Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ορθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωής (Α')

Η αυτοσυνειδησία στόν άνθρωπο είναι πολύ σημαντικό γεγονός, γιατί ένας πού δέν έχει συνείδηση ή δέν γνωρίζει τί κάνει καί έχει τό ακαταλόγιστο δέν είναι αληθινός άνθρωπος. Οι νεκροί δέν έχουν ενεργή τήν συνείδηση, αλλά καί όσοι πλησιάζουν πρός τόν θάνατο έχουν απώλεια συνειδητότητας. Ο άνθρωπος πρέπει νά γνωρίζη επαρκώς ποιός είναι, από πού κατάγεται, ποιά είναι η σχέση του μέ τό περιβάλλον, νά θέτη όρια μέ τούς ανθρώπους πού τόν περιβάλλουν, αλλά καί νά αποκτά γέφυρες επικοινωνίας μέ αυτούς, χωρίς νά αλλοτριώνεται, χωρίς νά χάνη τήν ταυτότητά του.

Αυτό επεκτείνεται καί στόν κοινωνικό, πολιτισμικό, εθνικό καί χριστιανικό τρόπο ζωής. Είναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε ποιοί είμαστε ως έθνος, ποιά είναι τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού μάς διακρίνουν από άλλα έθνη καί άλλους πολιτισμούς, σέ ποιά σημεία μπορούμε νά επικοινωνήσουμε μέ τά άλλα έθνη καί ποιά σημεία είναι αναπαλλοτρίωτα καί αδιαπραγμάτευτα.

Αυτό είναι σημαντικό, γιατί μέ τούς πολιτισμούς συμβαίνουν πολλά στό θέμα τής αφομοίωσης καί τής επίδρασης μεταξύ τους, όπως είναι η «πολιτισμική πρόσκτηση ή σύνθεση», η πολιτισμική μεταβολή καί η λεγόμενη «αφομοίωση» καί η πολιτισμική αλλαγή, ο λεγόμενος «αποεκπολιτισμός».
Ο τίτλος τού θέματος έχει δύο κεντρικά σημεία, τό ένα «Ορθοδοξία καί Δύση», καί τό άλλο «ο τρόπος ζωής». Ενδιάμεσα θά δούμε καί τήν διαφορά πού υπάρχει μεταξύ αυτών τών δύο μεγάλων πολιτιστικών καί θρησκευτικών τρόπων ζωής.

1. Ορθοδοξία καί Δύση

Στήν αρχή πρέπει νά προσδιορισθή ότι οι έννοιες Ορθοδοξία καί Δύση δέν είναι αντίθετες, γιατί Ορθοδοξία έχουμε καί στήν Δύση, όπως τήν Δύση συναντάμε καί στόν ορθόδοξο χώρο. Μάλλον θά μπορούσαμε περισσότερο νά κάνουμε λόγο γιά Ρωμανία-Βυζάντιο καί λόγο γιά τήν Δύση.

Πάντως, όταν ομιλούμε γιά τήν σχέση καί διαφορά μεταξύ Ρωμανίας-Βυζαντίου καί Δύσης πρέπει νά τήν προσδιορίσουμε από τρείς πλευρές.
Η πρώτη είναι η γεωγραφική, αφού Ανατολή είναι τό ανατολικό μέρος τής Ευρώπης ή τού κόσμου καί Δύση τό δυτικό. Μέ τούς όρους αυτούς παλαιότερα γινόταν λόγος γιά τά δύο τμήματα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τό δυτικό καί τό ανατολικό. Έτσι, Δύση είναι ο Ευρωπαϊκός χώρος καί Ανατολή είναι η Μικρά Ασία καί η Μέση Ανατολή. Επίσης, πρέπει νά προστεθούν ο Βορράς καί ο Νότος.

Η δεύτερη προσδιοριστική πλευρά είναι η χρονική-ιστορική, βάσει τής οποίας η ιστορία χωρίζεται σέ αρχαίους, μέσους καί νεωτέρους χρόνους, αφού κάθε χρονική-ιστορική περίοδος έχει τίς ιδιαιτερότητές της. Έτσι, στήν αρχαία Ελλάδα επικρατεί η αρχαία κλασσική φιλοσοφία, στούς μέσους χρόνους στήν Δύση έχουμε τήν εμφάνιση διαφόρων άλλων λαών, όπως οι Βησιγότθοι, οι Οστρογότθοι, οι Βάνδαλοι, οι Λογγοβάρδοι, οι Φράγκοι, καί στήν Ανατολή έχουμε τήν εμφάνιση άλλων λαών, όπως οι Άβαροι, οι Άραβες, οι Οθωμανοί κλπ. πού άσκησαν διάφορες επιδράσεις πάνω στούς χώρους αυτούς.

