Γράφτηκε στις .

Ο Θρησκευτικός Διονύσιος Σολωμός (Β')

τού Κώστα Παπαδημητρίου

(συνέχεια από τό προηγούμενο)

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

"Εγώ πιστεύω πώς ό,τι συμβαίνει εδώ κάτω έρχεται πάντα στόν καιρό του, οτιδήποτε κι άν νομίζουμε εμείς, πού λιγοστή είναι η ζωή μας καί λιγοστά είναι εκείνα πού μπορούμε νά ιδούμε", έγραφε στόν αδελφό του Δημήτριο ο Σολωμός σέ επιστολή του (22-9-1850).

Καί στό ποίημά του "Η Φαρμακωμένη στόν Άδη" γράφει:

"Όνειρο κοντό γιά μένα

νιότη, αγάπη καί ζωή'

όλα ονείρατα στόν κόσμο

ναί, κι ο θάνατος τά λυεί".

Κάτι ανάλογο αναφέρει καί στήν βιβλική διδασκαλία:

"Δι' ενός ανθρώπου (τού Αδάμ) η αμαρτία εισήλθεν εις τόν κόσμον καί διά τής αμαρτίας ο θάνατος". (Πρός Ρωμ. 5, 12). Καί αλλού: "Τό τί περί τούτο ημάς γέγονε μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν τή φθορά καί συνεζεύχθημεν τώ θανάτω;" αναρωτιέται ο υμνωδός στήν νεκρώσιμη ακολουθία.

Σέ ένα επίγραμμά του επίσης ο Σολωμός προσθέτει: "Ανάμεσα στό γέλιο καί στά δάκρυα τρέχει η ζωή, αλλά ο άνθρωπος θά ζεί, όταν τελειώσει η επίγεια ζωή..." (Δ. Μπαλάνου: "Ο Δ. Σολωμός καί τά μεγάλα ιδανικά". Ν. Εστία, τ.5, 1934, σελ. 536).

Κομβικό, λοιπόν, σημείο στήν ζωή τών ανθρώπων ο θάνατος. Καί είναι γιά τούς πολλούς μιισητό καί αποτρόπαιο γεγονός. Καί στήν σκέψη ακόμα τού θανάτου ο άνθρωπος τρέμει: "Θρηνώ καί οδύρομαι, όταν εννοήσω τόν θάνατον", ψάλλει η Εκκλησία στήν νεκρώσιμη ακολουθία. Στό ποίημά του "Ανάμνηση" ο Σολωμός χαρακτηρίζει άθλια καί φρικτή τήν ανάμνηση τού θανάτου.

Όσο όμως μισητός καί αποτρόπαιος κι άν είναι ο θάνατος, μπορεί νά ξεπεραστή η οδύνη του μέ τήν καλλιέργεια τής ψυχής.

"Πικρός, πικρός ο θάνατος

αλλά δέν είναι τόσο,

άν τέτοια ελπίδα τής ψυχής

εγώ μπορώ νά δώσω...", γράφει αλλού.

Όταν η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται σέ πλήρη επικοινωνία μέ τόν Θεό, ο θάνατος είναι ανίσχυρος καί ανώδυνος. Εκείνο πού κάνει τόν άνθρωπο νά μήν υποφέρη καί νά συμφιλιώνεται μέ τήν ιδέα τού θανάτου είναι η πίστη πώς πέρα από τήν επίγεια ζωή υπάρχει καί μιά άλλη ζωή, ένας ανώτερος κόσμος, πού ο Σολωμός τόν ονομάζει αληθινό βασίλειο τής αγάπης, πατρίδα τού αγαθού καί κεί πηγαίνει η ψυχή τού ανθρώπου μετά τόν θάνατο. Σχετική είναι η ρήση τού Απ. Παύλου: "Ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ τού σώματος καί ενδημήσαι πρός τόν Κύριον...Οίδαμεν γάρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία τού σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοίς ουρανοίς" (Β'Κορ. 5, 8, καί 1).

