Γράφτηκε στις .

Τά πνευματικά επιτίμια

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο καί μέ τά ιατρικά μέσα πού διαθέτει θεραπεύει τόν άνθρωπο. Αυτό γίνεται μέ τήν ασκητική ζωή, τό κανονικό της δίκαιο καί τελικά μέ τά Μυστήρια. Η συμμετοχή στά Μυστήρια χωρίς τίς κατάλληλες προϋποθέσεις, πού καθορίζονται από τούς ιερούς Κανόνες τής Εκκλησίας, δέν θεραπεύει, αλλά αντίθετα δημιουργεί πολλά προβλήματα. Πάντως, η θεραπεία είναι απαραίτητη, ώστε όταν ο άνθρωπος φθάση στόν Θεό νά βρίσκεται στήν προοπτική τής θεραπείας καί τότε ο Θεός νά γίνη φώς καί όχι πύρ.

1. Φώς καί πύρ

Είναι γνωστόν από τήν όλη βιβλικοπατερική παράδοση ότι τό πύρ τής θεότητος, όπως καί τό κτιστό πύρ, έχει δύο ιδιότητες, ήτοι τήν φωτιστική, πού φωτίζει, καί τήν καυστική, πού κατακαίει. Αυτό σημαίνει ότι εξαρτάται από τόν άνθρωπο σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται γιά νά αισθανθή τήν φωτιστική ή τήν καυστική ενέργεια τού Θεού καί επομένως νά ζήση τόν Παράδεισο (Φώς) ή τήν Κόλαση (πύρ).

Ο Απόστολος Παύλος στήν Β' πρός Θεσσαλονικείς επιστολή του, γράφοντας γιά τήν έλευση-αποκάλυψη τού Θεού κατά τήν Δευτέρα Του Παρουσία, κάνει λόγο γιά τούς δύο τρόπους μέ τούς οποίους θά τόν δούν οι άνθρωποι. Γράφει ότι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του θά έλθη μέ τούς αγγέλους Του καί θά φανερωθή «εν πυρί φλογός» γιά νά τιμωρήση εκείνους πού δέν γνώρισαν τόν Θεό καί δέν υπήκουσαν εν τώ «ευαγγελίω τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» καί θά ζούν αιωνίως μακριά από τήν δόξα τής δυνάμεώς Του. Αλλά οι δίκαιοι θά συμμετάσχουν στήν δόξα «τής ισχύος αυτού, όταν έλθη ενδοξασθήναι εν τοίς αγίοις αυτού καί θαυμασθήναι εν πάσι τοίς πιστεύσασιν..» (Β' Θεσ. α', 7-10).

Είναι φανερό καί από τόν αποστολικό αυτόν λόγο καί από πολλά πατερικά χωρία ότι οι άνθρωποι θά ζήσουν τόν Χριστό ή «εν πυρί φλογός» ή μέσα στήν δόξα «τής ισχύος αυτού». Καί αυτό εξαρτάται από τήν πνευματική κατάσταση, τήν οποία είχαν, όσο ζούσαν μέσα στήν Εκκλησία. Έτσι, η Εκκλησία ως πνευματικό νοσοκομείο θεραπεύει τούς ανθρώπους, ώστε όταν θά δούν τόν Θεό, τότε νά συμμετάσχουν στήν δόξα Του καί νά ενδοξασθούν μαζί Του καί όχι νά αισθανθούν τήν πύρινη φλόγα.

Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική η Εκκλησία από τήν αποστολική ακόμη εποχή έχει καθορίσει τά πνευματικά επιτίμια, πού επιβάλλονται από τούς Πνευματικούς Πατέρας κατά τήν ιερά Εξομολόγηση καί από τούς Επισκόπους καί τήν Σύνοδο τών Επισκόπων, γιά γνωστά καί δημόσια αμαρτήματα. Τά πνευματικά επιτίμια στήν πραγματικότητα είναι φάρμακα γιά νά θεραπευθούν οι άρρωστοι πνευματικά άνθρωποι, ώστε νά συναντήσουν τόν Χριστό ως θεραπευμένοι καί όχι ως αθεράπευτοι. Αυτό θά έχη συνέπεια στό αιώνιο μέλλον τους. Έτσι, τά επιτίμια δέν είναι νομικές ποινές, δέν δίνονται μέ τήν νομική καί δικανική αντίληψη, αλλά είναι φάρμακα, πού δίδονται γιά τήν θεραπεία τών αρρώστων μελών τής Εκκλησίας.

