωολογίας. Βεβαίως, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀσχολεῖται λόγω θέσεως, ἀλλά καί παιδείας μέ θεολογικά καί μέ νομοκανονικά προβλήματα.

Σάν μητροπολίτης διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στήν Ἐκκλησία τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου. Γιά τριάντα χρόνια ἦταν δεσπόζουσα ἐκκλησιαστική φυσιογνωμία στά Βαλκάνια. Ἀμέσως ἤ ἐμμέσως ἐξέλεγε, χειροτονοῦσε καί ἐγκαθιστοῦσε ἐπισκόπους ἀπό τήν Κέρκυρα μέχρι τήν Θεσσαλονίκη καί ἀπό τήν Πελοπόννησο μέχρι τήν Βουλγαρία. Ἔλυνε νομοκανονικά προβλήματα. Ἀπαντοῦσε σέ ἀπορίες λαϊκῶν καί κληρικῶν. Ὑπερασπιζόταν μέ σθένος τήν Ἐκκλησία καί τίς ὑποθέσεις τῆς ἀπέναντί των κοσμικῶν ἀρχόντων. Ἦταν μέ ἕνα λόγο ἡ σημαντικότερη ἐκκλησιαστική μορφή τοῦ δεκάτου τρίτου αἰῶνος.