Skip to main content

Οἱ πρῶτοι Ρουμελιῶτες πού διέπλευσαν τὸν ὠκεανό (Α')

τού Τρύφωνος Χατζηνικολάου

Τό 1888, τρείς θαρραλέοι νέοι από τήν Περίστα Ναυπακτίας, ο Ιωάννης Γ. Χατζηνικολάου, ο Γεώργιος Ταρκαζίκης καί ο Γεώργιος Ανδρεόπουλος, πήραν τή μεγάλη απόφαση νά μεταναστεύσουν πρός τόν Νέο Κόσμο, νά διαπλεύσουν τόν Ατλαντικό Ωκεανό καί νά φθάσουν στήν Αμερική. Ακολούθησαν τό παράδειγμα τών Λακεδαιμονίων, πού είχαν ταξιδεύσει στήν Αμερική καί έστελναν δολλάρια στίς οικογένειές τους. Οι τρείς Ναυπάκτιοι πρωτοπόροι, γυρνώντας στά χωριά τής Λακωνίας ως μικροπωλητές, έκαμναν χρυσές δουλειές από τίς οικογένειες τών ξενιτεμένων. Βλέποντας, λοιπόν, γιά πρώτη φορά τά πράσινα χαρτονομίσματα, πού τήν εποχή εκείνη ήταν μεγαλύτερα τών σημερινών, ενθουσιάστηκαν καί πήραν τήν απόφαση γιά τό μεγάλο ξεκίνημα.

Οἱ πρῶτοι Ρουμελιῶτες πού διέπλευσαν τὸν ὠκεανό Μέ τά μέσα τής εποχής εκείνης τό ταξίδι τους ήταν μιά πραγματική Οδύσσεια. Ξεκίνησαν από τό χωριό Περίστα καί έφθασαν στήν Νέα Υόρκη μετά τρείς μήνες! Ευτυχώς πού, όταν ξεκίνησαν γιά τό άγνωστο, πήραν μαζί τους αρκετά χρήματα γιά νά υπερνικήσουν κάθε εμπόδιο. Τά χρήματά τους ήταν σέ δολλάρια από τό εμπόρευμα πού πουλούσαν γυρνώντας στά χωριά τής Σπάρτης. Από τήν Πάτρα μέ φορτηγό πλοίο έφθασαν στήν Νεάπολη τής Ιταλίας καί από εκεί στήν Μασσαλία τής Γαλλίας. Κατόπιν μπαρκάρανε σέ υπερωκεάνειο καί πέρασαν τόν Ατλαντικό χωρίς νά δούν καθόλου θάλασσα, γιατί ήταν καταχωνιασμένοι στά αμπάρια τού σκάφους.

Σκληραγωγημένοι καθώς ήταν, υπερπήδησαν τό αφάνταστο μαρτύριο τού ταξιδιού χωρίς νά διακινδυνεύσουν τήν υγεία τους, διότι στό Castle Garden, τό περίφημο «Καστριγκάρι», τούς περίμενε εξονυχιστικός έλεγχος τής υγείας τους. Όταν τό πλοίο μπήκε στό λιμάνι, μέ θαυμασμό κοίταζαν τό κολοσσιαίο άγαλμα τής Ελευθερίας, δώρο τών Γάλλων πρός τήν Δημοκρατία τών Ηνωμένων Πολιτειών τό 1886. Έφθασαν τελικά στή Νέα Υόρκη γεμάτοι ενθουσιασμό καί όνειρα. Μαζί μέ μερικούς Λάκωνες, πού πήγαιναν νά συναντήσουν προηγηθέντες συγγενείς τους, οι τρείς λεβέντες Ναυπάκτιοι οδηγήθηκαν στήν Μάντισον Στρήτ, στό κάτω μέρος τής πόλης. Εκεί υπήρχε ένα εστιατόριο πού η πελατεία του ήταν μερικοί Πελοποννήσιοι καί ολίγοι ναυτικοί. Στή αρχή εργάσθηκαν σέ δημοτικά έργα τής πόλης, αλλά πολύ σύντομα μιμήθηκαν τούς Ιταλούς πού πουλούσαν φρούτα, φυστίκια καί λουλούδια στούς δρόμους. Έτσι κέρδιζαν περισσότερα χρήματα καί σύντομα άρχισαν νά στέλλουν επιταγές μέ δολλάρια στούς δικούς τους.

