Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: Φώτης Κόντογλου
Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, σ. Σχολικοῦ Συμβούλου
Ἡ ἡσυχαστική-νηπτικὴ παράδοση καὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ πνευματικὴ ὑποδομὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. "Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του καὶ ζὴ τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζει καλὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ νοῦ του, τὴν κατάσταση τῆς καρδιᾶς του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐνέργειες τῶν λογισμῶν στὸ λογιστικὸ τῆς ψυχῆς" (Μητροπολίτου Ἱεροθέου: "Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη", σ. 52).
Κάθε ἀληθινὴ χριστιανικὴ ψυχὴ εἶναι ψυχὴ ἡσυχαστική, ψυχὴ ποὺ γυρεύει νὰ βυθιστῇ στὰ βάθη τοῦ εἶναι της, γιὰ νὰ βρὴ ἐκεῖ μέσα τὸν Θεό, γιατί κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ "ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν". Καὶ τὸν βρίσκει τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος μόνον, ὅταν περιμαζέψη τὸν νοῦ του ἀπὸ τὶς ματαιότητες ποὺ εἶναι γύρω του καὶ συγκεντρωθῇ στὸν "ἔσω" ἄνθρωπο, στὴν καρδιά του. Βασικὴ προϋπόθεση γι' αὐτὸ εἶναι ὁ ἡσυχασμός, ἐκεῖνον ποὺ ἔζησαν καὶ ζοὺν οἱ ἡσυχαστὲς πατέρες στὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἀλλοῦ καὶ κράτησαν ὄρθιο καὶ ἀνόθευτο τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ στὴν ἠρεμία τῆς φύσης οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί, μακριὰ ἀπὸ πειρασμούς, μελετῶντας αὐθεντικὲς ἱστορικὲς πηγὲς σὲ θεόπνευστα παλαιὰ βιβλία, ἔγραψαν δικά τους καὶ ἔτσι κρατήθηκε ἡ Ἱερή μας Παράδοση.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ βρῆκαν στηρίγματα σ' ἐκεῖνα τὰ βιβλία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πατέρων, ἔζησαν καὶ αὐτοὶ τὸ περιεχόμενό τους καὶ ἔγραψαν καὶ αὐτοὶ σχετικὰ βιβλία. Ἔγιναν, δηλαδή, κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας ἀπὸ μιὰ γενιὰ στὴν ἄλλη ποὺ μετέφερε τὴν Ἱερὰ Παράδοση στὶς νεώτερες γενεές. Αὐτοὶ οἱ δεύτεροι δὲν ἦταν καλόγεροι. Ἔζησαν μέσα στὸν κόσμο τυπικά, ἀλλὰ ὁ νούς τους συναντιόταν μὲ τὸν Θεό, φωτίζονταν καὶ ἄνοιγαν τὰ μάτια τους καὶ ἔβλεπαν τὴν θεϊκὴ δημιουργία στὸ πραγματικό της βάθος.
Διαβάζοντας ὁ Χριστιανὸς σήμερα τὸν Παπαδιαμάντη ἢ τὸν Μωραϊτίδη ἢ τὸν Κόντογλου γεύεται τὸ μυστήριο τῆς χαρᾶς ποὺ δίνει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, τῆς γαλήνιας χαρᾶς, ποὺ φυτρώνει μέσα στὸν πόνο τῆς αὐτογνωσίας. Ζῆ μακριὰ ἀπὸ τὴν μιζέρια καὶ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς πατέρες καὶ μαθαίνει ὅσα ἐκεῖνοι ἔγραψαν. Ἔμειναν καὶ οἱ τρεὶς λογοτέχνες καὶ ἄλλοι σὲ ὅλη τους τὴν ζωὴ ἄλλοτε σὰν στρουθία καὶ ἄλλοτε σὰν ἄγρια πουλιὰ κολλημένα στὸν βράχο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν μετέδωσαν σὲ μᾶς ἀψηφῶντας τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους τῆς ἀπιστίας, ποὺ φυσοῦσαν γύρω τους καὶ τοὺς πολυειδεῖς πειρασμοὺς ποὺ τοὺς προκαλοῦσαν.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἀσκητεύει μέσα στὴν ζωή, εὐφραίνεται μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, συναναστρέφεται μὲ εὐλαβεῖς ἀνθρώπους. Ὁ Μωραϊτίδης, αὐστηρὸς ἀσκητής, περισσότερο ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη, μένει πάντα προσηλωμένος στὸ ὅραμά του νὰ πλησιάση ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο τὸν οὐρανό. Καὶ ὁ Κόντογλου κατέχεται ἀπὸ ἀνίατο θρησκευτικὸ φανατισμό. Μέσα του κατοικεῖ ἡ φιλόθρησκη διάθεση, ἡ κατάνυξη καὶ ἡ προσήλωση στὸ πνεῦμα καὶ στὰ θέσμια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι γι' αὐτὸν τὸ Α καὶ τὸ Ω του.
Μὲ τὰ θεόπνευστα ἔργα τους καὶ τὴν ὑποδειγματικὴ χριστιανικὴ ζωή τους καὶ οἱ τρείς, παράλληλα μὲ ἄλλους λογοτέχνες καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς πατέρες, κράτησαν ἀνόθευτη τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀναφερόμαστε στὸν τρίτο, τὸν Κόντογλου.
Ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν ζωή του:
"Γεννήθηκα στὸ Ἀϊβαλὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (Κυδωνίας), κοντὰ στὴ Μυτιλήνη καὶ στὴν Πέργαμο, σ' ἕνα ἰδιότροπο μικρὸ νησὶ ποὺ εἴτανε χτήμα τῶν προγόνων μου, σὲ μιὰ φύση θαυμάσια. Ταξίδεψα σὲ κάμποσα μέρη καὶ ἔζησα στὴ Γαλλία ἕξη χρόνια, καὶ λιγότερο σ' ἄλλα μέρη. Πρὸ δέκα χρόνια ταξίδεψα στὴ Συρία καὶ στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ προσκάλεσε ἡ Αἰγυπτιακὴ Κυβέρνηση καὶ ἐργάστηκα στὸ Κοπτικὸ Μουσεῖο γιὰ τὸ Μάρκο πασᾶ (διευθυντή του).
Ἐνῷ τὰ πρῶτα μου χρόνια δούλεψα ὡς ζωγράφος στὴν ἐλεύθερη ζωγραφική, στὴν ὁποῖα εἶχα μεγάλη ἐπίδοση, ἀπὸ τὸ 1922 ποὺ ἐγκαταστάθηκα στὴν Ἑλλάδα, ἐπιδόθηκα μὲ πάθος στὴ βυζαντινὴ τέχνη καὶ μὲ τὴ μελέτη της προσπάθησα νὰ δημιουργήσω ὕφος ἑλληνικὸ στὴ ζωγραφική, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ μεσαίωνα, τῆς τουρκοκρατίας, καὶ ἀπὸ τὸ ἀθάνατο λαϊκὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Ἡ προσήλωσή μου αὐτὴ μὲ κατέστησε εἰδικὸν στὰ ζητήματα τῆς βυζαντινῆς τέχνης, πρὸ πάντων στὰ σχετικά, ὥστε νὰ θεωροῦμαι ὁ εἰδικότερος στὴ συντήρηση καὶ ἀποκατάσταση εἰκόνων, τοιχογραφιῶν καὶ μωσαϊκῶν ὄχι μονάχα στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ στὴν Εὐρώπη"
Ὡς συγγραφέας ἔγραψα σὲ ἡλικία 21 χρόνων τὸν "Πέδρο Καζά", ἔπειτα τὴ "Βασάντα" καὶ ἄλλα. Παράλληλα μὲ τὴ ζωγραφική μου ἐπίδοση στὰ βυζαντινά, μὲ τὸν ἐρχομό μου στὴν Ἑλλάδα ἔπαθα μεταστροφὴ καὶ στὸ λογοτεχνικό μου ἔργο, προσηλωμένος στὴν παράδοση, στὰ δημοτικὰ τραγούδια καὶ τὰ λαϊκὰ γραψίματα καὶ τόνωσα τὸ προσωπικὸ ὕφος ποὺ μὲ ξεχώριζε φυσικά, ἁπλοποιῶντας τὴ γλῶσσα μου καὶ τὰ συναισθήματά μου. ("Φιλολογικὴ Πρωτοχρονιά", τ. 29, ἔτος 1972, σελ. 314-315.
Νομίζω πῶς τὸ ἰδιαίτερο μυστικὸ τοῦ Φώτη Κόντογλου, τὸ μυστικὸ τοῦ πλούτου τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ ἡσυχία. Ἡ ἡσυχία μὲ τὸ νόημα ποὺ ἔδωσαν στὴν ἔννοια αὐτὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. "Ὅποιος δὲ νιώθει τὰ μυστήρια ποὺ τοῦ ξεσκεπάζονται, ἔγραφε, σὰν ἀπομείνει μοναχός, δὲ θὰ νιώσει τίποτε, ὅπου κι ἂν πάγη, ἅς εἶναι καὶ στὸν πιὸ ἐξωτικὸ καὶ χιλιομακρυσμένον κόσμον". "Εὐλογημένο καταφύγιο", Ἐφημ. "Ἐλευθερία", 26-6-1959.
