Οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας - Μεταφραστικές ἀλλοιώσεις
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνιαίου κειμένου, μὲ τίτλο «Σεβασμὸς στὴν θεία Λειτουργία», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα romfea.gr)
Οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας
Ὅσοι ὁμιλοῦν γιὰ μετάφραση τῆς θείας Λειτουργίας ἀναφέρονται κυρίως στὴν μετάφραση τῶν εὐχῶν καὶ ὄχι τόσο τῶν ἀκροτελευτίων αἰτιολογιῶν, ποὺ ἐκφώνως ἀναφέρει ὁ Ἱερεύς. Αὐτό, ὅμως, δημιουργεῖ ἄλλο λειτουργικὸ πρόβλημα. Βέβαια, φθάσαμε στὸ σημεῖο αὐτό, γιατί προηγήθηκε μιὰ ἀφελὴς ἢ ἐπιτηδευμένη-ἐσκεμμένη προσπάθεια. Δηλαδή, μερικοὶ Ἱερεῖς εἰσήγαγαν τὴν ἀνάγνωση λειτουργικῶν εὐχῶν «εἰς ἐπήκοον πάντων» καὶ στὴν συνέχεια ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν κατανοοῦνται ἀπὸ τὸν λαό, ὁπότε καὶ πρέπει νὰ μεταφρασθοῦν. Ὅμως, τὸ θέμα εἶναι ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας δὲν εἶναι προσευχὲς τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ προσευχὲς τῶν Κληρικῶν πρὸς τὸν Θεό, γιὰ διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων, γιὰ τοὺς κατηχουμένους, τοὺς φωτιζομένους, τοὺς πιστούς. Αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ δὴ στὶς εὐχὲς τῶν πιστῶν, στὴν εὐχὴ τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου καὶ στὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς. Ὁ Κληρικός –Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος– λαμβάνει τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης ἀπὸ τὸν Θεό, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ τελὴ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Κατὰ τὴν θεία Λειτουργία, ὡς ἄλλος Μωϋσής, ἀνέρχεται στὸ ὅρος Σινᾶ γιὰ νὰ ἔλθη «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μὲ τὸν Θεό, ἐνῷ ὁ λαὸς ἵσταται στὶς ὑπώρειες τοῦ ὅρους. Μιὰ παρουσίαση μερικῶν φράσεων ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἐκφραστικὴ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως.
Στὴν Α' Εὐχὴ τῶν Πιστῶν ὁ Ἱερεὺς προσεύχεται στὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ παραστῇ στὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ προσευχηθῇ γιὰ τὰ δικά του ἁμαρτήματα καὶ τοῦ λαοῦ τὰ ἀγνοήματα: «Εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, τὼ καταξιώσαντι ἡμᾶς παραστῆναι καὶ νὺν τὼ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ καὶ προσπεσεῖν τοὶς οἰκτιρμοῖς σοῦ ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων... ποίησον ἡμᾶς ἀξίους γενέσθαι τοῦ προσφέρειν σοὶ δεήσεις καὶ ἱκεσίας καὶ θυσίας ἀναιμάκτους ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἰκάνωσον ἡμᾶς, οὕς ἔθου εἰς τὴν διακονίαν ταύτην, ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματός σου τοῦ Ἁγίου...». Τὸ ἴδιο βλέπουμε καὶ στὴν Β' Εὐχὴ τῶν Πιστῶν. Ὁ Ἱερεὺς προσεγγίζει τὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο καὶ προσεύχεται γιὰ τοὺς συνευχομένους μὲ αὐτόν: «Καὶ δώης ἡμῖν ἀνένοχον καὶ ἀκατάκριτον τὴν παράστασιν τοῦ ἁγίου σου θυσιαστηρίου. Χάρισαι δέ, ὁ Θεός, καὶ τοὶς συνευχομένοις ἡμῖν προκοπὴν βίου...».
