Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἁγιότητα καὶ ἁγιομαχία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Ζαχαρίας Ζαχάρου, μέλος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Essex Ἀγγλίας, σὲ προφορικὴ ὁμιλία του στὴν Ἀμερική, μιλῶντας γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἀναφέρθηκε στὶς τέσσερεις ἡμέρες ποὺ εἶχε τεθῇ τὸ λείψανό του σὲ προσκύνηση, ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμησή του καὶ πρὶν τὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία. Μεταξὺ ἄλλων εἶπε: «Ἦταν στ' ἀλήθεια ὅπως τὸ Πάσχα, μιὰ τόσο ὄμορφη καὶ εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα. Κανεὶς δὲν ἐμφάνισε συμπτώματα ὑστερίας. Ὅλοι προσεύχονταν μὲ ἔμπνευση». Καὶ ἔπειτα ἀναφέρθηκε σὲ μένα: «Ἦρθε ἀμέσως μόλις ἔμαθε ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος εἶχε πεθάνει. Ἔνιωσε τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ μοῦ εἶπε: "Ἂν ὁ π. Σωφρόνιος δὲν εἶναι ἅγιος, τότε δὲν ὑπάρχουν ἅγιοι"».

Ἡ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ λόγου δημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο μου «Οἴδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ» καὶ ἐλάχιστοι ποὺ κρίνουν τὰ πράγματα ἐξωτερικὰ καὶ ἐπιπόλαια, παρερμήνευσαν τὸν λόγο μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν δέχομαι τὴν ὕπαρξη τῶν ἁγίων καὶ ὅτι ὁμίλησα ὑπερβολικὰ γιὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἤθελα νὰ κάνω μία ἀναγκαία διευκρίνιση.

1. Ὁ καθ' ὑπερβολὴν ἀληθινὸς λόγος

Ὅποιος ἔχει στοιχειώδη λογικὴ καὶ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀντιλαμβάνεται τὴν σημασία τοῦ λόγου αὐτοῦ καὶ δὲν τὸν παρερμηνεύει. Καὶ ὅποιος γνωρίζει τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερική μας παράδοση, μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῇ τὴν οὐσία τῆς φράσεως αὐτῆς. Βεβαίως δέχομαι τὴν ὕπαρξη τῶν ἁγίων, δηλαδὴ τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Πατέρων, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτὼν κλπ. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχω διαφορετικὴ ἄποψη. Ὅσοι συνδέονται κατὰ ποικίλους τρόπους μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ζοῦν στὴν Ἐκκλησία, αὐτοὶ μετέχουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἁγιάζονται. Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ἁγίων.

Ἡ φράση «ἂν ὁ π. Σωφρόνιος δὲν εἶναι ἅγιος, τότε δὲν ὑπάρχουν ἅγιοι», ἐλέχθη καθ' ὑπερβολήν, γιὰ νὰ δειχθῇ ἡ προσωπική μου πίστη ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶναι ἕνας ἐξαγιασμένος Κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ τὸν συγκαταριθμήσω αὐθαίρετα στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν ἐντεταλμένων προσώπων στὴν Ἐκκλησία. Πάντως, ὁ ὑποθετικὸς τρόπος τῆς ἐκφράσεως, ποὺ διατυπώθηκε καθ' ὑπερβολήν, δὲν σημαίνει ὅτι ὑποτιμῶ ἡ ἀμφισβητῶ τοὺς ἁγίους, ἀλλ' ὅτι φρονῶ ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν ἁγιασμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ καθ' ὑπερβολὴν τρόπος ἐκφράσεως μερικῶν ἀληθειῶν εἶναι συνηθισμένη πρακτική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤθελε νὰ δείξη τὴν μεγάλη ἀξία τῆς ἀγάπης, ὅταν ἔγραφε στὸν σχετικὸ ὕμνο περὶ τῆς ἀγάπης:

«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδὼ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι» (Α Κόρ. ἰγ , 1-3).

Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι γιὰ τὸ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη ἄνθρωπος ποὺ νὰ μιλᾶ τὴν γλῶσσα τῶν ἀγγέλων, νὰ ἔχη προφητικὸ χάρισμα, νὰ γνωρίζη πάντα τὰ πνευματικὰ μυστήρια καὶ ὅλη τὴν γνώση, νὰ ἔχη πίστη ὥστε νὰ μετακινῇ ἀκόμη καὶ ὄρη-βουνά, νὰ διαθέτη ὅλη τὴν περιουσία του, νὰ θυσιάζη τὸ σῶμα του καὶ νὰ μαρτυρῇ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴν ἔχη ἀγάπη! Ὅλα αὐτὰ προϋποθέτουν τὴν ἀγάπη, ὡς κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.

Ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ ὑποθετικὸς καθ' ὑπερβολὴν λόγος δὲν ὑποτιμᾶ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα, ἀλλὰ ὑπογραμμίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν μεγάλη ἀξία τῆς ἀγάπης. Μέσα σὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἑρμήνευσαν τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Γιὰ παράδειγμα ὁ Μέγας Βασίλειος δίνει μιὰ τέτοια ἑρμηνεία, γράφοντας: «Ὄυχ ὡς δυναμένου ποτὲ τῶν ἀπηριθμημένων ἑκάστου δίχα τῆς ἀγάπης ἐνεργηθῆναι, ἀλλὰ βουλομένου τοῦ ἁγίου, ὡς αὐτὸς εἶπε, τῷ καθ' ὑπερβολὴν τρόπῳ τὴν κατὰ πάντων ὑπεροχὴν προσμαρτυρῆσαι τὴ ἐντολή». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν τέτοια μεγάλα χαρίσματα χωρὶς τὴν ἀγάπη, γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν τρόπο τῆς ὑπερβολῆς ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀνωτερότητα τῆς ἀγάπης.

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἑρμηνεύει τὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ χωρίο καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γι' αὐτὸ χρησιμοποιεῖ τὶς φράσεις: «Καὶ οὐδὲ ταύτη ἠρκέσθη τὴ ὑπερβολή, ἀλλὰ καὶ ἑτέραν πολλῷ μείζονα τίθησιν, ἐπάγων καὶ λέγων...», «καὶ ταύτην πάλιν μεθ' ὑπερβολῆς», «μετ' ἐπιτάσεως τιθεὶς καὶ τοῦτο τὸ χάρισμα», «βαβαὶ τῆς ὑπερβολῆς• καὶ γὰρ καὶ ταῦτα μετὰ προσθήκης ἑτέρας τίθησιν».

Ἑπομένως καὶ ἡ δική μου φράση ἐτέθη καθ' ὑπερβολὴν ὄχι γιὰ τὴν ἄρνηση ὑπάρξεως ἁγίων, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀδιαλείπτου ἐνεργείας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς ὁποίας οἱ Χριστιανοὶ ἐξαγιάζονται, μὲ τὴν δική τους ἐλευθερία. Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς πολὺ ἐμπαθὴς καὶ κακόπιστος γιὰ νὰ δώση κάποια ἄλλη ἑρμηνεία.

2. Ὁ ὅρος ἅγιος

Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο ἅγιος γιὰ περιπτώσεις εὐλογημένων Κληρικῶν, μοναχῶν καὶ γενικὰ Χριστιανῶν ποὺ ἔζησαν κατὰ Χριστὸν καὶ κοιμήθηκαν μὲ ὁσιακὸ τρόπο. Ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατική, ἀρκεῖ, βέβαια, νὰ ὑπάρχουν μερικὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐχέγγυα.