Τό πρώτο τους γράμμα στό χωριό έφτασε ύστερα από 6 μήνες! Στό διάστημα αυτό οι συγγενείς τους μή έχοντας καμμία επικοινωνία τούς θεωρούσαν πεθαμένους καί τούς κλαίγανε, διότι είχε διαδοθή ότι κάποιο πλοίο γεμάτο από μετανάστες είχε βυθισθή στόν Ωκεανό. Τό πρώτο γράμμα ακολούθησαν καί άλλα πολλά μέ δολλάρια. Τό γεγονός διαδόθηκε σέ όλη τήν Ναυπακτία καί σέ ολόκληρη τή Ρούμελη.

Η παρακίνηση

Τά πρώτα, λοιπόν, εμβάσματα δημιούργησαν τόν θρύλο γιά τήν Αμερική. Έτσι όλοι οι νέοι τής Ναυπακτίας καί τών γύρω περιοχών ξεκινούσαν γιά τήν Αμερική. Κάτι παρόμοιο πού συνέβη στήν μεταπολεμική περίοδο τού 1950, επί τών ημερών μας. Η παρακίνηση, λοιπόν, γιά τά δολλάρια, ο πυρετός τής απόκτησης «χρυσών μήλων τών Εσπερίδων» καί τά «ενθουσιώδη» γράμματα τών προηγηθέντων, συνέβαλαν στό νά αρχίση ομαδική αναχώρηση πρός τήν νέα πατρίδα. Μεταξύ τών πρώτων πού έφθασαν ήταν καί οι: Μιχαήλ Τσώνης καί Αθανάσιος Βλάντης, από τόν Πλάτανο, οι οποίοι αρχικά εργάσθηκαν σέ σιγαροποιΐα, όπου παρασκεύαζαν πούρα στρεφόμενα μέ τά χέρια καί καθήμενοι. Έτσι συνέβαλαν καί αυτοί στήν παρακίνηση, γράφοντας στό χωριό «καθήμενοι επί καρέκλας κόπτομεν τόν χρυσόν».

Πάντα όμως έγραφαν τά πλεονεκτήματα, ποτέ όμως τίς αντιξοότητες τής καθημερινής ζωής. Η αλήθεια ήταν πικρή.

Σκληραγωγημένοι νέοι αγρότες, εργάτες καί ποιμένες πού πάλευαν όλο τό χρόνο μέ τήν τραχειά καί αλύπητη Ναυπακτιακή γή καί τό όφελος ασήμαντο, βρήκαν λοιπόν διέξοδο καί σωτηρία στή φυγή. Οι περισσότεροι, μή έχοντας τά έξοδα τού ταξιδιού, πωλούσαν ή υποθήκευαν μέρος τής πατρικής περιουσίας τους στούς τοκογλύφους τής περιφέρειάς τους. Μέ ένα εισιτήριο τρίτης θέσεως τό Ναυπακτιακό «καραβάνι» έφευγε γιά τήν Νέα Υόρκη. Εξαντλημένοι καί άρρωστοι από τήν θάλασσα, τήν κακή διατροφή πού τούς δίνανε, τόν ανθυγιεινό ύπνο στά αμπάρια ή τό κατάστρωμα, τό ταξίδι ήταν πραγματική τραγωδία. Οι περισσότεροι αρρώστησαν φθάνοντας εδώ. Άλλοι γύρισαν πίσω στά χωριά τους, χωρίς νά γνωρίσουν τήν Αμερική, μερικοί πέθαναν από φυματίωση εκεί πού γεννήθηκαν. Πολλοί από αυτούς ήταν κάτω τών 17 ετών καί η είσοδος τούς απαγορευόταν. Έτσι, οι δυστυχείς εκείνοι γύριζαν πίσω.

