Skip to main content

Φώτης Κόντογλου (Γ')

τού Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, σ. Σχολικού Συμβούλου

(συνεχίζεται από τό προηγούμενο)

Η Ελληνοσύνη του

Ο Κόντογλου ζούσε τήν Ορθοδοξία ελληνικά, όχι οικουμενικά. Ήταν ένας γνήσιος Έλληνας. Η ελληνικότητά του ήταν συνείδηση. Δέν ζή στήν Ελλάδα καί τήν ελληνική φύση μέ αοριστίες, αλλά μέ τήν διαίσθηση τού Έλληνα σφραγισμένη μέ τήν χριστιανική της οδύνη. Στό "Θρηνητικό συναξάρι τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου", "Η πονεμένη Ρωμιοσύνη" (σελ. 59) είναι εύγλωττη η απόλυτη σύμπτωση Ελληνισμού καί Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο εχθρός πού γκρέμισε τό Βυζάντιο ήταν εχθρός τού Έθνους καί τής Εκκλησίας. Καί κλαίει εκεί σπαρακτικά γιά τήν χαμένη πατρίδα του τήν Ιωνία καί ό,τι καλό είχε ο ελληνικός πολιτισμός, πού τό αφάνισε η λαίλαπα τών Αγαρηνών μετά τό ξερρίζωμα τής Μικρασίας. Υπόσχεται πώς δέ θά ξεχάση ποτέ τήν Ιερουσαλήμ, όπως ονομάζει τήν πατρίδα του καί ξεσπάει σ' ένα βουβό παράπονο. Μεταφέρω εδώ ένα μέρος από τόν θρηνητικό πρόλογο στό έργο του "Αρχαίοι άνθρωποι τής Ανατολής"

Φώτη Κόντογλου: Παλαιολόγος"Μυστήριο μεγάλο είναι τό πώς έρχεται στόν κόσμο ο άνθρωπος. Εμένα τό γραφτό μου είτανε νά γεννηθώ στήν Ανατολή, αλλά η ρόδα τής τύχης, πού γυρίζει ολοένα, ξερρίζωσε από τά θεμέλιά του τόν τόπο μου καί μ' έρριξε στήν ξενητειά, σ' ανθρώπους πού μιλούσανε τήν ίδια γλώσσα μέ μένα, πλήν όμως πού είχανε άλλα συνήθεια. Τό πουλί τό θαλασσοδαρμένο, πώς βρίσκει έναν βράχο μέσα στό πέλαγο, καί κάθεται καί στεγνώνει τά φτερά του, έτσι βρίσκουμαι κ' εγώ σέ τούτα τά χώματα. Τό πώς γεννήθηκα στά μέρη τής Ασίας, τό' χω γιά πράμα βλογημένο καί δοξάζω τό Θεό γιά δαύτο. Μολαταύτα, βρεθήκανε ανθρώποι κακοί καί κακογεννημένοι, ψυχές φτωχές, νά γυρίσουνε τό καύχημά μου σέ κατηγόρια. Θέλανε νά αρνηστώ τή μάνα μου τήν Ασία, σέ καιρό πού αυτοί θρεφόντανε από τό πλούτος τής καρδιάς μου καί παίρνανε χαρά κ' ελπίδα από τή φλέβα πού ανάβλυζε από τή βαθειά ρίζα μου. "Αμαρτίαν ήμαρτεν Ιερουσαλήμ, διά τούτο εις σάλον εγένετο, πάντες οι δοξάζοντες αυτήν, εταπείνωσαν αυτήν". "Κληρονομία ημών μετεστράφη αλλοτρίοις, οι οίκοι ημών ξένοις. Ορφανοί εγενήθημεν, ουχ υπάρχει πατήρ, μητέρες ημών ως αι χήραι". "Κατέλυσε χαρά καρδίας ημών, εστράφη εις πένθος ο χορός ημών". Μά εγώ δέ θά σ' αρνηστώ ποτές, Ιερουσαλήμ! Νά χάσω τό φώς μου άν σέ ξεχάσω, νά ψάχνω μέ τό ραβδί καί νά μή βρεθεί τοίχος νά μού δείξει τό δρόμο, κι ούτε πονετικός διαβάτης νά μέ χειροκρατήσει. Γιατί θάν έχω αρνηστεί τό Θεό τόν αληθινόν, καί θέ νάμαι παραδομένος στά είδωλα τής ψευτιάς, κι αντίς τήν απλή καρδιά πού ρίζωσε στό κορμί μου, θέ νάχω βάλει μέσα μου φίδια φαρμακερά, νά δαγκάνουνε τ' αδέρφια μου τούς ανθρώπους. Μαζί μέ σένα ζεί η ψυχή μου, κ' είμαι πλούσιος όποτε είμαι μακρυά από τούς στενόψυχους ανθρώπους, καί γίνουμαι φτωχός όποτε σμίγω μαζί τους. Σέ μέρος, πούχει τόσο μονάχα φώς, όσο χρειάζεται στόν ξενιτεμένον, εκεί σέ συλλογιέμαι τή νύχτα..."

