Γράφτηκε στις .

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 12 Ιουλίου (Ρωμαίους ι', 1-10)

Η σωτηρία τού ανθρώπου πραγματοποιείται μέ τό «ρήμα» τού Θεού, τό όνομα καί τό έργο τού Χριστού καί εκφράζεται ως καρδιακή εμπειρία καί ως ομολογία τής πίστεως. Ο άνθρωπος ομολογεί τήν θεότητα τού Χριστού καί θυσιάζεται γι’ Αυτόν.

Ο Απόστολος Παύλος, όπως φαίνεται στό σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, προσεύχεται διαρκώς γιά τήν σωτηρία τών Ισραηλιτών, οι οποίοι είχαν ζήλο Θεού, αλλά χωρίς επίγνωση, ήτοι χωρίς τήν σωστή γνώση. Καί αυτό γίνεται γιατί επιδίωκαν νά δικαιωθούν από τά έργα τους, ενώ μόνον ο Θεός δικαιώνει τόν άνθρωπο, διά τού Ιησού Χριστού.

Μιλώντας ο Απόστολος Παύλος γιά τήν δικαίωση, η οποία ταυτίζεται μέ τήν σωτηρία, αναφέρεται στόν τρόπο πού επιτυγχάνεται. Γιά τόν σκοπό αυτό χρησιμοποιεί τρείς λέξεις: τό ρήμα, τό στόμα καί τήν καρδιά. Γράφει: «εγγύς σου τό ρήμά εστιν, εν τώ στόματί σου καί εν τή καρδία σου» (Ρωμ. ι', 8).

Όλοι οι άνθρωποι ομιλούμε διά τού στόματος. Τά ρήματα, δηλαδή οι λόγοι, διατυπώνονται καί αρθρώνονται μέ τό στόμα. Συγχρόνως ομιλούμε καί εσωτερικά μέ τόν άναρθρο λόγο, δηλαδή μέ τήν καρδιά καί τίς σκέψεις. Αυτό λέγεται ενδιάθετος λόγος.

Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τόν Χριστιανό. Λέγει ο Απόστολος, χρησιμοποιώντας χωρίο τής Παλαιάς Διαθήκης, ότι ο λόγος είναι πλησίον τού στόματος καί τής καρδίας, καί έτσι ο Χριστιανός πιστεύει μέ τήν καρδιά του καί ομολογεί μέ τό στόμα του: «καρδία γάρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δέ ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. ι', 10).

Τά δύο αυτά, ήτοι τό στόμα καί η καρδία, σημαίνουν τήν ομολογία καί τήν πίστη. Προηγείται η καρδιακή πίστη ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας τού κόσμου καί τών ανθρώπων, ότι μόνον δι’ Αυτού επιτυγχάνεται η σωτηρία μέσα στήν Εκκλησία, πού είναι τό Σώμα τού Χριστού, καί στήν συνέχεια ακολουθεί ή πρέπει νά ακολουθή η ομολογία τής πίστεως διά τού στόματος.

Αυτό έκαναν όλο οι Άγιοι τής Εκκλησίας μας. Ζώντας μέσα στήν Εκκλησία, απέκτησαν τήν βεβαιότητα τής αληθινής ζωής, πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός, γλυκάθηκαν πνευματικά από τήν Χάρη τού Θεού καί στήν συνέχεια, όταν τό απαιτούσαν οι καιροί, οι άγιοι Πατέρες οριοθέτησαν τήν πίστη καί οι ομολογητές καί οι μάρτυρες έδωσαν τήν ομολογία γι’ αυτήν, καί ως επιστέγασμα καί επακόλουθο έδωσαν στόν Χριστό καί τήν ζωή τους.

Κατά τήν περίοδο τών διωγμών οι ειδωλολάτρες καλούσαν τούς Χριστιανούς νά αρνηθούν τόν Χριστό, αλλά εκείνοι ομολογούσαν μέ σθένος καί έπειτα ακολουθούσε τό μαρτύριο. Ποιός μπορεί νά μήν ομολογήση ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός, όταν βεβαιώθηκε στήν καρδιά του ότι υπάρχει, ότι είναι ζωντανός καί Αυτός είναι μοναδικός Σωτήρας τών ανθρώπων;

Υπάρχουν όμως Πατέρες τής Εκκλησίας πού ερμηνεύουν τό χωρίο αυτό τού Αποστόλου Παύλου μέσα από τήν εμπειρία τής προσευχής. Δηλαδή, τό «ρήμα», ο λόγος τού Θεού, είναι εγγύς στό στόμα καί στήν καρδιά. Ο Χριστιανός πρέπει νά προσεύχεται καί μέ τά χείλη του καί μέ τήν καρδιά του, δηλαδή μέ όλη του τήν ύπαρξη. Εδώ εννοείται η προσευχή διά τού στόματος καί η προσευχή διά τής καρδίας, η νοερά-καρδιακή προσευχή.

Πάντως, η σωτηρία τού ανθρώπου πραγματοποιείται μέ τό «ρήμα» τού Θεού, τό όνομα καί τό έργο τού Χριστού καί εκφράζεται ως καρδιακή εμπειρία καί ως ομολογία τής πίστεως. Ο άνθρωπος ομολογεί τήν θεότητα τού Χριστού καί θυσιάζεται γι’ Αυτόν. Έτσι έζησαν καί τελείωσαν οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Μάρτυρες, οι άγιοι Πατέρες καί όλοι οι αληθινοί Χριστιανοί, διά μέσου τών αιώνων. Αυτοί, μετά τόν Χριστό καί τήν Παναγία μας, είναι τά ένδοξα πρότυπά μας.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