Η τρίτη προσδιοριστική πλευρά είναι η πολιτισμική, αφού στούς δύο αυτούς γεωγραφικούς καί ιστορικούς χώρους, αναπτύχθηκαν ιδιαίτεροι πολιτισμικοί τρόποι ζωής, πού είχαν διάφορες επιδράσεις στούς ανθρώπους καί τούς λαούς. Έτσι, κάνουμε λόγο γιά έναν ιδιαίτερο τρόπο μέ τόν οποίο οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τόν Θεό, τόν άνθρωπο, τήν κοινωνία, τήν οικογένεια, τήν παιδεία κλπ..

Όσα θά πούμε στήν συνέχεια αναφέρονται κυρίως στήν τρίτη αυτή πλευρά, τήν πολιτισμική, πού μάς ενδιαφέρει εδώ, καί θά προστεθούν καί στοιχεία από τίς άλλες πλευρές.

2. Ιστορία καί θεολογία

Μεταξύ δυτικού καί ανατολικού ανθρώπου πράγματι υπάρχουν σαφείς διαφορές στόν τρόπο ζωής. Αυτό φαίνεται στόν τρόπο τής σκέψεως καί τής πράξεως, στόν τρόπο μέ τόν οποίο αντιμετωπίζει κανείς τόν Θεό, τόν άνθρωπο καί τόν κόσμο, στόν τρόπο μέ τόν οποίο διοργανώνει τήν κοινωνική του ζωή, καί επεκτείνεται καί σέ άλλους χώρους, όπως τήν οικογενειακή ζωή, τήν ψυχαγωγία κλπ. Γιά νά τό δούμε αυτό καλύτερα πρέπει νά εξετάσουμε τήν σχέση μεταξύ τής ιστορίας καί τής θεολογίας.

Συμβαδίζουν στενά η ιστορία μέ τήν θεολογία. Άλλωστε, ο Χριστός ενηνθρώπησε μέσα στήν ιστορία, τόν χώρο καί τόν χρόνο, προσέλαβε τό θνητό καί παθητό σώμα, τό θέωσε καί τό απάλλαξε καί από τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα, μέ τήν Ανάσταση καί τήν Ανάληψή Του στούς ουρανούς. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τήν Εκκλησία, η οποία δέν προέρχεται από τόν κόσμο, αλλά κινείται καί εργάζεται στόν κόσμο καί τήν ιστορία.

Αυτό συμβαίνει καί μέ τίς διαφορές μεταξύ Δύσεως καί Ανατολής, πού μάς ενδιαφέρει στό σημείο αυτό. Στόν χώρο πού εμφανίσθηκε ο Χριστιανισμός, δηλαδή στήν Παλαιστίνη κατ’ αρχάς καί στήν συνέχεια στόν ενιαίο χώρο τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν τρία ρεύματα, ήτοι η εβραϊκή σκέψη, η ελληνική φιλοσοφία καί τό ρωμαϊκό δίκαιο. Καί τά τρία αυτά ρεύματα συναντήθηκαν μεταξύ τους καί αποτέλεσαν μιά ενότητα καί έναν πολιτισμό. Στήν πραγματικότητα η πρώτη συνάντηση έγινε μεταξύ ελληνισμού καί ρωμαϊκής σκέψεως, μάλιστα δέ η ελληνική γλώσσα μιλιόταν στήν Ρώμη από τόν 2ο αιώνα π.Χ., ώστε δέν ήταν αναγκαία η ύπαρξη μεταφραστών στήν Σύγκλητο. Ο Μ. Αλέξανδρος, μέ τήν επέκτασή του πρός ανατολάς, αλλά καί οι Έλληνες φιλόσοφοι καί διανοητές πού είχαν επηρεάσει τούς Λατίνους τής Δύσεως δημιούργησαν έναν κοινό πολιτισμικό τρόπο ζωής στόν τότε γνωστό κόσμο, στήν τότε οικουμένη. Μιλούσαν βασικά δύο γλώσσες, τήν ελληνική καί τήν λατινική.

