Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: «Κουκούλες» και «κουκούλια»

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Τα κρυμμένα πρόσωπα των κουκουλοφόρων δεν έχουν καμμιά σχέση με το φως και την αλήθεια• ούτε με το αισθητό και διανοητικό φως της αρχαιοελληνικής παραδόσεως, ούτε πολύ περισσότερο με το υπεραισθητό και «υπερέχον πάντα νουν» φως της αποστολικής και πατερικής διδασκαλίας και ζωής.

Το φως αποκαλύπτει πρόσωπα και πράγματα. Ειδικά το φως του Χριστού, το φυσικό φως της θεότητός Του, καταλάμπει εσωτερικά τους ταπεινούς τη καρδία, «φαιδρύνει τα πρόσωπά» τους, «ειρηνοποιεί» την κοινωνία τους, «γαληνόμορφον εκτελεί την καρδίαν» τους. Δεν κρύβει με το προπέτασμα του δίκαιου θυμού ανομολόγητες προθέσεις. Οι φορείς του είναι απόλυτα αντίθετοι σε κάθε μορφή αδικίας, όμως δεν βιαιοπραγούν. Δεν μπορούν να καταστρέψουν τίποτε. Σέβονται ο,τι υπάρχει. Όχι μόνο την ζωή που δίνει μόνος ο Θεός, αλλά και τα πράγματα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι.

Όμως τα πράγματα δεν έχουν μια μόνον όψη. Έχουν την εσωτερική, την εξωτερική και πολλές άλλες, αφού κάθε κτιστή πραγματικότητα είναι για τον πεπτωκότα άνθρωπο πολυεδρική. Έτσι και το φαινόμενο των κουκουλοφόρων, μπορεί να το δη κανείς εσωτερικά, εξωτερικά, πραγματιστικά, αλληγορικά, καθώς και από πολλές άλλες οπτικές γωνίες. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, λίγη αλληγορία, βλέποντας τα πράγματα από την μέσα όψη, θα επιχειρήσουμε να δούμε την κατάσταση που δημιουργήθηκε στις μέρες μας, μέσα από την σκοπιά των μελών της Εκκλησίας.

Η κατάσταση είναι ανησυχητική. Σε στατιστικές έρευνες –ειλικρινείς η κατευθυνόμενες, άγνωστο– η εκτίμηση προς τους φορείς της ιερωσύνης φαίνεται ότι έχει μειωθή σημαντικά. Λέγεται μάλιστα ότι ο πληθυσμός που αισθάνεται περισσότερο πληγωμένος δεν είναι ο θρησκευτικά αδιάφορος, αλλά ο θρησκευόμενος. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ένα κείμενο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη θα υπογραμμίσουμε την άποψη ότι στις μέρες μας για να κρατηθή κάποιος στην ζωή της Εκκλησίας πρέπει να διακατέχεται από έναν υγιή θυμό και μια βαθιά αγάπη, δηλαδή από έναν άκαμπτο αληθινό έρωτα για το πρόσωπο του Χριστού και τον θεσμό της Εκκλησίας Του.

Τις κουκούλες λοιπόν θα τις συνδέσουμε με τα «κουκούλια» των μοναχών, που αποτάχθηκαν τον κόσμο, αλλά που αποτέλεσαν τελευταία έναν από τους πόλους της πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Οι «κουκούλες» και τα «κουκούλια» μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα μιας εσωτερικής –πρωτίστως– αλλά και εξωτερικής δραστηριότητας, που μπορεί να αντισταθή στην κρατούσα αντιπνευματική νοοτροπία, αποσταθεροποιώντας το καθεστώς του νόθου πνευματικού βίου.

