Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Η χαρά τών εορτών ανήκει στούς Ορθοδόξους

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Μέσα στόν θόρυβο τού Δωδεκαημέρου, μέ τήν εορταστική κίνηση τής αγοράς, παρά τήν μείωσή της λόγω τής οικονομικής κρίσης, καθώς καί μέσα στίς ποικίλες παγκοσμιοποιημένες κοσμικές συνήθειες τών Χριστουγέννων καί τής Πρωτοχρονιάς, συνήθως χάνεται τό θεολογικό νόημα τών εορτών, χάνεται τό Πνεύμα πού ζωοποιεί τόν έσω άνθρωπο, ο οποίος μένει πνευματικά πεινασμένος, παρά τήν σχετική υλική αφθονία. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο νά επιχειρούμε μιά «νοερή στάση», αναχαιτίζοντας τήν αποπροσανατολιστική κίνηση τού κόσμου, προκειμένου νά κατευθύνουμε τόν νού μας στόν πράο καί ειρηνοποιό λόγο τής εκκλησιαστικής διδαχής, γιά νά προσλάβουμε ως ζωή τού πνεύματός μας τό πνεύμα τών εορτών.

Ο απ. Παύλος, δείχνοντας τό νόημα τής γιορτής τών Χριστουγέννων, μάς λέει μέσω τών Κορινθίων, ότι ο Χριστός «δι’ υμάς επτώχευσεν πλούσιος ών, ίνα υμείς τή εκείνου πτωχεία [πλουτήσωμεν]». Αυτός «ο πλουτισμός» είναι «πλουτισμός ορθοδόξου θεολογίας», είναι τό κήρυγμα τής ενανθρωπήσεως τού Λόγου, πού πρέπει νά αποτελή τόν πυρήνα τών εορταστικών εκδηλώσεων, γιά όσους τουλάχιστον ονομάζονται Χριστιανοί.

Όμως, ως Ορθόδοξοι δέν πρέπει νά ξεχνάμε κάποιες επιπλέον σημαντικές παραμέτρους τών εκκλησιαστικών εορτών. Σ’ αυτές τίς παραμέτρους θά κάνουμε μιά αναφορά ανατρέχοντας σέ διδασκαλίες τριών Πατέρων τής Εκκλησίας μας: τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού, τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου καί τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει ότι οι γιορτές πού συνδέονται μέ τόν Χριστό είναι μόνο τών Ορθοδόξων. Είναι αυτών πού ζούν στήν Εκκλησία ως ενεργά μέλη τού σώματός της.

Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει στήν αρχή τής ομιλίας του γιά τήν Μεταμόρφωση τού Χριστού, καί τά οποία ισχύουν γιά όλες τίς Δεσποτικές εορτές, δηλαδή καί γιά τά Χριστούγεννα. Λέει ο Άγιος: «Γιά ποιόν είναι η γιορτή καί η πανήγυρη; Γιά ποιόν είναι η χαρά καί η αγαλλίαση, άν όχι γιά όσους προσκυνούν ως συναΐδιο μέ τόν Πατέρα τόν Υιό καί τό Πνεύμα, γιά όσους μέ τήν ψυχή καί τήν διάνοια καί τό στόμα ομολογούν θεότητα πού διακρίνεται σέ τρείς αδιαίρετες υποστάσεις, γι’ αυτούς πού αναγνωρίζουν καί ομολογούν τόν Χριστό ως Υιό τού Θεού καί Θεό, μιά υπόσταση μέ δύο αδιαίρετες καί ασύγχυτες φύσεις μέ τά ιδιώματα τής καθεμιάς; Γιά μάς είναι η αγαλλίαση καί κάθε εόρτια ευφροσύνη. Γιά χάρη μας ο Χριστός όρισε τίς εορτές οι ασεβείς δέν μπορούν νά νιώσουν χαρά». Η κατάληξη τού χωρίου είναι ειλημμένη από τόν προφήτη Ησαΐα, ο οποίος λέει: «ουκ έστι χαίρειν τοίς ασεβέσιν, λέγει Κύριος» (48,22). Οι γιορτές δηλαδή είναι γιά τούς ευσεβείς. Όχι γι’ αυτούς πού έχουν μόνο «μόρφωσιν ευσεβείας, τήν δέ δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (Τιμ., Β' 3,5), πού κρατούν δηλαδή μερικούς εξωτερικούς τύπους ευσεβείας, όμως μέ τήν ζωή τους, τίς κρυπτόμενες νοοτροπίες καί αντιλήψεις τους αρνούνται τήν δύναμή της οι γιορτές είναι γι’ αυτούς πού «ψυχή καί εννοία καί στόματι καθομολογούσι» «τό τής ευσεβείας μυστήριον» (Τιμ., Α' 3,16).