Στήν συνέχεια θά αναφερθώ σέ ένα θέμα πού αντιμετώπισε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στήν εποχή του καί θά εντοπισθή ποιά είναι η έννοια τών πνευματικών επιτιμίων στήν Εκκλησία καί ποιά είναι η πνευματική ευθύνη τών ανθρώπων εκείνων πού δέν τά αποδέχονται στήν πράξη.

2. Ο ιερός Χρυσόστομος γιά τά πνευματικά επιτίμια

Αφορμή γιά νά πή ο ιερός Χρυσόστομος τά όσα θά δούμε ήταν η νοοτροπία τών Χριστιανών τής εποχής του νά συνδέουν τόν θάνατο τών αγαπημένων τους προσώπων μέ τούς θρήνους, τούς κοπετούς καί τά μοιρολόγια, σύμφωνα μέ τήν ειδωλολατρική συνήθεια. Από τήν μιά μεριά μερικοί Χριστιανοί τελούσαν τήν εξόδιο ακολουθία, πού έχει καθορίσει η Εκκλησία γιά τούς κεκοιμημένους, καί από τήν άλλη ακολουθούσαν καί τίς ειδωλολατρικές συνήθειες, πληρώνοντας ειδικές γυναίκες γιά νά κλαίνε τούς νεκρούς τους.

Σέ ομιλία του ο ιερός Χρυσόστομος κατηγορεί αυτήν τήν συνήθεια καί υπογραμμίζει ότι αυτή η νοοτροπία δέν αρμόζει στούς Χριστιανούς. Μεταξύ τών άλλων τονίζει ότι άν δέν συμμορφωθούν καί δέν σταματήσουν αυτήν τήν ειδωλολατρική συνήθεια, τότε θά εξαναγκασθή νά επιβάλη «δεσμά», όπως έχει αυτήν τήν εξουσία πού τού δόθηκε από τόν Χριστό, ως διάδοχος τών αγίων Αποστόλων (Ι. Χρυσοστόμου, έργα 24, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 314 καί εξής).

Γιά τήν επιβολή τών εκκλησιαστικών δεσμών υπάρχει η παραγγελία τού Χριστού: «Εάν δέ αμαρτήση εις σέ ο αδελφός σου, ύπαγε καί έλεγξον αυτόν μεταξύ σού καί αυτού μόνου. εάν σου ακούση, εκέρδησας τόν αδελφόν σου εάν δέ μή ακούση, παράλαβε μετά σού έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθή πάν ρήμα εάν δέ παρακούση αυτών, ειπέ τή εκκλησία εάν δέ καί τής εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός καί ο τελώνης.» (Ματθ. ιη', 15-17). Επίσης, δόθηκε η εξουσία στούς Αποστόλους καί τούς διαδόχους τους νά δένουν καί νά λύνουν τά παραπτώματα τών ανθρώπων: «όσα εάν δήσητε επί τής γής, έσται δεδεμένα εν τώ ουρανώ, καί όσα άν λύσητε επί τής γής έσται λελυμένα εν τώ ουρανώ» (Ματθ. ιη', 18).

Τά επιτίμια δέν δίνονται από ανθρώπους, αλλά από τόν Ίδιο τόν Χριστό. Λέγει ο ιερός Πατήρ. «Ου γάρ άνθρωπός εστιν ο δεσμών, αλλ’ ο Χριστός ο τήν εξουσίαν ταύτην δεδωκώς καί κυρίους ποιών ανθρώπους τής τοιαύτης τιμής», σύμφωνα μέ τόν λόγο πού παρέθεσε προηγουμένως ότι έχουν τήν εξουσία νά δένουν καί νά λύνουν τά αμαρτήματα τών ανθρώπων. Στήν συνέχεια λέγει ότι εμείς ως Επίσκοποι θέλουμε περισσότερο νά λύνουμε τά επιτίμια παρά νά τά επιβάλλουμε, γιατί «ουδένα γάρ βουλόμεθα είναι δεσμώτην παρ’ ημίν». Τά επιβάλλουμε, όμως, όχι μέ τήν θέλησή μας, αλλά από ενδιαφέρον γιά τούς Χριστιανούς. «Ου γάρ εκόντες, ουδέ βουλόμενοι, αλλά μάλλον υμών τών δεδεμένων αλγούντες, τά δεσμά περιβάλλομεν» (Ένθ. ανωτ. σελ. 316-318).