Ἡ ἡσυχία εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς ποὺ διψάει τὸν Θεό. Μόνο μακριὰ ἀπ' τοὺς θορύβους καὶ τοὺς περισπασμοὺς μπορεῖ νὰ βρεθῇ ὁ ἄνθρωπος κοντὰ στὸν Θεό. Ἡ φυγὴ ἀπ' τὶς πόλεις καὶ ἡ καταφυγὴ στὴν ἔρημη φύση "δροσίζει τὴν ψυχή μου σὰ νά' ναὶ γεμάτη ἀπὸ κρύα ποτάμια καὶ ἀπὸ ὄμορφες βρῦσες, γιατί ἐδῶ βρίσκω τὴν εἰρήνη. Τὴν πολυπόθητη εἰρήνη!" (Ἐφημ. "Ἐλευθερία", 18-9-1961).
Καὶ ἀλλοῦ: "Ἀληθινὰ δὲ ζεῖ κανείς, ἂν δὲν ἔχη συντροφιὰ τὸν ἑαυτό του, τὶς σκέψεις του, τὸ λιγοστὸ χῶμα ποὺ' ναὶ ἀνάμεσα στὰ βράχια. Πόσο θὰ τ' ἀγαπῶ ὅλα αὐτὰ τὰ φτωχὰ πράγματα τῆς ἐρημιᾶς, πιὸ πολὺ καὶ πιὸ ἀληθινὰ ἀπὸ ὅσο ἀγαπᾶ ὁ κόσμος τὰ χρυσάφια καὶ τὰ παλάτια του! Θὰ ζὼ ξαλαφρωμένος ἀπ' αὐτὰ τὰ βαρειὰ χαρχάλια, θὰ νιώθω τὸν ἑαυτό μου σὰν ρημοδέντρι, ποὺ κάθεται μέρα νύχτα στὸν καθαρὸ ἀγέρα. Τί χαρὰ μεγάλη, νά' μαὶ ἕνας ἀσκητὴς μαζὶ μὲ κείνους τοὺς λίγους ἀσκητάδες,τούς φτωχούς! Νὰ μὴ μὲ λογαριάζη κανεὶς γιὰ ζωντανόν, παρὰ νὰ μὲ κοιτᾶ μονάχα τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ!" (Ἐφημ. "Ἐλευθερία", 28-6-1959).
"Μιὰ φορὰ εἶχα ἕνα μικρὸ σπιτάκι σὲ μιὰ ἐρημικὴ μεριὰ κοντὰ στὴ θάλασσα. Βουναλάκια μικρὰ τὸ τριγυρίζανε, βουναλάκια ἥμερα καὶ χαρούμενα, στολισμένα μὲ λίγα δεντράκια, σκοίνους, θυμάρια, πρινάρια, ρήγανη, ποὺ μοσχοβολούσανε. Κατὰ τὸν βορηὰ ἤτανε μιὰ ρεματιὰ μὲ λίγα πλατάνια καὶ μὲ λυγαριές, καὶ στὸ βάθος της καταστάλιζε τὸ καλοκαίρι λιγοστὸ καθαρὸ ἀεράκι. Τὴν ἄνοιξη τὸ χῶμα στολιζότανε μὲ ἀγριολούλουδα χρωματιστά, ποὺ μὲ κάνανε νὰ χαίρουμαι καὶ νὰ δοξάζω τὸν Θεό. Τί ἁγνότητα ποὺ εἶχε ἡ ψυχή μου!
Εἶχα διαλέξει αὐτὸ τὸ μέρος νὰ μὴν ἔχη κανέναν δρόμο, γιὰ νὰ μὴν ἔρχεται ἄνθρωπος κατὰ κεί. Ἤμουνα καταμόναχος, ἥσυχος, ξεκουρασμένος. Ἀποτραβιόμουνα ἐκεῖ πέρα κ' ἔβγαζα ἀπὸ πάνω μου τὶς ἔγνοιες καὶ τὶς σκοτοῦρες, σὰν τὸ φίδι ποὺ βγάζει τὸ πετσί του. Ξανάβρισκα τὴ λευτεριά μου.
Πολλὲς φορὲς ἔκανα μῆνες νὰ κατεβῶ στὴν πολιτεία. Τὸν μοναχὸ ἄνθρωπο ποὺ ἔβλεπα, ἤτανε ἕνας τσομπάνης, ἕνας μισοκαλόγερος, ποὺ, ὅποτε πήγαινε στὸ χωριό, μούφερνε ὅ,τι εἶχα ἀνάγκη. Στὴν ὄψη ἤτανε ἴδιος ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, πετσὶ καὶ κόκκαλο, μὲ ἄγρια μαλλιὰ καὶ γένεια κατάμαυρα, θεοφοβούμενος. Τὸν λέγανε Χρῆστο, κ' ἤτανε Σαρακατσαναῖος.
Ἐκεῖ κοντὰ βρισκότανε ἕνα ρημοκκλήσι πολὺ μικρό, ὁλότελα ξεχασμένο, κι ὁ Χρῆστος πήγαινε ταχτικὰ κι ἄναβε τὰ καντήλια....Τό μέρος ἤτανε δασωμένο, τὰ δέντρα κατεβαίνανε λίγο παραμέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τὸ παραθύρι μου ἄκουγα μέρα-νύχτα τὸ βουητὸ ποὺ κάνανε τὰ κύματα, τὴν ἀνάσα τῆς θάλασσας, ποὺ τὴ συνήθισα σὰ νανούρισμα, ἀπὸ τὰ μικρὰ χρόνια μου. Μαζὶ μὲ τὸ ρουχάλισμα τοῦ πελάγου ἀνακατευότανε καὶ τὸ βούϊσμα ὅπου κάνανε τὰ δέντρα γύρω στὸ σπιτάκι μου, ποὺ φαινότανε μοναχὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα.
...Γύριζα στὸ σπίτι μου συγκρυασμένος. Ὁ βόγγος τῆς θάλασσας ἐρχότανε στ' αὐτιά μου ἀπὸ μακρυά. Ἔβγαζα ἀπὸ τὴν τσέπη μου ὅ,τι εἶχα μαζεμένα, χαλίκια, σανιδάκια, κοχύλια, καὶ τὰ ἀράδιαζα ἀπάνω στὸ τραπέζι μου, κοντὰ στὰ λιγοστὰ βιβλία μου. Γύριζα κ' ἔβλεπα μιὰ εἰκόνα ποὺ ζωγράφιζα, τὸν ἅγιο Γιάννη τὸν Πρόδρομο, ποὺ τὸν ἀγαπῶ πολύ, κ' ἔκανα τὸν σταυρό μου. Ἠλιοψημένος, σκελετωμένος, φτερωτὸς σὰν ἀγριοπούλι, ἀναμαλλιασμένος, κύτταζε τὸν Χριστὸ ποὺ ἔσκυβε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ μιλοῦσε. Τὸ πνεῦμα μου ἤτανε ἥσυχο. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦσα ν' ἀποσκεπάζη τὸν κόσμο.
Σὲ λίγο, ἄρχιζε νὰ κατεβαίνη σιγά-σιγά ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Ὤς νὰ κάνω τὴν προσευχή μου, ὁ οὐρανὸς γινότανε κατάμαυρος. Ἀπὸ τὸ παραθύρι μου ἔβλεπα τὰ ἄστρα νὰ κρέμουνται σὰν καντήλια ἀπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι.
Ξαπλωνόμουνα στὸ στρωσίδι μου κι ἀφουγκραζόμουνα τὸ βόγγο τῆς θάλασσας καὶ τῶν δέντρων. Συμμαζευόμουνα γιὰ νὰ ζεσταθῶ ἀπὸ τὴν ψύχρα τῆς νύχτας κ' ἔλεγα μέσα μου "Δόξα σοι ὁ Θεός, ποὺ δὲν μὲ ξέρει κανένας!" ("Ἀγαπημένο καταφύγιο, Ἁπλὴ κι' ἀληθινὴ ζωὴ" (Ἐφημερὶς "Ἐλευθερία", Κυριακὴ 18 Ἰουνίου 1961).
Μέσα στὴν φύση ὁ Κόντογλου ἔβλεπε τὸν Θεό. Ἔβλεπε τὸν Κτίστη ἀπὸ τὸ κτίσμα. Ὅπου κι ἂν στάθηκε, στὸ Ἀϊβαλί, τὴν Ἀθήνα, τὰ πέλαγα, τὰ κάστρα, τὰ χωράφια, φούντωνε μπροστά του ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ. ".....οἱ ἐσωτερικές, οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του τὸν ὁδηγοῦσαν ὥστε νὰ μὴ χαθεῖ μέσα στὸν κόσμο, νὰ μὴν ξεπέσει στὸν παγανισμό......" Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔνιωθαν τὴ φύση ὁ Σολωμὸς κι ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Θεόφιλος κι ὁ Σικελιανός, μὲ τὸν ὁποῖο διατηροῦσε ξεχωριστὴ φιλία, παρὰ τὶς κάποιες διαφορές τους.
Τὴν φύση ὁ Κόντογλου τὴν ζοῦσε μὲ πνευματικότητα φωτεινὴ καὶ τὴν ἐξανθρώπιζε. Δὲν τὴν ζοῦσε μέσα στὴν ἀοριστία. Δὲν χάρισε ποτὲ τὴν καρδιά του στὴν φύση. Ἀντίθετα τὴν ἔπαιρνε καὶ τὴν ἔφερνε μέσα του μὲ τὶς αἰσθήσεις. Τὴν πνευματοποιοῦσε μὲ τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του κι ἔστηνε μέσα της τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ δώση νόημα στὴν πλάση. "Νόημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πλάστη..." (Κ. Τσιρόπουλου: "Τὸ πουλὶ τὸ θαλασσοδαρμένο")
Βιώματα χριστιανικά. Μὲ αὐτὰ ὁ Κόντογλου βρῆκε τὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισο. Καὶ ὄχι μόνο τὸ βρῆκε, μὰ καὶ τὸ περπάτησε.
Ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Ἀθήνα ὁ Κόντογλου παρέμεινε ὁ ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ κοσμικὸ καὶ τὸν πολὺν κόσμο.
"Ὅποτε μπορῶ, ἔγραφε, ξεμακρύνω ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῆς σημερινῆς ζωῆς. Κάθουμαι στὸ σπίτι μου, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ζωγραφίζω κανένα εἰκόνισμα, γράφω καμμιὰ ἱστορία ἢ καμμιὰ σκέψη γιὰ τὸν ἑαυτό μου, φιλοτεχνῶ κανένα χειρόγραφο, ἢ κουβεντιάζω μὲ κανέναν ἁπλὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν τρέχει γιὰ ν' ἀρπάξη πολλὰ λεφτά, κ' εἶναι ἥσυχος καὶ βλογημένος....Κάθουμαι ὅσο μπορῶ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν φουρτουνιασμένο κόσμο κι' ἀπὸ τὶς ψεύτικες ἀπολαύσεις του, καὶ ζὼ μὲ τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἥσυχους χριστιανούς, μὲ "τὰ τέκνα τῆς εἰρήνης". (Ταραχὴ καὶ εἰρήνη". Ἐφημερὶς "Ἐλευθερία", 29 Μαΐου 1960).
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολάψη πολλά, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ τὰ προφτάξη ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα καὶ νὰ μὴ θέλη πολλά, ἔστω καὶ ἀπὸ οἰκονομία νὰ τ' ἀποχτήση, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, οὔτε γιατί ἔχει τὴν ἰδέα πῶς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατί στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ' ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. "Τὶς ἐστὶ πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος".
"Κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας μὲ τὰ λίγα δενδράκια καὶ μὲ τὰ ταπεινὰ λουλούδια. Ξεκουράζουμαι κ' εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Τοῦτο τὸ μικρὸ κηπάριο εἶναι γιὰ μένα ὁ Κῆπος τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἀγέρας μοσχοβολᾶ, κι ὁ νοὺς μοῦ ταξιδεύει. Ταξιδεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὰ περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, ἐκεῖ ποὺ ἀναβρύζει τὸ μυστικὸ νερό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται "τὰ ριζώματα" τοῦ κόσμου. Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ βρέθηκε αὐτὸ τὸ καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη εὐτυχία ποὺ εἶμαι μοναχιασμένος, ποὺ, ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, δὲν μὲ ξέρει κανένας, δὲν μὲ θυμᾶται κανένας. Σὰν νὰ εἶμαι καραβοτσακισμένος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὴ φουρτούνα, κι ἀκούγει τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας ἀπὸ τὸ σίγουρο καταφύγιό του. Σὰν νὰ γλύτωσα ἀπὸ ληστές. Ἀνατριχιάζω συλλογιζόμενος τὴν ἀνεμοζάλη ποὺ τὴ λένε ζωὴ οἱ ὅμοιοί μου, κοινωνικὴ ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια κάϊ λύκους. Ἀναπαύομαι μοναχὰ μὲ δυό-τρεὶς ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ καλοκάγαθους, ποὺ ἔχουνε ἀγάπη μέσα τους καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά τους. Δὲν θέλω μήτε θαυμασμούς, μήτε δόξες, μηδὲ ἄλλες τέτοιες συμφορές. Θέλω νὰ εἶμαι ξεχασμένος καὶ ἀσήμαντος. Ὧ λησμονιά, τί μπάλσαμο χύνεις στὴν ψυχή μου!"
ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Γράφει ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος θέλοντας νὰ τὸν τοποθετήση πνευματικά: "Ὁ Κόντογλου ἦταν ἄλλο ἀνθρώπινο τοπίο, ἕνα τοπίο ἀπόμακρο, μοναχικό, ἂν ὄχι ἀσκητικό, γεμᾶτο παλιὲς μελαχρινὲς εἰκόνες, ἀναθυμιάσεις λιβανωτοῦ, αὐστηρὲς καὶ κατανυκτικὲς ψαλμωδίες, καὶ συνάμα ἕνα τοπίο ποῦ ἔδειχνε μονωμένο σὲ τοῦτον τὸν ἀλλόκοτο αἰῶνα" ("Ἡ ζωντανὴ παράδοση", σελ. 25) Καὶ παρακάτω: "Ὁ Κόντογλου ἀνῆκε σὲ ἄλλον αἰῶνα, σὲ πολλοὺς περασμένους αἰῶνες. Τὸν ἔστειλε ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς γιὰ νὰ σημάνη τὴν παρουσία της καὶ τὴ δύναμή της, γιὰ νὰ δείξη πῶς μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀκόμα....Όμοιαζε μὲ φαροφύλακα συλλογισμένο πάνω σὲ ξεμοναχιασμένο βράχο στὴν ἐρημιὰ τοῦ πελάγου, ποῦ συναγροικιέται μὲ τὰ πουλιὰ τῆς φουρτούνας, τοὺς βρυχηθμοὺς τῶν ἀνέμων καὶ ποῦ τὸν καταπλημμυρίζει ἡ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔσκυβε στὰ παλιὰ κιτάπια ἀναζητῶντας τοὺς στοχασμοὺς καὶ τοὺς αἴνους τῶν ἀφοσιωμένων. Οἱ νηπτικοὶ πατέρες τοῦ ἦταν οἰκειότατοι καὶ μάλιστα ὁ Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος πάντα στὸ προσκέφαλό του".
Μέσα του κατοικοῦσε ἡ φιλόθρησκη διάθεση καὶ ἡ προσήλωση στὸ πνεῦμα καὶ στὰ θέσμια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔκαμε τὴν παράδοση ψυχή του καὶ πνεῦμα του καὶ ζωή του καὶ μᾶς τὴν ξανάδωσε ζωντανὴ ποῦ νὰ θέλγη καὶ νὰ συγκινῇ. Μὲ τὴ φλόγα τῆς ψυχῆς του σ' ὅλα τὰ γραπτά του διακήρυττε πῶς τὸ μοναδικὸ χρέος τῶν ἀνθρώπων εἶναι νὰ κάνουν πράξη τὴν διαφύλαξη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ἀσάλευτη. Γράφει: "Ἕνας λαὸς ποῦ ἔχει χάσει τὴν παράδοσή του εἶναι σὰν τὸν ἄνθρωπο ποῦ ἔχει χαμένο τὸ μνημονικό του, ποῦ ἔχει πάθει ἀμνησία. Τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο εἶναι δεμένα μὲ τὰ περασμένα. Τὸ σήμερα θρέφεται ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ τὰ μελλούμενα ἀπὸ τὸ σήμερα" ("Μυστικὰ ἄνθη", Ἀστὴρ 1977, σελ. 148) Καὶ ἀλλοῦ: "Ἡ παράδοση λέγεται ἔτσι ἐπειδὴ μ' αὐτὴ παραδίνουνται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ ὅσα ἀγάπησε καὶ τίμησε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ ἔκαμε οὐσία τῆς ζωῆς του" (Περιοδ. "Ζυγός", 51-52, Φλεβάρης-Μάρτης 1960, τ. 5)
Ὡς ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Κόντογλου, γνήσιος ἐκφραστὴς τοῦ ἁγιοπατερικοῦ πνεύματος καὶ ἤθους καὶ μυσταγωγὸς στὴν νηπτικὴ παράδοση, στέκεται μὲ δέος μπροστὰ στὸ κάλλος τῆς βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς τέχνης καὶ γίνεται συνεχιστής της. Ζοῦσε τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση μέσα στὴ λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι σὰν αὐτοτελῆ παράδοση. Τὸ θρησκευτικό του ἦθος, ἡ πίστη του, ἦταν λειτουργικά. Ζοῦσε τὴν χριστιανοσύνη ὡς ἀμετάπειστος ἀνατολίτης. Καταφρονοῦσε βαθιὰ τὴν Δύση καὶ τὴν χριστιανοσύνη της, ποῦ τὴν θεωροῦσε κοσμικὴ καὶ ἐκλογικευμένη. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πάθους, μιὰ φουρτουνιασμένη ψυχή, ὅταν τὸν ἄγγιζε στὰ ἐσώτατά του ὁ Καθολικισμὸς καὶ Προτεσταντισμός. Τότε τὰ λόγια του στοιβάζονταν μέσα του καὶ δὲν ἔπαιρνε ἀνάσα. Ἔτυχε νὰ τὸν ἀκούσω στὸν "Παρνασσό", μιὰ βραδιὰ ἀφιερωμένη στὸ Παπαδιαμάντη. Μίλησε καὶ ὁ Κόντογλου. Ὅταν σύγκρινε τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν Δύση ἔγινε ἀγνώριστος. Ἀγρίεψε καὶ μὲ χειμαρρώδεις ἐπιτιμήσεις ἐναντίον τῆς Δύσης καθήλωσε τὸ ἀκροατήριο ὧρες ὁλόκληρες.