Όλες τίς περιόδους τής ελληνικής ιστορίας τίς ζή ο Κόντογλου. Σ' όλο τό πεζογραφικό αλλά καί καλλιτεχνικό του έργο ψηλαφεί μέ ζέση τόν σφυγμό τών ελληνικών πραγμάτων στή διαχρονικότητά τους. Συναιρεί καί βιώνει στή μήτρα της ολόκληρη τήν ελληνική ιστορία καί ζωή. Μέ πάθος αφουγκράζεται ό,τι θεωρεί ζωντανό. Ζωντανεύει σέ σύμβολο τόν καημό τής Ρωμηοσύνης. Ολόκληρη η πορεία του είναι ένας πικραμένος αγώνας κι ένα βουβό κλάμα γιά τά ιερά καί όσια πού χάθηκαν.

Τήν αρχαία ιστορία τήν ζή αποκαθαρμένη από τά ειδωλολατρικά στοιχεία. Τιμά καί θαυμάζει καί αυτής τής περιόδου τούς ήρωες. Διδάσκεται από τήν ζωή τους καί στό έργο του διασώζει ό,τι καλό καί λαμπερό σώζεται από τόν αρχαίο κόσμο, πού όμως τόν φιλτράρει στό φίλτρο τής Ορθοδοξίας. Η καρδιά του όμως μέ όλη τή δύναμή της είναι τοποθετημένη στό Βυζάντιο, τήν Τουρκοκρατία καί τό ' 21.

Στό αφήγημά του "Η ακατάλυτη ελληνική φύτρα"("Η πονεμένη Ρωμηοσύνη", σελ. 269) γράφει:

"Η Ρωμιοσύνη βγήκε από τό Βυζάντιο ή, γιά νά πούμε καλύτερα, τό Βυζάντιο στά τελευταία χρόνια του στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη.

Ακόμα από τόν καιρό τού Φωκά φανερώνονται καθαρά τά χαραχτηριστικά της, καί στά χρόνια τών Παλαιολόγων, πού ψυχομαχά τό βασίλειο, αντρειώνεται η βασανισμένη Ρωμιοσύνη, η καινούργια Ελλάδα. Μεγάλωσε μέσα στήν αγωνία η χριστιανική Ελλάδα, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα τού Χριστού. Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί νά' τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιό βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιό βαθύ κι από τή δόξα κι από τή χαρά κι από κάθε τί. Οι λαοί πού ζούνε μέ πόνο καί μέ πίστη τυπώνουνε πιό βαθειά τόν χαραχτήρα τους στόν σκληρό βράχο τής ζωής, καί σφραγίζονται μέ μιά σφραγίδα πού δέν σβήνει από τίς συμφορές κι από τίς αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιό άσβηστη. Μέ μιά τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη.