Μέ τήν εμφάνιση τού Χριστιανισμού γίνεται καί μιά άλλη σύνθεση μεταξύ εβραϊκής καί ελληνιστικής σκέψεως, στήν πραγματικότητα ο Χριστιανισμός ονομάσθηκε τό τρίτο γένος, τό οποίο ένωσε τήν εβραϊκή καί τήν ελληνική σκέψη. Δέν είναι ο χρόνος κατάλληλος γιά νά δούμε πώς συνδέθηκαν τά τρία αυτά ρεύματα, όπως φαίνεται στήν διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου, τών Αποστολικών Πατέρων καί κυρίως τών μεγάλων Πατέρων τού 4ου αιώνος μ.Χ.

Άς δούμε κατ’ αρχάς πώς διαμορφώθηκαν τά ιστορικά δεδομένα στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί μετά πώς επηρέασαν τά δεδομένα αυτά τήν θεολογία, οπότε διαμορφώθηκε αυτό τό ιδιαίτερο ήθος μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επηρεασθή από τόν ελληνικό πολιτισμό καί αργότερα από τόν Χριστιανισμό. Μετά τούς διωγμούς τών τριών πρώτων αιώνων, ο Χριστιανισμός απέκτησε κύρος μέσα στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ιδίως μάλιστα όταν ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε τήν πρωτεύουσα τού Ρωμαϊκού Κράτους στήν πόλη τού Βυζαντίου, τήν οποία όμως μετονόμασε σέ Νέα Ρώμη, καί αργότερα προσέλαβε τήν ονομασία τού ιδρυτού της καί ονομάσθηκε Κωνσταντινούπολη. Δέν υπάρχει διαίρεση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά απλώς μεταφορά τής πρωτεύουσάς της. Ήταν επόμενο η νέα Πρωτεύουσα νά αποκτήση μεγάλη δόξα, επειδή ήταν έδρα τού Αυτοκράτορος καί τής Συγκλήτου καί γι’ αυτό μέ τόν καιρό καί ο θρόνος τής Κωνσταντινουπόλεως απέκτησε τά ίσα πρεσβεία τιμής μέ τήν Παλαιά Ρώμη.

Η μεταφορά, όμως, τής Πρωτεύουσας τού Ρωμαϊκού Κράτους στήν Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα νά αποδυναμωθή τό δυτικό τμήμα από πλευράς πολιτικής. Βεβαίως αποστέλλονταν, όταν χρειαζόταν, στρατεύματα γιά νά αντιμετωπισθούν διάφοροι εισβολείς, αλλά αυτό δέν ήταν εύκολο πάντοτε. Έτσι, κατέβαιναν από τό βορρά διάφορα φύλα, όπως οι Γότθοι, οι Βησιγότθοι, οι Οστρογότθοι, οι Βάνδαλοι, οι Λογγοβάρδοι καί τελικά οι Φράγκοι καί κατελάμβαναν διάφορα μέρη τού δυτικού τμήματος τής ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπάρχουν πολλά ιστορικά βιβλία πού τό παρουσιάζουν αυτό, απλώς θά αναφέρω τά όσα γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης καί ο Ζάκ λέ Γκόφ. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα καί στό βιβλίο «Διάλογοι» πού έγραψε ο Πάπας Ρώμης άγιος Γρηγόριος, ο επονομαζόμενος Διάλογος.

Μετά από επανειλημμένες εισβολές τών γερμανικών φύλων καί κατακτήσεις εδαφών, τελικά ο Καρλομάγνος κυρίευσε τό μεγαλύτερο μέρος τού δυτικού τμήματος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί ίδρυσε τήν Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τού Γερμανικού Έθνους. Βέβαια, καί ο Πάπας οικειοποιήθηκε τήν πολιτική εξουσία τού δυτικού τμήματος καί τελικά ξέσπασαν διαρκείς πόλεμοι μεταξύ τών Παπών καί τών Φράγκων Βασιλέων γιά τό βαθμό τής πολιτικής εξουσίας τού καθενός στά μέρη εκείνα.