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λησμονῇ κανεὶς ὅτι ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς ὁ ὅρος ἅγιος ἀποδίδεται σὲ ἐκεῖνον ποὺ συνδέεται κατὰ ποικίλους βαθμοὺς μὲ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων. Ἄλλωστε, ἡ λατρευτικὴ πράξη τὸ γνωρίζει πολὺ καλῶς αὐτό, γι' αὐτὸ στὴν ἐκφώνηση τοῦ Ἱερέως «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις» ὁ λαὸς ἀντιφωνεῖ: «εἰς ἅγιος, εἰς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Τὰ ἅγια εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ μὲ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις προσέρχονται νὰ κοινωνήσουν τῶν ἁγίων, πρέπει νὰ εἶναι ἅγιοι, ποὺ ἁγιάζονται ἀπὸ τὸν κατ' ἐξοχὴν ἅγιο, τὸν Χριστό.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅπως διασώζεται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, οἱ ζῶντες Χριστιανοὶ λέγονταν ἅγιοι. Στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στέλνει ἐπιστολὴ καὶ τοὺς ὀνομάζει ἁγίους: «Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χρτιστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς οὔσιν ἐν Ἐφέσῳ καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφ. α , 1). Στοὺς Κολοσσαεὶς γράφει: «Μετὰ χαρᾶς εὐχαριστοῦντες τῷ πατρὶ τῷ ἰκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτὶ» (Κόλ. α , 12). Σαφέστατα στὰ χωρία αὐτὰ ἅγιοι χαρακτηρίζονται οἱ ζῶντες Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι μετέχουν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀνήκουν στὸν κλῆρο τῶν ἁγίων μέσα στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Καθολική του ἐπιστολὴ φθάνει στὸ σημεῖο νὰ πῇ ὅτι οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς του Χριστιανοὶ ἔχουν «ἰσότιμον» μὲ αὐτὸν πίστη. Ὁ ἴδιος, ὅπως περιγράφει, ἀνέβηκε στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ εἶδε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅμως καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν πίστη: «Συμεὼν Πέτρος, δοῦλος καὶ ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῖς ἰσότιμον ἡμῖν λαχοῦσι πίστιν ἐν δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β Πέτρ. α , 1). Ἀκόμη, ἐὰν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μιλῶντας γιὰ τὸν εἰδωλολάτρη ἑκατόνταρχο Κορνήλιο καὶ τοὺς οἰκείους του ποὺ πίστευσαν καὶ βαπτίσθηκαν, εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς «εἰ οὗν τὴν ἴσην δωρεὰν ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς ὡς καὶ ἡμῖν πιστεύσασιν ἐπὶ τὸν Κυριον Ἰησοῦν Χριστὸν» (Πρ. ἰα , 17), πὼς μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε αὐτὸ καὶ γιὰ τοὺς βιαστὰς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος;

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸν Ἁγιορειτικὸ Τόμο, ἕνα ὁμολογιακὸ κείμενο, οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες τοῦ 14ου αἰῶνος ἔδωσαν τὴν μαρτυρία: «Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν• ταῦτα παρὰ τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν• ταῦτα διὰ τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πείρας». Ὑπάρχουν δεκάδες ἁγιογραφικὰ χωρία, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ τὴν διακονία στοὺς ἁγίους, γιὰ τὶς χρεῖες τῶν ἁγίων, γιὰ τοὺς συμπολῖτες τῶν ἁγίων, γιὰ τὸν ἀσπασμὸ τῶν ἁγίων, γιὰ τοὺς κλητοὺς ἁγίους, γιὰ τὴν λογεία στοὺς ἁγίους κλπ. Πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακάμψη ὅλα αὐτὰ τὰ χωρία καὶ νὰ ἐκφράζη ἀμφιβολία γιὰ τὸ κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ ποῦμε κάποιον ἅγιο, ὅταν ἀγωνίζεται νὰ ζῆ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ; Ἡ λέξη ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ, ἐκτὸς καὶ ἂν πολλοὶ θεωροῦν τὴν χριστιανικὴ ζωὴ ὡς μιὰ ἐκκοσμικευμένη κατάσταση.

Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἡ μιὰ ἠθικιστικὴ ἔννοια, ἀλλὰ ἡ μέθεξη, κατὰ διαφόρους βαθμούς, τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅλοι ὅσοι ζοῦν μὲ μετάνοια, μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως, μὲ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Παράδοσή της, μετέχουν τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἄλλωστε αὐτὴ εἶναι ἡ παραγγελία: «κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται• ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιὸς εἰμι» (Α Πέτρ. α , 15-16).