Ο ταραγμένος καιρός μας απαιτεί από όσους θέλουμε να ακούμε με διάθεση ολόθυμης υπακοής τους «μακαρισμούς», τα «ουαί» και γενικά τις εντολές του Χριστού να αποδεικνυόμαστε διαρκώς στην πράξη αδίστακτοι «κουκουλοφόροι», «ενδυόμενοι» όμως όχι το μίσος που γεννιέται απ' την ανία η την απογοήτευση, αλλά το νοητό «κουκούλιον της ακακίας, εις περικεφαλαίαν ελπίδος σωτηρίου», όπως λέγεται στην ακολουθία του Μεγάλου Σχήματος. Το νόημα που σηματοδοτείται από το μοναχικό κουκούλιο δεν αφορά μόνο τους μοναχούς. Μοναχοί άλλωστε είναι «οι ευαγγελικώς ζώντες» (Ευάγριος). Όλοι μας, λοιπόν, χρειάζεται να είμαστε ντυμένοι με ακακία, ώστε να έχουμε περικεφαλαία μας την ελπίδα στον Χριστό, τον μόνο που έχει την δύναμη να μας σώζη. Η ελπίδα ως περικεφαλαία προστατεύει την σκέψη μας, όλον τον κόσμο των λογισμών μας, από απροσδόκητες παρεμβολές αμαρτίας και πλάνης. Έτσι ντυμένοι, με ακακία και χριστιανική ελπίδα, γεμάτοι με ιερό θυμό, χρειάζεται να σπάζουμε όσες βιτρίνες ανομίας αιχμαλωτίζουν την ύπαρξή μας στο εμπόριο των λογισμών και των έργων της πονηρίας, στο οποίο με κρυφές συναλλαγές, εμπνευσμένες από φαντασμαγορικές παραπλανητικές διαφημίσεις, προπωλούνται η ψυχή και το σώμα μας στην κόλαση την «ητοιμασμένη τω διαβόλω».

Αυτός όμως ο ιερός θυμός προϋποθέτει έναν άκαμπτο έρωτα για την Εκκλησία και την ζωή της, που είναι ο Χριστός. Αυτή την προϋπόθεση μας την επισημαίνει με τον τρόπο του ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, στο βιβλίο του «Προς Εκκλησιασμό» και μάλιστα στο κεφάλαιο με τίτλο «Έρως της Εκκλησίας». Δεν μιλά για κουκουλοφόρους και βιτρίνες –το 1970 που κυκλοφόρησε το βιβλίο του ήταν άλλης μορφής οι φοιτητικοί και λαϊκοί αγώνες– αναφέρεται όμως στον άκαμπτο έρωτα της Εκκλησίας, που τώρα τον χρειαζόμαστε ίσως περισσότερο από τότε (χωρίς αυτόν βέβαια δεν μπορεί να υπάρχη ζωντανό εκκλησιαστικό σώμα).

Γράφει ο Ν. Γ. Πεντζίκης: «Μια ξεχωριστή σωματική αίσθηση, εν Καβάλα προσφάτως, μ’ έκανε να καταλάβω ότι αγαπώ την Εκκλησία• την Ελληνική Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού.

Την άλλη μέρα εξηγούσα σε φίλους, ότι η αισθηματική αυτή τοποθέτηση έλυε όλα τα προβλήματα, που μπορεί να ’χει ο άνθρωπος.

Εκείνοι έδειξαν πως σεβόντουσαν τα αισθήματά μου σα μια από τις ιδιοτροπίες μου, αλλά δεν συμφωνήσαν μαζί μου ότι η Εκκλησία χωράει τα πάντα. Ανάφεραν ότι, και σαν αρχιτεκτονικό κτίσμα και σαν ηθικός θεσμός, βρισκόταν σε παρακμή, στον τόπο μας σήμερα. Είπαν ότι ούτε μια όμορφη η ιστορικά σημαντική εκκλησία υπάρχει, επί παραδείγματι, στην πόλι τους, παρ’ όλο ότι αυτή, πρώτη σ’ όλη την Ευρώπη, υποδέχθηκε τον Μέγαν Απόστολο των Εθνών.

Εσυνέχισαν τέλος με σχόλια γύρω από τη μόρφωση και ηθική των σημερινών ιερωμένων. Μου θύμισαν τους φίλους και συγγενείς που πέσαν απάνω μου, σαν αγάπησα μια κοπέλλα, που κατά τη γνώμη τους δεν άξιζε.