Τό σημαντικό είναι ότι οι Φράγκοι εισήγαγαν στήν Ευρώπη τό φεουδαλιστικό σύστημα διοικήσεως. Σύμφωνα μέ αυτό ο Ρήγας χώρισε τό Βασίλειό του σέ τμήματα καί τά έδωσε σέ διαφόρους ευγενείς, πολεμάρχους, δούκες, κόμητες, βαρώνους καί κατώτερους ιππότες. Μέ τόν καιρό δέ τά φέουδα αυτά αναγνωρίζονταν ως «κληρονομικά οικογενειακά δικαιώματά» τους. Πρόκειται γιά προσωπικές σχέσεις πού συνδέονταν μεταξύ τους ιεραρχικά.

Τά χαρακτηριστικά στοιχεία τού φεουδαλιστικού συστήματος ήταν δύο. Τό πρώτον ήταν τό συμβόλαιο τής υποτέλειας, όπως φαινόταν στήν τελετή πού γινόταν, κατά τήν οποία ο υποτελής έδινε υπόσχεση ότι θά ανήκη στόν άρχοντα καί ανελάμβανε υποχρεώσεις «στήν διοίκηση, τή δικαιοσύνη καί τόν στρατό τού άρχοντα». Τό δεύτερο γνώρισμα ήταν τό φέουδο, δηλαδή η παραχώρηση ενός τμήματος γής καί αυτό φαινόταν από τήν προσφορά ενός αντικειμένου, όπως λάβαρο, σκήπτρο, ράβδος, δαχτυλίδι, μαχαίρι, γάντι, κομμάτι άχυρο κλπ.. Βασικές δέ αρχές τού φεουδαλιστικού συστήματος ήταν ο σεβασμός στήν δικαιοσύνη, η τάξη στήν δημιουργία καί, κατά συνέπεια, εκείνος πού διαταράσσει τήν τάξη προκαλεί τήν οργή τού άρχοντος καί αυτό απαιτεί τήν αποκατάσταση τής δικαιοσύνης πού γίνεται διά τής τιμωρίας, μέ τήν οποία ικανοποιείται η δικαιοσύνη καί επαναφέρεται η τάξη στήν δημιουργία.

Οι Φράγκοι ηγεμόνες μέ τίς στρατιωτικές επιδρομές απέκοψαν τό δυτικό τμήμα από τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, λάμβαναν τήν άδεια καί τήν ευλογία από τόν Πάπα, σημαντική δέ ήταν η στέψη τού Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα τά Χριστούγεννα τού έτους 800 μ.Χ. Επίσης, οι Φράγκοι χορήγησαν καί πολιτική εξουσία στόν Πάπα.

Εκείνο πού πρέπει νά σημειωθή είναι ότι στήν εποχή μας τά πρώτα Κράτη πού απετέλεσαν τήν Ε.Ο.Κ. ήταν τά βασικά κράτη πού αποτελούσαν τό κράτος τού Καρλομάγνου, τήν αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τού Γερμανικού Έθνους. Στήν Ευρώπη σήμερα έχουν ως πρότυπο τόν Καρλομάγνο, ως προστάτη τής παιδείας τό κτήριο στίς Βρυξέλλες έχει τό όνομα τού Καρλομάγνου καί όσοι συντελούν στήν ενότητα τής Ευρώπης λαμβάνουν τό βραβείο τού Καρλομάγνου.

Μετά τήν σύντομη αυτή ιστορική καί πολιτική ανασκόπηση άς δούμε καί τά θεολογικά δεδομένα πού διαμορφώθηκαν στό δυτικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η ανύψωση τού Επισκόπου τής Νέας Ρώμης στά ίσα πρεσβεία τιμής μέ τόν Επίσκοπο τής Παλαιάς Ρώμης προκάλεσε τόν Πάπα, μέ αποτέλεσμα νά μήν παρίσταται προσωπικά σέ καμμιά Οικουμενική Σύνοδο, πού γινόταν στό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά απέστελλε αντιπροσώπους. Ωστόσο υπήρχε ακόμη ενότητα μεταξύ τών Επισκόπων τής Παλαιάς καί Νέας Ρώμης, όπως αποδεικνύεται από τήν Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά καί τήν Η’ Οικουμενική Σύνοδο επί τού Μεγάλου Φωτίου.

