Skip to main content

Ἡ διαχρονικὴ Ὀρθόδοξος Παρουσία στὴν Ἰσπανία

Μητροπολίτου Ἰσπανίας καί Πορτογαλίας κ. Πολυκάρπου (Σταυροπούλου)

Δημοσιεύουμε σὲ δύο συνέχειες τὴν ὁμιλία τοῦ Ναυπάκτιου τὴν καταγωγὴ Μητροπολίτου Ἱσπανίας καὶ Πορτογαλίας κ. Πολυκάρπου, τὴν ὁποῖα ἐξεφώνησε ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἐπισήμων προσκεκλημένων καὶ ἐκλεκτοῦ ἀκροατηρίου στὴν Πατριαρχικὴ Βιβλιοθήκη, στὶς 28 Ἀπριλίου 2010.

Σεβ. Μητροπολίτης Ισπανίας καί Πορτογαλίας κ. ΠολύκαρποςἈποτελεῖ ὑψίστη τιμὴ καὶ ἐξαιρετικὴ εὐλογία γιὰ τὸν ὁμιλοῦντα, ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς Μητροπολίτου Ἱσπανίας καὶ Πορτογαλίας, ἡ παροῦσα διάλεξη στὴν Πατριαρχικὴ Βιβλιοθήκη μὲ θέμα τὴν Ὀρθόδοξη διαχρονικὴ παρουσία στὴν Ἱσπανία, διὰ τοῦτο καὶ ἐκφράζω τὶς ἐκ βάθους καρδίας ὑιϊκὲς εὐχαριστίες μοῦ πρὸς τὴν Ὑμετέρα Σεπτὴ Κορυφὴ γιὰ τὴν δοθεῖσα μοὶ εὐκαιρία. Ὅ,τι ἐκτίθενται κατωτέρω, βασίσθηκαν στὶς κατὰ καιροὺς ἐργασίες τοῦ Πρυτάνεως τῶν Ἑλλήνων Ἰσπανιστών, τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ἰωάννου Χασιώτη, ὁ ὁποῖος ἀνάλωσε κυριολεκτικὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀσχολούμενος μὲ τὶς ἐπαφὲς καὶ τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο ἄκρων τῆς Μεσογείου μας καὶ ἔγραψε πολλὲς ἑκατοντάδες σχετικὰ πονημάτα, διὰ τοῦτο τὸ Γένος καὶ ἡ ἱστορικὴ ἐπιστήμη τοῦ ὀφείλουν πολλά. Παράλληλα, πολλὰ στοιχεῖα, ποῦ ἀναφέρονται στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς διαλέξεώς μου, ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὸ πόνημα τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου-Εμμανουήλ Πιπεράκη "Ἱσπανικὸ Ὀρθόδοξο Συναξάρι", ποῦ ἐξέδωσε ἡ Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ παροῦσα διάλεξη ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ μετάφραση στὴν ἑλληνικὴ τοῦ κειμένου ποῦ κατέθεσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Ἱσπανίας καὶ Πορτογαλίας στὴν Γενικὴ Διεύθυνση Θρησκευτικῶν Ὑποθέσεων τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης τῆς Ἱσπανίας, προκειμένου νὰ ἀναγνωρισθῇ ἀπὸ τὸ Ἱσπανικὸ Κράτους ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της ὡς Ἐκκλησία ἱστορικὰ καὶ ἀριθμητικὰ ριζωμένη στὸ ἱσπανικὸ ἔδαφος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐψηφίσθη, μὲ ἀπόλυτη πλειοψηφία, τὴν Πέμπτη 15η Ἀπριλίου ε.έ., ἀπὸ τὴν Ὁλομέλεια τῆς Ἐθνικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Θρησκευτικὴ Ἐλευθερία.

Μέχρι πρὶν μερικὰ χρόνια ἡ γνώση τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς πίστεως τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἦταν οὐσιαστικὰ σχεδὸν ἀνύπαρκτη στὴν Ἰβηρικὴ Χερσόνησο. Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολὴ ἐφαίνετο πολύ μακρινὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου οἱ μεταξὺ τῶν δύο κόσμων σχέσεις ὑπῆρξαν ἐλάχιστες, σὲ σύγκριση π.χ. μὲ τὴν Ἰταλικὴ Χερσόνησο. Παρ' ὅλα, ὅμως, τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα, ὅπως ἡ μεγάλη ἀπόσταση μεταξὺ τῶν δύο ἄκρων τῆς Μεσογείου, ἡ ἐχθρότητα μεταξὺ τῶν Αὐτοκρατοριῶν Ἱσπανικῆς καὶ Ὀθωμανικῆς, κλπ., ὑφίσταντο σχέσεις ὑπὸ τύπον προσκυνημάτων, πρεσβειῶν, ἐμπορίου, γάμων, καθὼς καὶ πολέμων. Γιὰ τὸ θέμα ποῦ μᾶς ἐνδιαφέρει, παρορῶμε τὴν ὕπαρξη τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀποικιῶν στὴν Ἱσπανικὴ Μεσόγειο καὶ ἐρχόμεθα στὴν διαπραγμάτευσή του, διαιρῶντας τὸ σὲ τρία κεφάλαια: α) ἀρχαῖα χριστιανικὴ καὶ βυζαντινὴ ἐποχή, β) ὀθωμανικὴ περίοδος καὶ γ) σύγχρονη ἐποχή.

Α). ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

"Δι' ὃ καὶ ἐνεκοπτόμην τὰ πολλὰ τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς? νυνὶ δὲ μηκέτι τόπον ἔχων ἐν τοὶς κλίμασι τούτοις, ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, ὡς ἐὰν πορεύωμαι εἰς τὴν Σπανίαν ἐλεύσομαι πρὸς ὑμᾶς? ἐλπίζω γὰρ διαπορευόμενος θεάσασθαι ὑμᾶς καὶ ὑφ’ ὑμῶν προπεμφθῆναι ἐκεῖ, ἐὰν ὑμῶν πρῶτον ἀπὸ μέρους ἐμπλησθὼ" (Ρώμ. ἰε’, 22-24). Αὐτὰ ἔγραφε ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος στοὺς Ρωμαίους, ἐκφράζων τὴν ἐπιθυμία του νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἱσπανία. Παρ' ὅλες τὶς ἀρχαῖες παραδόσεις περὶ ἐλεύσεως τοῦ Παύλου στὴν Ἱσπανία καὶ μάλιστα στὴν περιοχὴ τῆς Ταρραγόνας (Καταλωνία), τὸ τοιοῦτο δὲν τεκμηριώνεται ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Ἄλλη ἀρχαιοτάτη καὶ εὐσεβὴς παράδοση ὁμιλεῖ γιὰ τὴν παρουσία καὶ δράση τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀλφαίου στὰ ἱσπανικὰ ἐδάφη. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ ἡ παρουσία ἐπιστημονικῶς δὲν ἐπιβεβαιώνεται.

Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶναι ἐμφανές, εἶναι ὅτι ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς Ἰβηρίας ἐπραγματοποιήθη ἀπὸ ἀμέσους μαθητὲς τῶν Ἀποστόλων. Ἡ πρώτη γιὰ τὴν ὁποῖα ἔχομε πληροφορίες εἶναι ἡ Ἁγία Πολυξένη, μαθήτρια ἀρχικὰ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Φιλίππου καὶ ἀκολούθως τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου, ὁ ὁποῖος τὴν ἐβάπτισε, ὅταν δὲ ἐκρίθη ὅτι ἐμυήθη πλήρως στὴν χριστιανικὴ πίστη, ἀπεστάλη στὴν Ἰβηρία, συνοδευόμενη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ὀνήσιμο, τὴν Ἁγία Ξανθίππη, κατὰ σάρκα ἀδελφὴ τῆς καὶ σύζυγο τοῦ Ρωμαίου Κυβερνήτη τῆς Ἱσπανίας Πρόβου, καὶ τὴν Ἁγία Ρεβέκκα καὶ ἔφεραν στὸν Χριστιανισμὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένα Χρονικὰ τοῦ 8ου μ.Χ. αἰῶνος, ὑπῆρξαν οἱ "Ἑπτὰ Ἀποστολικοὶ Ἄνδρες" (Los Siete Barones Apostolicos), οἱ ὁποῖοι ἀπεστάλησαν ἐκ Ρώμης ἀπὸ τοὺς Πρωτοκορυφαίους Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο, οἱ ἱδρυτὲς τῶν ἑπτὰ πρώτων Ἐπισκοπῶν τῆς Ἱσπανίας, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ὅπως ὁ Ἅγιος Καικίλιος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰνδαλέχιος, ἐχρημάτισαν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ πρώτου Ἐπισκόπου τῶν Ἀθηνῶν. Ἂν καὶ αὐτὰ τὰ "Χρονικά", ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, συνιστοῦν θρύλους, ὅμως σχετίζονται μὲ μία ἱστορικὴ πηγὴ ἀναφορικὰ μὲ τοὺς ἱδρυτὲς ὁρισμένων Ἐπισκοπῶν καὶ τὴν ἀρχήν των.