Παρ’ όλες όμως τίς κακουχίες, τίς αδικίες πού υφίσταντο, τίς εκμεταλλεύσεις εις βάρος τους καί άλλα δεινά, δέν λύγισε τό ηθικό τους. Από ένα βιβλίο πού μάς έδωσε πρό ετών ο αείμνηστος Βασίλης Ζώης, από τόν Άγιο Δημήτριο, καί τό οποίο βρίσκεται στό Αρχείο τού Συλλόγου, βλέπουμε εκατοντάδες μετανάστες από κάθε χωριό τής Ναυπακτίας. (Ο αείμνηστος σημείωνε τήν ημερομηνία καί χρονολογία αφίξεως καθώς καί τόν τόπο καταγωγής). Όπως μάς διηγόταν ο πρωτοπόρος Οδυσσέας Ι. Θανασούλης, από τό 1897 έως τό 1915 η Ν. Υόρκη γέμισε από Ρουμελιώτες. Καί δέν είχε άδικο. Στατιστικές τών αμερικανικών Μεταναστευτικών Υπηρεσιών αναφέρουν ότι τό 1907 σημειώθηκε τό μεγαλύτερο ρεύμα μέ 36.580 καί τό 1914 μέ 35.832 μετανάστες από τήν Ελλάδα.

Τά πρώτα θύματα

Ο πρώτος Ναυπάκτιος μετανάστης πού αποφάσισε νά επιστρέψη στήν πατρίδα γιά ολιγόχρονη παραμονή ή καί γιά μόνιμη ήταν ο Γεώργιος Ανδρεόπουλος, ένας από τούς πρωτοπόρους. Έφυγε από τήν Ν. Υόρκη τόν Ιούνιο τού 1894, παρέα μέ μερικούς Σπαρτιάτες. Δυστυχώς όμως, στό στενό τού Γιβραλτάρ τό πλοίο συγκρούστηκε μέ ένα ισπανικό καί κόπηκε στά δύο. Οι περισσότεροι επιβάτες, μεταξύ τών οποίων καί ο Γεώργιος, πνίγηκαν. Ένας μόνο Σπαρτιάτης σώθηκε καί έφερε τό μήνυμα τού πνιγμού. Από τήν Περίστα συγγενείς του μετέβησαν στήν Σπάρτη νά βεβαιωθούν γιά τό δυστύχημα. Επιστρέφοντας στήν Περίστα θρήνησαν όλοι μαζί τό πρώτο θύμα, τόν τολμηρό μετανάστη Περιστιάνο, πού μέ τό θάρρος του καί τήν τόλμη άνοιξε τό δρόμο γιά τό Νέο Κόσμο.

Τό δεύτερο θύμα ήταν ο 17χρονος Α. Ράπτης, ο οποίος επέστρεφε στήν Περίστα καί καθώς τό πλοίο έμπαινε στό λιμάνι τής Πάτρας, αντικρύζοντας τίς βουνοκορφές τής Ναυπακτίας, άφησε τήν τελευταία του πνοή στό κατάστρωμα.

Ιστορικά γεγονότα καί ανέκδοτα

Οι πρώτοι Ναυπάκτιοι-Συνθήκες ζωής

Οἱ πρῶτοι Ρουμελιῶτες πού διέπλευσαν τὸν ὠκεανό Όπως αναφέραμε παραπάνω, οι πρώτοι Ναυπάκτιοι συγκεντρώνονταν στήν Madison Street προσωρινά. Αργότερα εγκαταστάθηκαν μεταξύ τών 13 καί 18 δρόμων. Εκεί δημιουργήθηκε ο πρώτος πυρήνας καί η βάση γιά κάθε επιδίωξη. Τά πρώτα επαγγέλματα στά οποία επιδόθηκαν ήταν εκείνα μέ τό περισσότερο καί εύκολο κέρδος. Δέν προτίμησαν νά γίνουν εργάτες ή υπάλληλοι. Έμφυτο τό εμπορικό τους δαιμόνιο, άρχισαν μέ πολύωρη εργασία καί μόχθο πλανόδιοι μέ καροτσάκια στούς δρόμους μέ είδη ζαχαρωτών, φρούτων, λουλουδιών κλπ. Έτσι, τά εμβάσματα έφταναν συχνά στήν φτωχή επαρχία Ναυπακτίας, νά ξεχρεώνουν τά βάρη, νά αποταμιεύονται οι προίκες τών αδελφών καί ως βάση γιά μικροεπιχείρηση μετά τήν επάνοδο. Οι πρώτοι Ναυπάκτιοι μετανάστες υπέφεραν αφάνταστα, όπως έχουν αφηγηθή οι ίδιοι. Εκτός από τή βιοπάλη, οι συνθήκες τής ζωής ήταν άθλιες. Γιά νά μπορούν νά αποταμιεύσουν, όπως διηγούνταν, συγκατοικούσαν σέ ανθυγιεινά δωμάτια από τρία έως επτά άτομα, καταγόμενοι, ως επί τό πλείστον, από τά ίδια χωριά, ενώ μέ τή σειρά, ένας από αυτούς εκτελούσε χρέη μαγείρου. Πίσω από τήν κεντρική είσοδο υπήρχε ο κατάλογος φαγητών όλης τής εβδομάδας. Τά δωμάτια φωτίζονταν μέ υγραέριο καί η θέρμανσή των γινόταν μέ καιόμενα ξύλα ή κάρβουνα. Λέγεται ότι κάποιος έκρυβε τίς οικονομίες του μέσα στό σωλήνα τής σόμπας καί μέ τό πρώτο ψύχος, συγκάτοικοι πού δέν τό γνώριζαν, άναψαν τή σόμπα καί κάηκαν. Έτσι ο αφελής καί άμοιρος συμπατριώτης πλήρωσε τό λάθος του.