Τά εκκλησιαστικά επιτίμια διαιρούνται στόν μικρό αφορισμό, δηλαδή τήν πρόσκαιρη αποκοπή από τήν θεία Κοινωνία (ακοινωνησία) καί στόν μεγάλο αφορισμό, τήν τελική αποκοπή από τήν Εκκλησία. Καί αυτά τά επιτίμια είναι εκκλησιαστικοί νόμοι, πού αποβλέπουν στήν θεραπεία τών αρρώστων μελών τής Εκκλησίας «τοίς νόμοις παιδεύοντες τοίς εκκλησιαστικοίς» (Ένθ. ανωτ. σελ. 314). Είναι καλό νά μή πληγώνεται κανείς, αλλά άν πληγωθή είναι χρήσιμο νά θέτη επάνω στήν πληγή «τό φάρμακον». Τό καλύτερο είναι νά μή χρειασθή κανείς φάρμακο. «Μή γένοιτό τινα τών τοιούτων δεηθήναι φαρμάκων» (Ένθ. ανωτ. σελ. 318). Όμως είναι απαραίτητο γιά τούς αρρώστους.

Τά επιτίμια επιβάλλονται από τούς Αρχιερείς πού είναι υπεύθυνοι γιά τήν σωτηρία τών ποιμνίων τους, Κληρικών καί λαϊκών. Εμείς οι Αρχιερείς, κατά τόν ιερό Χρυσόστομο, καίτοι είμαστε «ταλαίπωροι καί ουδαμινοί καί τού καταφρονείσθαι άξιοι», όμως επιβάλλοντας αυτά τά θεραπευτικά επιτίμια, δέν εκδικούμαστε ούτε αμυνόμαστε μέ οργή, αλλά φροντίζουμε γιά τήν σωτηρία τών Χριστιανών (Ένθ. ανωτ. σελ. 316). Μέσα σέ αυτήν τήν φροντίδα πρέπει νά ερμηνευθή καί ο λόγος του ότι προτιμά νά τόν θεωρούν θρασύ, απηνή καί αυθάδη, επιβάλλοντας επιτίμια, παρά νά τούς αφήση νά κάνουν αυτά πού δέν αρέσουν στόν Θεό. Έτσι, μέ τά επιτίμια-φάρμακα επιδιώκει νά τούς θεραπεύση (Ένθ. ανωτ. σελ. 318).

Μέ τό πνεύμα αυτό θά πρέπη νά αποδεχθή κανείς τά επιτίμια γιά νά ωφεληθή πνευματικά. Γιατί άν κανείς ανέχεται τόν φίλο του, ο οποίος τόν επικρίνει μέ αυστηρότερο τρόπο από ό,τι πρέπει, επειδή βλέπει τόν σκοπό καί τήν φιλική του διάθεση, πολύ δέ περισσότερο πρέπει νά ανέχεται τόν διδάσκαλο πού τόν επιπλήττει καί αυτό τό κάνει όχι από αυθεντία, ούτε ως κοσμικός άρχοντας, «αλλ’ ως εν τάξει κηδεμόνος». Λέγοντας αυτά ο άγιος Ιωάννης επισημαίνει ότι τά λέγει αυτά «υπέρ υμών αλγούντες καί κοπτόμενοι» (Ένθ. ανωτ. σελ. 316).

Υπάρχουν, όμως, καί εκείνοι πού δέν αποδέχονται τά πνευματικά επιτίμια τά οποία επιβάλλονται από τόν Επίσκοπο, πού είναι διάδοχος τών Αγίων Αποστόλων καί από τήν Σύνοδο τών Επισκόπων. Πρόκειται γιά μεγάλη απείθεια καί δείχνει ανθρώπους πού ούτε τόν Θεό φοβούνται ούτε τήν Εκκλησία σέβονται. Χρησιμοποιεί πολλές εκφράσεις γιά νά δηλώση αυτόν πού δέν αποδέχεται τά επιτίμια πού τού επιβάλλονται γιά τήν θεραπεία του. Πρόκειται γιά αυθάδεια: «Ει δέ τις απαυθαδιαζόμενος καταφρονεί…» (Ένθ. ανωτ. σελ. 314), γιά καταφρόνηση: «ει δέ τις καταφρονεί τών δεσμών τών παρ’ ημών, πάλιν αυτόν ο Χριστός παιδευέτω….» (Ένθ. ανωτ. σελ. 316), γιά εντροπή: «αιδέσθητε, παρακαλώ, καί εντράπητε» (Ένθ. ανωτ. σελ. 316).