Τὸ ἔτος 304/306 συμμετέχουν στὴν Σύνοδο τῆς Ἐλβίρας (Γρανάδα) 19 Ἐπίσκοποι. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι γνωστὴ περισσότερον γιὰ τὴν θέσπιση τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου, ἡ ὁποία ἐπεκράτησε σταδιακὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία. Στὴν Σύνοδο τῆς Ἀρελάτης (314) ἔλαβον μέρος 6 Ἱσπανοὶ ἐπίσκοποι. Στὴν Σύνοδο τῆς Ἐλβίρας ἔπρεπε νὰ προεδρεύση ὁ μέγας Ὅσιος, ἐπίσκοπος Κορδούης (Cordoba), ὁ ὁποῖος ἔζησε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴν αὐλὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ προήδρευσε τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (324), ἐνῷ ἔπαιξε πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Νίκαια, 325). Ὁ Ἅγιος Ὅσιος εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἐπρότεινε τὴν χρήση τοῦ ὅρου "ὁμοούσιος" ἐναντίον τῆς ἀρειανικὴς δοξασίας. Θαυμασθεὶς καὶ ὑμνηθεῖς ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μέγα, ὁ ὁποῖος τὸν ἀποκαλεῖ "πατέρα τῶν ἐπισκόπων", ἐγνώρισε μέσῳ αὐτοῦ τὴν μοναστικὴ πρακτικὴ τῆς Αἰγύπτου, τὴν ὁποῖα ἀσφαλῶς θὰ μετέφερε στὴν Ἱσπανία. Τὸ ἔτος 343 συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Σαρδικής, μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Πρωτεξτάτο ἢ Πρωτογένη τῆς Βαρκελώνης. Ἐπίσης, ὑπάρχουν εἰδήσεις γιὰ τὴν συμμετοχή του, ὀλίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, καὶ σὲ μία ἄλλη Σύνοδο στὸ Σίρμιο (350). Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἰβηρίας ἀνέδειξε ἀξιόλογους θεολόγους συγγραφεῖς, ποῦ ἄφησαν σημαντικὰ ἔργα, ὅπως ὁ Ἐλβίρας Γρηγόριος, ὁ Λισσαβῶνος Ποτάμιος καὶ ὁ Μπράγκας Μαρτίνος.

Γύρω στὰ 395 μία ἱσπανίδα μοναχή, ἡ Αἰθερία, ἡγουμένη στὴν περιοχὴ τῆς Γαλικίας, ἐπραγματοποίησε ἕνα προσκύνημα στὰ Ἱεροσόλυμα, μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως καὶ Καππαδοκίας. Συνέγραψε, γιὰ τὶς συνασκήτριές της στὴ μονή, ὅ,τι ἐβίωσε στὸ ταξίδι της, τὸ Itinerarium Egeriae, ἔργο μεγάλου ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν φιλολογία καὶ τὴν γεωγραφία καὶ μοναδικῆς ἀξίας γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Λειτουργίας (Λειτουργική), λόγῳ τῶν λεπτομερῶν περιγραφῶν τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Πάσχα στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἐπίδραση τοῦ Χρονικοῦ τῆς Αἰθερίας ἦτο τόσο μεγάλη, ὥστε μερικὰ πασχάλια λειτουργικὰ ἔθιμα τῆς Ἀνατολῆς νὰ εἰσαχθοῦν στὰ μοναστικὰ περιβάλλοντα τῆς Ἰβηρίας.

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Ε’ αἰῶνος ἐξ αἰτίας τῶν εἰσβολῶν τῶν διαφόρων βαρβαρικῶν Γερμανικῶν φύλων καὶ τῆς σοβαρῆς κρίσεως ποῦ προεκάλεσε στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ἡ διαμάχη μεταξὺ τῶν Ἀρειανὼν Βησιγότθων καὶ τῶν Ὀρθοδόξων Σουηβών, ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἱσπανικοῦ κλήρου μετανάστευσε στὴν Βόρειο Ἀφρικὴ καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτου Καρθαγένης. Ἦτο κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου ποῦ ἀρχίζει ἡ ἐξέλιξη ἐκείνου ποῦ ἀργότερα θὰ ὀνομασθῇ "ρυθμὸς βησιγοτθικὸς ἢ μοζαραβικὸς ἢ ἱσπανικός". Φανερῆς συριακῆς ἐπιρροῆς καὶ μέσῳ τῆς Αἰγύπτου, οἱ Ἱσπανοὶ κληρικοὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς, καθιέρωσαν ἕναν λειτουργικὸ ρυθμὸ καθαρὰ ἱσπανικό, ἀπόλυτα προσαρμοσμένο γιὰ τοὺς ἱσπανικοὺς λαούς, ὁ ὁποῖος ἐξαπλώθηκε σύντομα σὲ ὅλη τὴν Ἱσπανία, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τῆς Γ’ Συνόδου τοῦ Τολέδο (589). Τὰ μεγάλα ὀνόματα τῆς Ἱσπανικῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης τῆς περιόδου Λέανδρος καὶ Ἰσίδωρος Σεβίλλης, Βραούλιος τῆς Θαραγκόθας καὶ Ἰουλιανὸς καὶ Ἰλδεφόνσος τοῦ Τολέδου ἐπηρεάσθησαν ἀπὸ τὰ ἰδεώδη καὶ τὴν κουλτούρα τοῦ Βυζαντίου. Ἡ Ἱσπανικὴ Ἐκκλησία ζὴ τὴν ἐνδοξότερη ἱστορικὴ περίοδό της, ὅπου δίπλα στοὺς μεγάλους Ἱεράρχες της, ἔρχεται νὰ προστεθῇ καὶ ἕνας ἀνθηρὸς μοναχισμός, διεπόμενος ἀπὸ τοὺς μοναστικοὺς κανόνες τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου Σεβίλλης. Τὴν βυζαντινὴ ἐπίδραση δέχθηκαν οἱ ἐνσωματωθεῖσες ἐκ νέου στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μετὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Ἰουστινιανοῦ, Νοτιο-δυτικὴ Ἱσπανία (Περιφέρεια Μουρκίας μὲ πρωτεύουσα τὴν πόλη τῆς Καρθαγένης, ἕδρα τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Ἐξάρχου Ἰβηρίας) καὶ οἱ Βαλεαρίδες Νῆσοι. Ἡ πρώτη περιοχὴ παρέμεινε κάτω ἀπὸ τὸ Βυζάντιο μόνον 80 ἔτη, ἐνῷ οἱ Βαλεαρίδες σχεδὸν 400 ἔτη.

Ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ζεβεδαίου, στὴν ὁμώνυμη πόλη τῆς Γαλικίας στὴν Βορειο-δυτικὴ Ἱσπανία, εἵλκυε προσκυνητὲς ἀπ' ὅλη τὴν Εὐρώπη, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, στὴν πλειοψηφία των μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν τὸ δύσκολο προσκυνηματικὸ ταξίδι στὸ Σαντιάγκο τῆς Κομποστέλλας ὡς ἕναν "μοναχικὸ κανόνα", ἐνῷ τὸν θάνατο κατὰ τὴν διάρκειά του ἰσάξιο τοῦ μαρτυρικοῦ. Τὸν 8ο αἰῶνα (711), ἡ Ἱσπανία προσεβλήθη ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Πρὶν φθάσουν οἱ Ἄραβες στὴν Ἰβηρία, εὑρίσκοντο σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Βυζαντινούς. Αὐτὲς οἱ ἐπαφές, ἂν καὶ ἦταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πολεμικοῦ χαρακτῆρος, ἐπέτρεψαν στοὺς πρώτους νὰ δεχθοῦν τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ἐπιστῆμες, οἱ ὁποῖες κληρονομήθησαν καὶ ἀνεπτύχθησαν περαιτέρω ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Ἔτσι, στὴν Ἱσπανία μαζὶ μὲ τὴν νέα θρησκεία, εἰσήχθησαν ἡ φιλοσοφία, ἡ ἀστρονομία, τὰ μαθηματικά, ἡ χημεία, ἡ ἄλγεβρα, ἡ ἰατρικὴ κλπ., καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν πέρα τῶν Πυρηναίων Εὐρώπη. Σὲ γενικὲς γραμμὲς ἡ Ἐκκλησία ἔτυχε ἠπίας μεταχειρίσεως καὶ παρέμεινε διηρημένη σὲ 3 ἐκκλησιαστικὲς Ἐπαρχίες μὲ 29 συνολικὰ Ἐπισκόπους.