Γι’ αυτούς πού εξαντλούν τήν ευσέβεια σέ εξωτερικούς τύπους, σέ τελετές καί «εδεσματικές» πατρογονικές συνήθειες, ισχύει ο καυτερός λόγος τού προφήτη Ησαΐα: «Τάς νουμινίας υμών καί τά σάββατα καί ημέραν μεγάλην ουκ ανέχομαι νηστείαν καί αργίαν καί τάς εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου» (1,13-14).

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει ότι η ευφροσύνη τών εορτών είναι γι’ αυτούς πού πιστεύουν ορθόδοξα καί ζούν σύμφωνα μέ τήν πίστη, φωτίζοντας μέ τόν λόγο της όλη τους τήν ύπαρξη.

Άς δούμε όμως μέ τήν βοήθεια τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου μιά παράμετρο τού ορθόδοξου εορτασμού.

Τό πραγματικό πανηγύρι γιά μάς τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς είναι η τέλεση τής Θ. Λειτουργίας καί η μετοχή σ’ αυτήν μέ τίς προϋποθέσεις πού ορίζουν οι κανόνες τής Εκκλησίας μας. Όμως καί αυτή η πράξη μπορεί νά είναι άκαρπη. Μπορεί νά παίρνουμε μέσα μας τόν Άρτο καί τόν Οίνο πού μεταβλήθηκαν σέ Σώμα καί Αίμα Χριστού, έχοντας τήν πεποίθηση ότι κατέχουμε τόν Χριστό, «κάν θέλη, κάν μή θέλη», στηριγμένοι στό αγιογραφικό χωρίο: «ο τρώγων μου τήν σάρκα και πίνων μου τό αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ιωαν. 6,56), όμως ο Χριστός νά είναι «παντελώς ακράτητος» καί «άληπτος» από εμάς.

Στόν 26ο Ύμνο του ο άγιος Συμεών αναφέρεται σ’ αυτό τό γεγονός, παρουσιάζοντας ως δική του λανθασμένη άποψη, τό ότι αυτοί πού τρώνε τήν σάρκα καί πίνουν τό αίμα τού Χριστού «εν αυτώ καταμένειν, / αλλά καί κατοικείν αυτός εν αυτοίς ο Δεσπότης». Συμπληρώνει όμως: «Τούτο ούν λέγων ως ληπτόν τόν άληπτον κηρύττω, / εν τώ ληπτώ τού σώματος τόν άληπτον υπάρχειν, / καί κρατητόν καί ορατόν τόν ακράτητον πάντη». Είχε αυτήν τήν άποψη διότι αγνοούσε ότι ο Χριστός, μέσω τού μυστηρίου τής Θ. Ευχαριστίας, γίνεται «αισθητός τε καί κρατητός καί ορατός» μόνον σέ όποιους Εκείνος θέλει. Στούς άλλους, τούς ακαθάρτους καί ανάξιους γιά τό μυστήριο, θεοποιεί τό αισθητό Σώμα καί Αίμα Του καί τό καθιστά παντελώς ακράτητο, άληπτο, «εν αληθεία πνευματικόν» καί αόρατο.