Τά έθνη πού εξαγοράζουνε κάθε ώρα τής ζωής τους μέ αίμα καί μ' αγωνία, πλουτίζονται μέ πνευματικές χαρές πού δέν τίς γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χονδροειδή τόν μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τούς λαούς καί τούς καθαρίζει, όπως καθαρίζεται τό χρυσάφι μέ φωτιά μέσα στό χωνευτήρι. Γιά τούτο η δυστυχισμένη Ρωμιοσύνη στολίστηκε μέ κάποια αμάραντα άνθη, πού δέν τ' αξιωθήκανε οι μεγάλοι κ' οι τρανοί λαοί τής γής" (Φ. Κόντογλου, Έργα Γ`. Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, έκδ. "Αστήρ", Αθ. 1963, σ. 269)

Πίστευε ο Κόντογλου καί ζούσε τήν ελληνική ιστορία οδυνηρά, ορθόδοξα. Ο Χριστιανισμός στήν ορθόδοξη μορφή του συνδέει τό μεγαλείο τής οδύνης τού ανθρώπου μέ τήν χαρά τού ουρανού (χαρμολύπη). Ο πόνος είναι πιό βαθύ πράγμα από τήν χαρά καί τήν δόξα.

Στήν Τουρκοκρατία καί τό '21, όπως γράφει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, περιφερόταν ο Κόντογλου, όπως ο κηπουρός στόν κήπο του. Εκεί η ψυχή του βγάζει φωνή μεγάλη. "Βλέπει τήν Ελλάδα, τόν βασανισμένο λαό της ντυμένο στολή αφθαρσίας, νά τού φέγγει καί νά τόν ψυχώνει η ελπίδα τής αθανασίας. Νιώθει τήν ψυχή τών Ελλήνων γεμάτη κρυφά πλούτη". (Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, σελ. 228). "Σκέπτεται τό χτυποκάρδι πού περάσανε χιλιάδες μέρες καί χιλιάδες νύχτες καί βγάζει ξανά η γής ετούτη νιούς καί κοπέλλες! Πώς δέν ξεράθηκε γιά ούλους τούς αιώνες τό δέντρο πού μαράθηκε απ' τό φαρμακερό χνώτο αυτουνού τού φιδιού" ("Τό Αϊβαλί η πατρίδα μου", σελ. 14)

Εκεί στήν Τουρκοκρατία μέ τό πεζογραφικό του έργο καί περισσότερο μέ τήν βυζαντινή αγιογραφία καθρεφτίζεται η ψυχή τής Ρωμιοσύνης μέ λάμψεις οδύνης, αλλά καί πνευματική σεμνότητα. Πίστευε ο Κόντογλου στήν ελληνική αθανασία. Ήταν περήφανος γιά τήν φυλή μας. "Η φυλή μας, γράφει, η μακροζωϊσμένη, πέρασε πολλές δόξες καί πολλά βάσανα. Τά μάτια τών Ελλήνων πρωτοείδανε πολλά πράματα πού δέν ήξερε πρωτύτερα ο κόσμος" ("Πέδρο Καζάς" σελ. 279).

Ζούσε ο Κόντογλου τήν Ορθοδοξία σάν μιά φυσιολογική ανάπτυξη τού Ελληνισμού, ως μιά κιβωτό καί μιά πηγή του. Γι' αυτό τό πρότυπό του ήταν οι άγιοι, οι μάρτυρες, οι ασκητές. Σέ ένα από τά καλύτερα κείμενά του, στόν "Άγιο Γιώργη τόν Χιοπολίτη" πιστοποιείται αυτή η ενότητα τού Ελληνισμού μέσα στήν Εκκλησία, μέσα στό πάθος της καί στό αίμα τών Νεομαρτύρων. Η κοινωνία ολάκερη πού πενθεί, γιορτάζει καί λατρεύει τόν νεομάρτυρα είναι η νεοελληνική κοινωνία πού ζή μέ βαθύτατη οδύνη τόν Ελληνισμό καί τήν Ορθοδοξία.