Καλόν θάνατον, ανώδυνον, ανεπαίσχυντον, ειρηνικόν,όπως παρακαλούν τόν Θεό στήν θεία Λειτουργία νά έχουν οι Χριστιανοί, αναφέρει ο Σολωμός πώς είχε ο φίλος του ποιητής Γρυπάρης. Γράφει:

"Καί ο φίλος μας πού κατάλαβε τό θάνατο νά πλησιάζει, δέ θά ένιωθε δίχως άλλο λιγότερο δυνατό τό ένστικτο τούτο' όμως ούτε τρεμούλες, ούτε κλάψες, ούτε θρήνοι, γιατί είχε καλά προφυλαγμένη τή συνείδησή του, μέ τό θώρακα πώς τήν ήξερε αγνή. Αφού παρακάλεσε τή μητέρα του νά βγεί έξω, βυθίστηκε σέ ολομόναχη περισυλλογή, έδεσε σταυρό στό στήθος τά χέρια του, μέ ηρεμότατη τήν όψη ξεψύχησε. Ευλογημένη άς είναι η ψυχή του,πού μίσεψε έτσι έντιμα από τούτον τόν κόσμο, αφού έκαμε εδώ τόσο σύντομο, μά δοξασμένο δρόμο" (Δ. Σολωμού: Επικήδειος γιά τό Σπ. Γρυπάρη" (Άπαντα , τ. Β', Ιταλικά ποιήματα, μετ. Λίνου Πολίτη, σελ. 69).

Έναν ήρεμο χριστιανικό θάνατο περιγράφει ο Σολωμός στό ποίημά του: "Πρός τόν κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση", πού βρισκόταν στήν Αγγλία καί τόν παρηγορεί γιά τόν θάνατο τού πατέρα του:

"Τού πατέρα σου όταν έλθεις

δέ θά ιδείς παρά τόν τάφο.

Είμαι ομπρός του καί σού γράφω

μέρα πρώτη τού Μαγιού.

................

Θά σκορπίσουμε τό Μάη

πάνω στ' άκακα τά στήθη

γιατί απόψε αποκοιμήθη

εις τόν ύπνο τού Χριστού.

..................

Ήταν ήσυχος κι ακίνητος

ως τήν ύστερη τήν ώρα,

καθώς φαίνεται καί τώρα

πού τόν άφησε η ψυχή.

................

Μόνο μιά στιγμή πρίν φύγει

τ' ουρανού κατά τά μέρη

αργοκίνησε τό χέρι

ίσως γιά νά σ' ευχηθεί...."

Στό ποίημά του "Τά Δυό Αδέλφια" η μικρή Αυγούλα πεθαίνει μακριά από τό σπίτι. Δέν τής παίρνει τήν ψυχή ο κακόμοιρος Χάρος, μά ο προστάτης Άγγελος μ' ένα γλυκό φίλημα. Καί η πεθαμένη μοιάζει νά κοιμάται:

"Είν' όμορφη ακόμη

στήν όψη πολύ

τής πήρε (ο Άγγελος)μέ φίλημα

γλυκό τήν ψυχή.

Έχει χαμόγελο

ακόμα στό στόμα

πού λές καί στό χώμα

δέν πρέπει νά μπεί.

Δέν είν' πεθαμένη

τήν όψη τηράτε'

κοιμάται, κοιμάται

εις ύπνο βαθύ.

Αναφέρεται όμως ο Σολωμός καί σ’εκείνους πού συναντούν τήν απαίσια μορφή τού Χάρου στόν θάνατό τους. Άθλια καί φρικτή είναι καί η απλή θύμησή του. Προσπαθούν νά τόν αποφύγουν καί νά κρατηθούν στήν ζωή μέ όλα τά δεινά της.

"Νά τό μάτι πού τόν ήλιο

πολεμά νά μεταϊδεί

καί τό στόμα νά βαστάξει

τή στερνή του αναπνοή" ( "Ανάμνηση")

Είναι εκείνοι πού δέν ελπίζουν καί δέν πιστεύουν στήν Ανάσταση τού Θεανθρώπου. Καί σ' αυτούς απευθύνεται ο ποιητής:

"Φρικτή είναι η ώρα πού ο άνθρωπος

βαριά ψυχομαχά,

αλλά, μή φοβηθείς, ιδού ο Χριστός..."("Φαρμακωμένη στόν Άδη").