Η Θ. Λειτουργία δέν είναι μιά τελετή πού μεταδίδει οπωσδήποτε τόν Χριστό σέ όσους μεταλαμβάνουν. Ο Χριστός δέν μεταδίδει τήν θεωμένη ανθρώπινη φύση Του σέ όλους τούς προσερχομένους στό μυστήριο. Ο άγιος Συμεών εξομολογούμενος στόν Χριστό τού λέει: «Καγώ δοκώ κατέχειν σε, κάν θέλης, κάν μή θέλης / καί κοινωνών τής σής σαρκός καί σού μεταλαμβάνειν / νομίζω καί διάκειμαι ως άγιος...», γιά νά συμπληρώση: «Εκ τούτου τοίνυν δείκνυμαι αναισθητών εις άπαν...». Θεωρεί ο Άγιος ότι είναι τεκμήριο αναισθησίας η αντίληψη, ότι όποιος κοινωνεί τό Σώμα καί τό Αίμα τού Χριστού, «κατέχει» τόν Χριστό, χωρίς τήν αίσθηση ότι αυτό πού κοινωνεί είναι η θεωμένη ανθρώπινη φύση τού Χριστού, η οποία έχει ενθρονιστή, μετά τήν ανάληψή Του, στόν θρόνο τής Αγίας Τριάδος.

Δέχεται τόν Χριστό καί Τόν βλέπει μόνον όποιος έχει οφθαλμό πού φωτίσθηκε από τό Άγιο Πνεύμα, ή τό μετριώτερο, όποιος πιστεύει σταθερά ότι αυτό πού κοινωνεί είναι άληπτο καί ακράτητο από τό φυσικό ανθρώπινο σώμα, άν απουσιάζη η πίστη καί η μετάνοια. Αυτή η σταθερή πίστη μπορεί νά γεννήση αληθινή μετάνοια. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Ει γάρ όλως εγίνωσκον, είχον πάντως ειδέναι, / ότι ατρέπτως άνθρωπος εγένου, ο Θεός μου, / ίνα τόν προσληφθέντα με όλον θεοποιήσης, / ουχί δέ ίνα άνθρωπος σύ παχύτητι μείνης / καί κρατηθής εν τή φθορά, ο ακράτητος πάντη, /.../Τούτο ειδώς ως άληπτον τό σώμα σου τό θείον / καί αίμα σου τό άγιον πιστεύων γεγενήσθαι / καί πύρ όντως απρόσιτον εμοί τώ αναξίω, / φρίκη καί φόβω, τρόμω τε τούτων άν εκοινώνουν, / εν δάκρυσι καί στεναγμοίς εμαυτόν προκαθαίρων».

Στήν συνέχεια τού Ύμνου του ο άγιος Συμεών, επειδή δέν βρίσκει στόν εαυτό του έργα άξια τού Θεού, ζητά προσευχόμενος: «η πίστις αντί έργων μοι λογισθήτω, Θεέ μου». Οπότε η πανήγυρη τών Ορθοδόξων, η Θ. Λειτουργία, απαιτεί τουλάχιστον σταθερή πίστη ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, θέωσε στό πρόσωπό Του τήν φύση μας, καί μάς τήν μεταδίδει, όχι γιά νά μάς κρατήση «υπό τά στοιχεία τού κόσμου τούτου», μέσα στόν κόσμο τής φθοράς, αλλά γιά νά μάς θεοποιήση.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μπορεί νά μάς συμπληρώση τήν παραπάνω διδασκαλία γιά τήν πίστη, συνδέοντάς την μέ τήν σάρκωση τού Θεού. Διδάσκει, λοιπόν, ο άγιος Μάξιμος ότι ο Χριστός συλλαμβάνεται μέσα μας μέ τήν πίστη καί σαρκώνεται μέ τίς αρετές. Η σύλληψη τού Χριστού μέ τήν πίστη ενεργοποιεί τήν θέλησή μας στήν άσκηση τών ευαγγελικών εντολών, πού σαρκώνουν τόν Χριστό στήν προσωπική μας ζωή. Έτσι γίνεται ο καθένας γιά τόν εαυτό του Θεοτόκος.

Κλείνοντας τά παραπάνω διατυπώνουμε ένα κοινότοπο, αλλά πάντα καυτό ερώτημα: Ο εορτασμός τών Χριστουγέννων, όπως τόν γνωρίζει η Εκκλησία, βρίσκει άραγε καρδιακά καταλύματα μέσα στήν κοσμική βοή τού Δωδεκαημέρου;

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