Αὐτὸ τὸ συναντοῦμε καὶ στὴν εὐχὴ κατὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου. Γίνεται λόγος γιὰ προσέγγιση τοῦ Ἱερέως στὸ Θυσιαστήριο, γιὰ διακονία, γιὰ κάθαρση: «Καὶ ἰκάνωσόν μὲ τὴ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, ἐνδεδυμένον τὴν τῆς ἱερατείας χάριν, παραστῆναι τὴ ἁγία σου ταύτη τραπέζη, καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον καὶ ἄχραντόν σου Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα». Ἡ εὐχὴ δὲ τῆς Ἀναφορᾶς εἶναι προσευχὴ τοῦ Λειτουργοῦ πρὸς τὸν Πατέρα γιὰ νὰ ἀποστείλη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ νὰ μεταβάλη τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Ὁ Ἱερεὺς εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεὰ αὐτή: «Εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ ὑπὲρ τῆς λειτουργίας ταύτης, ἥν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν δέξασθαι κατηξίωσας...». Γενικά, οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας λέγονται ἀπὸ τὸν κληρικὸ στὸν Θεό, ἐνῷ ὁ ψάλτης ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ ψάλλει ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων ἀπὸ τὸν Ἱερέα, ὁ λαὸς μὲ χθαμαλὴ τὴν φωνὴ ψάλλει: «Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν». Δηλαδή, ὁ Ἱερεὺς τελεῖ τὴν θεία Λειτουργία καὶ ὁ παριστάμενος λαὸς μετέχει σὲ αὐτὴν μὲ τὸν δικό του τρόπο καὶ τὴν θέση ποὺ ἔχει μέσα στὴν Ἐκκλησία, σιγοψάλλοντας τὸν ὕμνο ποὺ παραθέσαμε πιὸ πάνω.
Ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνωρίζουμε ὅτι ὁ Μωϋσῆς εἰσῆλθε στὸ μέσον τῆς νεφέλης, ὁ Ἀαρών, ὁ Ναδὰβ καὶ ὁ Ἀβιούδ, ὅπως καὶ οἱ ἑβδομήκοντα Πρεσβύτεροι προσκύνησαν τὸν Κύριον «μακρόθεν», ὁ δὲ λαὸς δὲν συνανέβηκε μαζί τους (Ἔξ. κδ', 1-18). Ὑπῆρχε διαφορὰ μεθέξεως καὶ γνώσεως τοῦ Μωϋσέως, τῶν Πρεσβυτέρων καὶ τοῦ λαοῦ, ὅπως τὸ ἑρμηνεύει θεολογικὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Τὸ ἴδιο συμβαίνει ἀναλογικὰ καὶ στὴν θεία Λειτουργία. Ὅλοι οἱ παρόντες μετέχουν στὸ μεγάλο αὐτὸ Μυστήριο, ἀλλὰ διαφοροτρόπως ὁ καθένας, ἀνάλογα μὲ τὴν θέση καὶ διακονία του μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προετοιμασία ποὺ ἔχει προηγηθῆ. Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία γίνεται μὲ προϋποθέσεις, δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν προτεσταντικὴ λατρεία, ὅπου ὅλοι εἶναι τὸ ἴδιο, ἀφοῦ οἱ Προτεστάντες Πάστορες δὲν ἔχουν Ἱερωσύνη. Δὲν μποροῦν νὰ εὑρεθοῦν ὁμοιότητες μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Κληρικῶν ποὺ ἔχουν λάβει τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης καὶ τῶν Προτεσταντῶν Παστόρων ποὺ εἶναι ἁπλῶς ὑπεύθυνοι τῶν συνάξεων.
Ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ παγία λειτουργικὴ ἀρχὴ στὸ συλλείτουργο, στὸ ὁποῖο συμμετέχουν πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ Πρεσβύτεροι, μόνον ὁ Πρῶτος, ὁ Προεξάρχων, τελεῖ τὴν θεία Λειτουργία, αὐτὸς ἀναγινώσκει τὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς καὶ οἱ ἄλλοι συμμετέχουν καὶ ἀκούουν τὶς εὐχὲς ἀπὸ τὸν Πρῶτο. Ἐὰν καὶ αὐτοὶ οἱ συλλειτουργοὶ δὲν διαβάζουν ἀπὸ μόνοι τους καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Πρῶτο τὶς εὐχές, πολὺ περισσότερο δὲν μποροῦν νὰ ἀκούγωνται ἢ διαβάζωνται ἀπὸ τοὺς παρισταμένους Χριστιανούς. Ἡ ἄποψη ὅτι ὅλοι μετέχουμε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο στὴν θεία Λειτουργία συνιστᾶ κατάργηση τῶν διακονιῶν στὴν Ἐκκλησία, ὑποτίμηση τῆς Ἱερατικῆς Χάριτος καὶ τελικὰ καταλήγει σὲ ἕναν Προτεσταντισμό.
Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἱερατικὲς εὐχές, τότε μὲ μερικὰ σεμινάρια ποὺ θὰ γίνωνται στοὺς Ἱερεῖς εἶναι εὔκολο νὰ κατανοηθοῦν, μάλιστα σήμερα ποὺ οἱ Κληρικοὶ εἶναι περισσότερο καταρτισμένοι καὶ μορφωμένοι.