Λέγει ο ιερός Πατήρ ότι οι Κληρικοί θά ευχόμασταν νά μήν έλθουμε στήν ανάγκη νά «περιβάλλομεν τά δεσμά», αλλά όταν χρειασθή πρέπει νά εκπληρώσουμε τό καθήκον. Όμως, εάν ο άνθρωπος διασπάση τά δεσμά μόνος του, δηλαδή εάν δέν τηρήση τά επιτίμια, πού τού επιβλήθηκαν, τότε «εγώ τό εμαυτού πεποίηκα καί ανεύθυνός ειμί λοιπόν», αλλά εκείνος πού διέρρηξε τά δεσμά θά απολογηθή στόν Θεό, ο Οποίος μάς έδωσε εντολή νά τά επιβάλλουμε (Ένθ. ανωτ. σελ. 318). Όπως τό νά μή αμαρτάνη κανείς είναι «καλόν», έτσι καί τό νά δέχεται τήν επιτίμηση είναι «χρήσιμον» (Ένθ. ανωτ. σελ. 318).

Συνιστά ο ιερός Πατήρ: «φέρωμεν τοίνυν τήν επίπληξιν, καί σπουδάζωμεν τό μή αμαρτάνειν, ει δέ αμαρτάνομεν, φέρωμεν τήν επιτίμησιν» (Ένθ. ανωτ. σελ. 318). Είναι δέ απόλυτος όταν λέγη: «Μηδείς καταφρονείτω τών δεσμών τών εκκλησιαστικών», γιατί ο «δεσμών» δέν είναι άνθρωπος αλλ’ ο Χριστός (Ένθ. ανωτ. σελ. 316).

Αυτό τό «μηδείς» είναι πολύ χαρακτηριστικό καί απόλυτο. Καί είναι θρασύτατη καί ασεβέστατη η διαγωγή εκείνων πού ενώ είναι υπεύθυνοι γιά εκκλησιαστικές ατοπίες καί αμαρτίες πού διέπραξαν, αλλά καί εκκλησιαστικά παραπτώματα πού αναφέρονται στό Σώμα τού Χριστού, καί η Εκκλησία διά τών ποιμένων εξαναγκάζεται νά τούς επιτιμά, αυτοί καταφρονούν τήν επιτίμηση καί φανερά ή κρυφά παραβαίνουν τά εκκλησιαστικά αυτά επιτίμια. Εκτός τών άλλων δείχνουν ότι δέν σέβονται ούτε τόν Θεό, ούτε τήν Εκκλησία, αλλά δέν πιστεύουν καί στήν κρίση τού Θεού, πού αργά ή γρήγορα θά έλθη.

Τά ερωτήματα είναι αδυσώπητα: Πώς είναι δυνατόν κανείς νά είναι επιτιμημένος από τόν Πνευματικό του Πατέρα, τόν Επίσκοπο καί τήν Εκκλησία, καί θρασύτατα νά προσέρχεται νά κοινωνή τών Αχράντων Μυστηρίων; Δέν φοβούνται τόν θάνατο πού μάς παραμονεύει κάθε στιγμή καί ώρα; Δέν υπολογίζουν τό αιώνιο μέλλον τους;

3. Η ενδεχόμενη άδικη επιτίμηση

Υπάρχει περίπτωση ο Επίσκοπος καί η Σύνοδος νά αδικούν κάποιον εν αγνοία τους ή έστω καί φαινομενικώς άδικα. Καί στήν περίπτωση αυτή ο επιτιμηθείς δέν πρέπει νά περιφρονή τήν απόφαση τού Πνευματικού Πατέρα ή τού Επισκόπου ή τής Συνόδου, αλλά αφ' ενός μέν θά πρέπη νά αποδέχεται καί νά τηρή τήν απόφαση, αφ' ετέρου δέ μέ διάφορες εκκλησιαστικές ενέργειες θά πρέπη νά φροντίζη γιά τήν ανάκληση τού επιτιμίου. Τότε θά έχη ευλογία από τόν Θεό, διαφορετικά θά κριθή ως ασεβής καί περιφρονητής.