Καί ύστερα μέσα στό '21 ο Κόντογλου ζή τήν ταύτιση τού ήρωα τού Έθνους μέ τόν μάρτυρα τής πίστης. Οι άγιοι είναι καί ήρωες τού Έθνους. Η λεβεντιά τού ήρωα δέν είναι αποκοτιά. Στό βάθος της έχει τό νόημα μιάς πίστης πού ο άνθρωπος πιστεύει στήν αθανασία καί αναμετριέται μέ τό θάνατο περιφρονώντας τίς χαρές ετούτης τής ζωής.

Τόν ίδιο αέρα τής λεβεντιάς αναπνέουμε καί όταν διαβάζουμε τόν "Πέδρο Καζά" μέ άνδρες φημισμένους, πού έζησαν άγρια ζωή μέ τό κεφάλι χωμένο στίς φουρτούνες καί στίς καταιγίδες καί στίς σελίδες πού έγραψε γιά τούς Έλληνες ήρωες. Φρόνημα υψηλό καί στίς δυό περιπτώσεις, η πατρίδα σέ ιερή έξαρση. Σέ όλα τά έργα του μπροστά η ψυχή τών Ελλήνων. Καί αυτό τού αυγαταίνει τόν πόνο του τόν εσωτερικό γιά τήν Ελλάδα, τήν Πόλη, τίς αλησμόνητες πατρίδες καί συμπάσχει μαζί τους. "Περπατώ, θά πή ο ίδιος, τήν ελληνική ιστορία μέ μεγάλα βήματα, είμαι στό κέφι, καί καταλαβαίνω τό Θεό καί τούς προγόνους μου νά μού κρατάνε σιωπηλή συντροφιά..."("Πέδρο Καζάς", σελ. 10).

Μεταξύ 1936 καί 1938 εργάζεται κατά διαστήματα στόν Μυστρά, όπου καθαρίζει τίς περίφημες τοιχογραφίες τών βυζαντινών ναών του. Εκεί τόν συνάντησε ο Νίκος Καζαντζάκης καί δημοσίευσε τίς εντυπώσεις του στήν «Καθημερινή» (10-12-1937) μέ τόν τίτλο «Θνητοί καί Αθάνατοι»:

«Ψηλά στόν τρισχαριτωμένο ναό τής Περίβλεπτος τού Μυστρά, ανάμεσα από περίπλοκες σκαλωσιές, ανάερα κρεμασμένος σάν πολυέλαιος τής εκκλησιάς, μέ τήν άσπρη εργατικιά μπλούζα του, μέ τήν παλέτα καί τό πινέλο στά χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι εκστατικός, όμοιος μέ τά λιοντάρια πού σέ κοιτάζουν σάν ανθρώποι μέσα από τά παλιά περσιάνικα χαλιά, πρόβαλε καλωσορίζοντάς με ο Κόντογλου.

Τά μάτια του λάμπουν ευχαριστημένα, γιατί ξέρει πώς εχτελεί τό χρέος του καί τά χέρια του είναι γεμάτα ανυπομονησία καί δύναμη. Πάλεψε πολύ στή ζωή του, πόνεσε, μά τά εφήμερα δέν μπόρεσαν νά τόν λυγίσουν πώς νά λυγίσουν έναν άνθρωπο πού πιστεύει στό Θεό; Κι όταν τόν παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει καί ψέλνει θριαμβευτικά ένα τροπάρι: "Τή υπερμάχω στρατηγώ τά νικητήρια....". Ή: "Σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία....". Κι η πίκρα ξορκίζεται, κι η γής μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου μέ τά δαχτυλίδια του, μέ τό καρέ παλτό του, μέ τά σγουρά μαλλιά του, μέ τά μεγάλα του μάτια, μπαίνει ολάκερος στήν Παράδεισο...

