Skip to main content

Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς καὶ ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς (Α)

Του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου

Από τον βυζαντινό χρονογράφο Συμεών Μάγιστρο (990μ.Χ) μαθαίνουμε ότι η Ευφροσύνη, μητέρα του νεκρού αυτοκράτορα Θεόφιλου και κόρη του Κων/νου του ΣΤ`, στην προσπάθειά της να παντρέψη το γιο της, το έτος 830μ.Χ, διοργάνωσε στην μεγαλόπρεπη αίθουσα Τρικλίνιο των ανακτόρων της Κων/πολης, μεγάλη σύναξη από τις πιο όμορφες κοπέλες της Αυτοκρατορίας. Η προσέλευση υπήρξε μεγάλη από «καλλίστας παρθένους». Κι όταν παρατάχθηκαν στη σειρά, καθισμένες πάνω σε πολυτελή ανάκλιντρα, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος περιήλθε μπροστά τους να διαλέξη την μέλλουσα σύζυγό του και αυτοκράτειρα, δίνοντας σε όποια διάλεγε ένα χρυσό μήλο.

Η ομορφότερη ήταν η Κασσιανή, που η καλλονή της θάμπωσε το νεαρό Θεόφιλο και σ’ αυτήν επρόκειτο να δώση το μήλο, σύμβολο της προτίμησής του. Θέλοντας όμως να διαπιστώση αν και η εξυπνάδα της ήταν ανάλογη με την ομορφιά της, της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα», υπονοώντας την Εύα. Η Κασσιανή όμως δεν ξαφνιάστηκε και θέλοντας να δείξη και την εξυπνάδα της απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα», υπονοώντας την Παναγία, που έφερε στον κόσμο το μεγαλύτερο αγαθό.

Αυτή όμως η πράγματι έξυπνη απάντηση χαρακτηρίσθηκε από τον Θεόφιλο ότι περιείχε και κάποια προπέτεια και επιπολαιότητα, οπότε έδωσε το μήλο στην επίσης ωραία, αλλά και σεμνή Θεοδώρα.

Η Κασσιανή απογοητεύθηκε από την αποτυχία της και πήρε την απόφαση να αποτραβηχτή από τον κόσμο και να μονάση. Έκτισε με δικά της χρήματα ένα μοναστήρι, που πήρε αργότερα το όνομά της, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και αφιερώθηκε στη λατρεία του Χριστού και στην ποίηση, συνδυάζοντας έτσι τη βαθειά ευσέβεια και την κλίση της στα γράμματα. Λέγεται μάλιστα ότι μετά την αποτυχία της είπε: «Επειδή δεν έγινα βασίλισσα του προσκαίρου τούτου κόσμου, θα γίνω υπήκοος της αιωνίας Βασιλείας του Χριστού».

Εκεί στο μοναστήρι εκδηλώθηκε και το έμφυτο καλλλιτεχνικό της ταλέντο και το βαθύ θρησκευτικό της συναίσθημα συνθέτοντας εκκλησιαστικούς ύμνους, τροπάρια, Ιδιόμελα. Εκεί στην ήσυχη και υποβλητική ατμόσφαιρα του μοναστηριού συνέθεσε και το περίφημο Ιδιόμελο «Τροπάριο της Κασσιανής» από το όνομά της, που αργότερα η Ορθόδοξη Εκκλησία το καθιέρωσε ως Δοξαστικό των Αποστίχων του Όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης.

Φαίνεται καθαρά ότι η Κασσιανή εμπνεύστηκε το Ιδιόμελο αυτό τροπάριο από τα λόγια των Ευαγγελιστών, που δεν αναφέρονται στη Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά στην ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα, τη μοιχαλίδα, που ο Χριστός έσωσε από βέβαιο λιθοβολισμό του έξαλλου πλήθους των Φαρισαίων για το ηθικό της παράπτωμα, με εκείνα τα λόγια Του: «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω επ’ αυτήν». Και όταν αργότερα ο Ιησούς βρέθηκε στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου του λεπρού, η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα αισθάνεται την ανάγκη να πάη να εκφράση την ευγνωμοσύνη και αφοσίωσή της στον Σωτήρα Χριστό. Αγοράζει αρώματα, ντύνεται ταπεινά και σεμνά και ταπεινωμένη και συντετριμμένη, με δάκρυα στα μάτια, έρχεται και πλένει τα πόδια του Ιησού και τα σκουπίζει με τα ξέπλεκα μαλλιά της. Τα δάκρυά της εκείνα ήταν δάκρυα ελέους και συντριβής και κλαίει με πάθος να την ευσπλαχνιστή ο Θεός της αγάπης και της συγχώρεσης.

Το παραπάνω περιστατικό το αναφέρουν οι τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές.

Ο Λουκάς (ζ. 37-38) γράφει: «Και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω».

Ο Ματθαίος (κστ`, 6-7): «Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου».

Και ο Μάρκος (ΙΔ` 3) λέγει: «Και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής».

Και την πληγωμένη και πονεμένη καρδιά της Κασσιανής δεν ήταν δυνατόν να μην αγγίξη ο κραδασμός εκείνης της αμαρτωλής γυναίκας. Και διατυπώνει στο αριστουργηματικό εκείνο τροπάριο, που φέρει το όνομά της, με λυρική έξαρση και υποβλητικότητα τον δικό της ψυχικό κραδασμό.