Μεταφραστικές ἀλλοιώσεις
Ἡ μεταφορὰ τῶν πνευματικῶν ἐννοιῶν ἀπὸ μιὰ γλῶσσα σὲ ἄλλη γλῶσσα, καὶ ἀπὸ μιὰ γλωσσικὴ μορφὴ σὲ ἄλλη συνεπάγεται κινδύνους καὶ αἱρέσεις. Ἄλλωστε, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν πολλοὺς ἀγῶνες γιὰ νὰ καθορίσουν τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, χρησιμοποιῶντας τὴν φιλοσοφικὴ ὁρολογία, χωρὶς νὰ ἀλλοιωθῇ ὁ ἀποκαλυπτικὸς λόγος, καὶ τελικὰ αὐτοὶ οἱ ὅροι παραμένουν ἀμετάφραστοι ἀκόμη καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες. Ὅμως ἡ προσπάθεια ἑρμηνείας τῶν ὅρων μὲ ἄλλες ἔννοιες ἐνέχει σοβαροὺς κινδύνους. Γιὰ παράδειγμα ὁ Μονοφυσιτισμός, ἡ αἵρεση ποὺ πρεσβεύει ὅτι στὸν Χριστὸ μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ὑπάρχει μόνον ἡ θεία φύση, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνάλυση πολλῶν προῆλθε ἀπὸ τὴν διαφορετικὴ χρήση τῶν ὅρων οὐσία, φύση, ὑπόσταση. Ἡ φράση «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», ποὺ ἀποδόθηκε στὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, προϋποθέτει τὴν ταύτιση μεταξὺ φύσεως καὶ ὑποστάσεως, ὅπως τὴν χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ Πατέρες καὶ ὄχι στὴν διάκρισή τους, ὅπως τὴν ἐκλάμβαναν οἱ Καππαδόκες Πατέρες. Ἀπὸ αὐτὸ προῆλθε ὁ Μονοφυσιτισμὸς ποὺ ὑφίσταται μέχρι τὶς ἡμέρες μας.
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα εἶναι ὁ ὅρος "πρόσωπο". Στοὺς Ἕλληνες-Ρωμηοὺς Πατέρες τὸ πρόσωπο ταυτιζόταν μὲ τὴν ὑπόσταση, ποὺ ἀποδίδει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως κάθε προσώπου. Ἔτσι, τὸ πρόσωπο ὡς ὑπόσταση ἔχει ἕνα βάθος, εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑφίσταται τοῦ ὄντος καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ ἐπίθεμα τοῦ ὄντος. Ὅμως, ὅταν ἡ λέξη "πρόσωπο" μεταφράσθηκε ὡς persona στὴν λατινικὴ γλῶσσα ἀποδόθηκε ἀφ' ἑνὸς μὲν ἀπὸ τὸν Βοήθιο ὡς «ἡ ἀτομικὴ οὐσία τῆς ἐλλόγου φύσεως», ποὺ συνδέεται μὲ τὴν λογική, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀπὸ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο ὡς ἡ αὐτογνωσία καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία. Αὐτές, ὅμως, οἱ δύο ἀποδόσεις τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου κατέληξαν στὸν δυτικὸ χῶρο τόσο στὸν σχολαστικισμὸ καὶ Διαφωτισμό, ὅσο καὶ στὸν ψυχολογισμὸ καὶ τὴν ψυχανάλυση.
Ἕνα τρίτο παράδειγμα εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Filioque. Ἔχει διατυπωθῇ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ αἵρεση αὐτή, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς νεοπλατωνικὲς ἰδέες τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ ὅτι οἱ λέξεις «ἐκπορεύεται» καὶ «πέμπεται» στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πέμπεται διὰ τοῦ Υἱοῦ, δὲν μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν εὐκρινῶς στὴν λατινικὴ γλῶσσα. Ἔτσι, στὴν λατινικὴ γλῶσσα ἡ λέξη ἐκπόρευση ἀποδίδει συγχρόνως καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως καὶ τὴν οὐσιώδη πέμψη, ὁπότε αὐτὴ ἡ ἑνιαία ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση καταλήγει στὸ Filioque. Θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ κάνω μιὰ εὐρύτερη ἐξηγήγηση γιὰ νὰ φανῇ πὼς μὲ τὶς μεταφράσεις εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδοθοῦν ἐσφαλμένα ἐκφράσεις καὶ νὰ καταλήξουν σὲ αἱρέσεις. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε στὰ ρήματα ἐκπορεύω καὶ ἐκπέμπω. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὅταν δὲ ἔλθη ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰω. ἰε', 26) μεταφράζεται στὰ Λατινικὰ ὡς, «Cum autem venerit Paracletus (quem ego mittam vobis a Patre) Spritus veritatis, qui a Patre procedit, ille testimonioum perhibebit de me».