Ο Κόντογλου έτρεχε απάνω-κάτω στήν Παράδεισο, πού αυτός μέ τίς ανασκαφές του ξανάφερε πάλι στό φώς θείες μορφές πλαντούσαν κάτω από στρώματα ασβέστη, καί λές πλαντούσε μαζί τους κι ο Κόντογλου καί δέν έβρισκε ησυχία, άν δέν τίς γλύτωνε. Σωστά έχει ειπωθεί πώς κάθε άνθρωπος έχει κάτω από τήν ευθύνη του μιάν ορισμένη περιοχή από πράματα, ανθρώπους κι ιδέες, κι άν δέ σώσει τήν περιοχή αυτή ούτε κι αυτός σώζεται.

Η περιοχή τού Κόντογλου είναι γεμάτη από χαλασμένες τοιχογραφίες».

Θυμίαμα πνευματικής ευωδίας αναδίνουν τά έργα τού Φώτη Κόντογλου. Ένας τρανός θεόπνευστος καλλιτέχνης αναδεικνύεται μέσα από τήν σύνθετη δημιουργία τού χρωστήρα του καί τού λόγου του, βυθίζοντας τίς ρίζες τους στά ακατάλυτα νάματα τής Ρωμιοσύνης καί τής Ορθοδοξίας.

Αυτός ήταν ο Φώτης Κόντογλου. Μέ πάθος αφουγκραζόταν ό,τι θεωρούσε ζωντανό. Αγωνιζόταν νά ζωντανέψη σέ σύμβολα καί δρώμενα ολάκερο τόν καημό τής Ρωμιοσύνης. Είχε μιά συνολική σύλληψη γιά τό Γένος μας.

Ο συντοπίτης του Ηλίας Βενέζης ως εξής τόν χαρακτηρίζει: Τόν αποκαλεί "Σάκλετον τού Αϊβαλιού πού χειρονομούσε ακατάπαυστα, μιλούσε ακατάπαυστα, έδειχνε, σχεδίαζε τό λόγο στόν αγέρα, ήταν φανατικός, πολεμούσε νά φανατίσει, ήταν ένα τεντωμένο νεύρο, έμοιαζε θεριό ανήμερο, φυλακισμένο στή στεριά από τά κύματα. Διηγόταν μέ τρόπο μοναδικό, πού δέν τόν έχω ξανασυναντήσει σέ άνθρωπο, ιστορίες απίθανες γιά τά ταξίδια του, γιά τήν τέχνη πού είδε, γιά τά πράγματα πού σπούδαζε. Τό κάθε τί πού διηγόταν έπεφτε πάνω μας σά δροσιά βροχής σέ διψασμένη γή. Άλλαζε έκφραση κάθε τόσο, κι όταν μιλούσε, τά μάτια του σπίθιζαν καί μιά μικρή φλόγα καρφωνόταν ολόϊσια στήν ψυχή μας σά μιά μικρή, μυτερή φλόγα..."

Είχε μιά θρησκευτικότητα λειτουργική καί φανατικά ορθόδοξη, πού μόνον όσοι τήν ζούν σάν εκείνον μπορούν νά τήν καταλάβουν. Είχε μιά γλώσσα, πού μόνο ένας Παπαδιαμάντης, στή δημοτική φορμαρισμένη, θά μπορούσε νά τήν γράψη. "...γιατί η γλώσσα του είναι συναξάρι ή τροπάρι ή δημοτικό τραγούδι. Ίσως δέν είναι χωρίς σημασία τό γεγονός ότι ο Κόντογλου, μόλις ήρθε στήν Αθήνα από τό Αϊβαλί, έμεινε γιά αρκετό διάστημα στό ίδιο δωμάτιο πού έμεινε καί ο Παπαδιαμάντης" (Τό είπε ο ίδιος ο Κόντογλου στόν Π.Β. Πάσχο) "Γιά μένα, θά προσθέσει ο Πάσχος, ο Κόντογλου, ήταν ο μικρότερος αδελφός τού Παπαδιαμάντη" ("Σχέδιο μέ μολύβι" σελ. 67)

