Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Αρκεί τό «πετραχήλι καί τό καριοφίλι»;

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Σέ εφημερίδες καί περιοδικά μεταφέρθηκε η αναφορά πού έγινε στήν πρόσφατη Ιεραρχία, ότι ο Αγώνας τού 1821 επιτεύχθηκε μέ τό «πετραχήλι καί τό καριοφίλι» καί ότι στήν «πολεμική εναντίον τής Εκκλησίας» πρέπει νά χρησιμοποιηθή τό καριοφίλι. Ο λόγος αυτός προέρχεται από σεβάσμιο Ιεράρχη, συνετό καί διακριτικό, τόν οποίο σέβομαι πολύ καί ο οποίος μάς παραδειγματίζει μέ τόν νηφάλιο λόγο καί τό εκκλησιαστικό του φρόνημα, καί μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά ερμηνευθή. Δηλαδή δέν πρέπει νά παρερμηνευθή από άλλους γιά αδιάκριτους αγώνες.

Σίγουρα είναι ανάγκη νά ακούγωνται όλες οι απόψεις, νά διατυπώνωνται διάφορες προτάσεις καί νά αναλύεται από κάθε πλευρά μιά δύσκολη κατάσταση. Στό τέλος, όμως, πρέπει νά επικρατή η συνισταμένη τής Ιεραρχίας, η «συνοδική διαγνώμη», όπως μάς διδάσκει τό κανονικό μας δίκαιο, ότι «η γνώμη τών πλειόνων κρατείτω» στά διοικητικά θέματα.

Πάντως, η φράση «πετραχήλι καί καριοφίλι» σχετικά μέ τόν Αγώνα τού '21 καί τήν συγκρότηση τού Ελληνικού Κράτους πρέπει νά συμπληρωθή καί μέ τήν φράση «διπλωματία», δηλαδή επιχειρήματα τών σοφών καί διακριτικών χειρισμών πού βοήθησαν στήν απελευθέρωση τής χώρας αυτής. Γνωρίζουμε δέ ότι, παρά τίς θυσίες τών αγωνιστών σέ αίματα καί περιουσίες, η Επανάσταση καταστελλόταν. Τότε βοήθησε η διπλωματία καί επιτεύχθηκε ο σκοπός.

Η Έλλη Σκοπετέα στό βιβλίο της «Τό "πρότυπο βασίλειο" καί η μεγάλη ιδέα» έχει διατυπώσει τήν άποψη ότι «τά σύνορα τής Ελλάδας τών πρωτοκόλλων τού Λονδίνου, καί τό καθεστώς ανεξαρτησίας πού τής παραχωρήθηκε δέν ανταποκρινόταν σέ άλλη λογική από εκείνην τής ευρωπαϊκής διπλωματίας. Η λογική αυτή δοκιμάσθηκε σέ μακροχρόνιες διαβουλεύσεις στίς ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καί τήν Κωνσταντινούπολη».

Τήν διπλωματική οδό γιά τήν επίτευξη τού στόχου τήν συναντάμε καί στόν Εθνεγέρτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος χρησιμοποίησε τό πετραχήλι-ωμοφόριο, ευλόγησε τό καριοφίλι, αλλά ήταν καί ένας λαμπρός διπλωμάτης καί εντός καί εκτός τής Ελλάδος. Στό βιβλίο τού Κωνσταντίνου Μανίκα μέ τίτλο «Σχέσεις Ορθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμού στήν Ελλάδα κατά τήν διάρκεια τής Επαναστάσεως (1821-1827)» παρουσιάζονται οι διπλωματικές ικανότητες καί η ευελιξία τού Ιεράρχου, εντός καί εκτός Ελλάδος. Καί αυτό δείχνει ότι πολλά συνήργησαν στήν απελευθέρωση αυτού τού χώρου.

Οι σύγχρονες κοινωνικές καί οικονομικές συνθήκες στήν πατρίδα μας είναι πολυδιάστατες καί δυσκολοερμήνευτες. Δέν είναι δυνατόν νά χρησιμοποιούμε συνθηματολογικούς λόγους, γιατί πολλές φορές τά συνθήματα εξάπτουν μέ τήν οργή τό θυμικό τής ψυχής, αλλά νά βλέπουμε τό βάθος τών πραγμάτων. Άλλωστε, οι βιολόγοι μάς λένε ότι ο άνθρωπος έχει «δύο μυαλά», ήτοι τήν «συναισθηματική νοημοσύνη» καί τήν «λογική νοημοσύνη». Έτσι, η ωριμότητα ενός ανθρώπου σχετίζεται μέ τόν συνδυασμό τών δύο αυτών κέντρων τού εγκεφάλου. Χρειάζονται οι «επαναστάτες», αλλά άν δέν ακολουθήσουν οι «διπλωμάτες» αποτυγχάνουν όλες οι προσπάθειες.