3. Ὁ μακάριος καὶ ἐξαγιασμένος Γέροντας

Ἐπίσης, τὸ ἐρώτημα τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ τεθῇ εἶναι κατὰ πόσον ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἡ καὶ τόσοι μακαριστοὶ Γέροντες τῶν ἡμερῶν μας μποροῦν νὰ θεωροῦνται ἅγιοι ἀπὸ ὅσους ἐγνώρισαν τὴν θεοφιλῆ πολιτεία τους.

Ἡ συγκαταρίθμηση μερικῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὸ Ἁγιολογιό της καὶ ἡ καθιέρωση ἑορταστικῆς μνήμης τους εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ Συνοδικὴ διαγνώμη. Αὐτό, ὅμως, δὲν ἐμποδίζει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ θεωροῦν κάποιο κοιμηθέντα μέλος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τὸ γνώρισαν ὅτι ἔχει βρῇ παρρησία στὸν Θεό, ἂν ὅμως ἐτηρήθησαν οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις. Φυσικά, σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ καθιερώνεται λατρευτικὴ σύναξη πρὸς τιμή του, οὔτε νὰ ἁγιογραφῆται ἡ μορφή του πρὶν τὴν ἁγιοκατάταξή του. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίση κάποιον νὰ ζητᾶ τὶς πρεσβεῖες ἑνὸς μακαριστοῦ Κληρικοῦ ἡ μοναχοῦ. Ἄλλωστε, γιὰ τὴν συγκαταρίθμηση ἑνὸς Κληρικοῦ στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας προϋποτίθεται καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ἁγιότητός του μὲ θαυμαστὰ σημεῖα.

Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο θεωρῶ ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἕνας ἐξαγιασμένος Κληρικός. Ὅταν ἕνας μοναχὸς παρέμεινε ἕνα τέταρτο αἰῶνος ἀσκούμενος στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ ἑπτὰ στὰ φρικτὰ Καρούλια καὶ σὲ σπήλαιο, προσευχόμενος ἐν μετανοίᾳ μὲ πληθώρα ἐμπειριῶν, τὶς ὁποῖες κράτησε μυστικὰ πάνω ἀπὸ 50 χρόνια ζωῆς• ὅταν ἔκαμε τελεία ὑπακοὴ στὸν συγκαταριθμημένο στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ἅγιο Σιλουανὸ• ὅταν σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ζοῦσε μὲ προσευχή, ἡσυχία καὶ βαθυτάτη κένωση• ὅταν στὰ βιβλία ποὺ ἔγραψε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀνέλυσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε σὲ αὐτὸν• ὅταν ἡ κοίμησή του ἦταν ὁσιακὴ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι ἔγιναν μέτοχοι καὶ γνῶστες θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων, ὅταν ..., ὅταν ..., ὅταν ..., τότε πῶς μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήση κανεὶς ὅτι ἦταν ἕνας βιαστὴς μοναχὸς καὶ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτὸν ἀνήκει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Μάτθ. ἰα , 12);

Ἐπειδὴ γνώριζα τὸν Γέροντα Σωφρόνιο προσωπικὰ γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἀξιώθηκα νὰ αἰσθανθῶ ἐλάχιστες πτυχὲς τῆς λεπτοτάτης μυστικῆς του ζωῆς, ἔχω τὴν πληροφορία ὅτι ἦταν ἕνας ἐξαγιασμένος Κληρικός. Καὶ πολλὲς φορὲς διερωτῶμαι: «Ἂν ἕνας τέτοιος Κληρικὸς μὲ τόσο μεγάλο πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες δὲν εἰσῆλθε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε ποιός μπορεῖ νὰ σωθῇ;». Ἂν ἀμφισβητῇ κανεὶς τὴν σωτηρία ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου, τότε σκορπᾶ μεγάλη ἀπελπισία στὸν λαό, γιατί τότε ὅλοι θὰ διερωτηθοῦν: «τὶς δύναται σωθῆναι;». ἂν τέτοιοι μεγάλοι πνευματικοὶ ἀγῶνες δὲν εἰσάγουν τὸν ἄνθρωπο στὸν Παράδεισο, τότε ποιός μπορεῖ νὰ σωθῇ; Ἡ αἴσθηση αὐτὴ περὶ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου δὲν εἶναι μόνον δική μου. Χιλιάδες ἄνθρωποι τὸν γνώρισαν καὶ δίδουν αὐτὴν τὴν μαρτυρία. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στὸ κείμενό του μὲ τὸ ὁποῖο προλόγισε τὸ βιβλίο μου κατέγραψε πολλὲς φράσεις προσδιορίζοντας τὴν εὐλογημένη παρουσία του στὴν Ἐκκλησία.

