Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Μια νέα εκδοχή της ειμαρμένης

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Το ξύπνημα των αθέων θα μας κάνη, όπως φαίνεται, να ασχολούμαστε για καιρό με τις προκλήσεις τους, αιχμαλωτισμένοι σ’ ένα άχαρο έργο απάντησης σε νηπιακά ερωτήματα που έχουν εδώ και πολλούς αιώνες με πληρότητα απαντηθή.

Πρέπει να πούμε, βέβαια, ότι δεν πρόκειται για ξύπνημα των αθέων, διότι οι άθεοι ποτέ δεν κοιμήθηκαν, ποτέ δεν έδωσαν «τοις βλεφάροις τους νυσταγμόν» στον ακήρυκτο πόλεμό τους εναντίον κάθε θρησκευτικής πίστης• απλώς ως ύπνος λογίζεται η εν τω φανερώ, τις τελευταίες δεκαετίες, σιωπή τους, η οποία όμως συνοδευόταν με έντονη εν τω κρυπτώ δράση, πίσω από το προπέτασμα κηρυγμάτων περί σεβασμού της διαφορετικότητας, τα οποία ενέπνεαν νομοθετικές ρυθμίσεις που φυλάκιζαν την πίστη στην «κοινωνική απομόνωση» των απόρρητων προσωπικών δεδομένων. Οι άθεοι υποχρεώθηκαν σε αιδήμονα εν τω φανερώ σιωπή από την εξέλιξη των κοινωνιών και της επιστήμης, που δεν άφησαν στα χέρια τους δραστικά όπλα, «έξυπνες βόμβες» για τις δικές τους «ανθρωπιστικές επιδρομές» με στόχο τις ψυχές των ανθρώπων.

Οι λαοί μέσα από τις μεγάλες καταστροφές του 20ου αιώνα, που τις ενέπνευσαν προηγμένα πνεύματα του δυτικού πολιτισμού, έγιναν ωριμότεροι και οι επιστήμονές τους σωφρονέστεροι και ταπεινότεροι. Δεν έγιναν, βέβαια, όλοι πιστοί. Είδαν όμως, και οι πλέον ακραίοι από αυτούς, ότι δεν μπορούσαν να υπερασπισθούν την αθεΐα, διότι δεν διέθεταν γι’ αυτό το έργο λογικά και επιστημονικά επιχειρήματα. Έτσι, όσοι δεν έκαναν το άλμα για να περάσουν στην περιοχή της πίστης, βολεύθηκαν στον αγνωστικισμό. «Ο Θεός μπορεί να μην υπάρχει», σκέπτονταν. «Δεν μπορώ να αποδείξω την ύπαρξή Του, ούτε την ανυπαρξία Του. Οπότε στέκομαι απέναντι στο “περί Θεού ερώτημα” χωρίς να δίνω απάντηση. Απλώς ζω την ζωή μου με ο,τι αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μου και κατανοεί η λογική μου». Κι επειδή «αν δεν υπάρχη Θεός όλα επιτρέπονται», σύμφωνα με την ρήση του Ντοστογιέφσκι, μεταποίησαν την μαχητική αθεΐα τους σ’ έναν αγώνα υπέρ της «ανεκτικότητας», της παροδοχής όλων των ιδιορρυθμιών και των αντιλήψεων, χωρίς κριτήρια διάκρισης αλήθειας και ψεύδους, φυσικού και αφύσικου, αφού μετά βδελυγμίας απέβαλαν βασικά παραδοσιακά κριτήρια αλήθειας και ήθους. Κάποιοι από αυτούς ζώντας μέσα τους έντονα τον θάνατο του Θεού, δεν ανέχονταν την παρουσία της Εκκλησίας μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η επηρμένη λογική τους αντιδρούσε στην εισβολή του Θεού ―δια της Εκκλησίας― μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Γι’ αυτό εκτρέπονταν από την «γραμμή» της ανεκτικότητας απέναντί της και την πολεμούσαν παντοιοτρόπως. Πάντοτε όμως κάτω από το κάλυμμα ιδεολογημάτων, όπως η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως η η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των θρησκευτικών μειονοτήτων κ.τ.λ..