Ἡ πίστη του στὴν Ὀρθοδοξία ἀνάβλυζε ἀπὸ βαθύτερα ἐσωτερικὰ στρώματα. Ὁ Θεός του ἦταν ὄχι μόνον ὁ Θεὸς τῆς Γραφῆς καὶ τῆς Ὑμνολογίας, ἀλλὰ καὶ ὁ μυστικός, ὁ ἀπέραντος Θεὸς τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Παντοκράτορας τῶν βυζαντινῶν θόλων. "Ἡ Ὀρθόδοξος Μικρὰ Ἀσία" θὰ γράψη ὁ φίλος τοῦ Κόντογλου Θεόκλητος Διονυσιάτης, "μὲ τὸ ἔντονον παραδοσιακὸν χρῶμα καὶ τὴν μοναστικὴν πνευματικότητα, ἐδορυφόρησεν εἰς τὸν Φώτιον μιὰν ἐκλεπτυσμένην ὀρθόδοξον αἴσθησιν, τὴν ὁποίαν ἐκαλλιέργησεν μὲ τὰς νηστείας, τὸ κομβοσχοίνι καὶ τὰ ἀσκητικὰ βιβλία. Καὶ αὐτὸ βεβαιοῦται ἀπὸ τὸ ἁγιογραφικὸν καὶ συγγραφικόν του ἔργον. Καὶ δὲν μετέφερε ἀπ' τὸ Ἀϊβαλί, τὴν πατρίδα του, μόνον μὲ τὶς ἁγνὲς λαϊκὲς ἀναμνήσεις τῶν θαλασσινῶν περιπετειῶν μὲ τοὺς ψαρᾶδες, τὰ τρεχαντήρια καὶ τοὺς κουρσάρους, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴ βιουμένη στὴν καρδιά του ἀσκητικὴ Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ ὁλόκληρη τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας" ("Ἀθωνικὰ ἄνθη", Ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός μας".
Ὁ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Εἶχε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ ὁ Κόντογλου νὰ γεννηθῇ ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ νὰ ζήση σὲ ἕνα συγγενικὸ περιβάλλον ἱερέων καὶ μοναχῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐποχὴ ἐκείνη κρατοῦσε ἄφθαρτα τὰ χριστιανικὰ ἤθη καὶ τὶς ἑλληνικὲς παραδόσεις. Ἡ εὔπλαστη παιδική του ψυχὴ δεχόταν εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ χριστιανικὲς διδαχές. Ἔτσι ὁπλίστηκε μὲ σπέρματα καὶ καταβολὲς ἀγαθές. "Ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις αὐτές", γράφει ὁ φίλος τοῦ Κόντογλου, μοναχὸς Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης, "δυναμωμένος καὶ στεριωμένος στὴν πίστη στὸ Χριστό, μὲ σεβασμὸ στὸν ἄνθρωπο σὰν πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἀθάνατο, μὲ ὁράματα καὶ φιλοδοξίες νὰ ἀποβῇ ὠφέλιμος στὴν πατρίδα του καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ ἰσχυρὸ θυμοειδὲς καὶ πειθαρχημένο ἐπιθυμητικόν, ὅλος ὄνειρα καὶ ἐλπίδες καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ "ποῦ λάτρευε ἐν τὼ πνεύματί του" ξεκίνησε ἀπὸ τὴ γενέτειρά του γιὰ τὴν μητέρα Ἑλλάδα".
Μὲ τέτοια ἠθικὴ ὑποδομὴ καὶ ἕνα γόνιμο καὶ δυνατὸ μυαλὸ δὲν εἶναι νὰ ἀπορῇ κανεὶς πῶς προέκυψε μετέπειτα ἕνας χαρισματικὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἄριστος ἁγιογράφος καὶ λογοτέχνης. Βέβαια σ' αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ διαρκὴς ἐνασχόλησή του μὲ τὸ ἐπάγγελμά του καὶ τὰ συναφῆ μὲ αὐτό. Βρισκόταν πάντα σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐρανό. Ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ ψάλλη καὶ νὰ δοξολογῇ τὸν Θεό. Πότε μὲ τὴν γραφὴ τῶν ἄρθρων, πότε μὲ τὶς μεταφράσεις πατερικῶν κειμένων, πότε μὲ τὴν ἁγιογραφία τοῦ καὶ πότε μὲ τὶς ψαλμωδίες τοῦ κυριαρχιόταν ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. "Μόνον ἔτσι, θὰ πὴ πάλι ὁ Θεόκλητος Διονυσιάτης, δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ὁ πνευματικὸς πόθος του καὶ ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ποῦ δὲν ἐγνώρισαν ὕφεσιν. Διότι ὄχι μόνον εἰς τὸ ἐργαστήριόν του ἐθεολόγει ἐποπτικῶς διὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀλλ' ὅπου εὑρίσκετο, ἀκόμα καὶ ἐπάνω εἰς τὰ ἰκριώματα, ἀπ' ὅπου ἐφιλοτεχνοῦσε τὰς βυζαντινὰς νωπογραφίας τοῦ εἰς τοὺς τρούλλους καὶ τὰς ἐπιφανείας τῶν ἱερῶν ναῶν, μὲ ἐκεῖνο τὸ ἅγιον πάθος τοῦ ἱερουργοῦ, ποῦ ἔψαυε τὰ ἴχνη τοῦ Θεοῦ καὶ μετουσίωνε τὸν θεῖον ἔρωτά του εἰς κατανυκτικὰς μελωδίας καὶ εἰς δοξολογικοὺς ἀλαλαγμούς...."
Καὶ μόνον ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς μετέφερε στὸ χαρτὶ καὶ τοὺς τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν ὅλη τὴν βιωμένη στὴν καρδιά του Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁλόκληρο τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ τῆς πατρίδας του. Οἱ ὀρθόδοξες ἐμπειρίες τοῦ τὸν ὡρίμασαν σὰν τεχνίτη τῆς ἁγιογραφίας καὶ λαογραφίας. Αὐτὲς τὶς ἐμπειρίες του ἐξωτερικεύει στὰ ἔργα του. Δὲν ὑπάρχει σήμερα κανένας ἁγιορείτης ἁγιογράφος ποῦ νὰ μὴν ἀκολουθῇ τὸν δρόμο ποῦ χάραξε ὁ Κόντογλου. Ἔχουν γεμίσει οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια μὲ εἰκόνες καὶ τοιχογραφίες κοντόγλειας τεχνοτροπίας. Ἄφησε ἀληθινὰ ἱστορικὸ ἔργο στὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία, ποῦ τὸ ἀναγνωρίζει Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Δὲν εἶναι ὅμως μικρότερης ἀξίας καὶ τὸ λογοτεχνικό του ἔργο. Πηγάζει κι αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἴδια πηγή: τὴν εὐσέβειά του, τὴν παραδοσιακὴ ζωή του, μὲ τὶς ἀτέλειωτες ψαλμωδίες του, μὲ τὰ προσκυνήματά του στὰ παλιὰ μοναστήρια, τὶς κρυφὲς ἐλεημοσύνες του, μὲ θαύματα καὶ μετανοοῦντες κουρσάρους, μὲ ἱστορίες γιὰ μάρτυρες καὶ νεομάρτυρες καὶ ἀσκητές, γιὰ θαυματουργὰ λείψανα ἁγίων καὶ ὄνειρα ἁπλοϊκῶν χριστιανῶν. Καὶ πάντα ἡ Ὀρθοδοξία τὸν ἐνέπνεε, αὐτὴν διακονοῦσε καὶ γι' αὐτὴν ἐμάχετο. Χρησιμοποίησε τὴν γλῶσσα ποῦ μιλοῦσε καὶ καταλάβαινε ὁ λαός, ἀπαλλαγμένη ἀπο ρητορίες καὶ φανφαρονίες. "Ὁ ρήτορας, ἔλεγε, παίζει μὲ τὴ γλῶσσα σὰ νά' ναὶ ἐρωμένη του, ἐνῷ ὁ καλὸς λογογράφος τὴ δέχεται γιατί εἶναι τιμή του. Ἡ μαστοριὰ στὴ γλῶσσα εἶναι τὸ σοφὸ αἴστημα, ὄχι ἡ σοφία. Οἱ λέξεις νὰ εἶναι συναρθρωμένες μὲ τὰ πράγματα, τὶς πράξεις, τὰ πρόσωπα καὶ τὶς καταστάσεις. Νὰ εἶναι μιὰ γλῶσσα βιωμένη, βαφτισμένη στὴ φωτιὰ τῆς ζωῆς μὲ τρόπο αὐθόρμητο".