Μέσα στά πλαίσια αυτά κινείται καί τό κανονικό δίκαιο τής Εκκλησίας. Γιά παράδειγμα ο ιδ’ Κανόνας τής Συνόδου τής Σαρδικής διαλαμβάνει ότι αυτός πού αφορίζεται από τό Επίσκοπό του έχει τό δικαίωμα νά προσφύγη στόν Μητροπολίτη τής Επαρχίας ή άν λείπη εκείνος νά προσφύγη στόν Μητροπολίτη τής πλησιοχώρου Μητροπόλεως, ώστε νά εξετασθή η υπόθεσή του προσεκτικά. Όμως, δέν θά πρέπη νά παραβή τό επιτίμιο καί νά έλθη σέ κοινωνία πρίν αποφασισθή από μεγαλύτερο όργανο. «Πρίν δέ επιμελώς καί μετά πίστεως έκαστα εξετασθή, ο μή έχων τήν κοινωνίαν πρό τής διαγνώσεως τού πράγματος, εαυτώ ουκ οφείλει εκδικείν τήν κοινωνίαν». Άν δέ διαπιστωθή η «υπεροψία» καί η «αλαζονεία» τού Κληρικού, μέ τό νά καταργήση μόνος του τό επιτίμιο, τότε οι Επίσκοποι μπορεί νά τόν επαναφέρουν στήν τάξη μέ πιό πικρότερα καί βαρύτερα λόγια. Στό ίδιο θέμα αναφέρονται καί οι κη’ καί λβ' Αποστολικοί Κανόνες.

Τό συμπέρασμα είναι ότι μέσα στήν Εκκλησία υπάρχει τάξη καί δέν μπορεί κανείς νά κινήται αυθαίρετα καί αντικανονικά. Η Εκκλησία λέγεται «στρατεία» (Β' Κορ. ι', 4. Α' Τιμ. α',18), είναι ένα στράτευμα, καί δέν μπορεί κανείς νά αυθαδιάζη, αλλά πρέπει νά τηρή τό κανονικό καί συνοδικό πολίτευμά της. Ακόμη, η Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο μέσα στό οποίο οι πνευματικοι ιατροί, μέ τόν φωτισμό τού Θεού, χρησιμοποιούν διάφορα φάρμακα γιά τήν θεραπεία τών αρρώστων μελών της. Οι άρρωστοι πρέπει νά δέχωνται αυτήν τήν ιατρική τέχνη, γιατί διαφορετικά παραμένουν αθεράπευτοι. Όταν κανείς δέν δέχεται τήν θεραπεία, παραμένει αθεράπευτος καί κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού θά αισθανθή τήν καυστική ενέργεια τής θεότητός Του. Γι’ αυτό η Εκκλησία μερικές φορές εξαναγκάζεται νά προβή σέ μεγαλύτερη επέμβαση, νά κάνη πνευματική εγχείριση-αποκοπή από τήν εκκλησιαστική Κοινότητα γιά τήν σωτηρία τού αμαρτήσαντος καί αυθαδιάσαντος, αλλά καί γιά τήν υγεία καί τών υπολοίπων μελών τού σώματός της.

Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική εξετάζεται τό αποστολικό χωρίο: «Εν τώ ονόματι τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών καί τού εμού πνεύματος σύν τή δυνάμει τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τόν τοιούτον τώ σατανά εις όλεθρον τής σαρκός, ίνα τό πνεύμα σωθή εν τή ημέρα τού Κυρίου Ιησού.» (Α' Κορ. ε', 4-5). «Καί εξαρείτε τόν πονηρόν εξ υμών αυτών» (Α’ Κορ. ε', 13).

Πάντως, ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στίς σχισματικές καταστάσεις πού παρατηρούνται μέσα στήν Εκκλησία καί στόν τρόπο πού εργάζεται κανείς, καταλήγει: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε καί καί τό Πνεύμα τού Θεού οικεί εν υμίν; ει τις τόν ναόν τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α' Κορ. γ’, 16-17).–