Τώρα όμως που οι φονικοί μάρτυρες του Ισλάμ και ο χριστιανός πλανητάρχης Μπους, που αιματοκύλησε το Ιράκ, τους «ξύπνησαν από τον ύπνο», ανέλαβαν ιεραποστολικό αγώνα εναντίον κάθε Θρησκείας, γιατί, όπως ισχυρίζονται, η ύπαρξή τους είναι επικίνδυνη, όπως τα αεροπλάνα που έπεσαν πάνω στους δίδυμους πύργους.

Σ’ αυτή τη φάση βλέπουμε και σε ελληνικές εφημερίδες άρθρα με σοβαροφάνεια και έπαρση να προβάλλουν τον αθεϊσμό ως κάτι το αυτονόητο, ως την πλέον ορθή πνευματική στάση του ανθρώπου. Οι συντάκτες τους, σαν κακοί στρατευμένοι «ιεροκήρυκες», συμπλέκουν αλήθειες και ανακρίβειες, μέσα σε μια «συνθηματολογική επιχειρηματολογία» ―δηλαδή, σε κούφια λόγια, ανέρειστα, αλλά φανταχτερά ― προκειμένου να πλήξουν όχι μόνο γενικώς την θρησκεία, αλλά ειδικότερα τον Χριστιανισμό, έστω και αν εκτίθενται ως αμαθείς σε όσους αναγνώστες τους γνωρίζουν κάποια «χριστιανικά γράμματα». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα διαβάζουμε την αρθρογραφία του Π. Μανδραβέλη στην Καθημερινή, ο οποίος την μέχρι τώρα σιωπή των αθέων περιγράφει με τον ακόλουθο τρόπο: «Mέχρι πριν από μερικά χρόνια οι άθεοι κάθονταν ήσυχοι στη γωνιά τους και στα πανεπιστήμιά τους. Κοιτούσαν αφ' υψηλού τις λαοθάλασσες των πιστών και μπορεί να έκαναν καμιά μελέτη για το εξελικτικό στάδιο της κοινωνίας που είχε στο επίκεντρο των αντιλήψεών της το θείο. Η πίστη, αν και διαδεδομένη, δεν ήταν γι’ αυτούς παρά μία ψευδής αντίληψη και οι τελετουργίες της δεν διέφεραν από την καθημερινή συνήθεια δισεκατομμυρίων ανθρώπων να ρίχνουν το πρωί μια ματιά στα ζώδια. Οι λίγες απόπειρες εισβολής των θεϊκών «εξηγήσεων» στις επιστήμες αντιμετωπιζόταν με σηκωμένο το φρύδι και την ιστορική ρήση του Λαπλάς: “Ο Θεός είναι μια παράμετρος που δεν χρειάστηκε στις εξισώσεις μου”. Αυτή η κατάσταση ήταν περισσότερο απόρροια ενός ιστορικού συμβιβασμού, ο οποίος σιωπηρά είχε επέλθει στη Δύση». (φ.8/2/2009)

Δηλαδή, κατά τον Π. Μανδραβέλη, οι μέχρι τώρα άθεοι ήταν «συμβιβασμένοι», χωρίς τόλμη να πουν την «αλήθεια» τους για το «ψεύδος» της θρησκείας. Μάλλον θεωρούσαν την κοινωνική και πανεπιστημιακή τους ανέλιξη σημαντικότερη από την «αλήθεια» τους. Ικανοποιούσαν τον αθεϊσμό τους με μελέτες «για το εξελικτικό στάδιο της κοινωνίας που είχε στο επίκεντρο των αντιλήψεών της το θείο», αλλά και με το υπεροπτικό σήκωμα του φρυδιού τους, όταν έβλεπαν «τις λαοθάλασσες των πιστών» η αντιμετώπιζαν την εισβολή «θεϊκών “εξηγήσεων” στις επιστήμες», αναμιμνησκόμενοι την θεολογικά αφελή ρήση του Λαπλάς, ότι «ο Θεός είναι μια παράμετρος που δεν χρειάστηκε στις εξισώσεις [του]».

