Γράφτηκε στις .

Η Εικόνα σέ Ανατολή καί Δύση

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η καθιερωμένη εορτή τής Ορθοδοξίας στήν αρχή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τήν οποία συνδέεται η θεολογία τής εικόνας μέ τήν θεολογία τής άσκησης, αλλά συγχρόνως μετέχουμε τού μυστηρίου τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως τού Χριστού, δείχνει τήν εξωτερική λάμψη τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά κυρίως καί πρό παντός τό βάθος της, πράγμα τό οποίο «δείται δηλίου κολυμβητού».

Στήν συνέχεια θά τονισθούν τέσσερα σημεία, στά οποία φαίνεται καί ο χώρος στόν οποίο εντάσσεται η ορθόδοξη εικόνα, αλλά καί η διαφορά της από άλλες χριστιανικές παραδόσεις.

1. Η Εκκλησία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Αγίων

Η Εικόνα σέ Ανατολή καί Δύση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέν στηρίζεται στήν νοησιαρχία-ρατσιοναλισμό, καί τόν ηθικισμό, αλλά στήν αποκαλυπτική εμπειρία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Αγίων Πατέρων. Αυτό είναι πού τήν διακρίνει από τόν δυτικό σχολαστικισμό καί ηθικισμό. Ο Θεός δέν είναι αντικείμενο μιάς ανακάλυψης από τόν λογικοκρατούμενο άνθρωπο, αλλά ο Ίδιος αποκαλύπτεται στήν καθαρή καρδιά τού ανθρώπου, κατά τόν λόγο τού Χριστού: «Μάκαριοι οι καθαροί τή καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όψονται» (Ματθ. ε', 8).

Στό «Συνοδικό τής Ορθοδοξίας», πού διαβάζεται τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας, μεταξύ τών άλλων γράφεται: «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν…..ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν αληθινόν Θεόν ημών».

Στό απόσπασμα αυτό φαίνεται ότι ταυτίζεται η όραση τών Προφητών, η διδασκαλία τών Αποστόλων, τό δόγμα τών Πατέρων.

Η ορθόδοξη θεολογία δέν είναι στοχασμός καί φαντασία, αλλά εμπειρία εν Αγίω Πνεύματι, καί τό δόγμα είναι οριοθέτηση τής προσωπικής αποκαλυπτικής εμπειρίας, καί αυτό γίνεται γιά τήν σωτηρία τού ανθρώπου. Τελικά, τό δόγμα είναι τά ρητά ρήματα καί νοήματα τής αρρήτου πραγματικότητας, καί έχει σκοπό νά γίνη φάρμακο στόν άνθρωπο, ώστε νά αποκτήση κοινωνία μέ τόν Θεό. Μέσα από αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά δούμε καί τήν δογματική αλήθεια γιά τίς εικόνες. Η ορθόδοξη εικόνα είναι φανέρωση τής ακτίστου δόξης τού Θεού, ώστε ο άνθρωπος νά οδηγηθή σέ αυτήν τήν βίωση τής θείας δόξης.

Σέ αυτήν τήν πραγματικότητα κινούνται καί οι άγιοι Πατέρες μας, γι’ αυτό καί πάλι στό «Συνοδικό τής Ορθοδοξίας» λέγεται επανειλημμένως ότι πορευόμαστε «κατά τάς τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».

2. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος καί η Σύνοδος τής Φραγκφούρτης