Σέ όλη τήν Αυτοκρατορία υπήρχε ενότητα στήν πίστη καί τόν ησυχασμό, οι πολίτες της ήταν δίγλωσσοι, δηλαδή ελληνόφωνοι Ρωμαίοι καί λατινόφωνοι Ρωμαίοι, αργότερα δέ προστέθησαν καί οι αραβόφωνοι καί σλαυόφωνοι Ρωμαίοι. Στήν Εκκλησία τής Παλαιάς Ρώμης υπήρχαν Πατέρες πού μιλούσαν τήν ελληνική γλώσσα καί Πατέρες πού μιλούσαν τήν λατινική γλώσσα, αλλά ήταν ορθόδοξοι. Ο ιερός Αυγουστίνος δέν εγνώριζε καθόλου τήν ελληνική γλώσσα, δέν μπορούσε νά παρακολουθήση τίς συζητήσεις πάνω στά δογματικά θέματα πού γίνονταν στό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί γι’ αυτό, καίτοι έκανε αγώνες εναντίον τών αιρετικών, εν τούτοις εξέφραζε καί μερικές απόψεις πού δέν συντονίζονταν μέ τήν διδασκαλία τών ελληνόφωνων καί λατινόφωνων Πατέρων τής Εκκλησίας, ανατολής καί δύσεως.

Οι Φράγκοι τόν 8ο αιώνα, μετά τήν πολιτική κυριαρχία τους στό δυτικό τμήμα, απεφάσισαν νά διαφοροποιήσουν τήν Ευρώπη πολιτιστικά καί θεολογικά. Έτσι, υιοθέτησαν τίς απόψεις τού ιερού Αυγουστίνου, τού μόνου εκκλησιαστικού συγγραφέως πού δέν γνώριζε ελληνικά, αλλά λατινικά, καί είχε επηρεασθή από τόν νεοπλατωνισμό.

Σημαντικό ορόσημο αυτής τής διαφοροποίησης ήταν η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος περί τής θεολογίας τών ιερών εικόνων. Είναι γνωστόν ότι η Οικουμενική αυτή Σύνοδος, στήν οποία συμμετείχαν καί οι εκπρόσωποι τού Πάπα, οι οποίοι καί υπέγραψαν τά Πρακτικά, απεφάσισε τήν τιμητική προσκύνηση τών ιερών εικόνων καί όχι τήν λατρεία τους.

Ο Καρλομάγνος έδωσε αμέσως εντολή στούς θεολόγους τού επιτελείου του (Αλκουΐνο καί Θεοδούλφο) νά αναιρέσουν τίς αποφάσεις τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι, εγράφησαν τά γνωστά Libri Carolini μέ τά οποία εσκεμμένως κατηγορούσαν τήν Οικουμενική Σύνοδο ως αιρετική. Στήν συνέχεια ο Καρλομάγνος συνεκάλεσε στήν Φραγκφούρτη τό 794 μ.Χ. Σύνοδο στήν οποία συμμετείχαν οι Επίσκοποι τής επικράτειάς του, αναγνώσθηκαν τά Libri Carolini καί καταδικάσθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος.

Είναι σημαντικό τό γεγονός ότι ενώ στά Libri Carolini οι κάτοικοι τού ανατολικού τμήματος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν Ρωμαίοι, στά Πρακτικά τής Συνόδου τής Φραγκφούρτης ονομάσθηκαν Γραικοί. Δηλαδή, μεταξύ 787 καί 794 έγινε η μεγαλύτερη πλαστογραφία στήν ιστορία εναντίον ενός έθνους. Μάλιστα δέ οι Γραικοί ονομάσθηκαν αιρετικοί ως Έλληνες-ειδωλολάτρες, επειδή δήθεν λατρεύουν τίς ιερές εικόνες, καί στήν συνέχεια εγράφησαν τά γνωστά συγγράμματα Contra errores Grecorum, σύμφωνα μέ τήν αντίληψή τους ότι οι Φράγκοι είναι Ρωμαίοι καί Ορθόδοξοι. Βεβαίως, στό ανατολικό τμήμα εξοκολουθούσαν νά αποκαλούν τούς εαυτούς τους Ρωμαίους μέχρι τής πτώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόν 14ο αιώνα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ονομάζει τούς ορθοδόξους κατοίκους τής Μικράς Ασίας, πού είχαν αιχμαλωτισθή στούς Οθωμανούς, Ρωμαίους, ενώ Βυζαντινοί χαρακτηρίσθηκαν τόν 16ο αιώνα, μετά τήν πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, τό 1562, από τόν φράγκο ιστορικό Ιερώνυμο Βόλφ.