Στὰ ἠθογραφικά του ἀφηγήματα δὲν ὑπάρχει καμιὰ σύνθετη πλοκή. Νὰ ἕνα δεῖγμα:
"Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸν σοφρὰ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἀγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ. Ὁ ἕνας, ὁ καρβουνιάρης, ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκειὰ καὶ βαρειά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ "Μεγάλυνον ψυχή μου" μὲ τέτοιο μεράκι, ποῦ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποῦ τὸν ἀκούγανε..." (Παραμονὴ Χριστούγεννα). Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε...Τούς βάλανε νὰ καθήσουνε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κουραστήκανε...Άμα ἤπιανε δυό-τρία κονιάκια, ὁ μπαρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ: Καλὴν ἑσπέραν ἄρχοντες...Ύστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ "Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε"...Ύστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε...Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ὕστερα ξυπνοῦσε κι ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία" (Χριστούγεννα στὴ σπηλιά)
Μιλῶντας γιὰ τὴν γλῶσσα στὰ θρησκευτικὰ θέματα ἔλεγε:
"Ἕνα εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς καλῆς γλώσσας, τοῦτο: τὸ νὰ συγκινεῖ τὶς εὐσεβεῖς ψυχές, τὸ νὰ γεννᾶ κατάνυξη μέσα σ' αὐτές, νὰ κάνει νὰ ἀναβρύζουν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πιστῶν καὶ νὰ τοὺς γεμίζει ἀπὸ πόθον σφοδρότατον νὰ τὰ καταφρονήσουν ὅλα, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴ φωτιά, αὐτὸ τὸ "πὺρ" ποῦ εἶπε ὁ Χριστός, τὸ ἄναβε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς μέσα εἰς τὰ ψυχὰς τῶν Χριστιανῶν ποῦ τὶς "ἐπλάκωνε ἡ σκλαβιὰ" καὶ ποῦ ἦσαν πεινασμένες "ἀπὸ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Κυρίου" καὶ ἀντὶ νὰ τουρκέψουν, ἐπήγαιναν "ἀγαλλομένῳ ποδὶ" καὶ ἐμαρτυροῦσαν διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἦταν ἀττικά, οὔτε τορνευμένα ἀπὸ ἀργόσχολους γραμματικούς, ἀλλὰ λόγια τοῦ λαοῦ τῶν βουνῶν, "τῶν μωρῶν τοῦ κόσμου", ποῦ ἠγάπησεν ὁ Χριστὸς περισσότερον ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ ἀπὸ τοὺς διαβασμένους..."
Ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος εἶναι τὸ μεγάλο πάθος τοῦ Κόντογλου. Καὶ ὅπου τὸν βρίσκει τὸν περιγράφει μὲ δύναμη καὶ συμπόνοια. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ παραλῆδες, οἱ μεγαλοστάνοι, οἱ δυνάστες, οἱ μεθυσμένοι ἀπὸ πλοῦτο καὶ ἐξουσία. Καὶ αὐτοὺς τοὺς ἥρωές του δὲν τοὺς βρίσκει στὰ ρόδινα ἀκρογιάλια, στὰ εἰρηνευμένα χαμόσπιτα καὶ στὶς ταπεινὲς ἐκκλησιές, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης. Τοὺς συναντᾶ κουρασμένους θαλασσινούς, ποῦ ὀργώνουν πέλαγα καὶ στεριὲς κι ἀφιλόξενα δάση ποῦ ζοῦσαν αἱμοβόρα θηρία καὶ ἄκαρδοι ἀνθρωποφάγοι. Δὲν κινεῖται μέσα σὲ περιορισμένα πλαίσια. Ξανοίγει τὴ ματιά του πλατύτερα καὶ παρακολουθεῖ τοὺς ἀνθρώπους μέσα στὴν ἀγωνία τῆς βιοπάλης καὶ στὸν ἀσταμάτητο πόλεμό τους μὲ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα. Καὶ σ' ὅλους βλέπει μέσα τους τὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κόντογλου πάντα ἦταν ἕνας θρησκευόμενος ἄνθρωπος. Ἀφ' ὅτου ὅμως ἔγραψε τὸν "Μυστικὸ Κῆπο" γίνεται πνευματικότερος καὶ ἡ τέχνη του ἐσωτερικότερη καὶ κατανυκτικότερη. Ζὴ πιὸ ἔντονα τὸ στασίδι τοῦ ἱεροψάλτη. "Οἱ εἰκόνες τοῦ Παντοκράτορα ποῦ ζωγραφίζει σταλάζουν, ὅπως γράφει ὁ Π. Πάσχος, ("Σχέδιο μὲ μολύβι") οἶνον κατανύξεως". Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου ἐξομολογεῖται:
"Ἀφοῦ ἔγραψα πολλά, κι ἀπόχτησα φήμη στὸ γράψιμο, εἶδα στὸ τέλος πῶς μάταια τέχνη κατέχω. Παρομοιάζω τὸν ἑαυτό μου σὰν τὸν μετανοιωμένο τὸν ληστή, ἢ σὰν τὴν πόρνη πάλλαξε δρόμο, ἢ σὰν τὸν ὅσιο Μωϋσὴ τὸν Αἰθίοπα, ποῦ ἐπὶ χρόνια πολλὰ λήστεψε κ' ἔσφαξε, καὶ στὰ τελευταῖα βρῆκε ἔλεος. Γιατί κι ἐγὼ ἔγραψα ἱστορίες γιὰ ληστάδες καὶ γιὰ κουρσάρους καὶ γιὰ φονιᾶδες κάθε λογῆς, καὶ τώρα καταλαβαίνω, πῶς πρέπει νὰ βάλω στὴ λίγη τέχνη μου κάποιον σκοπὸ καλὸ καὶ βλογημένον, νὰ πλέξω μελωδικὸ ἐγκώμιο γιὰ τοὺς ἄσαρκους ἀσκητάδες, ποῦ εὐώδιαζε τὸ κορμί τους σὰν κυπαρισσόξυλο καὶ σὰν τὰ ξερὰ χορτάρια τῶν γκρεμνῶν.
Οἱ ποιητὲς συνηθίζουνε νὰ καλοῦνε τὶς μοῦσες νὰ τοὺς φτερώσουνε. Ἐγὼ ὅμως κράζω τὸ Θεὸ νὰ μὲ φωτίσει, γιατί τρέμοντας πιάνω στὸ στόμα μου τόνομά του τ' ἁγιασμένο, ἐπειδὴς εἶναι πιὸ καθαρὸ ἀπὸ τὸ χιόνι, καὶ φοβᾶμαι μὴν γίνω αἴτιος καὶ τὸ λερώσει ἡ δόξα τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ξεμακρύνανε καὶ βυθιστήκανε στὸ βυθὸ τῆς λησμονιᾶς....Γιατί ὅσα καταπιάστηκα ἴσαμε τώρα μὲ τὴν τέχνη μου, βρισκότανε μέσα στὸ δικαίωμα τῆς δύναμής μου, ἐνῷ τοῦτο ποῦ ἐπιχειρίζουμαι εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου, πέρα ἀπὸ δαύτη" ("Μυστικὸς Κῆπος", Ἀθήνα 1944, σελ. 21-22)
Ἀναζητοῦσε τὸν ἄνθρωπο ἥρωά του ἔξω ἀπὸ τὴν σύγχρονη κοινωνία, στὸ στοχαστῆ, τὸν ἀσκητή, τὸν ἀδιάφορο γιὰ τὰ φθαρτὰ ὑλικὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἕνα ἀγριοπούλι τῆς μοναξιᾶς. Στοὺς "Εὐτυχισμένους ἀνθρώπους" ὁ ἥρωάς του Γιαβὰς ἢ Γιαβάσογλου ὁ θαλασσινὸς ἐκφράζει τὶς σκέψεις τοῦ Κόντογλου.
Γράφει: "Δοξάζω τὸ μεγαλοδύναμο, Φωτάκη μου, ποῦ ἄραξα σὲ τοῦτο τὸ πόρτο κι ἔχω τὴν ἡσυχία μου, ὕστερ' ἀπὸ τόσες μπόρες ποῦ πέρασα. Ἀκούγω τί γίνεται στὸν κόσμο, καὶ λέγω μὲ τὸ νοῦ μου πῶς εἶναι τὰ συντέλεια. Τέτοιος κόσμος καλύτερα νὰ λείψει. Οἱ ἀσθένειες θὰ τὸν ξεκληρίσουν. Ἡ κακία πλήθυνε. Ἡ καλωσύνη λιγόστεψε, σχεδὸν χάθηκε. Κεῖνον τὸν καιρὸ ποῦ γύριζα στὶς θάλασσες, οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἅγιοι σὰν ξομολόγοι μπροστὰ στοὺς σημερινούς. Καί, μ' ὅλον τοῦτο, τί φαρμάκια ἤπια στὴ ζωή μου! Ἐσὺ γράφεις ὁλοένα περὶ Χριστοῦ καὶ καλὰ κάνεις. Μά, ἄράγέ, βρίσκεται κανένας ἁπλὸς ἄνθρωπος νὰ σὲ πιστέψει τὴν σήμερον ἡμέραν, κανένα προβατάκι τοῦ Θεοῦ; Πολὺ τὸ ἀμφιβάλλω. Ἡ ἀπλότη ἔλειψε. Βασίλεψε ὁ διάβολος κι ἡ ἐπιστήμη τοῦ Σιμπάν, ποῦ ἄκουσα νὰ λένε οἱ Κινέζοι, δηλαδὴ τοῦ Ὀξαποδώ! Ἀπὸ ὅσο ξέρω, ὁ ἀχάριστος ἄνθρωπος εἶναι ἀπ' ὅλους τοὺς κακοὺς χειρότερος, βάλε καὶ ἀπὸ τὸ φονιᾶ ὁ χειρότερος. Ὁ σκύλος εἶναι καλύτερός του. Ὑπάρχει σκύλος ποῦ νά' ναὶ ἀχάριστος; Ἐσὺ τὰ γνωρίζεις καλύτερα, μὰ κ' ἐγὼ ὁ ἀγράμματος, ἀπ' ὅσα ξέρω, λέγω πῶς κάθε ἄνθρωπος εἶναι συχωρεμένος, ἐξὸν ἀπὸ τὸν ἀχάριστο. Τὸ Βαγγέλιο γράφει πῶς ὁ Χριστὸς συχώρεσε ὅλα τὰ κρίματα, ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐξὸν ἀπὸ τὸν ἀχάριστο τὸν Ἰούδα, κι ἀπὸ τοὺς ὑποκριτές. Μὰ ὑπάρχει ἄράγέ ἀχάριστος ποῦ νὰ μὴν εἶναι ὑποκριτής;".