Σιγά-σιγὰ ἡ Ρώμη ἐπιβάλλει, ὄχι χωρὶς ἀντιδράσεις, τὸ λατινικὸ τυπικὸ καὶ παράδοση καὶ ἔτσι ἔχομε τὴν πλήρη λατινοποίηση τῆς Ἱσπανίας καὶ τὴν σταδιακὴ ἐγκατάλειψη τοῦ μοζαραβικοῦ τυπικοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Τολέδο, ὅπου ἐξακολουθεῖ νὰ τελεῖται μέχρι σήμερα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν 12ου, 13ου καὶ 14ου αἰώνων οἱ ἐπαφὲς μεταξὺ τῶν Βασιλικῶν Οἴκων τῆς Καστίλλιας ἢ τῆς Ἀραγωνίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ἀσφαλῶς περιορισμένες, συνετέλεσαν στὴν παραμονὴ στὴν Ἱσπανία βυζαντινῶν ἀριστοκρατῶν ἢ μελῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογενείας, ὅπως ἡ Αὐτοκράτειρα Κωνσταντίνα, ἡ Εἰρήνη Λάσκαρη, ἡ Dona Angelica de Grecia, κλπ. Ὅμως, ἡ ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν δύο κόσμων γίνεται πιὸ ἄμεση μὲ τὴν στρατιωτικὴ παρουσία καὶ δράση τῆς Compania Catalana, ἀρχικὰ στὴν Μικρὰ Ἀσία, Θράκη καὶ Μακεδονία καὶ ἀργότερα στὴν Κεντρικὴ καὶ Νότιο Ἑλλάδα, ἡ ὁποία ἄφησε ἄσχημες ἐντυπώσεις στὸν Ἑλληνικὸ λαό. Αὐτὴ ἡ εἰσβολὴ συνετέλεσε στὴν δημιουργία τοῦ Καταλανικοῦ Δουκάτου τῶν Ἀθηνῶν καὶ Νέων Πατρῶν, τίτλος ὁ ὁποῖος ἐπέρασε στὸ Ἱσπανικὸ Στέμμα καὶ φέρει μέχρι σήμερα ὁ Βασιλεὺς τῆς Ἱσπανίας. Μεταξὺ τῶν συμβάντων αὐτῆς τῆς ἐπιδρομῆς, ὑπῆρξε ἡ εἰσβολὴ στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἡ καταστροφὴ τῆς Μονῆς τῶν Ἀμαλφιτὼν ἢ Ἰταλιωτὼν Πατέρων, μοναδικῆς Λατινικῆς Μονῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἡ ὁποία παρέμεινε σὲ λειτουργία καὶ μετὰ τὸ Σχίσμα μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καθὼς καὶ ἡ καταστροφὴ μεγάλου τμήματος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου (Βιβλιοθήκη, Τράπεζα καὶ Πύργος).

Ἡ ἐμπορικὴ ἐξάπλωση τῶν Ἀνατολικῶν Βασιλείων τῆς Ἰβηρικὴς Χερσονήσου (Βαλένθιας καὶ Ἀραγκῶνος) στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο βοήθησε στὴν δημιουργία σκαλῶν, ἐμπορικῶν πρακτορείων, προξενείων καὶ μικρῶν ἱσπανικῶν παροικιῶν στὴν Ρόδο καὶ τὴν Κύπρο. Ἑλληνικὰ τοπωνύμια ἐνσωματώνονται στὴν χαρτογραφία τῆς νήσου Μαγιόρκα τῶν Βαλεαρίδων, ἐνῷ ναυτικοὶ τοῦ Ἀραγωνικοῦ Στέμματος κυκλοφοροῦν στὸ Αἰγαῖο καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Ἡ βυζαντινὴ λογοτεχνία ἐπηρεάζει τὴν λογοτεχνικὴ παραγωγὴ τῆς ἐποχῆς, ὡς φαίνεται ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα Tirant lo Blanc, τοῦ Βαλενθιανοῦ Joanot Martorell, τοῦ ὁποίου ὁ ἔρωας δρὰ στὰ ἐδάφη τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Στὴν ἐμπορικὴ δράση προστίθεται καὶ αὐτὴ ἡ πολιτικὴ τοῦ Ἀραγωνικοῦ Στέμματος πρὸς ἀπόκτηση δυναστικῶν δικαιωμάτων στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἰδιαίτερα στὴν Κύπρο. Ἡ Ὀθωμανικὴ παρουσία στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο ἐμείωσε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ἀραγωνικοῦ Στέμματος γιὰ τὴν περιοχή μας, ὅμως αὐτὸ δὲν σταμάτησε. Ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς στρατιωτῶν, ναυτικῶν καὶ ἐμπορευομένων ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ἱσπανία συμμετεῖχε στὴν ἄμυνα τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453 καὶ τῆς Ρόδου στὰ 1440 καὶ 1480.

Β). ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Ἡ ἐπικράτηση τῆς Ἱσπανικῆς κυριαρχίας στὴν Νότιο Ἰταλία στὶς ἀρχὲς τῆς Συγχρόνου Ἐποχῆς (Epoca Moderna), ἀναζωπύρωσε τὶς ἐλπίδες τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἰδιαιτέρως τῶν Ἑλλήνων, γιὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν νέων κατακτητῶν ἀπὸ τὰ ἐδάφη των. Αὐτὲς οἱ ἐλπίδες μειώθηκαν ἐξ αἰτίας τῶν νέων πολιτικῶν καὶ ἐμπορικῶν συμφερόντων ποῦ προκάλεσε ἡ ἀνακάλυψη τῆς Ἀμερικῆς. Ὅμως, οἱ ἐπαφὲς συνεχίσθησαν, ἔστω καὶ περιορισμένες. Σημαντικὸ ρόλο διεδραμάτισαν οἱ πρόσφυγες ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν ἀπὸ τὴν καταλυθεῖσα Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ καὶ ἐκεῖνοι τῆς μεγάλης Ἰσπανοφώνου Ἑβραϊκῆς Κοινότητος (Σερφαδίτες) ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ ὁποῖοι ἐκδιωχθέντες ἀπὸ τὴν Ἱσπανία κατέφυγαν στὴν Τουρκοκρατούμενη Ἀνατολὴ καὶ κυρίως στὴν Θεσσαλονίκη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, ἀπὸ τὸ 1450 χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς γυρίζουν τὴν Ἱσπανία ἀναζητῶντας χρήματα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν αἰχμαλώτων συγγενῶν των στὴν Βόρειο Ἀφρική, ἐνῷ ἄλλοι, μέσῳ τῆς Νοτίου Ἰταλίας, τόσον ἀπὸ ἀντίδραση πρὸς τὴν Ὀθωμανικὴ κυριαρχία, ὅσον ἀπὸ τὴν φήμη τοῦ ἱσπανικοῦ πλούτου, καταφθάνουν στὴν Ἱσπανία. Οἱ περισσότεροι ἦσαν ἔμποροι καὶ ναυτικοί, οἱ τελευταῖοι εἰδικοὶ στὸν ἀντιπειρατικὸ ἀγῶνα, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν πολύτιμες ὑπηρεσίες στοὺς Ἱσπανοὺς μονάρχες, πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς κατευθύνθηκαν πρὸς τὴν Ἱσπανικὴ Ἀμερική. Αὐτὸ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ ἐπώνυμα ποῦ διασώθηκαν στὰ Ἱσπανικὰ Ἀρχεῖα: Juan Griego, Jacobo Griego, Mateo Griego, Pedro de Candia, κλπ. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἦτο φυσικὸ νὰ ἐμφοροῦντο καὶ ἀπὸ τὴν ἰδέα ἐπαναστατικῶν κινημάτων ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν. Ὅμως, δὲν ὑπῆρχαν μόνον ἄνθρωποι τῶν ὅπλων ποῦ ἔφθασαν στὴν Ἱσπανία. Διάφοροι διανοούμενοι, μέσῳ κυρίως τῆς Ἰταλικῆς Χερσονήσου, ἐγκαταστάθηκαν στὴν Χώρα, ὅπως π.χ. οἱ Κωνσταντῖνος Λάσκαρης καὶ Δημήτριος Δούκας, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ἀλκαλᾶ Ντὲ Ἐνάρες καὶ συνεργάσθη στὴν κριτικὴ ἔκδοση τῆς περιφήμου Biblia Poliglota Complutense. Ἔτσι, στὶς σημαντικὲς ἑλληνικὲς παροικίες τῆς Ἰσπανοκρατούμενης Νοτίου Ἰταλίας καὶ Σικελίας, ἔρχονται νὰ προστεθοῦν, ἂν καὶ ἀριθμητικὰ μικρές, ἐκεῖνες τοῦ Τολέδο, Βαρκελώνης, Βαλένθιας, Βαγιαδολίδ, Σαλαμάνκας, Ἐσκοριὰλ καὶ Σεβίλλης, τῆς τελευταίας ἀποτελούσης τὴν θύρα πρὸς τὴν Ἀμερική. Γενικῶς, ἀποτελοῦντο ἀπὸ στρατιωτικούς, ναυτικούς, βιοτέχνες, κληρικούς, ἀντιγραφεῖς κωδίκων, καλλιτέχνες καὶ καθηγητές. Ὀνομαστοὶ ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς ἀντιγραφεῖς κωδίκων οἱ Ἀνδρέας Δαρμάριος καὶ Νικόλαος Τουριανὸς στὸ Ἐσκοριάλ, ἀπὸ τοὺς καλλιτέχνες ὁ Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, γνωστὸς ὡς El Greco, στὸ Τολέδο καὶ ὁ καθηγητὴς Νεόφυτος Ροδινὸς στὸ ὀνομαστὸ Πανεπιστήμιο τῆς Σαλαμάνκας. Ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων προήρχετο ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, Πελοπόνησο καὶ Κύπρο, μὴ λησμονοῦντες νὰ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Βασιλέα τῆς Ἱσπανίας τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδος.