Η ιστορικότητα τού εκκλησιαστικού γεγονότος πού πανηγυρίζεται τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας συνίσταται στήν αναστήλωση τών ιερών εικόνων πού έγινε τό 843 μ. Χ. καί κατά τό έτος εκείνο στήν πραγματικότητα αποκαταστάθηκε τό κύρος τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, πού συνήλθε στήν Νίκαια τής Βυθηνίας τό έτος 787 μ. Χ. καί θεολόγησε γιά τήν αξία τών ιερών εικόνων στήν Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η Εικόνα σέ Ανατολή καί ΔύσηΗ θεολογία αυτή εκφράσθηκε από παλαιούς Πατέρας, όπως τόν Μ. Βασίλειο, αλλά καί άλλους πλησιέστερους πρός τήν Οικουμενική αυτή Σύνοδο Πατέρας, όπως τόν άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν Θεόδωρο τόν Στουδίτη κ. ά. Πρίν τήν Οικουμενική Σύνοδο, αλλά καί μετά από αυτήν, αναπτύχθηκε μιά θαυμαστή θεολογία, γύρω από τίς εικόνες τού Χριστού, τής Παναγίας, τών αγίων καί τού Τιμίου Σταυρού. Οι εικόνες δέν είναι σύμβολα εξωτερικά, αλλά εκφράσεις τού μυστηρίου τής σαρκώσεως τού Υιού καί Λόγου τού Θεού καί τής θεώσεως τού ανθρώπου. Στήν πραγματικότητα η ιστόρηση τών ιερών εικόνων δείχνει τήν υποστατική ένωση κτιστού καί ακτίστου στό Πρόσωπο τού Χριστού, καί τήν κατά Χάρη ένωση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό.

Πρέπει νά σημειωθή ότι στήν Οικουμενική Σύνοδο παρέστησαν εκπρόσωποι όλων τών κατά τόπους Εκκλησιών, ακόμη καί τού Πάπα τής Ρώμης Αδριανού, οι οποίοι υπέγραψαν τίς αποφάσεις τής Συνόδου γιά τήν θεολογική αξία τών ιερών εικόνων. Ακόμη τότε υπήρχε ενότητα μεταξύ Παλαιάς καί Νέας Ρώμης καί, παρά τίς ιδιαίτερες παραδόσεις, σέ μή ουσιαστικά δογματικά θέματα, είχαν κοινή πίστη, θεολογία καί ζωή.

Παρά ταύτα ο Καρλομάγνος, ηγέτης τών Φράγκων, προκειμένου νά διαφοροποιηθή από τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί νά εφαρμόση τά δικά του σχέδια, διαφώνησε μέ τήν απόφαση τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, καί αμέσως συνέταξε απάντηση τήν γνώση «Capitulare adversus synodum» μέ τήν οποία απέρριπτε τίς αποφάσεις τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Όμως, ο Πάπας Αδριανός -ο οποίος συμμετείχε στήν Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, μέ αντιπροσώπους του καί μάλιστα στά Πρακτικά της συμπεριελήφθηκε επιστολή του μέ τήν οποία έδειχνε τήν προσήλωσή του στίς αρχαίες παραδόσεις τής Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί επιδοκιμάσθηκε από όλους τούς παρόντες Πατέρας- απέστειλε επιστολή στόν Καρλομάγνο, στήν οποία εξέφρασε τίς αντιρρήσεις του στίς αποφάσεις του. Ο Καρλομάγνος όταν έλαβε αυτές τίς εξηγήσεις τού Πάπα Αδριανού, πού υπερασπίσθηκε τήν απόφαση τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αντί νά χαρή γιά τήν νίκη τών εικονοφίλων, έδωσε εντολή στούς συμβούλους του νά συνθέσουν μιά νέα θεολογία. Έτσι γράφηκαν τά Libri Carolini, στά οποία φαίνεται η αντίθεση τών Φράγκων πρός τίς ορθόδοξες απόψεις τού Πάπα τής Ρώμης, αλλά καί όλων τών Πατριαρχών τής Ανατολής πού έλαβαν μέρος στήν Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο.

Στήν συνέχεια ο Καρλομάγνος συγκάλεσε δική του Σύνοδο στήν Φραγκφούρτη τό έτος 794, στήν οποία επισημοποίησε τίς πρόσφατες αποκλίσεις τών θεολόγων τής αυλής του, καί μεταξύ τών άλλων αποδοκιμάσθηκε η λατρεία τών εικόνων καί εισήχθηκε τό filioque στό Σύμβολο τής Πίστεως.