Ἡ Ἑλληνοσύνη του
Ὁ Κόντογλου ζοῦσε τὴν Ὀρθοδοξία ἑλληνικά, ὄχι οἰκουμενικά. Ἦταν ἕνας γνήσιος Ἕλληνας. Ἡ ἑλληνικότητά του ἦταν συνείδηση. Δὲν ζὴ στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν ἑλληνικὴ φύση μὲ ἀοριστίες, ἀλλὰ μὲ τὴν διαίσθηση τοῦ Ἕλληνα σφραγισμένη μὲ τὴν χριστιανική της ὀδύνη. Στὸ "Θρηνητικὸ συναξάρι τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου", "Ἡ πονεμένη Ρωμιοσύνη" (σελ. 59) εἶναι εὔγλωττη ἡ ἀπόλυτη σύμπτωση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ ἐχθρὸς ποῦ γκρέμισε τὸ Βυζάντιο ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κλαίει ἐκεῖ σπαρακτικὰ γιὰ τὴν χαμένη πατρίδα τοῦ τὴν Ἰωνία καὶ ὅ,τι καλὸ εἶχε ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, ποῦ τὸ ἀφάνισε ἡ λαίλαπα τῶν Ἀγαρηνῶν μετὰ τὸ ξερρίζωμα τῆς Μικρασίας. Ὑπόσχεται πῶς δὲ θὰ ξεχάση ποτὲ τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπως ὀνομάζει τὴν πατρίδα του καὶ ξεσπάει σ' ἕνα βουβὸ παράπονο. Μεταφέρω ἐδῶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν θρηνητικὸ πρόλογο στὸ ἔργο του "Ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς"
"Μυστήριο μεγάλο εἶναι τὸ πῶς ἔρχεται στὸν κόσμο ὁ ἄνθρωπος. Ἐμένα τὸ γραφτό μου εἴτανε νὰ γεννηθῶ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἡ ρόδα τῆς τύχης, ποῦ γυρίζει ὁλοένα, ξερρίζωσε ἀπὸ τὰ θεμέλιά του τὸν τόπο μου καὶ μ' ἔρριξε στὴν ξενητειά, σ' ἀνθρώπους ποῦ μιλούσανε τὴν ἴδια γλῶσσα μὲ μένα, πλὴν ὅμως ποῦ εἴχανε ἄλλα συνήθεια. Τὸ πουλὶ τὸ θαλασσοδαρμένο, πῶς βρίσκει ἕναν βράχο μέσα στὸ πέλαγο, καὶ κάθεται καὶ στεγνώνει τὰ φτερά του, ἔτσι βρίσκουμαι κ' ἐγὼ σὲ τοῦτα τὰ χώματα. Τὸ πῶς γεννήθηκα στὰ μέρη τῆς Ἀσίας, τό' χῷ γιὰ πρᾶμα βλογημένο καὶ δοξάζω τὸ Θεὸ γιὰ δαῦτο. Μολαταῦτα, βρεθήκανε ἀνθρῶποι κακοὶ καὶ κακογεννημένοι, ψυχὲς φτωχές, νὰ γυρίσουνε τὸ καύχημά μου σὲ κατηγόρια. Θέλανε νὰ ἀρνηστὼ τὴ μάνα μου τὴν Ἀσία, σὲ καιρὸ ποῦ αὐτοὶ θρεφόντανε ἀπὸ τὸ πλοῦτος τῆς καρδιᾶς μου καὶ παίρνανε χαρὰ κ' ἐλπίδα ἀπὸ τὴ φλέβα ποῦ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὴ βαθειὰ ρίζα μου. "Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἱερουσαλήμ, διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο, πάντες οἱ δοξάζοντες αὐτήν, ἐταπείνωσαν αὐτήν". "Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. Ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν, οὐχ ὑπάρχει πατήρ, μητέρες ἡμῶν ὡς αἱ χῆραι". "Κατέλυσε χαρὰ καρδίας ἡμῶν, ἐστράφη εἰς πένθος ὁ χορὸς ἡμῶν". Μὰ ἐγὼ δὲ θὰ σ' ἀρνηστὼ ποτές, Ἱερουσαλήμ! Νὰ χάσω τὸ φὼς μοῦ ἂν σὲ ξεχάσω, νὰ ψάχνω μὲ τὸ ραβδὶ καὶ νὰ μὴ βρεθεῖ τοῖχος νὰ μοῦ δείξει τὸ δρόμο, κι οὔτε πονετικὸς διαβάτης νὰ μὲ χειροκρατήσει. Γιατί θὰν ἔχω ἀρνηστεὶ τὸ Θεὸ τὸν ἀληθινόν, καὶ θὲ νάμαι παραδομένος στὰ εἴδωλα τῆς ψευτιᾶς, κι ἀντὶς τὴν ἁπλὴ καρδιὰ ποῦ ρίζωσε στὸ κορμί μου, θὲ νάχω βάλει μέσα μου φίδια φαρμακερά, νὰ δαγκάνουνε τ' ἀδέρφια μοῦ τοὺς ἀνθρώπους. Μαζὶ μὲ σένα ζεὶ ἡ ψυχή μου, κ' εἶμαι πλούσιος ὅποτε εἶμαι μακρυὰ ἀπὸ τοὺς στενόψυχους ἀνθρώπους, καὶ γίνουμαι φτωχὸς ὅποτε σμίγω μαζί τους. Σὲ μέρος, πούχει τόσο μονάχα φώς, ὅσο χρειάζεται στὸν ξενιτεμένον, ἐκεῖ σὲ συλλογιέμαι τὴ νύχτα..."
Ὅλες τὶς περιόδους τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας τὶς ζὴ ὁ Κόντογλου. Σ' ὅλο τὸ πεζογραφικὸ ἀλλὰ καὶ καλλιτεχνικό του ἔργο ψηλαφεῖ μὲ ζέση τὸν σφυγμὸ τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων στὴ διαχρονικότητά τους. Συναιρεῖ καὶ βιώνει στὴ μήτρα της ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ ζωή. Μὲ πάθος ἀφουγκράζεται ὅ,τι θεωρεῖ ζωντανό. Ζωντανεύει σὲ σύμβολο τὸν καημὸ τῆς Ρωμηοσύνης. Ὁλόκληρη ἡ πορεία του εἶναι ἕνας πικραμένος ἀγῶνας κι ἕνα βουβὸ κλάμα γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια ποῦ χάθηκαν.
Τὴν ἀρχαία ἱστορία τὴν ζὴ ἀποκαθαρμένη ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα. Τιμᾶ καὶ θαυμάζει καὶ αὐτῆς τῆς περιόδου τοὺς ἥρωες. Διδάσκεται ἀπὸ τὴν ζωή τους καὶ στὸ ἔργο του διασώζει ὅ,τι καλὸ καὶ λαμπερὸ σώζεται ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο κόσμο, ποῦ ὅμως τὸν φιλτράρει στὸ φίλτρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ καρδιά του ὅμως μὲ ὅλη τὴ δύναμή της εἶναι τοποθετημένη στὸ Βυζάντιο, τὴν Τουρκοκρατία καὶ τό ' 21.
Στὸ ἀφήγημά του "Ἡ ἀκατάλυτη ἑλληνικὴ φύτρα"("Η πονεμένη Ρωμηοσύνη", σελ. 269) γράφει:
"Ἡ Ρωμιοσύνη βγῆκε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο ἤ, γιὰ νὰ ποῦμε καλύτερα, τὸ Βυζάντιο στὰ τελευταῖα χρόνια του στάθηκε ἡ ἴδια ἡ Ρωμιοσύνη.
Ἀκόμα ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Φωκὰ φανερώνονται καθαρὰ τὰ χαραχτηριστικά της, καὶ στὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων, ποῦ ψυχομαχὰ τὸ βασίλειο, ἀντρειώνεται ἡ βασανισμένη Ρωμιοσύνη, ἡ καινούργια Ἑλλάδα. Μεγάλωσε μέσα στὴν ἀγωνία ἡ χριστιανικὴ Ἑλλάδα, γιατί ὁ πόνος εἶναι ἡ καινούργια σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ρωμιοσύνη εἶναι ἡ πονεμένη Ἑλλάδα. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα μπορεῖ νά' τανε δοξασμένη κι ἀντρειωμένη, ἀλλὰ ἡ καινούργια, ἡ χριστιανική, εἶναι πιὸ βαθειά, ἐπειδὴς ὁ πόνος εἶναι ἕνα πρᾶγμα πιὸ βαθὺ κι ἀπὸ τὴ δόξα κι ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ κάθε τί. Οἱ λαοὶ ποῦ ζοῦνε μὲ πόνο καὶ μὲ πίστη τυπώνουνε πιὸ βαθειὰ τὸν χαραχτήρα τους στὸν σκληρὸ βράχο τῆς ζωῆς, καὶ σφραγίζονται μὲ μιὰ σφραγῖδα ποῦ δὲν σβήνει ἀπὸ τὶς συμφορὲς κι ἀπὸ τὶς ἀβάσταχτες καταδρομές, ἀλλὰ γίνεται πιὸ ἄσβηστη. Μὲ μιὰ τέτοια σφραγῖδα εἶναι σφραγισμένη ἡ Ρωμιοσύνη.