Μετὰ τὴν νίκη στὴν Ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου (1571), ἔχομε ἕνα νέο κῦμα ἀφίξεων Ἑλλήνων. Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὴν τεράστια συμβολὴ τῶν Ἑλλήνων ναυτικῶν καὶ στρατιωτῶν σὲ αὐτὴν τὴν σημαντικὴ Χριστιανικὴ νίκη, τόσον αὐτῶν ποῦ εὑρίσκοντο στὰ συμμαχικὰ πλοῖα, ὅσον καὶ ἐκείνων στὰ τουρκικά. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὁ Δὸν Χουὰν τῆς Αὐστρίας ἐθεωρήθη ὡς νέος Μωϋσής. Στὴν Δύση καθιερώθη ἡ ἑορτὴ τῆς Παναγίας τῆς Ναυπάκτου ἢ τοῦ Ροζαρίου, ἡ ὁποία κατέστη δημοφιλὴς καὶ κάτι σὰν τὸν ἀντίστοιχο Ἀκάθιστο Ὕμνο στὴν Χριστιανικὴ Ἀνατολή. Μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἐκδίωξη τῶν Μουσουλμάνων τὸ 1609, ὑπῆρξε μία προσπάθεια ἐποικίσεως τῶν ἐγκαταλελειμμένων ἐδαφῶν μὲ ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς ἀπὸ τὴν Νοτιο-δυτικὴ Πελοπόνησο. Οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ ἐγκαταστάθηκαν στὰ βορειο-ἀνατολικὰ παράλια τῆς Ἱσπανικῆς Μεσογείου Θαλάσσης, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ὀλίγο καιρὸ δὲν αἰσθάνθηκαν ἄνετα, κυρίως λόγῳ τῆς καχυποψίας τοῦ τοπικοῦ περιβάλλοντος γιὰ τὶς θρησκευτικὲς πρακτικές των καὶ ὁδηγήθηκαν τελικὰ στὴν Νότιο Ἰταλία. Στὴν πλειοψηφία των οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι οἱ ὁποῖοι παρέμειναν τελικὰ στὴν Ἱσπανία, συνῆψαν μικτοὺς γάμους καὶ μετὰ τὴν τρίτη γενεὰ ἀφομοιώθηκαν ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ τοπικὸ ρωμαιοκαθολικὸ περιβάλλον. Γνωστὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῆς πλουσίας οἰκογενείας Δαρόλη, ποῦ ἀπὸ τὸ 1530 διέμεινε στὴν Σεβίλλη τῆς Ἀνδαλουσίας καὶ ἀναφέρεται στὰ Ἱσπανικὰ Ἀρχεῖα ὡς de Rodas. Ἐπίσης ὁ υἱὸς τοῦ El Greco, Μανουὴλ Θεοτοκόπουλος, μετεστράφη στὸν ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ ἰσπανοποιήθη πλήρως. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Μεσογείου συνέβαινε τὸ ἀντίστοιχο. Κλασικὸ παράδειγμα ὁ Λορέντζος Μαβίλης ἀπὸ τὴν πόλη Ἀλικάντε, στενὸς συνεργάτης τοῦ θείου τοῦ Juan de Bouligny στὴν Ἱσπανικὴ Πρεσβεία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἐγκατεστάθη στὴν Κέρκυρα, ἐνυμφεύθη τὴν Ἰωάννα Καποδίστρια καὶ ὁ υἱός των Λορέντζος Μαβίλης, εἶχε ὡς μητρικὴ γλῶσσα τὴν ἑλληνική, θρησκεία τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ καὶ ἀνεδείχθη ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἕλληνες ποιητές.

Ἡ πολιτικὴ κατάσταση στὰ τέλη τοῦ 17ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος ἔπαψε νὰ ἕλκη τοὺς Ἕλληνες. Ἡ Ἱσπανία δὲν ἦτο πλέον ἡ πλούσια δύναμη τοῦ παρελθόντος, ἐνῷ συνῆψε νέες σχέσεις μὲ τοὺς Ὀθωμανούς. Οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν πλευρά των προσαρμόσθησαν στὴν νέα γεωπολιτικὴ κατάσταση καὶ πολλοὶ κατέλαβαν τὶς θέσεις τοῦ Προξένου τῆς Ἱσπανίας σὲ διάφορα λιμάνια τῆς Μεσογείου. Οἱ Ἕλληνες ναυτικοὶ ἐμπορεύονται, τώρα, κυρίως σιτάρι καὶ κάρβουνο, ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ στὰ ἀνατολικὰ λιμάνια τῆς Ἱσπανίας. Ἐμπόριο νόμιμο μερικὲς φορές, ἀλλὰ καὶ παράνομο ἄλλες. Ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ Πολέμου τῆς Διαδοχῆς καὶ τῆς μετέπειτα Συνθήκης τῆς Οὐτρέχτης (1713), οἱ Ἄγγλοι καταλαμβάνουν τὴν νῆσο Μενόρκα τῶν Βαλεαρίδων. Στὴν πρωτεύουσα τῆς νήσου Μαὸν ἐγκαθίσταται μία δραστήρια Ἑλληνικὴ παροικία (1708-1795), ἡ ὁποία στὰ 1750 θὰ φθάση νὰ ἀριθμῇ πάνω ἀπὸ 1.000 ψυχὲς σὲ 22.000 κατοίκους πληθυσμό. Ἡ παροικία αὐτή, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ τοπικοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ ἐπισκόπου, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βρετανοῦ διοικητοῦ, κτίζει τὸν περικαλλῆ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποῦ ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο Ὀρθόδοξο ναὸ στὴν Ἱσπανία, καθὼς καὶ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο καὶ Νοσοκομεῖο. Ἡ ἐκκλησία αὐτὴ σώζεται μέχρι σήμερα, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Cos de Grecia σὲ κεντρικὸ σημεῖο τῆς Μαὸν καὶ λειτουργεῖ ὡς ρωμαιοκαθολικὸς ναὸς ἀφιερωμένος στὴν Ἄσπιλο Σύλληψη τῆς Θεοτόκου, εἶχα δὲ τὴν εὐλογία νὰ τελέσω σὲ αὐτὴν γάμο καὶ δύο βαπτίσεις οἰκογενείας ἑλληνο-βρετανῶν μονίμων κατοίκων τῆς νήσου. Οἱ κληρικοὶ ἀπεστέλοντο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας, ὅπως καὶ αὐτοὶ τῶν γειτονικῶν Κοινοτήτων Λιβόρνου καὶ Τύνιδος, ἐνῷ ἡ πλειοψηφοῦσα πατριὰ ἦτο αὐτὴ τῶν Πατμίων. Ὁ πρῶτος Ἕλληνας μόνιμος ἱερεὺς ἦτο ὁ Jorge (Γεώργιος) Katsaras de Mani, τὸ 1743, προερχόμενος ἀπὸ τὸ Αἰάκειο τῆς γειτονικῆς Κορσικής. Πολιτικῶς ἡ Κοινότητα ἐτύγχανε τῆς ὑποστηρίξεως τῆς Τσαρικὴς Ρωσίας, ἡ δὲ Αὐτοκράτειρα Αἰκατερίνη Β’ ἐδώρησε πολύτιμα ἱερὰ σκεύη στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Οἱ Ἕλληνες ἔμποροι τῆς Μαὸν ἐμπορεύονταν κυρίως μὲ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, τὴν Ἰταλία καὶ τὴν Μαύρη Θάλασσα, σώζονται δὲ στὰ Ἀρχεῖα τῆς ἐποχῆς τὰ ὀνόματα τῶν πλοίων των, ὅπως Virgen (Παναγία) de Hydra, Virgen de Turlani, San Miguel Arcangel, San Spiridon, San Nicolas, κλπ., ἐνῷ οἱ καπετάνιοι ἔφεραν τὰ ἐπίθετα : Χρυσόφιλος, Κανελάκης, Τσαμαδός, Σταμάτης, Ἀποστολάκης, κλπ. Παράλληλα, Ἱσπανοὶ ναυτικοὶ ἐργάζονταν στὰ ἑλληνικὰ πλοῖα.