Συλλογίστηκα λοιπόν το θάρρος, έναντι σε κάθε συμβατική κοινωνική αξιολόγηση, του Προφήτη Αββακούμ, που παντρεύτηκε πόρνη και δεν επιχείρησα ν’ απαντήσω με λογικές, πιθανές, ορθές αντιρρήσεις. Το εναντίον, υπερθεμάτισα σε όσα έλεγαν. Μπορεί, ετόνισα, αυτό που συνήθως εννοούμε ως Εκκλησία, το κτήριο η ο κοινωνικός θεσμός, οι πέτρες και η λάσπη η ο κάθε ταλαίπωρος θνητός που την υπηρετεί, όχι μονάχα σήμερα, αλλά ουδέποτε να μην υπήρξαν αξιόλογα. Εν συνεχεία μάλιστα, προς επίρρωση των λεγομένων μου, επρόσθεσα και σχετικά ανέκδοτα από την “Απόκρυφη ιστορία” του Προκοπίου κι’ απ' άλλους Βυζαντινούς Χρονογράφους. Το ζήτημα όμως εν τέλει, υπογράμμισα, δεν είναι να εξετάσουμε, αν εμείς οι άνθρωποι πράττουμε το καλό, παρά εάν είναι, ναι η όχι από Θεού και κατά συγκατάβαση η Εκκλησία μας, εν Χριστώ δωρεά, όπως και η ύπαρξή μας, ασχέτως αν ημείς δια του παρόντος βίου την κατασπιλώνουμε».

Στην συνέχεια του κειμένου του ο Ν. Γ. Πεντζίκης γράφει: «Πρέπει να ομολογήσω, ότι πτωχός στο πνεύμα, πολλαπλώς δια της Εκκλησίας ενισχύθην». Γι’ αυτό δεν ντρεπόταν για την συναρίθμησή του με τα εξουθενωμένα μέλη της Εκκλησίας. Γράφει: «Σε μια απέλπιδα στιγμή της προσπαθείας μου για αυτοπερισυλλογή, το 1945, μονάχος έν’ απόγεμα, μπήκα στην Εκκλησία του συνοικισμού Νέας Ιωνίας Αθηνών... Μέσα ο ναός ήταν ακόμη ασυμπλήρωτος και ως μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι’ άκουγαν, τον κρυμμένο μέσα στο ιερό παπά, μια μαυροφορεμένη γρηά, ένας τρελλός και εγώ».

Ο ναός μπορεί να ήταν ασυμπλήρωτος. Το πλήρωμα όχι υψηλού επιπέδου. Όμως η εμπειρία της αγάπης για την Εκκλησία –μια πνευματική εμπειρία αισθητή και από το σώμα– ήταν ισχυρότερη από όλες τις αντίξοες εξωτερικές συνθήκες. Δεν αρνιόταν αυτά που του έλεγαν οι φίλοι του στην Καβάλα. Την επιχειρηματολογία τους μάλιστα την ενίσχυσε και ο ίδιος με δικά του στοιχεία. Αλλά τίποτε δεν μπορούσε να αντιπαρατεθή στην εμπειρία της αγάπης. Δεν τον ενδιέφερε η βιτρίνα της ζωής του. Δεν τον ενδιέφερε γενικώς καμμιά βιτρίνα, που αιχμαλωτίζει συνήθως τους ελαφρόμυαλους και ρηχούς στη σκέψη και τις αναζητήσεις. Τις είχε καταστρέψει για τον εαυτό του όλες και τις κατέστρεφε όπου τις εύρισκε, σαν μανιακός κουκουλοφόρος, γιατί αναζητούσε την ακακία και την ελπίδα που συμβολίζει το μοναχικό κουκούλιο, οι οποίες κρατούν αμείωτο τον έρωτα της Εκκλησίας.

Έτσι και τώρα, όπως και πάντοτε, με εμπειρία αισθητή και από το σώμα μπορεί να κρατηθή κανείς στην αγάπη της Εκκλησίας, παρά τις λογικές αντιρρήσεις φίλων και οικείων και παρά την αντίρροπη κίνηση του κοινωνικού συρμού.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3395