Τὰ ἔθνη ποῦ ἐξαγοράζουνε κάθε ὥρα τῆς ζωῆς τους μὲ αἷμα καὶ μ' ἀγωνία, πλουτίζονται μὲ πνευματικὲς χαρὲς ποῦ δὲν τὶς γνωρίζουνε οἱ καλοπερασμένοι λαοί. Αὐτοὶ ἀπομένουνε φτωχοὶ ἀπὸ πνευματικοὺς θησαυροὺς κι ἀπὸ ἀνθρωπιά, γιατί ἡ καλοπέραση κάνει χονδροειδῆ τὸν μέσα ἄνθρωπο. Ἐνῷ ὁ πόνος κατεργάζεται τοὺς λαοὺς καὶ τοὺς καθαρίζει, ὅπως καθαρίζεται τὸ χρυσάφι μὲ φωτιὰ μέσα στὸ χωνευτήρι. Γιὰ τοῦτο ἡ δυστυχισμένη Ρωμιοσύνη στολίστηκε μὲ κάποια ἀμάραντα ἄνθη, ποῦ δὲν τ' ἀξιωθήκανε οἱ μεγάλοι κ' οἱ τρανοὶ λαοὶ τῆς γῆς" (Φ. Κόντογλου, Ἔργα Γ`. Ἡ πονεμένη Ρωμιοσύνη, ἔκδ. "Ἀστήρ", Ἀθ. 1963, σ. 269)
Πίστευε ὁ Κόντογλου καὶ ζοῦσε τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία ὀδυνηρά, ὀρθόδοξα. Ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ὀρθόδοξη μορφή του συνδέει τὸ μεγαλεῖο τῆς ὀδύνης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ (χαρμολύπη). Ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺ πρᾶγμα ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν δόξα.
Στὴν Τουρκοκρατία καὶ τό '21, ὅπως γράφει ὁ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, περιφερόταν ὁ Κόντογλου, ὅπως ὁ κηπουρὸς στὸν κῆπο του. Ἐκεῖ ἡ ψυχή του βγάζει φωνὴ μεγάλη. "Βλέπει τὴν Ἑλλάδα, τὸν βασανισμένο λαὸ τῆς ντυμένο στολὴ ἀφθαρσίας, νὰ τοῦ φέγγει καὶ νὰ τὸν ψυχώνει ἡ ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας. Νιώθει τὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων γεμάτη κρυφὰ πλούτη". (Ἡ πονεμένη Ρωμιοσύνη, σελ. 228). "Σκέπτεται τὸ χτυποκάρδι ποῦ περάσανε χιλιάδες μέρες καὶ χιλιάδες νύχτες καὶ βγάζει ξανὰ ἡ γῆς ἐτούτη νιοὺς καὶ κοπέλλες! Πῶς δὲν ξεράθηκε γιὰ οὔλους τοὺς αἰῶνες τὸ δέντρο ποῦ μαράθηκε ἀπ' τὸ φαρμακερὸ χνῶτο αὐτουνοῦ τοῦ φιδιοῦ" ("Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου", σελ. 14)
Ἐκεῖ στὴν Τουρκοκρατία μὲ τὸ πεζογραφικό του ἔργο καὶ περισσότερο μὲ τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία καθρεφτίζεται ἡ ψυχὴ τῆς Ρωμιοσύνης μὲ λάμψεις ὀδύνης, ἀλλὰ καὶ πνευματικὴ σεμνότητα. Πίστευε ὁ Κόντογλου στὴν ἑλληνικὴ ἀθανασία. Ἦταν περήφανος γιὰ τὴν φυλή μας. "Ἡ φυλή μας, γράφει, ἡ μακροζωϊσμένη, πέρασε πολλὲς δόξες καὶ πολλὰ βάσανα. Τὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων πρωτοείδανε πολλὰ πράματα ποῦ δὲν ἤξερε πρωτύτερα ὁ κόσμος" ("Πέδρο Καζὰς" σελ. 279).
Ζοῦσε ὁ Κόντογλου τὴν Ὀρθοδοξία σὰν μιὰ φυσιολογικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὡς μιὰ κιβωτὸ καὶ μιὰ πηγή του. Γι' αὐτὸ τὸ πρότυπό του ἦταν οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἀσκητές. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα κείμενά του, στὸν "Ἅγιο Γιώργη τὸν Χιοπολίτη" πιστοποιεῖται αὐτὴ ἡ ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, μέσα στὸ πάθος της καὶ στὸ αἷμα τῶν Νεομαρτύρων. Ἡ κοινωνία ὁλάκερη ποῦ πενθεῖ, γιορτάζει καὶ λατρεύει τὸν νεομάρτυρα εἶναι ἡ νεοελληνικὴ κοινωνία ποῦ ζὴ μὲ βαθύτατη ὀδύνη τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Καὶ ὕστερα μέσα στό '21 ὁ Κόντογλου ζὴ τὴν ταύτιση τοῦ ἥρωα τοῦ Ἔθνους μὲ τὸν μάρτυρα τῆς πίστης. Οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ ἥρωες τοῦ Ἔθνους. Ἡ λεβεντιὰ τοῦ ἥρωα δὲν εἶναι ἀποκοτιά. Στὸ βάθος της ἔχει τὸ νόημα μιᾶς πίστης ποῦ ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στὴν ἀθανασία καὶ ἀναμετριέται μὲ τὸ θάνατο περιφρονῶντας τὶς χαρὲς ἐτούτης τῆς ζωῆς.
Τὸν ἴδιο ἀέρα τῆς λεβεντιᾶς ἀναπνέουμε καὶ ὅταν διαβάζουμε τὸν "Πέδρο Καζὰ" μὲ ἄνδρες φημισμένους, ποῦ ἔζησαν ἄγρια ζωὴ μὲ τὸ κεφάλι χωμένο στὶς φουρτοῦνες καὶ στὶς καταιγίδες καὶ στὶς σελίδες ποῦ ἔγραψε γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἥρωες. Φρόνημα ὑψηλὸ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, ἡ πατρίδα σὲ ἱερὴ ἔξαρση. Σὲ ὅλα τὰ ἔργα του μπροστὰ ἡ ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων. Καὶ αὐτὸ τοῦ αὐγαταίνει τὸν πόνο του τὸν ἐσωτερικὸ γιὰ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Πόλη, τὶς ἀλησμόνητες πατρίδες καὶ συμπάσχει μαζί τους. "Περπατῶ, θὰ πὴ ὁ ἴδιος, τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία μὲ μεγάλα βήματα, εἶμαι στὸ κέφι, καὶ καταλαβαίνω τὸ Θεὸ καὶ τοὺς προγόνους μου νὰ μοῦ κρατᾶνε σιωπηλὴ συντροφιά..."("Πέδρο Καζάς", σελ. 10).
Μεταξὺ 1936 καὶ 1938 ἐργάζεται κατὰ διαστήματα στὸν Μυστρᾶ, ὅπου καθαρίζει τὶς περίφημες τοιχογραφίες τῶν βυζαντινῶν ναῶν του. Ἐκεῖ τὸν συνάντησε ὁ Νῖκος Καζαντζάκης καὶ δημοσίευσε τὶς ἐντυπώσεις του στὴν «Καθημερινὴ» (10-12-1937) μὲ τὸν τίτλο «Θνητοὶ καὶ Ἀθάνατοι»:
«Ψηλὰ στὸν τρισχαριτωμένο ναὸ τῆς Περίβλεπτος τοῦ Μυστρᾶ, ἀνάμεσα ἀπὸ περίπλοκες σκαλωσιές, ἀνάερα κρεμασμένος σὰν πολυέλαιος τῆς ἐκκλησιᾶς, μὲ τὴν ἄσπρη ἐργατικιὰ μπλούζα του, μὲ τὴν παλέτα καὶ τὸ πινέλο στὰ χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι ἐκστατικός, ὅμοιος μὲ τὰ λιοντάρια ποῦ σὲ κοιτάζουν σὰν ἀνθρῶποι μέσα ἀπὸ τὰ παλιὰ περσιάνικα χαλιά, πρόβαλε καλωσορίζοντάς με ὁ Κόντογλου.
Τὰ μάτια του λάμπουν εὐχαριστημένα, γιατί ξέρει πῶς ἐχτελεὶ τὸ χρέος του καὶ τὰ χέρια του εἶναι γεμᾶτα ἀνυπομονησία καὶ δύναμη. Πάλεψε πολὺ στὴ ζωή του, πόνεσε, μὰ τὰ ἐφήμερα δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν λυγίσουν πῶς νὰ λυγίσουν ἕναν ἄνθρωπο ποῦ πιστεύει στὸ Θεό; Κι ὅταν τὸν παρασφίξει ἡ πίκρα, ἀρχινάει καὶ ψέλνει θριαμβευτικὰ ἕνα τροπάρι: "Τὴ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια....". Ἤ: "Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία....". Κι ἡ πίκρα ξορκίζεται, κι ἡ γῆς μετατοπίζεται κι ὁ Κόντογλου μὲ τὰ δαχτυλίδια του, μὲ τὸ καρὲ παλτό του, μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά του, μὲ τὰ μεγάλα του μάτια, μπαίνει ὁλάκερος στὴν Παράδεισο...