Μετά από αυτό, στήν Σύνοδο τού Άαχεν τό 809, οι Φράγκοι εισήγαγαν τό Filioque, μέ αποτέλεσμα νά διαφοροποιηθή τελείως τό δυτικό τμήμα, όχι μόνον πολιτικά, αλλά καί θεολογικά, από τό ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτό πού συνηθίσαμε νά ονομάζουμε Βυζάντιο. Ο 9ος αιώνας είναι μιά κρίσιμη εποχή πού δείχνει όλες αυτές τίς αποσχιστικές τάσεις, καί κυρίως αυτό φαίνεται έντονα τήν εποχή τού Μ. Φωτίου. Τότε εκδηλώθηκαν φανερά όλες οι επεκτατικές τάσεις τών Φράγκων ηγεμόνων, αλλά καί οι υπερφίαλες απόψεις τών Παπών καί πραγματικά ο Μέγας Φώτιος υπήρξε μιά μεγάλη φυσιογνωμία πού διέθετε εξυπνάδα, γνώση, διακριτικότητα καί μαχητικότητα. Αλλά, δυστυχώς τό ρεύμα τής ιστορίας, όπως καθορίσθηκε από τούς Φράγκους ηγεμόνες, τήν πολιτική τών Παπών καί τήν εξασθένηση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από ανατολικούς εχθρούς, υπερέβαινε όλους.

Πάντως, στήν αρχή ο Πάπας τής Ρώμης αντιδρούσε εναντίον τών ενεργειών τού Καρλομάγνου γιά τήν καταδίκη τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά ο Καρλομάγνος είχε μεγάλη πολιτική καί στρατιωτική δύναμη καί επέβαλε τίς απόψεις του. Τελικά, ύστερα από διάφορες αλλαγές, οι Φράγκοι επέβαλαν φιλοφράγκους καί Φράγκους Πάπες στόν θρόνο τής Ρώμης, οι οποίοι εισήγαγαν τό 1009 τό Filioque στό Σύμβολο τής Πίστεως, οπότε έχουμε τήν θεολογική απόσχιση τού δυτικού τμήματος από τό ορθόδοξο ανατολικό τμήμα, ουσιαστικά τήν απόσχιση καί τήν ακοινωνησία τής Παλαιάς Ρώμης από τήν Νέα Ρώμη καί τά Πατριαρχεία τής Ανατολής.

Επομένως, όταν εξετάσουμε μέ προσοχή όλη αυτήν τήν πολιτική καί θεολογική διαφοροποίηση τών Φράγκων, παρατηρούμε ότι στήν αρχή έχουμε σχίσμα μέσα στό δυτικό τμήμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μεταξύ Πάπα Ρώμης καί Φράγκων, καί στήν συνέχεια έχουμε υποδούλωση τής δυτικής Εκκλησίας στούς Φράγκους ηγεμόνες καί τήν τελική απομάκρυνση τής Παλαιάς Ρώμης από τήν Νέα Ρώμη. Η πολιτική απόσχιση οδήγησε καί στήν εκκλησιαστική απόσχιση.

Οι Φράγκοι θεολόγοι, πού βρίσκονταν στό περιβάλλον τού Καρλομάγνου, υιοθέτησαν, όπως αναφέρθηκε, τίς απόψεις τού ιερού Αυγουστίνου, καί έτσι δημιουργήθηκε ο λεγόμενος σχολαστικισμός, πού έλαβε τό όνομα από τίς σχολές πού αναπτύχθηκαν τότε στά Πανεπιστήμια, καί είχε κέντρο τήν λογική, τόν ορθολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι απέβαλαν τόν ησυχασμό, ως μέθοδο γνώσεως τού Θεού, καί υιοθέτησαν τόν ορθολογισμό. Αυτό καλλιεργήθηκε έντονα από τόν 11ο έως τόν 13ο αιώνα καί βασικοί σχολαστικοί θεολόγοι ήταν ο Ανσελμος Καντερβουρίας, ο Αβαιλάρδος, ο Αλβέρτος ο Μέγας, ο Θωμάς Ακινάτης, ο Δούνς ο Σκώτος, ο Γουλιέλμος Όκκαμ.

