Skip to main content

Ἐμπειρική Δογματική - Περιληπτική παρουσίαση

Τό νέο βιβλίο τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου, μέ τίτλο «Εμπειρική Δογματική», αποτελεί μία πολύτιμη κατάθεση στήν σύγχρονη θεολογική βιβλιογραφία. Τό έργο, τό οποίο πρόκειται νά ολοκληρωθή σέ δύο τόμους, βασίζεται κυρίως σέ προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Τό βιβλίο αυτό είναι η συνάντηση δύο σημαντικών θεολόγων τού καιρού μας. Ο χειμαρρώδης και ανατρεπτικός λόγος τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, παρουσιαζόμενος μέσα από τήν έμπειρη θεολογική γραφίδα τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου, έρχεται νά επιφέρη μία απελευθερωτική τομή στήν θεολογική σκέψη. Στήν ουσία, ο λόγος τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ακριβής καί συγκεκριμένος, δέν καινοτομεί, αλλά παραλαμβάνει τήν πατερική θεολογία καί τήν επαναδιατυπώνει μέ έναν τρόπο καίριο γιά τήν δική μας εποχή. Ο πρώτος τόμος τής Εμπειρικής Δογματικής υποδιαιρείται σέ τέσσερα κεφάλαια. Τό πρώτο πραγματεύεται τήν σχέση δόγματος καί ηθικής, τό δεύτερο τήν εμπειρία τής αποκαλύψεως, τό τρίτο καί τό τέταρτο τούς φορείς καί τά μνημεία τής αποκαλύψεως αντίστοιχα.

Η δογματική τού π. Ιωάννου διαφέρει από τίς μέχρι σήμερα γνωστές, γιατί είναι εμπειρική. «Τό δόγμα δέν είναι νά πιστευθή. Τό δόγμα είναι νά βιωθή». Τό δόγμα δέν είναι ανθρώπινος στοχασμός, δέν σχετίζεται μέ τήν φιλοσοφία, δέν προσεγγίζεται μέσω τής μεταφυσικής καί δέν οδηγεί σέ καμμία μορφή ηθικολογίας. Εύγλωττη μεταφορά πού διανθίζει επίμονα τόν λόγο τού π. Ιωάννου είναι αυτή τής θεολογίας μέ τίς φυσικές, τίς θετικές επιστήμες, κυρίως τήν ιατρική καί τήν αστρονομία. Η μέθοδος πού προτείνεται γιά τήν προσέγγιση τού δόγματος καί κατ’ επέκτασιν τής θεολογίας είναι τό πείραμα, η εμπειρία, η παρατήρηση καί η καταγραφή καθώς καί η επαλήθευσή της μέσω τής αποτελεσμάτων, τού βαθμού επιτυχίας τής μεθόδου σέ συνάρτηση μέ τόν στόχο. Ο στόχος είναι η θέωση τού ανθρώπου καί σ’ αυτόν φθάνει ο άνθρωπος διά τής οδού τής καθάρσεως καί τού φωτισμού. Απτό τεκμήριο γνησιότητας τής εμπειρίας αυτής, η οποία μεταμορφώνει τόν άνθρωπο ως ψυχοσωματική οντότητα –πάντοτε στό πεδίο τών φυσικών φαινομένων καί όχι τών μεταφυσικών κατασκευών– είναι τά ιερά λείψανα. Τέτοιου είδους εμπειρικές πραγματικότητες ελκύουν σήμερα τούς ετεροδόξους, ενώ επίσης τονίζεται ότι η μεταφυσική θεώρηση τής θεολογίας, δηλαδή η δυτική της εκδοχή, είναι αυτή πού προσέλκυσε τήν μαρξιστική κυρίως κριτική.