Αυτό είναι τό καθοριστικό σημείο διαφοροποίησης ενός μέρους τής Ευρώπης από τήν ορθόδοξη ενότητα πού υπήρχε μεταξύ τών Πέντε Πατριαρχείων, δηλαδή τού Πάπα τής Ρώμης καί τών Πατριαρχείων τής Ανατολής. Όμως, όταν τό 1009 μ. Χ. καταλαμβάνεται ο θρόνος τής Παλαιάς Ρώμης από φιλοφράγκο Πάπα καί εισήχθηκε τό filioque στό Σύμβολο τής Πίστεως, τότε επήλθε τό σχίσμα, η διαίρεση, μέ αποτέλεσμα προοδευτικά νά περάσουν στήν δυτική Εκκλησία οι αποφάσεις τής Συνόδου τής Φραγκφούρτης εναντίον τών ιερών εικόνων. Οπότε, εισήχθησαν καί τά αγάλματα στήν λατρεία, αλλά καί οι εικόνες έχασαν τήν πνευματικότητα καί τήν θεολογία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας καί έτσι αναπτύχθηκε η νατουραλιστική καί αισθησιοκρατική αντίληψη περί τής εικόνας.

3. Η εικόνα στήν ορθόδοξη καί τήν δυτική παράδοση

Τό δεύτερο σημείο πού πρέπει νά εξετασθή είναι η διαφορά μεταξύ τής ορθοδόξου–Βυζαντινής εικόνας καί τής δυτικής εικόνας σέ δύο συγκεκριμένα πρότυπα, τής Δύσεως καί τής Ανατολής.

Η δυτική τεχνοτροπία τής εικόνας, όπως επικράτησε στήν Δύση, κατά τόν Μεσαίωνα καί στήν αρχή τής Αναγέννησης, εκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο, στήν ζωγραφική τού Παπικού Παρεκκλησίου τού Βατικανού τής Καπέλα Σιξτίνα, πού ζωγραφήθηκε τόν 15ο αιώνα από μεγάλους καλλιτέχνες, σηματικότερος δέ τών οποίων είναι ο Μιχαήλ Άγγελος.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε ένα βιβλίο, στό οποίο δίνεται μιά νέα ερμηνεία τού συνόλου τής εικονογραφίας τού ναού αυτού. Τό βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από τόν Καθηγητή Πφάϊφερ (Heinrich Pfeiffer), ο οποίος προσπάθησε νά δώση μιά θεολογική ερμηνεία τής εικονογραφίας τού Παπικού παρεκκλησίου, βάσει τών δογμάτων τού Καθολικισμού. Υποστηρίζει ότι στό έργο αυτό η επιλογή τών θεμάτων, οι λεπτομέρειες τών τοιχογραφιών, η ενότητα καί η αρμονία πού παρατηρούνται στό εικονογραφικό πρόγραμμα, δέν σχεδιάσθηκαν από τούς ιδίους τούς καλλιτέχνες, αλλα από παπικούς θεολόγους τής εποχής εκείνης. Στό θέμα τού Τριαδικού Θεού η εικονογράφηση στηρίχθηκε στήν διδασκαλία τού ιερού Αυγουστίνου περί τής εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος εκ τού Πατρός καί εκ τού Υιού.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγραφίζοντας τό Παπικό παρεκκλήσι ενεργούσε ως γλύπτης καί ζωγράφισε τίς βιβλικές μορφές σάν αγάλματα, βρίσκοντας «αυθόρμητα τόν ανθρωποκεντρισμό του καί τόν κανόνα τής κλασικής αρχαιότητας».

Είναι χαρακτηριστική η παράσταση τής Κρίσεως, πού ζωγραφίθηκε από τόν Μιχαήλ Άγγελο. Ο Χριστός παρουσιάζεται νά έχη υψωμένο τό δεξί του χέρι σέ κίνηση οργής καί όλη η παράσταση επηρεάζεται από τήν κίνηση τού δεξιού χεριού τού Κριτού. Καί όπως σημειώνεται από τόν ερευνητή «γιά πρώτη φορά καλλιτέχνης διορισμένος από τόν Πάπα Ρωμαϊκής Εκκλησίας φιλοτεχνεί μιά εικόνα τού Χριστού πού αποκλίνει από τόν καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο καί παραπέμπει σέ ειδωλολατρική θεότητα». Πιθανόν εδώ νά θέλη νά εκφράση τήν απόλυτη δύναμη τού Πάπα σέ όλη τήν οικουμένη, αφού είναι βικάριος τού Χριστού πάνω στήν γή.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος, ορθόδοξος αγιογράφος ο ίδιος, όταν επισκέφθηκε τήν Καπέλλα Σιξτίνα, έγραψε: «η ψυχή δέν διατίθεται καθόλου γιά προσευχή, αλλά μόνον γιά διαφόρους καλλιτεχνικούς καί φιλοσοφικούς στοχασμούς». Ειδικά γιά τήν παράσταση τού Χριστού ως Κριτού, έγραψε: «Λές καί είναι κάποιος ‘’πρωταθλητής’’ πού εκσφενδονίζει στήν άβυσσο τού άδη όλους εκείνους πού τόλμησαν νά τού αντισταθούν. Η χειρονομία του είναι ‘’εκδικητική’’, ωμή…Καί είμαι βέβαιος ότι δέν είναι καθόλου ο αυθεντικά ευαγγελικός Χριστός».

