Skip to main content

Το Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων στὸν Παπαδιαμάντη (Β)

του Κώστα Παπαδημητρίου

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Τα επόμενα αποσπάσματα παρέχουν παραδείγματα ζωντανά πιστών στην αποστολή της ιερέων, που με κίνδυνο της ζωής τους πάνε σε απόκρημνα μέρη με άγριες καιρικές συνθήκες, όπου βρίσκονται φτωχά ερημοκκλήσια, για να λειτουργήσουν το Δωδεκαήμερο και να νιώσουν και οι αποκλεισμένοι εκεί ξωμάχοι τη χαρά του μεγάλου γεγονότος, της ενανθρώπησης του Θεού:

«Επάνω στον βράχον της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδότρας....Σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά, για να βαφτιστή η πλάση, μια Χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυό καράβια, έταξε στην Παναγία. Κι έχτισε αυτό το παρεκκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδών της. .... Ας δώση η Παναγία και σήμερα να’ ναι κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας και στους γονιούς σας...

Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γη, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του.

Οἰκία Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ΣκιάθοςΌλον τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθιά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», δια να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των, τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξευραν να κάνουν το σταυρό τους, δια να αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί καί εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παπάς με τους πτερουγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασοπλήκτους βράχους, δια να φωτίση κι αγιάση τ’ αφώτιστα κύματα....» «Το αγνάντεμα» τομ. Α` σελ.362)

«Τω όντι η γραία, αντί να μείνη εις το χωρίον να κάμη Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παπα-Κωνσταντής ο Μπρικόλας έμελλε ν’ ανέλθη το πρωΐ, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήση το εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγη εις Κεχρεάς το ρέμα, να πειθαναγκάση την κόρην της και τα εγγονάκια της να σηκωθώσι το πρωΐ ν’ ανέλθωσιν εις το εξωκκλήσιον, το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν ώραν από το χωρίον και μίαν ώραν από Κεχρεάν, δια να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, δια να τους ανθρωπέψη ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ ρέμα...» («Αλαφροΐσκιωτος» τ. Β` σελ. 81-82).

Στο «Χριστό στο Κάστρο», ο παπα-Φραγκούλης δεν μας εκπλήσσει για τις θεολογικές του γνώσεις-αν είχε- όσο για την αφοσίωσή του στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Και αυτός και οι απλοϊκοί ενορίτες του άφησαν παραδείγματα πιστής τήρησης της παράδοσης συνδυασμένης με την αγάπη προς το συνάνθρωπο.

«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο στην πέρα πάντα στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;». Αυτά είπε φωναχτά την παραμονή των Χριστουγέννων ο παπα-Φραγκούλης. Τον άκουσαν η παπαδιά και οι γειτόνοι και όλοι έπεσαν σε αγωνία. «Τι βοήθεια να τους κάμουμε; είπε ο Πανάγος, ο μαραγκός. Απ’ τη στεριά ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά....»

«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβε ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας δεν πήγαμε...φέτος που είναι βαρύς....»

Και στις φοβίες και αντιρρήσεις του Πανάγου πρόσθεσε:

«Πανάγο, η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό και για την ευφορία της γης και για την υγεία ακόμα. Ανάγκη δεν έχει ο Χριστός να πάνε να του λειτουργήσουνε. Μα όπου είναι μερική προαίρεσις καλή, κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, κι όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός και εναντίον του καιρού και με χίλια εμπόδια....Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλάς και με θαύμα ακόμα....»

Δεν άργησαν όλοι να συμφωνήσουν με τη γνώμη του παπα-Φραγκούλη. Ήταν συνολικά δεκαπέντε. «Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ’ ο άνεμος ήτο παγερός». Επιβιβάστηκαν σε βάρκα και με κόπο πολύ έφτασαν κάτω από το Κάστρο. Άφησαν την ακρογιαλιά κι ανέβηκαν στο Κάστρο. Εκεί συνάντησαν τον Αργύρη της Μυλωνούς και το Γιάννη το Νυφιώτη.

«Όταν εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσεν την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, και ενύσταζον τινές αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις».

Ο παπα-Φραγκούλης βγήκε στην πύλη κι έψαλλε το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ» και ύστερα το «Άγγελοι υμνούσιν απαύστως εκεί....Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον τεχθέντι».

Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές έξω απ' το ναό. Μερικοί πετάχτηκαν. Οι κραυγές έρχονταν από μια βραχώδη ακτή. Ένα πλοίο είχε προσαράξει στα βράχια και οι επιβαίνοντες βγήκαν σώοι. Έχασαν τον προσανατολισμό τους και δεν ήξεραν προς τα που να προχωρήσουν. Η σελήνη είχε δύσει. Κραυγές αγωνίας και ταραχής ακούονταν «όμοιαι με εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι»

Διέκριναν όμως τα φώτα στο ναΐσκο και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Μπήκαν όλοι μέσα να παρακολουθήσουν τη λειτουργία που έφτανε στο τέλος της...

«Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτημήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα και ο καπετάν-Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότας, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ’ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.

Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ κι επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν’ απέλθωσιν» («Στο Χριστό στο Κάστρο» τομ. Γ` σελ. 279-280).

Μεταφέρθηκα νοερά στους ανθρώπους εκείνους. Φαντάσθηκα την ανεκλάλητη χαρά και γαλήνη που βίωσαν εκείνα τα Χριστούγεννα. Γιόρτασαν το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Κυρίου, σε συνδυασμό με πράξη φιλαλληλίας και ανθρωπισμού. Τότε είναι η χαρά της γιορτής διπλή, όταν συνοδεύεται με το δόσιμο και όχι με το πάρσιμο. «Όταν είναι να βοηθήση κανείς ανθρώπους...», που είπε και ο παπα-Φραγκούλης.

  • Προβολές: 2770