Σὲ ἕνα σημεῖο, ἀναφερόμενος στὴν θεολογία του, γράφει ὅτι ἦταν «ἀληθῶς τὸ ἀπαύγασμα τῆς πεφωτισμένης διὰ τῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἀκτίστου θείου φωτὸς καρδίας του, κεκαθαρμένης διὰ τῆς ἄχρι τελείας λήθης ἑαυτοῦ καὶ τοῦ σωτηρίου αὐτομίσους ἀφικνουμένης μετανοίας του». Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει: «καίτοι ὁ ἴδιος εἶχεν ἀνέλθει εἰς τὸ ὕψος τῆς θεοπτίας...». ἀλλόῦ γράφει ὅτι ἔλαμψεν «οὐχὶ ὡς λύχνος ἀλλ' ὡς ἀστὴρ ὑπέρλαμπρος», «διὰ τὸν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων, δι' ὤν ἐπροίκισεν αὐτὸν ὁ Θεός», «ὁ βίος καὶ τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἀναπαυομένου Γέροντος», «τὸ μέγεθος τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἀγαπητοῦ Γέροντος καὶ τὴν ὑπὲρ φύσιν πολιτείαν του», «διὰ νὰ γίνη τοιουτοτρόπως ὅμοιος πρὸς τὸν Χριστὸν» κλπ.

Πρὶν λίγο καιρὸ σὲ τριήμερο Συνέδριο στὴν Ἀθήνα ἀναλύθηκε ἀπ' ὅλες τὶς πλευρὲς ἡ προσωπικότητα, ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδασκαλία του, ἀπὸ Μητροπολῖτες, Ἁγιορεῖτες μοναχούς, Καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ἐκπροσώπους τῶν ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν κλπ. Ὁ τόμος ποὺ κυκλοφόρησε καὶ στὸν ὁποῖον περιλαμβάνονται ὅλες οἱ ὁμιλίες τῶν εἰσηγητῶν δείχνουν τὴν ἀξία τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας.

Ὅσοι σκανδαλίζονται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι προβάλλονται ὡς ἐξαγιασμένες μορφὲς μερικοὶ Κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ τῶν ἡμερῶν μας οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ἀπὸ τὸν λαὸ ὡς ἅγιοι, χωρὶς ἀκόμη νὰ τεθοῦν σὲ τιμητικὴ προσκύνηση, γιατί ἀναμένεται ἡ κρίση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὁ Γέροντας Πορφύριος κλπ., δείχνουν ὅτι δὲν γνωρίζουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἡ ἔχουν ἐσφαλμένη ἀντίληψη γιὰ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ σκάνδαλο βρίσκεται μέσα τους, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ (Μάτθ. ε , 29-30).

Καὶ ἕνας ἀκροτελεύτιος λόγος.

  • Δὲν φοβοῦνται καθόλου ὅσοι ὁμιλοῦν κατὰ τρόπο ἀσύνετο, ἀπρεπῆ καὶ αὐθάδη γιὰ ἀνθρώπους ποὺ τελείωσαν τὴν ζωή τους μὲ ὁσιακὰ τέλη, τῶν ὁποίων ἡ ζωή τους κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔχει γίνει εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Θεό;
  • Δὲν ἔχουν κάποια ἀμφιβολία μήπως οἱ ἀσύνετοι λόγοι τους θὰ ἀποδοκιμασθοῦν μὲ πάταγο ἀπὸ τὸν Θεό;
  • Δὲν φοβοῦνται καθόλου γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ γιὰ τὴν ἁγιομαχία τους;

ΑΓΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ

  • Προβολές: 3321