Περατωθείσης τῆς βρετανικῆς κυριαρχίας (1782/83), οἱ Ἕλληνες ἐξεδιώχθησαν ὡς συνεργάτες τῶν Βρετανῶν καὶ ἡ περιουσία τῆς Κοινότητος ἐδημεύθη, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ναοῦ. Ὅλα τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα (δισκοπότηρα, σκεύη, εἰκόνες, ἄμφια, βιβλία, κλπ.), ἐπετράπη καὶ μεταφέρθηκαν στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος (1753) τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Λιβόρνου, μετὰ δὲ τὴν κατεδάφισή της τὸ 1953 ἀπὸ τὶς Ἰταλικὲς ἀρχές, χάριν τοῦ νέου πολεοδομικοῦ ἀνασχηματισμοῦ τῆς πόλεως, φυλάσσονται, μαζὶ μὲ αὐτὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸ Δημοτικὸ Μουσεῖο τοῦ Λιβόρνου, πόλεως ὅπου κατέφυγε ἡ πλειοψηφία τῶν ἐκδιωχθέντων Ἑλλήνων τῆς Μαόν. Οἱ ὀλίγοι πλούσιοι Ἕλληνες ποῦ ἐπετράπη νὰ παραμείνουν στὸ νησί, σιγά-σιγά, ἐξ αἰτίας τῶν πιέσεων, μετεστράφησαν στὸν ρωμαιοκαθολικισμό, διατηρήσαντες τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς των, ὅπως δείχνει ἡ περίπτωση τῶν σπουδαίων ἑλληνικῶν οἰκογενειῶν Λαδικοῦ, Παλαιολόγου καὶ Ἀλεξιάδη. Τὸ ὅτι ἡ Ἱσπανία δὲν συμπεριλαμβάνεται μεταξὺ τῶν Χωρῶν ποῦ βοήθησαν τὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς Ἀνεξαρτησίας (1821-1826), αὐτὸ ὀφείλεται κυρίως στὶς ἐσωτερικὲς πολιτικὲς δυσχέρειες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (Σύνταγμα τοῦ Cadiz/Συνταγματική Τριετία). Ὅμως μερικοὶ Ἱσπανοὶ βουλευτὲς ἔγραψαν στὴν προσωρινὴ ἐπαναστατικὴ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση τὰ ἑξῆς: "Τὸ Ἱσπανικὸ Ἔθνος, ἂν δὲν εὑρίσκετο στὴν ἀνάγκη νὰ σταθεροποιήση τὴν ἰδική του ἐλευθερία, ὁλόκληρο θὰ ἤρχετο στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ πολεμήση γιὰ τὴν ἐλευθερία σας. Σᾶς πληροφοροῦμε ὅτι οἱ Ἱσπανοὶ δὲν ἀποκλείουν κανένα τύπο βοηθείας πρὸς τὸν λαό σας καὶ θεωροῦν τιμή των νὰ καθιερώσουν ἐπαφὲς μαζί σας". Ἡ ἀποκατάσταση, ὅμως, τῆς ἀπολυταρχίας ἐπὶ Φερνινάνδου τοῦ Ζ’ δὲν ἐβοήθησε καθόλου τοὺς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες. Τὸ 1836 καθιερώθηκαν διπλωματικὲς σχέσεις μεταξὺ Ἱσπανίας καὶ Ἑλλάδος, μὲ πρῶτο Πρέσβυ τὸν δραστήριο πολιτικὸ Ἀνδρέα Μεταξᾶ, ὁ ὁποῖος στὴν οὐσία ἐξορίσθη στὴν Μαδρίτη. Τὸ 1843 καθιερώνεται τὸ Γενικὸ Προξενεῖο τῆς Ἑλλάδος στὴν Βαρκελώνη.

Ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ πρωτίστως ἡ ὁμοιότητα τῶν δύο κόσμων ἐξ ἀπόψεως πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς, δὲν εὐνόησαν τὴν ἄφιξη Ἑλλήνων μεταναστῶν στὴν Ἰβηρία. Ὅμως, ἡ ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ ἡ δημιουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους δημιούργησε συμπάθειες μεταξὺ τῶν διανοουμένων, κυρίως στὴν Καταλωνία, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπον τὴν νέα Ἑλλάδα ὡς τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς ἀρχαίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐπέτρεψε τὶς ἐπαφὲς μὲ Ἕλληνες συγγραφεῖς καὶ ποιητές, τὴν γνωριμία μὲ τὴν Νεοελληνικὴ λογοτεχνία καὶ τὴν συμβολὴ στὴν ἀποκατάσταση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων (Antoni Rubio καὶ Lluch). Κατὰ τὸ 1890 μερικὲς δεκάδες οἰκογένειες ἀπὸ τὴν Κάλυμνο, Κὼ καὶ Σύμη ἐγκαταστάθηκαν στὴν Βαρκελώνη καὶ στὴν Costa Brava, ἀσχολούμενες μὲ τὸ ἐμπόριο τῶν σπόγγων καὶ τοῦ κοραλίου. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς οἰκογένειες συνεδέοντο μὲ ἄλλες ἀπὸ τὴν Κοινότητα τῆς Μασσαλίας, οἱ ἱερεῖς τῆς ὁποίας μετέβαιναν μέχρι τὴν Βαρκελώνη γιὰ νὰ τελέσουν βαπτίσεις, γάμους καὶ ἄλλες ἱερὲς Ἀκολουθίες σὲ ἰδιωτικὰ σπίτια. Ἐπίσης, στὴν Μαδρίτη, στὴν Κοινότητα τῶν ὀλίγων Ἑλλήνων διπλωματικῶν, ὑπαλλήλων καὶ ἐμπόρων, προσετέθησαν ἔμποροι σπόγγων ἀπὸ τὰ Δωδεκάνησα καὶ γουναρᾶδες ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Μακεδονία, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα θὰ ἐξαπλωθοῦν στὶς ἄλλες πόλεις τοῦ Κέντρου καὶ τοῦ Νότου, μέχρι τῶν Καναρίων Νήσων. Ἀπόγονοι μερικῶν ἀπὸ τὶς οἰκογένειες αὐτές, ἂν καὶ ἐνσωματώθηκαν πλήρως στὴν Ἱσπανικὴ κοινωνία, συνεχίζουν νὰ μετέχουν δραστήρια στὰ πράγματα τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Μαδρίτης. Τὸ ὑπόλοιπο τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἱσπανίας ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀποτελεῖτο κυρίως ἀπὸ πράκτορες ποῦ ἐσχετίζοντο μὲ τὴν Νότιο Ἀμερικὴ καὶ μελετητὲς Ἰσπανιστές. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθῇ ἐδῶ ἡ φράση τοῦ Νίκου Καζαντζάκη: "Ἡ ψυχή μου αἰσθάνεται νὰ ταιριάζη μὲ τὴν ἱσπανικὴ ὅσο μὲ καμμία ἄλλη".