Τα δραματικά εκείνα λόγια του τροπαρίου της Κασσιανής δεν ήταν πάλι δυνατόν να μην μιλήσουν και στην περιπαθή και ευαίσθητη ψυχή του ποιητή Κ. Παλαμά, που με πολλούς τρόπους ύμνησε τον κόσμο του Βυζαντίου σε διάφορους τόνους λυρικής μέθης. Ζη και αυτός παρόμοιες καταστάσεις κάτω από το βάρος της δικής του αμαρτωλότητας, των τύψεων και της λαχτάρας για συγχώρεση. Τούτο το ποίημα της Κασσιανής, σαν ένα παθητικό κρυφομίλημα, εκφράζει και τη δική του κριματισμένη και αμαρτωλή ψυχή. Νιώθει και τη δική του ψυχική κατάσταση να ταυτίζεται με κείνες της Κασσιανής και της αμαρτωλής μοιχαλίδας. Πολύ συχνά, γεμάτος μυστικοπάθεια και συντριβή, αισθανόμενος την αμαρτία να τον βαραίνη, βυθίζεται στη συντριβή που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του έργου του. Εκείνη η συντριβή, θα πη ο ίδιος, «με βυθίζει σε μια εκστατική προσδοκία, με φτερώνει και μ’ εξαγνίζει, με κάνει να διαβλέπω το είναι μου σ’ έναν καθρέφτη μαγικό, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια». (Ποιητική)

Στην «Ποιητική» και στο «Λυρισμό του εγώ» ο ίδιος θα σημειώση: «Ο ποιητής γνωρίζει, ζει με την αντίληψη και το πάθος, με το φόβο κάποιας ενθύμησης και με την απόγνωση κάποιας συμφοράς. Είναι κάτι σαν αμαρτία και σαν ξεπεσμός, σαν κατρακύλισμα, σαν εξορία, χαμός κάποιου παράδεισου που θα λογάριαζε πως της ήταν αρχικά της ζωής του γραμμένο να κατοικήσει, ένας εκτοπισμός απάνου σε μιαν άγονη πια κι αχάριστη γη. Τον τρώει το σαράκι. Η τύψις. Κάτι που δεν τον αφήνει να πατήσει ποτέ στέρεα. Μια φοβερή αδυναμία...»

Από το τροπάριο της Κασσιανής στέκεται ιδιαίτερα στους στίχους της: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας». Αυτόν τον «οίστρο της ακολασίας» θέλει να πετάξη από μέσα του και να υψωθή προς τον «έμπυρο ουρανό».

Αισθανόμενος κι αυτός συχνά την ίδια νύχτα και τον ίδιο οίστρο ακολασίας, μα και τον ίδιο ζοφώδη και ασέληνο έρωτα της αμαρτίας μέσα του, θέλησε να εκφραστή με δικό του τρόπο. Ενδοσκοπείται ο ίδιος και καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία που αντικαθρεπτίζει την προσωπική, την «εκ βαθέων» δραματική εξομολόγηση και υπαρξιακή τοποθέτησή του. Συνθέτει η παραφράζει το κείμενο του τροπαρίου της Κασσιανής δίνοντάς του το χρώμα της δικής του εσωτερικής κατάστασης, της αυτοσυνειδησίας του, ολόκληρης της ψυχής του, απογυμνωμένης και ανυπόκριτης. Σε τούτους τους στίχους του δεν εκφράζει κάποιες σκέψεις η νοήματα που συμφωνούν πολύ η λίγο με τις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά αποτυπώνεται ολόκληρη η στάση ζωής του Χριστιανού. Αυτή τη στάση ζωής την ονόμασε ο ίδιος «Κασσιανισμό» από το όνομα της Κασσιανής, και αποτελεί ασφαλώς μια καθαρά μεταφυσική ενατένιση της ζωής και προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Παραθέτουμε τους στίχους του:

«Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά

πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.

Μα, ω Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,

μέσ’ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη

από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα

κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή

σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας...Νυχτιά

σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,

το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά

με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά

τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,

κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά

τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!

Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν

άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί

και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά

μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω

και με της κεφαλής μου τα μαλλιά

θα στα σφουγγίσω.

Τάκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό

της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,

κι αλαφιασμένη κρύφτηκε...Πονώ,

σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός

τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;

Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!

Άβυσσο η κρίση».

Μα και στο ποίημά του «Νέοι Ανάπαιστοι και Ίαμβοι» των «Βωμών» πάλι ο νους του πηγαίνει στη βυζαντινή καλόγρια και ποιήτρια Κασσιανή και την υμνεί μέσω της αμαρτωλής γυναίκας του Ευαγγελίου:

«Με της Κασσίας καλόγριας

τα δάκρυα, τα τροπάρια

κλαίω, βρέχω, φιλώ τ’ άχραντα,

πόρνη, του θείου ποδάρια.

Ξεπλέκω ολόμαυρα ύστερα

μαλλιά, τα κρίματά μου,

για να σφουγγίσω τ’ άχραντα

ποδάρια του έρωτά μου»

  • Προβολές: 2623