Τό θέμα τής μισθοδοσίας τού Κλήρου πού ανέκυψε, μάλιστα στίς σύγχρονες δύσκολες συγκυρίες, απαιτεί γνώση τών πραγμάτων, αλλά καί λεπτότητα χειρισμών. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, μέ τήν προεδρία τού Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου καί τήν παρουσία συνετών μελών, έχει τήν δυνατότητα νά χειρισθή τά θέματα καί έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ο ηγέτης –πολιτικός ή εκκλησιαστικός– δέν άγεται από αδιάκριτες φωνές τού θυμικού ή συναισθηματικού μέρους τής ψυχής, αλλά καθοδηγεί τόν λαό μέ διάκριση καί σύνεση. Αυτό είναι ένα μαρτύριο, αλλά αυτή η μαρτυρική διάθεση καταξιώνει τόν ηγέτη.

Πέρα, όμως, από τούς λεπτούς διακριτικούς χειρισμούς γιά τήν λύση τής μισθοδοσίας απαιτείται, όπως τό διατύπωσε καθαρά η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, νοικοκύρευμα τού «σπιτιού» μας, καλή διαχείριση τών οικονομικών καί διοικητικών θεμάτων. Δέν είναι δυνατόν νά τά αναμένουμε όλα από τό Κράτος καί νά αναθέτουμε σέ αυτό τίς πρωτοβουλίες τών κινήσεών μας, αλλά πρέπει νά δραστηριοποιηθούμε στήν επίλυση τών θεμάτων πού μάς απασχολούν.

Πολλά μπορούν νά γίνουν, αλλά στό θέμα τής μισθοδοσίας απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια γιά τήν αξιοποίηση τής εκκλησιαστικής περιουσίας. Μετά από τίς κατά καιρούς αφαιμάξεις έμεινε στήν Εκκλησία τό 4% τής αρχικής περιουσίας, αλλά καί από αυτό τό 3% είναι δεσμευμένο. Έτσι, σέ συνεργασία μέ τήν Πολιτεία, θά πρέπει νά αξιοποιηθή η δεσμευμένη περιουσία, νά επιστραφή –ό,τι είναι δυνατόν– από τήν περιουσία πού δεσμεύθηκε γιά νά υπογραφούν οι συμβάσεις γιά τήν μισθοδοσία τού Κλήρου (1932, 1952), οπότε η ίδια η Εκκλησία νά μισθοδοτή τούς Κληρικούς, αρχίζοντας από τούς Επισκόπους καί τούς Ιεροκήρυκες. Οι Επίσκοποι μέχρι τό 1980 καί οι Ιεροκήρυκες μέχρι τό 1988 μισθοδοτούνταν από τήν ίδια τήν Εκκλησία μέ τήν διαχείριση τής περιουσίας πού είχε τότε. Δέν εννοώ νά μισθοδοτούνται οι Επίσκοποι από τίς κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις, όπως κάποιοι τό παρερμήνευσαν, γιατί έτσι θά επιβαρύνεται ο λαός, αλλά από τίς Οικονομικές Υπηρεσίες τής Ιεράς Συνόδου, αφού όμως ενισχυθούν τά ταμεία τους μέ τήν αξιοποίηση τής δεσμευμένης περιουσίας.

Τελικά πρέπει νά μάθουμε νά εργαζόμαστε αποδοτικά καί διακριτικά καί όχι μέ πολεμικές ιαχές. Η κοινωνία δέν αντέχει άλλες συγκρούσεις, αλλά χρειάζεται μέθοδος εργασίας, συλλογική δουλειά, προτάσεις, διακριτικός χειρισμός τών θεμάτων. Η Εκκλησία στούς καιρούς μας θά μπορέση νά εργασθή καλά, όταν έχη Κληρικούς μέ θεολογική κατάρτιση, διακριτικούς χειρισμούς καί έχη οικονομική ανεξαρτησία. Ο εναγκαλισμός τής Εκκλησίας μέ τό Κράτος βλάπτει τήν ίδια, δέν τήν αφήνει νά δείξη τό εσωτερικό της κάλλος.

(Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Τό Βήμα τής Κυριακής», 6-2-2011)

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