Γιά νά δείξη ο Σολωμός τήν αντίθεση τού θανάτου ανάμεσα στούς δίκαιους καί άνομους ανθρώπους, σχεδίασε στήν ιταλική γλώσσα αυτοσχέδιους στίχους πού τούς μετέφρασε στήν ελληνική ο Λίνος Πολίτης. (Δ. Σολωμού "Άπαντα", τ. Β', Παράρτημα, σελ. 27). Τούς παραθέτω:

Ο Δίκαιος

"Κείτεται ο Δίκαιος στήν κλίνη του, καί μέ γλυκό σκοπό τό χείλι του ετοιμοθάνατο δοξάζει τό Θεό' ανοίγει τό σβησμένο μάτι του καί αναγαλλιάζει πού ελπίδα γιά τά ουράνια τού στηλώνει τήν καρδιά"

Ο Άνομος

"Νά κι ο άνομος στήν κλίνη του' δυνατά τού θανάτου ακούει στ' αυτιά του ν' αντηχούν οι σάλπιγγες' τό νιώθει πώς δέ γίνεται πιά νά γλιτώσει από τίς πύλες τής αιωνιότητας πού τίς τρέμει".

Ο Δίκαιος

"Ενώ μέ προσευχή αδιάκοπη τό λογισμό του μερώνει γιά νά μήν τόν ξεπλανέψει ο Σατανάς, νά, πού ξάφνου μιά μελωδία γαληνεύει τή θεϊκή του χρυσαλλίδα".

Ο Άνομος

"Στριφογυρίζει τά μάτια του αλλοιθωρίζοντας, σάν αρκούδα σκυμμένη πάνω στά μικρά της πού κιντυνεύουν' τού κάκου ο άνομος, τού κάκου παλεύει καί προστάζει τήν ψυχή του νά κρατηθεί μέ όλα τά δυνατά της".

Ο Δίκαιος (ακούει φωνή)

"Έλα", τού' λεγε, "στήν πηγή μέσα τού φωτός καί ποτέ πιά δέ θά χάσεις τήν πρόσχαρη αιθέρια κορυφή τού θείου όρους".

Ο Άνομος

"Μανιάζει αλαλιασμένος καί μέσα στό κακούργο του κι αμαρτωλό στήθος τό νιώθει κιόλας πώς τόν περιμένει η κόλαση".

Στόν Δίκαιο

"Μέ ελαφρύ ψυχομάχημα βγήκε στό τέλος η όμορφη ψυχή από τήν επίγεια φυλακή, σά νά' ταν ένα ανάσασμα θερμό τού Πλάστη".

Ο Άνομος

"Γκρεμίζεται στερνά εκεί κάτω καί σφηνώνεται, καί όλος χαρά ο κατάρατος Δαίμονας τόν αγκαλιάζει, όπως εκείνος αγκάλιαζε τό κρίμα".

Έτσι βλέπει τόν θάνατο στούς ανθρώπους ο Σολωμός. Στούς παράνομους στήν ζωή η μορφή τους είναι άγρια, θλιμμένη, φοβισμένη. Στό ποίημά του "Εις ψυχορραγούντα φίλο" γράφει:

"....Ήλθε η ώρα νά σ' αφήσω,

Τού θανάτου νά η μορφή!

Δέν μπορώ νά σέ φιλήσω,

Νά, μού σβένεται η πνοή".

Ζωγραφίζεται ο θάνατος μέ τρομάρα καί μαυρίλα.

"Ανήσυχου ονείρου

Τρομάρα, μαυρίλα

Σά χέρια, σά χείλια

Τά χρώματα σβηεί".

Αντίθετα τού καλού ανθρώπου ο θάνατος τού γλυκαίνει τήν μορφή. Είναι ανάλαφρος καί μοιάζει μέ ύπνο βαθύ.

Είτε όμως πικρός, είτε γλυκός είναι ο θάνατος, αληθεύει εκείνο πού γράφει ο Γιάννης Αποστολάκης, ότι δηλαδή "η σκέψη καί η θύμηση τού θανάτου πρωτάνοιξε, όχι μονάχα στό Σολωμό, παρά σέ πολλούς ανθρώπους τό δρόμο πρός τό εσωτερικό τής ψυχής". (Τά τραγούδια μας" σελ. 14)

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ-ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ-ΚΡΙΣΗ