Ὁ Κόντογλου ἔτρεχε ἀπάνω-κάτω στὴν Παράδεισο, ποῦ αὐτὸς μὲ τὶς ἀνασκαφές του ξανάφερε πάλι στὸ φὼς θεῖες μορφὲς πλαντούσαν κάτω ἀπὸ στρώματα ἀσβέστη, καὶ λὲς πλαντοῦσε μαζί τους κι ὁ Κόντογλου καὶ δὲν ἔβρισκε ἡσυχία, ἂν δὲν τὶς γλύτωνε. Σωστὰ ἔχει εἰπωθεῖ πῶς κάθε ἄνθρωπος ἔχει κάτω ἀπὸ τὴν εὐθύνη του μιὰν ὁρισμένη περιοχὴ ἀπὸ πράματα, ἀνθρώπους κι ἰδέες, κι ἂν δὲ σώσει τὴν περιοχὴ αὐτὴ οὔτε κι αὐτὸς σώζεται.
Ἡ περιοχὴ τοῦ Κόντογλου εἶναι γεμάτη ἀπὸ χαλασμένες τοιχογραφίες».
Θυμίαμα πνευματικῆς εὐωδίας ἀναδίνουν τὰ ἔργα τοῦ Φώτη Κόντογλου. Ἕνας τρανὸς θεόπνευστος καλλιτέχνης ἀναδεικνύεται μέσα ἀπὸ τὴν σύνθετη δημιουργία τοῦ χρωστήρα τοῦ καὶ τοῦ λόγου του, βυθίζοντας τὶς ρίζες τους στὰ ἀκατάλυτα νάματα τῆς Ρωμιοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Αὐτὸς ἦταν ὁ Φώτης Κόντογλου. Μὲ πάθος ἀφουγκραζόταν ὅ,τι θεωροῦσε ζωντανό. Ἀγωνιζόταν νὰ ζωντανέψη σὲ σύμβολα καὶ δρώμενα ὁλάκερο τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης. Εἶχε μιὰ συνολικὴ σύλληψη γιὰ τὸ Γένος μας.
Ὁ συντοπίτης τοῦ Ἠλίας Βενέζης ὡς ἑξῆς τὸν χαρακτηρίζει: Τὸν ἀποκαλεῖ "Σάκλετον τοῦ Ἀϊβαλιοῦ ποῦ χειρονομοῦσε ἀκατάπαυστα, μιλοῦσε ἀκατάπαυστα, ἔδειχνε, σχεδίαζε τὸ λόγο στὸν ἀγέρα, ἦταν φανατικός, πολεμοῦσε νὰ φανατίσει, ἦταν ἕνα τεντωμένο νεῦρο, ἔμοιαζε θεριὸ ἀνήμερο, φυλακισμένο στὴ στεριὰ ἀπὸ τὰ κύματα. Διηγόταν μὲ τρόπο μοναδικό, ποῦ δὲν τὸν ἔχω ξανασυναντήσει σὲ ἄνθρωπο, ἱστορίες ἀπίθανες γιὰ τὰ ταξίδια του, γιὰ τὴν τέχνη ποῦ εἶδε, γιὰ τὰ πράγματα ποῦ σπούδαζε. Τὸ κάθε τί ποῦ διηγόταν ἔπεφτε πάνω μας σὰ δροσιὰ βροχῆς σὲ διψασμένη γῆ. Ἄλλαζε ἔκφραση κάθε τόσο, κι ὅταν μιλοῦσε, τὰ μάτια του σπίθιζαν καὶ μιὰ μικρὴ φλόγα καρφωνόταν ὀλόϊσια στὴν ψυχή μας σὰ μιὰ μικρή, μυτερὴ φλόγα..."
Εἶχε μιὰ θρησκευτικότητα λειτουργικὴ καὶ φανατικὰ ὀρθόδοξη, ποῦ μόνον ὅσοι τὴν ζοῦν σὰν ἐκεῖνον μποροῦν νὰ τὴν καταλάβουν. Εἶχε μιὰ γλῶσσα, ποῦ μόνο ἕνας Παπαδιαμάντης, στὴ δημοτικὴ φορμαρισμένη, θὰ μποροῦσε νὰ τὴν γράψη. "...γιατί ἡ γλῶσσα του εἶναι συναξάρι ἢ τροπάρι ἢ δημοτικὸ τραγούδι. Ἴσως δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κόντογλου, μόλις ἦρθε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλί, ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ διάστημα στὸ ἴδιο δωμάτιο ποῦ ἔμεινε καὶ ὁ Παπαδιαμάντης" (Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου στὸν Π.Β. Πάσχο) "Γιὰ μένα, θὰ προσθέσει ὁ Πάσχος, ὁ Κόντογλου, ἦταν ὁ μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Παπαδιαμάντη" ("Σχέδιο μὲ μολύβι" σελ. 67)
"Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, θὰ γράψη ὁ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ποῦ εἶχε στραμμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ πρὸς τὸ "ἄκτιστον" φὼς καὶ τὰ μάτια τοῦ κορμιοῦ του μετέωρα ἀπάνω ἀπὸ τὶς γήϊνες παρουσίες. Ἦταν συνομιλητὴς τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων. Ὅταν τὸν ἀποσποῦσες ἀπὸ τὰ μόνιμα ὁράματά του, ἔνιωθες πῶς τὸν κατέβαζες σ' ἕναν κόσμο ποῦ σπέρνει τύψεις καὶ θερίζει θλίψεις" ("Ἡ Ζωντανὴ παράδοση", σελ. 26)
Τὴν συχνὴ ἐπαφὴ τοῦ μὲ τὸν οὐρανὸ πετύχαινε μὲ τὴν θερμὴ προσευχή του, ὅπως αὐτὴ ποῦ δημοσιεύει στὴ "Βασάντα" μὲ τίτλο "ΨΑΛΜΟΣ ΡΒ 102".
Δόξασε ψυχὴ μοῦ τὸν Κύριο
κι ὅλα τὰ σπλάγχνα μου τὸ ὄνομά του, τὸ ἅγιο
δόξασε ψυχὴ μοῦ τὸν Κύριο.
καὶ μὴν ξεχνᾶς ὅλα τ' ἀγαθὰ ποῦ σοῦ' δωσε
κεῖνον ποῦ σχωρνὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου,
κεῖνον ποῦ γιατρεύει ὅλες τὶς ἀρρώστιες σου,
κεῖνον ποῦ σὲ σπλαχνίζεται καὶ σὲ πονᾶ,
κεῖνον ποῦ γεμίζει μὲ ἀγαθὰ τὴν ἐπιθυμία σου
θέλει νὰ ξαναγεννηθεῖ ἡ νιότη σου ὅπως τοῦ ἀητοῦ.
Ὁ Κύριος ἐλεεῖ τοὺς δίκαιους καὶ προστατεύει
τοὺς ἀδικημένους.
Μιὰ μέρα ὅμως, ζεστὴ καὶ ἡλιόλουστη, 13 Σεπτεμβρίου 1963, αὐτὸς ὁ σπουδαῖος ἄνθρωπος μὲ τὰ πολλὰ χαρίσματα, βρέθηκε μὲ τὴ γυναῖκα του Μαρία καὶ τὴν κόρη του Δέσπω, τσακισμένος ἀπὸ διερχόμενο αὐτοκίνητο, στὸ νοσοκομεῖο. Ἡ γυναῖκα του πέθανε σὲ λίγες μέρες. Ὁ ἴδιος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὸν "Εὐαγγελισμό", ὕστερα ἀπὸ δυὸ χρόνια μέσα σὲ φοβεροὺς πόνους.
Νομίζω πῶς τὰ τελευταῖα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του ὁ Κόντογλου πάει νὰ λησμονηθῇ. Σπάνια ἀκούγεται τόνομά του. Ποῦ καὶ ποῦ κανένας στοχαστικὸς τὸν διαβάζει καὶ ἡ νέα γενιὰ τὸν ἀγνοεῖ. Εἶναι παράξενη ἡ τύχη τῶν βιβλίων καὶ ἐκείνων ποῦ τὰ ἔγραψαν. Πολλοὶ συγγραφεῖς καὶ ποιητὲς ἔμειναν θαμμένοι μὲ τὰ βιβλία τους γιὰ πολλὰ χρόνια: ὁ Κάλβος, ὁ Καβάφης κ.ἄ. Κάποτε βρέθηκαν κάποιοι ποῦ τοὺς ξέθαψαν καὶ μεσουράνησε ἡ φήμη τους. Σίγουρα τὸ ἴδιο θὰ συμβῇ καὶ μὲ τὸν Κόντογλου. Βραχυχρόνιος θὰ εἶναι ὁ παραμερισμός.
Ὅσοι δὲν εἶχαν τὴν τύχη νὰ γνωρίσουν τὸν Φώτη Κόντογλου μποροῦν νὰ τὸν ἀναστήσουν καὶ νὰ τὸν γνωρίσουν διαβάζοντας τὰ ἔργα του. Ἐκεῖ ἐμφανίζει τὸν ἑαυτό του μὲ ἐκείνη τὴν ὡραία καὶ φυσικὴ γυμνοσύνη τῶν ἀρχαίων. Κι ὅσοι θέλουν νὰ μάθουν μὲ ἀκρίβεια τί πρᾶγμα εἶναι ἕνας Χριστιανός, ἅς γνωρίση τὸν Κόντογλου. Νὰ τὸν γνωρίση ὅμως βαθιὰ καὶ ὄχι ἐπιδερμικά.–
- Προβολές: 2927