Πόσο διαφορετικά είναι τά πράγματα στήν Ορθόδοξη αγιογραφία, όπως φαίνεται στήν εικόνα τής Δευτέρας Παρουσίας τού Χριστού, αλλά καί στήν εικόνα τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού καί τής Αναστάσεως. Μέσα στήν Καπέλλα Σιξτίνα δέν μπόρεσε νά χωρέσουν οι εικόνες τής Μεταμορφώσεως καί τής Αναστάσεως καί αυτό είναι χαρακτηριστικό.

Άς προσέξουμε τίς αγιογραφίες ενός άλλου Μιχαήλ, τού Μιχαήλ Πανσελήνου, στό Πρωτάτο τού Αγίου Όρους. Οι αγιογραφίες αυτές προκαλούν τό ενδιαφέρον όλων τών μελετητών τής τέχνης, αλλά καί τών απλών ανθρώπων. Η Ιερά Κοινότητα τού Αγίου Όρους έχει πή ότι «αι τοιχογραφίαι τής "Μεγάλης Εκκλησίας τού Πρωτάτου" είναι καρπός καί απόσταγμα τής εσωτερικής-μοναχικής καί λειτουργικής ζωής τού Αγιωνύμου Όρους. Εις τόν εικαστικόν τούτον θησαυρόν τού ιερού ημών Τόπου, η θεολογική εμβρίθεια, τό πνευματικόν βάθος καί τό κλασσικόν αίσθημα, καρποφορούν τήν αρμονίαν τών συνθέσεων, τό κάλλος τής μορφής καί τήν λαμπρότητα τού χρώματος». Κατά τήν άποψη ειδικού περί τήν τέχνη «Οι τοιχογραφίες τού Πρωτάτου εκφράζουν μία ενσυνείδητη στροφή καί ανανεωμένο ενδιαφέρον τού βυζαντινού κόσμου στό ιδεώδες τού κλασικού σέ αρμονική, ωστόσο, σύζευξη μέ τήν πνευματικότητα τής χριστιανικής κοινωνίας πού εκφράζει».

Ο Αρχιμ. Σωφρόνιος γράφει ότι οι ορθόδοξοι αγιογράφοι ενεργούν βάσει τής προσωπικής τους εμπειρίας. Άλλοι από αυτούς καταργούν τίς αναλογίες καί παραμορφώνουν τήν ανθρώπινη μορφή, γιά νά αποσπάσουν τόν νού τού προσευχομένου από τήν γή καί νά τόν οδηγήσουν στόν ουρανό, καί άλλοι μέ τήν εικόνα θέλουν νά εκφράσουν τήν ένωση κτιστού καί ακτίστου. Αυτή η τελευταία περίπτωση προϋποθέτει θεοπτική εμπειρία.

Η διαφορά μεταξύ τών βυζαντινών καί δυτικών εικόνων είναι σαφέστατη. Οι βυζαντινές εικόνες παρουσιάζουν τόν Χριστό μέ μιά μεγαλοπρέπεια, αλλά καί μέ μιά βαθειά ειρήνη, πού πλησιάζει τόν άνθρωπο μέ πολλή φιλανθρωπία καί κενωτική αγάπη. Είναι εικόνες πού έχουν αγάπη, στοργή, τρυφερότητα. Συγχρόνως, οι ορθόδοξες εικόνες εκφράζουν τήν εσωτερικότητα τού ανθρώπου, τήν ένωση ακτίστου καί κτιστού, τήν μεταμόρφωση τού ανθρώπου από τό άκτιστο Φώς, τό οποίο εισήλθε μέσα στήν ύπαρξη τού ανθρώπου καί προχέεται στό σώμα καί όλη τήν δημιουργία. Περιβάλλουν τόν άνθρωπο πού τίς βλέπει μέ μιά ευαισθησία, τρυφερότητα καί αγάπη. Συγχρόνως τό ιλαρό φώς προχέεται από τόν Χριστό καί αγιάζει όλη τήν κτίση.