Μέ ανυποχώρητη βεβαιότητα πίστευε ο Σολωμός στήν Ανάσταση τών νεκρών, τήν Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου καί τήν Κρίση τών σέ τούτη τήν ζωή δικαίων καί αδίκων. Πίστευε στήν αιωνιότητα τού ανθρώπου καί περίμενε τόν θάνατο μέ ηρεμία καί τήν βεβαιότητα πώς θά κερδίση τόν Παράδεισο. "Είναι έτοιμος" γράφει ο Μάντζαρος, "οποτεδήποτε νά αισθανθή τόν θάνατο τού σώματος ως ζωήν τού πνεύματος....μαντεύων τόν ωραίον κόσμον, ο οποίος τόν περιμένει καί εις τόν οποίον στρέφει μυστικώς τήν σκέψιν καί τήν αγάπην του" (Κ. Καιροφύλα: "Ο άγνωστος Σολωμός", σελ. 121)

Όσες φορές αντιμετώπιζε κάποια στενοχώρια, αναζητούσε έναν άλλον κόσμο, έλεγε στόν αδελφικό του φίλο Τομμαζέο:"Είμαι στήν Κέρκυρα, όμως η ζωή μου δέν είναι εδώ" (Αι περί Σολωμού κρίσεις...σελ. 121). Καί στόν αδελφό του Δημήτριο: "Πίστευε στόν κόσμο τ' ουρανού, όπου ο πόνος, τά πάθη, οι ηδονές, δέν έχουν ύπαρξη, όπου τά πάντα κινούνται μέσα στήν αθωότητα, τήν αγνότητα, τήν καλοσύνη". Καί είχε τήν αγωνία νά φτάση κι αυτός καί οι ήρωές του τό συντομότερο μπροστά στήν πόρτα τού Παραδείσου. ("Εις τόν θάνατον Αιμιλίας Ροδόσταμου", γράφει:

"Στήν θύρα τήν ολόχρυση τής Παντοδυναμίας

πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα,

σ' ακαρτερούν γιά νά σού πούν πώς άργησες νά φτάσεις".

Εκφράζει τόν πόθο του νά βρεθή καί ο αδερφός του Δημήτριος εκεί στόν Παράδεισο, συγκρίνοντάς τον μέ τήν γεμάτη παραπτώματα επίγεια ζωή:

"Έλα! τόν ουρανό ολόκληρο νά ξαναλέει άκουσα

σέ ήχο πού οι στίχοι μου δέν έχουν δύναμη νά εκφράσουν

κι οι δρόμοι όλοι εγέμιζαν απ' τόν αιθέρα

τού ζωηρού φωτός τού μοσχοβολισμένου λιβανιού...

Είμαι κάτω, μέσ' στό παράπτωμα καί τήν άστατη αρετή" (Κ. Καιροφύλα: "Σολωμού Ανέκδοτα έργα" σελ. 125.

Ο γήϊνος θάνατος είναι ύπνος κατά τόν ποιητή καί τήν Εκκλησία. "Τόν κεκοιμημένον δούλος σου ανάπαυσον", λέει η ευχή τού ιερέα στήν νεκρώσιμη ακολουθία. Καί ο Σολωμός στό ίδιο πνεύμα στιχουργεί :

Στό ποίημά του "Η Φαρμακωμένη":

"Σώπα κόσμε! Κοιμάται στό μνήμα,

καί κοιμάται παρθένα, σεμνή.

Θά ξυπνήσει τήν ύστερη μέρα

εις τόν κόσμον ομπρός νά κριθεί..."

Στόν "Λάμπρο":

"Βλέπεις τούτους τούς τάφους; Καμμιά μέρα,

εδώ μέσα καί σύ θέ νά κοιμάσαι,

έως ότου από ψηλά θέλει βουΐσει

η σάλπιγγα η στερνή σέ ξυπνήσει".

Στόν "Μάρκο Μπότσαρη":

"Παρόμοια ηχώ θά λαλήσει,

τού κόσμου τήν ύστερη μέρα,

παντού στόν καινούριον αέρα

παρόμοια στούς τάφους θά εμβεί

νά κάμει ο καθένας νά εβγεί".

Στόν "Κρητικό" ο Κρητικός ήρωας τού πολέμου πιστεύει στήν προσωπική ανάσταση τού σώματος. Η ψυχή τής αγαπημένης του αναστημένη θά τόν περιμένη στόν Παράδεισο καί όταν σημάνη η ώρα τής κρίσεως θά τρέξη νά τήν αναζητήση. Γράφει:

"Λάλησε Σάλπιγγα! κι εγώ τό σάβανο τινάζω,

καί σχίζω δρόμο καί τσ' αχνούς αναστημένους κράζω.