"Ήταν ένας άνθρωπος, θά γράψη ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, πού είχε στραμμένα τά μάτια τής ψυχής του πρός τό "άκτιστον" φώς καί τά μάτια τού κορμιού του μετέωρα απάνω από τίς γήϊνες παρουσίες. Ήταν συνομιλητής τών αγίων καί τών αγγέλων. Όταν τόν αποσπούσες από τά μόνιμα οράματά του, ένιωθες πώς τόν κατέβαζες σ' έναν κόσμο πού σπέρνει τύψεις καί θερίζει θλίψεις" ("Η Ζωντανή παράδοση", σελ. 26)

Τήν συχνή επαφή του μέ τόν ουρανό πετύχαινε μέ τήν θερμή προσευχή του, όπως αυτή πού δημοσιεύει στή "Βασάντα" μέ τίτλο "ΨΑΛΜΟΣ ΡΒ 102".

Δόξασε ψυχή μου τόν Κύριο

κι όλα τά σπλάγχνα μου τό όνομά του, τό άγιο

δόξασε ψυχή μου τόν Κύριο.

καί μήν ξεχνάς όλα τ' αγαθά πού σού' δωσε

κείνον πού σχωρνά όλες τίς αμαρτίες σου,

κείνον πού γιατρεύει όλες τίς αρρώστιες σου,

κείνον πού σέ σπλαχνίζεται καί σέ πονά,

κείνον πού γεμίζει μέ αγαθά τήν επιθυμία σου

θέλει νά ξαναγεννηθεί η νιότη σου όπως τού αητού.

Ο Κύριος ελεεί τούς δίκαιους καί προστατεύει

τούς αδικημένους.

Μιά μέρα όμως, ζεστή καί ηλιόλουστη, 13 Σεπτεμβρίου 1963, αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος μέ τά πολλά χαρίσματα, βρέθηκε μέ τή γυναίκα του Μαρία καί τήν κόρη του Δέσπω, τσακισμένος από διερχόμενο αυτοκίνητο, στό νοσοκομείο. Η γυναίκα του πέθανε σέ λίγες μέρες. Ο ίδιος άφησε τήν τελευταία του πνοή στόν "Ευαγγελισμό", ύστερα από δυό χρόνια μέσα σέ φοβερούς πόνους.

Νομίζω πώς τά τελευταία χρόνια μετά τό θάνατό του ο Κόντογλου πάει νά λησμονηθή. Σπάνια ακούγεται τόνομά του. Πού καί πού κανένας στοχαστικός τόν διαβάζει καί η νέα γενιά τόν αγνοεί. Είναι παράξενη η τύχη τών βιβλίων καί εκείνων πού τά έγραψαν. Πολλοί συγγραφείς καί ποιητές έμειναν θαμμένοι μέ τά βιβλία τους γιά πολλά χρόνια: ο Κάλβος, ο Καβάφης κ.ά. Κάποτε βρέθηκαν κάποιοι πού τούς ξέθαψαν καί μεσουράνησε η φήμη τους. Σίγουρα τό ίδιο θά συμβή καί μέ τόν Κόντογλου. Βραχυχρόνιος θά είναι ο παραμερισμός.

Όσοι δέν είχαν τήν τύχη νά γνωρίσουν τόν Φώτη Κόντογλου μπορούν νά τόν αναστήσουν καί νά τόν γνωρίσουν διαβάζοντας τά έργα του. Εκεί εμφανίζει τόν εαυτό του μέ εκείνη τήν ωραία καί φυσική γυμνοσύνη τών αρχαίων. Κι όσοι θέλουν νά μάθουν μέ ακρίβεια τί πράγμα είναι ένας Χριστιανός, άς γνωρίση τόν Κόντογλου. Νά τόν γνωρίση όμως βαθιά καί όχι επιδερμικά.–

  • Προβολές: 2814