Μαζί μέ τόν ορθολογισμό, ως μέθοδο γνώσεως τού Θεού, εισήχθηκε στόν δυτικό Χριστιανισμό καί ο φεουδαλισμός στήν θεολογία καί αναπτύχθηκε από τούς δύο θεολόγους, πού αναφέραμε πρό ολίγου (Άνσελμο Καντερβουρίας καί Θωμά Ακινάτη), η θεωρία περί εξιλεώσεως τής θείας δικαιοσύνης. Σύμφωνα μέ αυτήν τήν θεωρία ο Θεός εκλαμβάνεται ως ο απόλυτος καί μέγας φεουδάρχης ο οποίος είναι η υψίστη δικαιοσύνη, δημιούργησε τήν τάξη στήν δημιουργία καί η διατήρηση αυτής τής τάξεως αποτελεί τήν ύψιστη δικαιοσύνη. Όμως, η αμαρτία επέφερε τήν διατάραξη αυτής τής τάξεως καί τής δικαιοσύνης τού Θεού, ο Θεός εξοργίσθηκε γι’ αυτήν τήν ανταρσία τού ανθρώπου καί έπρεπε νά τιμωρήση τόν άνθρωπο, οπότε η ενανθρώπηση τού Χριστού καί η σταυρική θυσία Του εξιλέωσε τήν τρωθείσα θεία δικαιοσύνη καί επανέφερε τήν τάξη στήν δημιουργία.

Βεβαίως, αυτό τό θεολογικό σύστημα είχε συνέπεια καί στήν πρακτική ζωή τού δυτικού ανθρώπου. Μέ τίς θεωρίες αυτές δικαιολογούνται οι τάξεις καί διακρίσεις στήν κοινωνία –πλούσιοι καί πτωχοί– ως δοσμένες από τόν Θεό, εισάγεται ο απόλυτος προορισμός, αφού ο Θεός έχει προορίσει τόν καθένα νά σωθή ή νά καταδικασθή, σύμφωνα μέ τό προαιώνιο σχέδιό Του, καί θεσπίζεται η θεωρία τής εξιλέωσης τής θείας δικαιοσύνης. Όλα αυτά δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στήν ζωή τών δυτικών ανθρώπων, αφού δικαιολόγησαν διάφορες στυγνές δικτατορίες καί απολυταρχίες. Έπειτα, ο καθένας δέν αγωνιζόταν, μέ τήν Χάρη τού Θεού, νά οδηγηθή από τήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί τήν θέωση, όπως διδάσκουν οι Πατέρες τής Εκκλησίας, αλλά αναζητούσε νά εξιλεωθή καί στήν πραγματικότητα αγωνιζόταν μέ τήν αυτοεξέταση νά καταλάβη άν ήταν προορισμένος από τόν Θεό νά σωθή ή νά καταδικασθή, όπως αναλύει πολύ εκφραστικά ο Max Weber αυτήν τήν διαστροφή στήν θεολογία καί τήν ζωή. Η διαστροφή τού μυστηρίου τής εξομολογήσεως, η ρατσιστική ιδεολογία στήν κοινωνία, η ύπαρξη τών δουλοπαροίκων πού όφειλαν νά ικανοποιούν τόν Θεό, είναι απόρροια αυτής τής θεωρίας. Επίσης, τά ορθολογιστικά καί ψυχολογικά συστήματα πού αναπτύχθηκαν στήν πορεία τού χρόνου ήταν αποτέλεσμα αυτής τής νοοτροπίας. Πρόκειται γιά πολιτική, θεολογική καί πολιτιστική διαφοροποίηση τής Δύσεως από τήν ορθόδοξη Ανατολή.