Γ) ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

Τὰ δραματικὰ γεγονότα τὰ ὁποία ἔλαβον χώρα κατὰ τὸν 20ο αἰῶνα, ἐξ αἰτίας τῶν φοβερῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, δὲν ἐπέτρεψαν τὴν ἀνταλλαγὴ δραστηριοτήτων μεταξὺ τῶν δύο ἄκρων τῆς Μεσογείου. Οἱ Ἕλληνες ποῦ ἐπολέμησαν κατὰ τὸν φρικτὸ Ἱσπανικὸ Ἐμφύλιο Πόλεμο, τόσο στὸ πλευρὸ τῶν Δημοκρατικῶν Ἀριστερῶν, ὅσο καὶ τοῦ Στρατηγοῦ Φράνκο, δὲν συγκρότησαν ἰδία στρατιωτικὴ μονάδα καὶ κανείς των δὲν παρέμεινε στὴν Ἱσπανία. Στὴν ἴδια τὴν Ἑλλάδα ἡ εἰκόνα τῆς Ἱσπανίας ὑπῆρξε ἀντιφατική, ἐνῷ ὁ Καζαντζάκης δὲν διστάζει νὰ ἐξομοιάση τὸν Στρατηγὸ Μοσκαρδὸ καὶ τοὺς ὑπερασπιστὲς τοῦ φρουρίου Ἀλκαθὰρ τοῦ Τολέδο, τὸ 1936, μὲ τοὺς ὑπερασπιστὲς τοῦ Μεσολογγίου τὸ 1826. Μετὰ τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μία Φρανκικὴ Ἱσπανία ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ καὶ μία Ἑλλάδα σὲ Ἐμφύλιο Πόλεμο ἀπὸ τὴν ἄλλη, πολὺ δύσκολα θὰ προκαλοῦσε ἀνταλλαγὲς μεταξὺ τῶν δύο κρατῶν καὶ λαῶν. Ἡ ἴδια κατάσταση ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς ἄλλες Εὐρωπαϊκὲς χῶρες Ὀρθοδόξου παραδόσεως, εὑρισκόμενες κάτω ἀπὸ τὸν Σοβιετικὸ ἔλεγχο καὶ τὸ Κομμουνιστικὸ καθεστώς. Αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατί μέχρι τὸ 1990 δὲν ἔχομε στὴν Ἱσπανία ἐγκατάσταση Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν ἐξ Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Παρὰ ταῦτα, σιγά-σιγά, αὐξάνεται ἡ παρουσία Ἑλληνικῶν οἰκογενειῶν, κυρίως ἐμπόρων, ποῦ ἐγκαθίστανται στὶς μεγάλεις πόλεις (Μαδρίτη καὶ Βαρκελώνη), καθὼς καὶ σὲ ἄλλες, ὅπως ἡ Βαλένθια καὶ ἡ Λὰς Πάλμας Ντὲ Γρὰν Κανάρια. Αὐτὲς οἱ οἰκογένειες, μαζὶ μὲ τοὺς πολιτικοὺς πρόσφυγες ἀπὸ ἄλλες Ἀνατολικο-εὐρωπαϊκὲς Χῶρες καὶ αὐτοὺς ποῦ ἤδη ἦταν ἐγκατεστημένοι πρὸ τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θὰ ἀποτελέσουν τὴν βάση τῶν Ἑλληνορθοδόξων Κοινοτήτων.

Τὸ 1948 ἀποστέλλεται στὴν Μαδρίτη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Θυατείρων καὶ Ἔξαρχο Δυτικῆς καὶ Κεντρώας Εὐρώπης Γερμανὸ Στρηνόπουλο - (ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἄρθρο στὸ περιοδικὸ "Ὀρθοδοξία" τὸ 1934 γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Κοινότητα Μενόρκας) - ὁ Πρωθιερεὺς Ραφαὴλ ἐκ Παρισίων, Γεωργιανὸς στὴν καταγωγή, ὁ ὁποῖος ἑνώνει ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους ἀνεξαρτήτως ἐθνότητος καὶ ἱδρύεται ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, ὑπὸ τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον. Αὐτὴ ἡ πρώτη ἐνορία, ἀπ' ἀρχῆς μέχρι σήμερα ἑλληνόφωνη καὶ σλαβόφωνη μαζί, χρησιμοποιεῖ ὡς εὐκτήριο οἶκο ἕνα διαμέρισμα στὸ κέντρο τῆς Μαδρίτης, τὸ ὁποῖο γιὰ 25 χρόνια ἑνώνει σὲ μία ἀδελφικὴ χριστιανικὴ κοινότητα ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Ἱσπανικῆς πρωτευούσης. Τὸ 1967 τὸν π. Ραφαὴλ διαδέχεται ὁ σημερινὸς ἐφημέριος Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Τσιαμπαρλής, ἀπόφοιτος τοῦ Ὀρθοδόξου Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου "Ἅγιος Σέργιος" τῶν Παρισίων.

Αὐτὴ ἡ Κοινότητα ἀνεγνωρίσθη νομικῶς τὸ 1949 ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ἱσπανίας, κατόπιν διαβημάτων τῆς Ἑλληνικῆς Πρεσβείας, ὡς Ἑλληνορθόδοξος Κοινότης Μαδρίτης. Τὸ 1963 ἱδρύεται, ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Γαλλίας καὶ Ἐξαρχία πάσης Ἰβηρίας, μὲ πρῶτο Μητροπολίτη τὸν ἀπὸ Ρηγίου Μελέτιο Καραμπίνη. Τὸ 1968, σὲ ἐκπλήρωση τῶν σχετικῶν διατάξεων τοῦ νέου Νόμου περὶ Θρησκευτικῆς Ἐλευθερίας, ἡ Κοινότης Μαδρίτης ἐγγράφεται στὸ Ἐθνικὸ Κατάστιχο τῶν Θρησκευτικῶν Προσώπων τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης. Ἡ δεκαετία τοῦ 1960 ἀποβαίνει καθοριστικὴ γιὰ τὶς σχέσεις Ἑλλάδος καὶ Ἱσπανίας. Τὸ 1962, ἡ Α.Μ. ἡ Βασίλισσα, τότε Πριγκήπισσα Σοφία τῆς Ἑλλάδος, συνάπτει γάμο στὴν Ἀθήνα μὲ τὸν τότε Πρίγκηπα καὶ σημερινὸ Βασιλέα Χουὰν Κάρλος. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήση τὶς ἑκατέρωθεν ἐπαφές, ὅμως ἡ πολιτικὴ καταστάση στὴν τότε Ἑλλάδα (Δικτατορία τῶν Συνταγματαρχῶν καὶ κατάργηση τῆς Μοναρχίας) τὶς ἐμπόδισε. Ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 ἔχομε τὴν ἄφιξη Ἑλλήνων φοιτητῶν, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δημιούργησαν οἰκογένεια στὴν Ἱσπανία καὶ ἐγκαταστάθηκαν μονίμως στὴν Χώρα. Πρόκειται στὴν πλειοψηφία τους γιὰ ἰατρούς, μηχανικούς, ἀρχιτέκτονες, καθηγητὲς καὶ ἐπιχειρηματίες. Στὴν ἐγκατάσταση αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων ὀφείλεται ἡ δημιουργία ἐκτὸς τῆς Μαδρίτης, τῶν Κοινοτήτων Βαρκελώνης καὶ Βαλένθιας.