Οι πιό ρωμαλέοι εργάσθηκαν στίς σιδηροδρομικές γραμμές. Η αμοιβή τους ήταν κάπως καλύτερη, αλλά εργάζονταν σκληρά καί πολλές ώρες. Γιά δωμάτια χρησιμοποιούσαν τά βαγόνια, τούς δέ χειμερινούς μήνες είχαν νά αντιμετωπίσουν καί τά στοιχεία τής φύσεως -τρομερό ψύχος, συνεχείς βροχές καί χιόνια. Εκτός τούτων, έπεφταν καί θύματα ορισμένων απατεώνων. Όπως διηγόταν ο αποβιώσας στόν Καναδά πρό ετών Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος, ενώ κοιμούνταν στά βαγόνια εξαντλημένοι από τήν κούραση, αστραπές καί βροντές άρχιζαν τή νύχτα. Επιτήδειοι τότε τούς ξυπνούσαν καί τούς προέτρεπαν, άν είχαν νομίσματα ή ρολόγια, νά τά ρίξουν έξω γιά τόν φόβο ηλεκτροπληξίας, ενώ συνεργάτες τους πού περίμεναν απ' έξω τά μάζευαν.

Οι αδελφοί Θανασούλη καί ο αριθμός 113

Ο πρωτοπόρος Οδυσσέας Ι. Θανασούλης, όπως διηγήθηκε, έφυγε από τήν Περίστα τό 1900 μόνο μέ ένα εισιτήριο τών 100 δραχμών. Δέκα μέρες χρειάσθηκε γιά νά φτάση μέχρι τήν Γαλλία καί από εκεί άλλες 25 ημέρες γιά τήν Νέα Υόρκη. Μαζί μέ τούς αδελφούς Παναγιώτη, Γεώργιο καί Ηλία, αφού δούλεψαν σκληρά μέ αμοιβή πέντε δολλάρια εβδομαδιαίως καί μέ λίγα χρήματα πού συγκέντρωσαν, άνοιξαν τό πρώτο ρουμελιώτικο εστιατόριο, στόν αριθμό 113 τών 18 δρόμων, πλησίον τής 7ης Λεωφόρου. Στό ισόγειο είχαν αμερικάνικα φαγητά, στό ανώγειο τά ελληνικά καί στό πίσω μέρος καφενείο, όπου, μετά τό τέλος τής εργασίας τους, ο καθένας έλεγε τόν πόνο του από τό μόχθο τής εργασίας, αλλά καί τή νοσταλγία του. Εκεί ο Κώστας Λ. Πατίλης από τήν Περίστα ανέβαινε σέ μιά καρέκλα καί διάβαζε μεγαλοφώνως τήν ελληνική εφημερίδα «Ατλαντίς», η οποία εκδιδόταν από τό 1904, καί όλοι άκουγαν μέ προσοχή, μαθαίνοντας τά νέα.