Αντίθετα, στίς θρησκευτικές εικόνες τής δυτικής Αναγέννησης μπορεί κανείς νά δή τήν ανθρωποκεντρική κοσμοθεωρία τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τήν εμπιστοσύνη τού ανθρώπου στόν εαυτό του, τήν κυριαρχία τής λογικής, τής δύναμης καί τής ηδονής, τήν αμφισβήτηση τών παραδοσιακών αξιών, οπότε η τέχνη έχει ένα ρεαλιστικό καί αντιμεταφυσικό χαρακτήρα. Στήν Δύση δημιουργείται μιά πλαστική εικόνα, θεμελιωμένη στήν ανθρωποκεντρική εμπειρία καί γνώση, καί η οποία μεταφράζει σέ μορφικά σήματα τήν ανανεωμένη πίστη τού ανθρώπου στίς δυνάμεις του καί στόν εγκόσμιο προορισμό του. Η δυτική θρησκευτική τέχνη πού είναι νατουραλιστική καί ανθρωποκεντρική εκφράζει τόν εξανθρωπισμό τού δόγματος καί τό ανθρώπινο πάθος διατρέχει τίς ιερές σκηνές.

4. Οι δύο εικόνες τού σύγχρονου κόσμου

Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψη μας μπορούμε νά επεκτείνουμε τό θέμα καί στήν σύγχρονη κοινωνία μας, είτε τήν ανατολική είτε τήν δυτική καί νά δούμε τίς δύο εικόνες τού συγχρόνου κόσμου μας, πού δέν διαφέρουν από τά δύο είδη τών εικόνων πού εντοπίσθηκαν προηγουμένως.

Η μία είναι ρατσιοναλιστική καί αισθησιακή, πού στηρίζεται στήν απόλυτη κυριαρχία τής λογικής, τών αισθήσεων καί τών παθών, πού χαρακτηρίζονται ως ηδονή καί οδύνη. Η λογικοκρατρία οδηγεί τόν άνθρωπο σέ αδιέξοδα, καί η αισθησιοκρατία, μέ τήν ηδονή καί τήν οδύνη, δημιουργεί τραγωδία. Τά πάντα σήμερα στηρίζονται σέ μιά εικόνα επιφάνειας, πού μαγεύεται από τήν εξωτερική λάμψη καί αγνοεί τό βάθος. Αυτή η εικόνα ομοιάζει μέ τήν δυτική αισθησιοκρατική εικόνα, πού στηρίζει τήν ικανοποίηση τών αισθήσεων καί τών ηδονών.

Η άλλη εικόνα είναι ο εσωτερικός μυστικός κόσμος, πού αποβλέπει στήν αθέατη πλευρά τού ανθρώπου, καί παραπέμπει στό βάθος τής καρδιάς του, εκεί όπου αναπτύσσονται όλα τά καρδιακά αισθήματα πρός τόν Θεό καί τούς ανθρώπους, αλλά εκεί βιώνεται καί η τραγωδία τού πόνου καί τού άδη.

Η διαφορά μεταξύ τών δύο αυτών εικόνων χαρακτηρίζεται συμβολικά από τήν διαφορά μεταξύ προσώπου καί προσωπίδας-μάσκας. Τό πρόσωπο έχει οντολογία καί βάθος, ενώ η προσωπίδα,-μάσκα έχει μόνο επιφάνεια καί κρύβει τό πρόσωπο. Πράγματι, σήμερα οι άνθρωποι χρησιμοποιούν συνεχώς μάσκες, ή γιατί δέν διαθέτουν τήν θεολογική έννοια τού προσώπου ή γιατί θέλουν νά κρύψουν τό πρόσωπό τους. Αλλά καί η κοινωνία είναι μιά κοινωνία τής μάσκας, τής βιτρίνας, πού αρέσκεται στήν εξωτερική λάμψη καί όχι στό βάθος τής καρδιάς, τού προσώπου. Τό πρόσωπο διαθέτει ελευθερία καί αγάπη, η μάσκα έχει εξωτερική λάμψη καί ομορφιά, πού αφανίζει τό πρόσωπο καί σπέρνει τήν τραγωδία. Γι’ αυτό καί ίσως ο άνθρωπος θέλει νά σπάζη τίς βιτρίνες τών καταστημάτων, σέ μιά αναζήτηση τής ελευθερίας, αλλά δέν βρίσκει τόν πραγματικό στόχο.