Τό 1971 ἀποκτᾶται ἀπὸ τὸν Δῆμο Μαδρίτης ἕνα οἰκόπεδο, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Νικαράγουα καὶ τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους τίθεται ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ νέου ἐνοριακοῦ συγκροτήματος. Τὴν 3η Ἰουνίου 1973, ὁ τότε Μητροπολίτης Γαλλίας καὶ Ἔξαρχος πάσης Ἰβηρίας Μελέτιος ἐγκαινιάζει τὸν Ναό, ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Ἀπόστολο Ἀνδρέα καὶ Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ναό, τὸ συγκρότημα ἀποτελεῖται ἀπὸ ἱερατικὴ κατοικία, αἴθουσα ἐκδηλώσεων, γραφεῖα, σχολεῖο, ἀποθῆκες καὶ κῆπο, εἶναι δὲ πρὸς τιμὴν καὶ ἔπαινον τῶν 200 τότε Ἑλληνορθοδόξων τῆς Μαδρίτης, οἱ ὁποῖοι κατώρθωσαν καὶ ἐπραγματοποίησαν ἕνα τέτοιο θαῦμα. Τὸ 1975 ὁ Δῆμος Μαδρίτης ἐκήρυξε τὸν Ναὸ διατηρητέο μνημεῖο. Τὴν δεκετία τοῦ ’70 καὶ περισσότερο αὐτὴν τοῦ ’80 τὸ ἑλληνικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ἱσπανία αὐξάνεται καὶ παρατηρεῖται ἡ ἐγκατάσταση ὁρισμένων ὁμάδων Ἑλλήνων ἐξειδικευμένων ἐπαγγελματικά, οἱ ὁποῖοι ἐγκαθίστανται στὴν Χώρα λόγῳ εὑρέσεως προσοδοφόρου ἐργασίας. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ παρατηρεῖται κυρίως στὴν Καταλωνία, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἵδρυση, τὸ 1975, στὴν Βαρκελώνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ τὸ 1978 τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος. Ἡ εἴσοδος τῆς Ἑλλάδος τὸ 1981 καὶ τῆς Ἱσπανίας τὸ 1986 στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα, δίδει νέα ὤθηση γιὰ τὴν ἐγκατάσταση Ἑλλήνων ἐπιχειρηματιῶν, ἐλευθέρων ἐπαγγελματὼν καὶ ὑπαλλήλων διαφόρων Εὐρωπαϊκῶν Ὀργανισμῶν μὲ ἕδρα τὴν Ἱσπανία, στοὺς ὁποίους ἀργότερα προστίθενται οἱ Ἕλληνες Στρατιωτικοὶ τῶν Στρατηγείων τοῦ ΝΑΤΟ στὴν Μαδρίτη καὶ τὴν Βαλένθια.

Παράλληλα, τὸ γενικὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἱσπανῶν γιὰ τὴν ἑλληνικὴ κλασσικὴ ἀρχαιότητα εὐνόησε τὴν παρουσία Ἑλλήνων ἐπιστημόνων τοῦ κλάδου καὶ τὶς πολιτιστικὲς ἀνταλλαγὲς μεταξὺ τῶν δύο Κοινοτήτων. Ἱδρύονται σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἱσπανία διάφοροι Σύλλογοι, ὅπως ὁ Ἰσπανο-ἑλληνικὸς Πολιτιστικὸς Σύλλογος (1980), ποῦ ἐκδίδει τὸ ὑψηλοῦ ἐπιστημονικοῦ, πολιτιστικοῦ καὶ φιλολογικοῦ περιεχομένου περιοδικὸ "Ἐρυθεία", ἡ Ἱσπανικὴ Ἑταιρεία Νεο-ἑλληνικῶν Σπουδῶν (1986) καὶ τὸ Κέντρο Βυζαντινῶν, Νεο-ἑλληνικῶν καὶ Κυπριακῶν Σπουδῶν στὴν Γρανάδα, παγκοσμίου φήμης, μὲ ἑκατοντάδες φοιτητές, πολλὲς δημοσιεύσεις καὶ συνέδρια καὶ στὸ ὁποῖο ὁ ἀείμνηστος Ἀκαδημαϊκὸς καὶ πρῶτος Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας Κωνσταντῖνος Τσάτσος ἐδώρησε τὴν σπουδαία βιβλιοθήκη του. Σὲ 18 Ἱσπανικὰ Πανεπιστήμια ὑπάρχει ἕδρα τῶν Ἑλληνικῶν, καθὼς καὶ σὲ ἑκατοντάδες Σχολεῖα Γλωσσῶν. Τὰ εὐρωπαϊκὰ προγράμματα ἀνταλλαγῶν πανεπιστημιακῶν φοιτητῶν "Ἔρασμος" καὶ "Σωκράτης" παρέχουν τὴν δυνατότητα σὲ πλειάδα νέων καὶ τῶν δύο Χωρῶν νὰ γνωρίσουν τὴν γλῶσσα καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς φιλοξενούσης αὐτοὺς Χώρας. Ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες μεταπτυχιακοὺς φοιτητὲς ποῦ φθάνουν στὴν Ἱσπανία, μετὰ τὴν λήξη τῶν σπουδῶν τους παραμένουν στὴν Χώρα γιὰ ἐπαγγελματικοὺς ἢ οἰκογενειακοὺς λόγους (μικτοὶ γάμοι).

Τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχομε αὔξηση τῶν Ἑλλήνων ἐξ αἰτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως στὴν Λατινικὴ Ἀμερική. Πρόκειται γιὰ ἰσπανόφωνες ἑλληνορθόδοξες οἰκογένειες, ποῦ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὴν Ἀργεντινή, Οὐρουγουάη καὶ Βενεζουέλα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βαλένθια καὶ Καναρίους Νήσους. Τὸ 1981 ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὴ Κοινότης Μαδρίτης καὶ Περιχώρων ἐντάσσεται στὸν νέο Νόμο περὶ Θρησκευτικῆς Ἐλευθερίας τῆς μεταφρανκικὴς δημοκρατικῆς Ἱσπανίας καὶ τὸ 1991 μετατρέπεται σὲ "Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐν Ἱσπανίᾳ", ἡ ὁποία, τυχοῦσα τῆς νομικῆς φιλοξενίας τῆς Ὁμοσπονδίας τῶν Εὐαγγελικῶν Θρησκευτικῶν Προσώπων Ἱσπανίας καὶ συγκεκριμένα τῆς ὑπὸ τὴν Ἀγγλικανικὴ Κοινωνία τελούσης Ἱσπανικῆς Μεταρρυθμισμένης Ἐπισκοπικῆς Ἐκκλησίας, εὐεργετήθηκε ἀπὸ τὸ Convenio/Συμφωνία (ἕνα εἶδος Κονκορδάτου) μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τοῦ Ἱσπανικοῦ Κράτους, τὸ ὁποῖο ἐψηφίσθη ἀπὸ τὴν Βουλὴ καὶ τὴν Γερουσία τὸ φθινόπωρο τοῦ 1992. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 ἐγκαθίστανται στὴν Ἱσπανία ἑκατοντάδες χιλιάδες οἰκονομικοὶ μετανάστες ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, στὴν πλειοψηφία τοὺς Ρουμάνοι, ἀκολουθούμενοι ἀριθμητικῶς ἀπὸ τοὺς Οὐκρανούς, Βουλγάρους καὶ λοιποὺς Ὀρθοδόξους, τῶν ὁποίων ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς ὑπολογίζεται σήμερα σὲ 1.500.000 περίπου ψυχὲς σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἰβηρικὴ Χερσόνησο καὶ τὰ Νησιά της. Τὴν 20ὴ Ἰανουαρίου 2003, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ νὺν εὐκλεῶς πατριαρχοῦντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ἀπεφάσισε τὴν ἀνύψωση τῆς Ἐξαρχίας πάσης Ἰβηρίας σὲ αὐτοτελῆ ἐκκλησιαστικὴ Ἐπαρχία, ὑπὸ τὸν τίτλο: "Ἱερὰ Μητρόπολις Ἱσπανίας καὶ Πορτογαλίας καὶ Ἐξαρχία Μεσογείου Θαλάσσης", μὲ ἕδρα τὴν Μαδρίτη καὶ χαρακτῆρα πανορθόδοξο.