Ο αριθμός 113 ήταν γνωστός στό Κεντρικό Ταχυδρομείο τής Ν. Υόρκης, διότι όλοι οι Ρουμελιώτες, γιά ασφάλεια, έπαιρναν τά γράμματά τους από τό εστιατόριο τών αδελφών Θανασούλη. Αρκούσε τό 113, τό όνομα τού παραλήπτη καί τής πόλης. Κάποτε ο διευθυντής τού Ταχυδρομείου, μαζί μέ τίς αστυνομικές αρχές τής πόλης, πήγαν -μάλλον από περιέργεια- νά δούν πού μένουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Στίς σκάλες τού εστιατορίου συνάντησαν τόν μόλις αφιχθέντα από τήν Περίστα Βελαωρογιάννη, πού ήταν ντυμένος μέ τήν φουστανέλα καί σκούπιζε τίς σκάλες. Τόν ρώτησαν πού είναι ο διευθυντής. Αυτός βέβαια δέν κατάλαβε καί φώναξε τόν Παναγιώτη Θανασούλη, ο οποίος αντιλήφθηκε αμέσως περί τίνος επρόκειτο καί είπε στόν Βελαωρογιάννη νά πάη έξω. Εκείνος βγαίνοντας έξω συνέχιζε τό σκούπισμα τού πεζοδρομίου. Εκείνη τή στιγμή γύριζε από τήν αγορά ο Ηλίας πού μόλις τόν είδε τού λέει: «Πήγαινε μέσα νά σκουπίσης, τό πεζοδρόμιο τό φροντίζει ο δήμος». Ο μπαρμπα-Γιάννης θύμωσε: «Ο ένας μέ στέλνει έξω, ο άλλος μέσα. Εσείς θά μέ τρελλάνετε. Αλλά δέν φταίτε εσείς, φταίω εγώ πού πήραν τά μυαλά μου αέρα γιά τά δολλάρια τής Αμερικής κι άφησα τά πρόβατά μου στήν κοπελίτσα κι ήρθα νά σκουπίσω τά σοκάκια τής Ν. Υόρκης. Νά μού δώσης δανεικά 100 δολλάρια νά γυρίσω στό χωριό καί θά π’λήσω πέντ’ έξι πρατίνες γιά νά δώσω τά λεφτά στόν πατέρα σου».

Η Επιτροπή πληροφορήθηκε από τούς αδελφούς Θανασούλη γιατί πηγαίνουν τά γράμματα εκεί, λόγω μεγαλύτερης ασφάλειας καί τούς έδειξαν τά γραμματοκιβώτια πού είχαν κάνει, μέ τά ονόματα τών χωριών προελεύσεως καί ότι κάθε βράδυ κάθε Ρουμελιώτης περνούσε κι έπαιρνε μόνος του τό γράμμα, άν είχε. Ο διευθυντής ευχαριστήθηκε από τήν όλη ευγένεια πού οι αδελφοί Θανασούλη τού επέδειξαν καί τούς υποσχέθηκε πώς θά διόριζε ειδικό υπάλληλο μόνο γιά τήν μεταφορά τών επιστολών τού αριθμού 113 τής 7ης Λεωφόρου.

Αργότερα ανοίχθηκαν δύο ακόμη ζαχαροπλαστεία Ναυπακτίων, στούς 28 δρόμους καί τήν 6η Λεωφόρο, τό Crystal τού Κωσταρέλη καί τό Mexican τών Κομματά καί Ταρκαζίκη. Ένας άλλος πού ήρθε μέ τήν φουστανέλλα, όπως μάς διηγήθηκε ο πρώην ρέκτης Πρόεδρος τής Αδελφότητος, αείμνηστος Κων. Ραμπαούνης, ήταν ο Αντώνιος Καραγιώργος. Βαδίζοντας στήν 7η Λεωφόρο, από περιέργεια οι Αμερικανοί γύριζαν καί τόν κοίταζαν, ενώ αυτός βάδιζε γεμάτος από υπερηφάνεια. Όταν άρχισε δουλειά σέ ξενοδοχείο ως πιατάς, τά πιάτα έρχονταν κατά εκατοντάδες κι εκείνος χαριτολογώντας τούς έλεγε: «Άν όλα αυτά τά πιάτα ήταν πλάκες, δέν θά είχα πρόβλημα νά σκεπάσω τά σπίτια τού Πλατάνου».

(συνεχίζεται)

  • Προβολές: 2977