Στὴν μετάφραση αὐτὴ ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἀκόλουθα: Πρῶτον, τὸ ρῆμα «ἐκπορεύεται» μεταφράζεται στὰ Λατινικὰ ὡς procedit. Τὸ ρῆμα «πέμψω» μεταφράζεται ὡς mittam. Δεύτερον, σὲ ἄλλες μεταφράσεις τὸ ρῆμα «ἐκπέμπειν» μεταφράζεται μὲ τὸ ρῆμα procedere, τὸ ὁποῖο ὅμως χρησιμοποιεῖται ταυτόχρονα γιὰ νὰ ἀποδώση καὶ τὴν ἐκπόρευση, ὅπως εἴδαμε παραπάνω. Τρίτον, τὸ ρῆμα mittam ἢ emittam (πέμψω) ἀποδίδει καὶ τὸ ρῆμα ἐκπορεύω ὡς mittam ἢ ὡς emittam. Συγκεκριμένα ἡ φράση «ἐκπορεύει ὁ Πατὴρ» ἀποδίδεται μὲ τὴν λέξη emittit, ποὺ ὅμως ἀλλοῦ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὸ ρῆμα ἐκπέμπει. Τὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι ὅτι ἡ πατερικὴ φράση ὅτι «ὁ Πατὴρ ἐκπορεύει καὶ οὐκ ἐκπορεύεται» μεταφράζεται στὰ Λατινικὰ καὶ μὲ τὶς δύο λέξεις, ἤτοι «quod emittat, et non procedat»
Ἑπομένως, εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ δυὸ κρίσιμοι θεολογικοὶ ὅροι (πέμψις - ἐκπόρευσις / πέμπω - ἐκπορεύω, -ὀμαι) δὲν ἀποδίδονται μὲ συνέπεια, ἀφοῦ τὰ λατινικὰ mittere / emittere καὶ procedere χρησιμοποιοῦνται ὡς μεταφράσματα ἄλλοτε γιὰ τὸν ἕνα καὶ ἄλλοτε γιὰ τὸν ἄλλο ὅρο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προφανῶς ὀφείλεται στὴν ἀμηχανία καὶ τὴν ἀναποτελεσματικότητα τῶν ἑκάστοτε μεταφραστῶν οἱ ὁποῖοι πιθανότατα δὲν διέθεταν τὶς θεολογικὲς ἢ καὶ τὶς γλωσσικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ κατανοήσουν ἐπακριβῶς τὸ περιεχόμενο τῶν ὅρων εἴτε ἡ ἐργασία τους ἦταν ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν δογματική τους τοποθέτηση.
Ἐπίσης, ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἔχουμε μόνον ἀλλοίωση στὸ δόγμα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν πρακτικὴ ζωή. Εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ἔσεσθε οὔν ὑμεῖς τέλειοι, ὦσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοὶς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Μάτθ. ε', 48). Τὸ «ἔσεσθε» εἶναι ὁριστικὴ μέλλοντος ποὺ ἔχει διάρκεια καὶ σημαίνει νὰ γίνεσθε συνεχῶς τέλειοι. Ὅμως, ὅταν αὐτὸ τὸ ρῆμα μεταφράσθηκε στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα ἀποδόθηκε μὲ τὸ ρῆμα «to be perfect», ἤτοι νὰ εἶσθε τέλειοι. Ἄλλο, ὅμως, νὰ γίνεσθε συνεχῶς τέλειοι, νὰ τελειοποιῆσθε, καὶ ἄλλο νὰ εἶσθε τέλειοι. Τὸ πρῶτο δείχνει κίνηση, τὸ δεύτερο στατικότητα. Ἔτσι, στοὺς Ἀγγλοσάξωνες δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ εἴμασθε τέλειοι, ὄχι νὰ γινόμαστε τέλειοι. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προσποιοῦνται ὅτι εἶναι τέλειοι, ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα τέλειοι, ὁπότε ἀναπτύχθηκε ὁ λεγόμενος περφεξιονισμός, δηλαδὴ ἡ ὑποκρισία ποὺ ἀναπτύσσει καὶ ἐνοχικὰ βιώματα (π. Φιλόθεος Φάρος).
Ἔτσι οἱ μεταφράσεις, πολὺ δὲ περισσότερο τῶν λειτουργικῶν κειμένων, χρειάζονται προσοχὴ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ εἰσάγωνται σὲ λειτουργικὴ χρήση.
- Προβολές: 3595