Πρῶτος Μητροπολίτης ἐξελέγη ὁ Ἑλληνο-ἀμερικανὸς καθηγητὴς Πανεπιστημίου Ἐπιφάνιος Πυριάλας, νὺν Μητροπολίτης Βρυούλων, ὁ ὁποῖος βοηθούμενος ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Σκοπέλου Παγκράτιο καὶ τὸν τότε Ἀρχιμανδρίτη καὶ μετέπειτα Βοηθὸ Ἐπίσκοπο Τελμησσοῦ Ἰλαρίωνα, νὺν Ἐπίσκοπο Ἔντμοντον, ἔθεσε τὶς βάσεις τῆς ἀρτισυστάτου καὶ νεοπαγοῦς αὐτῆς Μητροπόλεως, ὅσον ἀφορᾶ τὴν σύσταση Οὐκρανικῶν Ἐνοριῶν καὶ τὴν ἐξεύρεση καὶ χειροτονία Οὐκρανῶν ἱερέων. Τὴν 25η Ἀπριλίου 2006, τὸ Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης ἀνεγνώρισε ἐπίσημα τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη, καταγράφοντάς την στὸ Ἐθνικὸ Κατάστιχο τῶν Θρησκευτικῶν Προσώπων τοῦ Ἱσπανικοῦ Κράτους, ἐνῷ καταβάλλονται προσπάθειες γιὰ τὴν νομικὴ ἀναγνώρισή της καὶ στὴν Πορτογαλία. Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη ἐξασκεῖ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς ἐπὶ τοῦ Βασιλείου τῆς Ἱσπανίας, τῆς Δημοκρατίας τῆς Πορτογαλίας, τοῦ Πριγκηπάτου τῆς Ἀνδόρρας καὶ τῆς Βρεταννικῆς κτήσεως τοῦ Γιβραλτάρ. Ἕδρα της εἶναι ὁ Καθεδρικὸς Ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀνδρέου καὶ Δημητρίου, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Νικαράγουα, ἀριθ. 12, τῆς περιοχῆς Hispanoamerica Μαδρίτης. Στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη λειτουργοῦν Γραμματεία, Μητροπολιτικὸ Συμβούλιο, Πνευματικὸ Δικαστήριο, Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν Διεκκλησιαστικῶν Σχέσεων, Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν Ἐκδόσεων, Μεταφράσεων καὶ τοῦ Διαδικτύου, Ἐπιτροπὴ Διοργανώσεως τοῦ Ποιμαντικοῦ, Πολιτιστικοῦ καὶ Κοινωνικοῦ Ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, Νομικὴ Ἐπιτροπή, Οἰκονομικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ Τμῆμα Σχέσεων μετὰ τῶν Οὐκρανικῶν Ἀρχῶν, Κοινοτήτων καὶ Συλλόγων.

Ἡ Μητρόπολη διαιρεῖται σὲ 5 Ἀρχιερατικὲς Ἐπιτροπεῖες (Βικαριάτα): α) Ἀρχιερατικὴ Ἐπιτροπεία Κεντρικῆς καὶ Βορείου Ἱσπανίας καὶ Γιβραλτάρ, μὲ ἕδρα τὴν Μαδρίτη, β) Ἀρχιερατικὴ Ἐπιτροπεία Ἀνατολικῆς Ἱσπανίας καὶ Ἀνδόρρας, μὲ ἕδρα τὴν Βαρκελώνη, γ) Ἀρχιερατικὴ Ἐπιτροπεία Νοτίου Ἱσπανίας, μὲ ἕδρα τὴν Μάλαγα, δ) Ἀρχιερατικὴ Ἐπιτροπεία Καναρίων Νήσων, μὲ ἕδρα τὴν Λὰς Πάλμας Ντὲ Γρὰν Κανάρια, καὶ ε) Ἀρχιερατικὴ Ἐπιτροπεία Πορτογαλίας καὶ Γαλικίας, μὲ ἕδρα τὸ Πόρτο. Τὸ ποίμνιο, οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ ἐνορίες τῆς πάνω ἀπὸ τὸ 95% εἶναι μὴ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Οἱ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς πιστοὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἱσπανία καὶ τὴν Πορτογαλία δὲν ὑπερβαίνουν τὶς 4.000 ψυχές. Εἴμεθα ἡ δευτέρα δικαιοδοσία στὴν Ἱσπανία καὶ ἡ πρώτη στὴν Πορτογαλία. Ἡ Μητρόπολη, αὐτὴ τὴν στιγμή, διαθέτει 33 ἐνορίες (19 στὴν Ἱσπανία καὶ 14 στὴν Πορτογαλία), ἐνῷ οἱ ὑπὸ ἵδρυσιν ἀνέρχονται ἀνέρχονται σὲ 3? 6 ἐνοριακοὺς πυρῆνες (4 στὴν Ἱσπανία καὶ 2 στὴν Πορτογαλία), ἐνῷ οἱ ὑπὸ ἵδρυσιν ἀνέρχονται σὲ 2? 30 κληρικοὺς (26 ἐφημερίους, 2 περιοδικούς, 2 διακόνους), ἀπὸ τοὺς ὁποίους 16 στὴν Ἱσπανία καὶ 14 στὴν Πορτογαλία? 2 ὑποτρόφους φοιτητὲς Θεολογίας (1 Ἱσπανὸ καὶ 1 Οὐκρανὸ ἐκ Πορτογαλίας)? 10 Σχολεῖα ἐνοριακὰ καὶ κοινοτικὰ (4 ἑλληνικὰ καὶ 6 οὐκρανικά), ἀπὸ τὰ ὁποία 6 στὴν Ἱσπανία καὶ 4 στὴν Πορτογαλία? 10 Κατηχητικὰ Σχολεῖα καὶ Κύκλους Κατηχήσεως Ἐνηλίκων (9 οὐκρανικὰ καὶ 1 ἑλληνικό), ἀπὸ τὰ ὁποία 4 στὴν Ἱσπανία καὶ 6 στὴν Πορτογαλία, καὶ 3 Τμήματα Ἑλληνικῆς Γλώσσης δι’ Ἐνηλίκους (Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βαλένθια), ἐνῷ τὸ 2009 ἐτελέσθησαν 318 βαπτίσεις καὶ 47 γάμοι.

Ἡ Ἰβηρία εἶναι ἕνα ἐξαιρετικὰ δύσκολο ἔδαφος, κυρίως γιὰ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου. Κύριες δυσκολίες μας εἶναι ἡ ψυχρότητα τοῦ τοπικοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ περιβάλλοντος, ἡ Οὐνία (παντοῦ ὑπάρχουν Οὐκρανικὲς Οὐνιτικὲς ἐνορίες καὶ ἱερεῖς καὶ τώρα τελευταία ἱδρύονται καὶ ρουμανικὲς τοιαῦτες, ἐνῷ κατ’ αὐτὰς ἀποφασίσθηκε ἀπὸ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐπισκοπικὴ Συνέλευση Ἱσπανίας ἡ ἵδρυση Οὐνιτικὴς Ἐπισκοπῆς), ὁ ρουμανικὸς ἐθνοφυλετισμὸς καὶ ἐκκλησιαστικὸς ἐπαρχιωτισμὸς καὶ ἡ τεραστία οἰκονομικὴ κρίση, ποῦ μαστίζει τὴν Ἱσπανία καὶ τὴν Πορτογαλία καὶ ἔχει πλήξει κυρίως τὸ ποίμνιό μας ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Μόνον στὴν Ἱσπανία ὑπάρχουν αὐτὴ τὴν στιγμὴ 4.300.000 ἄνεργοι, σὲ 43.000.000 πληθυσμό, ἐνῷ ἀναμένεται περαιτέρω αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ των. Ὅπως κατέστη ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, ἀναφερθήκαμε μόνο στὴν Ὀρθόδοξη παρουσία στὴν Ἱσπανία, ὄχι ὅτι δὲν ὑφίσταται τοιαύτη καὶ στὴν Πορτογαλία, γιὰ τὴν ὁποία ὡς προκύπτει ἀπὸ τὰ μόλις ἀναφερθέντα στατιστικὰ στοιχεῖα εἶναι σημαντική. Πάντως, ὅσον ἀφορᾶ τὴν δεύτερη Χώρα τῆς Ἰβηρικὴς Χερσονήσου, ὀφείλομε νὰ τονίσωμε μὲ δύο λόγια τὰ ἑξῆς: α) τὸ ἐλάχιστον τῆς Ὀρθοδόξου παρουσίας μέχρι τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, καὶ β) τὸ ἐλάχιστον πάλι, ὅμως ὄχι καὶ τὸ ἀνύπαρκτον, τῶν ἱστορικῶν πηγῶν, οἱ ὁποῖες, φυσικά, ἀναφέρονται στὴν μικρὴ ἑλληνορθόδοξη παρουσία τόσο στὴν Χώρα, ὅσο καὶ στὶς ἀποικίες της.

Εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὴν προσοχὴ Σᾶς καὶ παρακαλῶ θερμὰ ὅπως προσεύχεσθε ὑπὲρ τοῦ δυσκόλου ἔργου μου στὴν Ἰβηρία, γιὰ τὸ ὁποῖο γνωρίζουν καλῶς ἡ Ὑμετέρα Σεπτὴ Κορυφὴ καὶ ἡ Μητέρα Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς κατὰ καιροὺς ἐκθέσεις μου.

Εὔχεσθε, Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα!

  • Προβολές: 3908