Η υπαρξιακή φιλοσοφία καί η υπαρξιακή ψυχολογία προσπαθούν νά εντοπίσουν αυτήν τήν εσωτερική τραγωδία τού ανθρώπου, τόν πόνο του, μέ τό υπαρξιακό κενό, τό πονεμένο δάκρυ, πού βρίσκεται πίσω από τό εξωτερικό κάλλος τής μάσκας-προσωπίδας. Η σύγχρονη τέχνη προσπαθεί νά απεικονίζη αυτό τό βάθος τού κόσμου καί τού ανθρώπου. Η σύγχρονη κοινωνιολογία ενδιαφέρεται νά εντοπίση τήν διαφορά μεταξύ τού πλούτου καί τής φτώχειας, κυρίως προσπαθεί νά ανασύρη τό πέπλο πού καλύπτει τήν κοινωνική τραγωδία. Επιστημονικές μελέτες ανακαλύπτουν τήν τραγωδία τού ανθρώπου πέρα από τά φώτα τής δημοσιότητας, καί όταν ακόμα κλείνουν τά φώτα τής προβολής. Κυρίως αυτό τό έργο τό κάνουν οι Πνευματικοί Πατέρες, πού εισέρχονται μέσα στόν άδη τής ανθρώπινης τραγωδίας, γιά νά μεταδώσουν τό μήνυμα τής ελπίδας καί τής ανάστασης.

Η αναστήλωση τών ιερών εικόνων, πού εορτάζεται τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας, παραπέμπει στήν αναστήλωση τής πραγματικής εικόνας τού Πατρός πού είναι ο Λόγος, καί τήν αναστήλωση τού πραγματικού κατ’ εικόνα ανθρώπου πού είναι οι Άγιοι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει νά αναστηλωθή τό πρόσωπο τού Θεού πού αγαπά τόν άνθρωπο ελεύθερα καί τρυφερά καί νά καταρριφθή η μάσκα των ψευδοθεών, πού οδηγούν στήν ανελευθερία καί τό μίσος. Επίσης, αυτό σημαίνει ότι πρέπει νά αναστηλωθή ο άνθρωπος, όπως δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωση τού Θεού, νά επικρατήση η αρχοντική αγάπη καί η αρχοντική ελευθερία καί νά καταβιβασθή η μάσκα τής υποκρισίας καί τού ψεύδους.

Στήν εποχή μας, πού ακούγεται ο λόγος τού άθεου υπαρξιστού Σάρτρ, «οι άλλοι, η κόλασή μας» πρέπει νά ακουσθή μεγαλόφωνα ο λόγος τού αγίου Σεραφείμ τού Σάρωφ «Χριστός ανέστη χαρά μου». Ο άλλος δέν είναι η κόλασή μας, αλλά η χαρά μας, καί ο Θεός δέν είναι ένας φεουδάρχης πού απαιτεί τήν τήρηση τής τάξεως πού έχει τεθή μέ τήν δημιουργία, αλλά ο τρυφερός Νυμφίος τής καρδιάς μας, καί η Εκκλησία δέν είναι μιά μεσαιωνική κοινότητα, αλλά ο ολόφωτος νυμφώνας τής δόξας. Άς περάσουμε από τήν αισθησιακή εικόνα στήν βυζαντινή-Ρωμαίϊκη εικόνα, από τήν μάσκα τής υποκρισίας στό πρόσωπο τής αληθείας, γιά νά βρούμε καί νά νιώσουμε τήν αληθινή εορτή τής Ορθοδοξίας.–