Στήν Ορθόδοξη Παράδοση εξακολουθεί, μέχρι σήμερα, νά παραμένη η ορθόδοξη ησυχία ως μέθοδος γνώσεως τού Θεού, αλλά νά ισχύουν καί όλα τά στοιχεία τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως τά είχαν καθορίσει οι Τοπικές καί Οικουμενικές Σύνοδοι, καί τά ανέλυσαν διεξοδικά οι Πατέρες τής Εκκλησίας. Αυτό συντονιζόταν μέ τήν αρχαία κοινή παράδοση τήν οποία είχαν οι ελληνόφωνοι καί λατινόφωνοι Πατέρες τής αρχαίας Εκκλησίας. Πράγματι, στό βιβλίο τού αγίου Γρηγορίου Διαλόγου, Πάπα Ρώμης, πού φέρει τόν τίτλο «Διάλογοι», φαίνεται καθαρά η ορθόδοξη πίστη καί η παράδοση τής ορθοδόξου ησυχίας πού βίωναν οι Επίσκοποι, οι Κληρικοί, οι μοναχοί καί οι λαϊκοί στήν Δύση, τουλάχιστον, μέχρι τόν 7ον αιώνα. Επίσης, φαίνονται οι καταστροφές καί οι βανδαλισμοί πού έκαναν τά διάφορα γερμανικά φύλα πού κατέβαιναν από τόν Βορρά, ήτοι οι Γότθοι, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Λογγοβάρδοι καί Φράγκοι, από τούς οποίους οι μέν Φράγκοι ήταν τυπικά ορθόδοξοι, αλλά είχαν άγνοια τής Ορθοδοξίας, οι δέ υπόλοιποι ήταν Αρειανοί.

Οι Πατέρες τής Εκκλησίας πού απέκοψαν τήν δυτική Εκκλησία από τόν κορμό τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, λόγω τών αλλοιώσεων στήν πίστη καί τήν ζωή, δικαιώθηκαν από τήν άλλη μεγάλη επανάσταση καί απόσχιση από τόν κορμό τού δυτικού Χριστιανισμού, πού έγινε τόν 16ο αιώνα, μέ τούς Μεταρρυθμιστές, τούς Προτεστάντες. Οι ομάδες αυτών τών Χριστιανών αντέδρασαν στίς αυθαιρεσίες τού Πάπα καί απέρριψαν όλα τά στοιχεία τής Ιεράς Παραδόσεως, τά Μυστήρια, τά δόγματα, τίς ιερές εικόνες. Έτσι, μαζί μέ τόν σχολαστικισμό τών Παπικών εισήχθη στήν Δύση, μέ τούς Προτεστάντες, καί ο ηθικισμός.

Ο σχολαστικισμός πού είχε κέντρο τήν λογική τού ανθρώπου καί στό θέμα τού Θεού, ανέπτυξε τήν φιλοσοφία, μέ τήν απόρριψη τής θεολογίας τών Πατέρων τής Εκκλησίας, καί ανέπτυξε όλα τά φιλοσοφικά συστήματα καί τίς ιδεολογίες πού συναντάμε μέχρι σήμερα στόν δυτικό κόσμο. Ο ηθικισμός τών Προτεσταντών οδήγησε τούς ανθρώπους σέ μιά υποκριτική συμπεριφορά, αφού προφασίζονταν ότι είναι αναγεννημένοι, ενώ μέσα τους οργίαζαν τά πάθη. Καί οι δύο αυτές τάσεις, μέ τόν ιδιαίτερο ρόλο της η κάθε μία, οδήγησε στήν ανάπτυξη τής ψυχολογίας, τής ψυχανάλυσης καί τής ψυχοθεραπείας.
Φυσικά, μαζί μέ τόν σχολαστικισμό καί τόν ηθικισμό, ως αντίδραση, αναπτύχθηκε ο ουμανισμός, η αναγέννηση, ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, ο νεωτερισμός, η μετανεωτερικότητα καί άλλα ρεύματα. Έτσι, στόν δυτικό χώρο επικρατεί σήμερα μιά θρησκευτικότητα πού στηρίζεται στόν ορθό λόγο καί τήν ηθική, ένας ουμανισμός πού εκφράζεται μέ τόν τονισμό τών ανθρωποκεντρικών στοιχείων, ένας αγνωστικισμός πού εκφράζεται μέ τήν αδιαφορία, μιά αθεΐα πού αντιτίθεται σέ όλα τά ρεύματα τά οποία εμποτίζονται από τό θρησκευτικό στοιχείο.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ιστορία συμπλέκεται στενά μέ τήν θεολογία καί δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ποικιλόμορφο πολιτιστικό τοπίο καί ιδιαίτερα κοινωνικά δεδομένα. Αυτά επηρεάζουν τόν τρόπο σκέψεως τών ανθρώπων, αλλά καί τόν τρόπο τής ζωής τους. Δέν μπορεί κανείς νά δή τόν δυτικό άνθρωπο έξω από αυτά τά δεδομένα.

(Συνεχίζεται στό επόμενο: Ορθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωής (Β'))