Καπνός δέ μένει από τή γή' νιός ουρανός εγίνη'

σάν πρώτα εγώ τήν αγαπώ, καί θά κριθώ μ' αυτήνη,

ψηλά τήν είδαμε πρωΐ τής τρέμαν τά λουλούδια

στή θύρα τής Παράδεισος πού εβγήκε μέ τραγούδια.

Έψαλε τήν Ανάστασι χαροποιά η φωνή της,

κι έδειχνεν ανυπομονησιά γιά νά μπή στό κορμί της

ο ουρανός ολόκληρος αγροίκαε σαστισμένος".

Τό "καπνός δέ μένει από τή γή' νιός ουρανός εγίνη", είναι εικόνα τής μορφής τής ζωής μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, όπως τήν περιγράφει ο Ιωάννης στήν Αποκάλυψη (21,1) "Καί είδον ουρανόν καινόν καί γήν καινήν' ο γάρ πρώτος ουρανός καί η πρώτη γή απήλθεν".

Μέ σάλπιγγα θά αναγγελθή η μελλούμενη Κρίση, η Δευτέρα Παρουσία. Τήν εικόνα καί εδώ ο ποιητής τήν παίρνει από τήν Αγία Γραφή: "Ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή Αρχαγγέλου καί εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ' ουρανού καί οι νεκροί αναστήσονται" (Α' Θεσσαλ. δ', 16) καί "εν ριπή οφθαλμού, εν τή εσχάτη σάλπιγγι' σαλπίσει γάρ καί οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, καί ημείς αλλαγησόμεθα" (Α' Κορ. ιε', 52-55). "Ηχήσουσι σάλπιγγες καί κενωθήσονται τάφοι καί εξαναστήσεται τών ανθρώπων τρέμουσα η φύσις άπασα" (Εσπερ. Κυριακής Απόκρεω).

Καί ο Σολωμός στό ποίημά του "Δευτέρα Παρουσία" αρχίζει: "Ακούω τόν τρομερό ήχο μιάς σάλπιγγας πού κάνει απόηχο καί πυρώνει ο κόσμος καί θαρρείς πώς βογγάει η πλάση". Φαίνεται πώς ο ποιητής εγνώρισε όσα αναφέρουν οι Γραφές καί οι θρησκευτικοί ύμνοι γιά τήν πορεία τών αμαρτωλών καί τών δικαίων κατά τήν ώρα τής ανάστασης τών νεκρών. "Καί κόψονται καί κλαύσονται καί εις τό πύρ τό εξώτερον απελεύσονται οι μηδέποτε μετανοήσαντες"(Τριώδιον σελ. 22) οι αμαρτωλοί κατά τόν υμνογράφο. "Εγώ λογιάζοντας τόν τρόμο ανάβω καί βλέπω πλήθος αμέτρητο νά τρέχει μανιασμένο γιά νά πέσει μέσα στή φωτιά γιά πάντα καί νά σπαράζει απ' τήν απελπισία" λέει στήν δεύτερη στροφή στό ποίημά του "Δευτέρα Παρουσία", ο Σολωμός.

Γιά τούς δικαίους στό τροπάριο τών Αίνων τών Απόκρεω τονίζεται: "Καί εν χαρά καί αγαλλιάσει ο τών δικαίων κλήρος εισελεύσεται εις παστάδα αιώνιον". Καί ο Σολωμός λέει: "Κοίτα μυριάδες πού γλίτωσαν απ' τήν αιώνια ανεμοζάλη καί πετούνε σφιχταγκαλιασμένοι πρός τόν ουρανό".

Ο Σολωμός πίστευε ακράδαντα στόν ουράνιο Παράδεισο. Προσδοκούσε μέ τήν ποίησή του έναν κόσμο μεταμορφωμένο, εξαγνισμένο, υποψήφιο οικήτορα τού Παραδείσου. Καί ζούσε αυτήν τήν πραγματικότητα απ' αυτήν εδώ τήν ζωή. "Η βασιλεία τού Θεού εντός υμών εστί" (Λουκ. 17, 21).

(συνεχίζεται στο επόμενο)