Είναι πάντως εκπληκτικό το πως αυτοί που επιδιώκουν να περιγράψουν τα πάντα με εξισώσεις, θεωρούνται ελεύθερα πνεύματα και τα πανεπιστήμιά τους «οάσεις ελευθερίας», όπως ισχυρίζεται σε άλλο σημείο του άρθρου του ο Π. Μανδραβέλης. Όμως, για τι είδους ελευθερία μπορούν να μιλούν αυτοί που θεωρούν ότι όλα είναι υποταγμένα σε μια φυσική νομοτέλεια, σε μια ειμαρμένη, την οποία επιδιώκουν να περιγράψουν με εξισώσεις μέσω της θρυλούμενης «Θεωρίας των Πάντων»; Αλήθεια, τι λατρεία για τις εξισώσεις κρύβει η προσπάθεια του Π. Μανδραβέλη να «αναπαλαιώση» την σκέψη μας με το πεπαλαιωμένο απόφθεγμα του Λαπλάς, αλλά και τι φτωχή αντίληψη για το θείο επιδεικνύει;

Για να ανησυχήσουν όμως λίγο παραπάνω οι σκεπτόμενοι άνθρωποι και να δουν τι είδους ελευθερία εννοούν οι άθεοι, θα πρέπη να προσέξουν ορισμένες γραμμές από το βιβλίο «Το χρονικό του χρόνου» του καθηγητή της Θεωρητικής Φυσικής, και δεδηλωμένου αθέου, Στίβεν Χόκιν. Αναφερόμενος ο Χόκιν στις διάφορες θεωρίες που μιλούν για την δημιουργία και την εξέλιξη του Σύμπαντος και ιδιαίτερα στην λεγομένη «Θεωρία των Πάντων», γράφει: «[Οι θεωρίες αυτές] προϋποθέτουν ότι οι άνθρωποι είμαστε όντα νοήμονα, ελεύθερα να παρατηρούν το Σύμπαν και ικανά να εξάγουν σωστά συμπεράσματα από τις παρατηρήσεις τους. Είναι λογικό λοιπόν να υποθέτουμε ότι θα προοδεύουμε συνεχώς προς τους νόμους που κυβερνούν το Σύμπαν μας. Αν όμως υπάρχη πράγματι μια πλήρης ενιαία θεωρία, αφού αυτή θα καθορίζη τα πάντα μέσα στο Σύμπαν, θα καθορίζη επίσης και τις πράξεις μας»(σ.34). Δηλαδή, η «πλήρης ενιαία θεωρία» μέσα στις αντιλήψεις του Χόκιν είναι μια νέα εκδοχή της ειμαρμένης των αρχαίων φιλοσόφων και της μυθολογίας. Υποδουλώνει τον άνθρωπο σε απρόσωπους νόμους. Προδιαγράφει την πορεία του, προκαθορίζει τα επιτεύγματά του. Καταργεί την ελευθερία του.

Σαν συμπέρασμα από τα παραπάνω αβίαστα εξάγεται ότι οι άνθρωποι ―οι υπερόπτες που σηκώνουν το φρύδι τους βλέποντας «αφ' υψηλού τις λαοθάλασσες των πιστών»― θέλουν ως αρχή του παντός κάποιους απρόσωπους νόμους, χωρίς ελευθερία και αγάπη. Δεν επιθυμούν πριν από την Μεγάλη Έκρηξη να υπάρχη η δημιουργική αγάπη προσωπικού Θεού. Δεν επιθυμούν την πρόσωπο προς πρόσωπο επικοινωνία με την «δημιουργική και συνεκτική των απάντων αιτία».

Είναι πράγματι πολύ πίσω στις αντιλήψεις τους για την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου. Πως, λοιπόν, να χωρέση στον βραχύ ορίζοντά τους η πατερική θεολογία για την Τριαδική Μία Θεότητα• την αμέθεκτη ουσία Της και την μεθεκτή ουσιώδη ενέργειά Της• το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου και τις ανθρωπολογικές του συνέπειες;

Οι πιστοί δεν σηκώνουν υπεροπτικά το φρύδι τους απέναντι στην υπαρξιακή πτωχεία των αθέων• εύχονται ταπεινά ο Θεός να διανοίξη και τον δικό τους νου στο φως της ενυπόστατης αλήθειας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2886