Τό δόγμα, συνεπώς, είναι καταγραφή, αποτύπωση τής αποκαλυπτικής εμπειρίας τών θεοπτών αγίων, είναι η λογική διατύπωση τού μυστηρίου πού αυτοί βίωσαν. Τό δόγμα όμως λειτουργεί καί ως μέσο θεραπείας γιά τούς πνευματικά ασθενείς, ως οδηγός καί δείκτης πού οριοθετεί τό σημείο στό οποίο μπορούν νά φθάσουν. Είναι, μέ άλλα λόγια, στενή η σχέση τού δόγματος μέ τήν ηθική, όπως τήν εκλαμβάνει η ορθόδοξη θεολογία, ταυτίζοντάς την μέ τήν ασκητική. Η ασκητική μέθοδος συνίσταται στήν προσπάθεια γιά κάθαρση καί οδηγεί στόν φωτισμό. Έτσι επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός τής λογικής από τήν νοερά ενέργεια, φωτίζεται ο εσκοτισμένος νούς καί εγκαθιδρύεται η νοερά προσευχή. Ο άνθρωπος τότε είναι σέ θέση νά βιώση τό δόγμα καί νά φθάση στήν θέωση. Η εμπειρική βάση τής δογματικής είναι τελικά η βάση τής πνευματικής ζωής η οποία νοείται στό πλαίσιο τής εκκλησιαστικής ζωής.

Η εμπειρία τής αποκαλύψεως, τής θεώσεως δηλαδή, είναι η εμπειρία τής Πεντηκοστής. Η θεολογία είναι έκφραση θεοπτίας αλλά δέν ταυτίζεται μαζί της, αφού στήν κατάσταση τής θεοπτίας η θεολογία υπερβαίνεται. Στήν βίωση τής εμπειρίας αυτής ο πιστός οδηγείται μέσω τής υπακοής σέ έμπειρο Πνευματικό Πατέρα. Η πνευματική πατρότητα καί η θεραπευτική της διάσταση είναι τό στοιχείο πού συνδέει τούς φορείς τής αποκαλύψεως, τούς θεουμένους διά μέσου τών αιώνων, τούς θεόπτες τής Παλαιάς καί τής Καινής Διαθήκης. Η διαφορά τους έγκειται στό γεγονός ότι οι θεούμενοι τής Παλαιάς Διαθήκης (Προφήτες) βιώνουν τήν αποκάλυψη τού ασάρκου Λόγου, ενώ οι θεούμενοι τής Καινής Διαθήκης (Απόστολοι, Πατέρες καί όλοι οι άγιοι) έχουν εμπειρία τού σεσαρκωμένου Λόγου. Η θεοπνευστία είναι επίσης κοινό τους γνώρισμα, καί αυτό σημαίνει ότι είναι απλανείς θεολόγοι. Τό αλάθητο τών Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες θέτουν τά δόγματα, όταν οι περιστάσεις τό απαιτήσουν (εμφάνιση αιρέσεων) αντλείται από τό αλάθητο καί τό απλανές ορισμένων θεοπτών Πατέρων πού συμμετείχαν σ’ αυτές. Η θεοπνευστία τών φορέων τής αποκαλύψεως αλλά καί τών «μνημείων» της (Αγία Γραφή καί Ιερά Παράδοση) πού αποτελούν δικά τους έργα, δέν ισχύει κατά λέξη καί αφορά μόνο τά θέματα περί Θεού, θέματα πνευματικής καθοδήγησης καί όχι επιστημονικά ή άλλα ζητήματα.

Είναι φανερό ότι ο θεολογικός λόγος τού π. Ιωάννη προχωράει σέ τομές καί ξεδιαλύνει παρεξηγήσεις διαλύοντας τά θολά σημεία. Ένα ακόμα τέτοιο σημείο αφορά τά «μνημεία τής αποκαλύψεως», τά οποία δέν ταυτίζονται μέ τήν αποκάλυψη, αφού περιέχουν κτιστά ρήματα. Πηγή τής πίστεως είναι η αποκάλυψη, η βίωση τών αρρήτων ρημάτων καί όχι τά μνημεία της. Σκοπός τών κτιστών ρημάτων, τών «μνημείων», είναι η θεραπεία τού ανθρώπου, η κάθαρση, ο φωτισμός καί η θέωσή του. Αυτός είναι καί ο πυρήνας τής ορθόδοξης παράδοσης, η βαθύτερη ουσία της καί όχι η συντηρητική διάσωση κάποιων εξωτερικών τύπων πού δέν έχουν δύναμη καί δυναμική προκειμένου νά προσληφθούν θεραπευτικά από τόν σύγχρονο άνθρωπο.

M.K

  • Προβολές: 2789